Στο μυαλό του Χάρολντ Πίντερ

Πέντε μαρτυρίες για τον άνθρωπο και το έργο του

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ

Δύο σκηνοθέτες, δύο ηθοποιοί και μία μεταφράστρια, που αγωνίστηκαν να παραστήσουν σκηνικά το πολυσήμαντο θεατρικό σύμπαν του Χάρολντ Πίντερ, που «πάλεψαν» με τις πιντερικές λέξεις, παύσεις και σιωπές, και συγχρόνως κάποιοι από αυτούς είχαν την τύχη να γνωρίσουν διά ζώσης τον ίδιο τον σημαντικό συγγραφέα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή παραμονή Χριστουγέννων, καταθέτουν στην «Ε» τη μαρτυρία-εμπειρία τους: οι σκηνοθέτες Αντώνης Αντύπας και Λευτέρης Βογιατζής, οι ηθοποιοί Ηλίας Λογοθέτης και Ρένη Πιττακή και η μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη.

Ο Λευτέρης Βογιατζής και η Ρένη Πιττακή στην παράσταση του έργου του Πίντερ «Τέφρα και Σκιά» (2000)

Ο Λευτέρης Βογιατζής ανέβασε μόνο ένα έργο του Πίντερ το 2000, το «Τέφρα και Σκιά», στο οποίο και πρωταγωνιστούσε. Όμως η εμπλοκή του με την πιντερική δραματουργία υπήρξε, παραδέχεται, καταλυτική. «Και σκοπεύω να ξανανεβάσω άμεσα Πίντερ», ανακοινώνει. «Η καταβύθισή μου στο κείμενό του ήταν δύσκολη, αλλά ήταν μια ευτυχής δυσκολία. Ένας συγγραφέας σαν τον Πίντερ σε βοηθά να δεις και δικές σου πτυχές. Σε παρασύρει… Κι εγώ αποκαλύφθηκα μέσα από το έργο του».

Ο όρος «pinteresque» δεν έχει νόημα

Ως σκηνοθέτης και ηθοποιός πιντερικού έργου, διαφωνεί κάθετα με αναλυτές, θεατρολόγους, κριτικούς αλλά και συναδέλφους του που στηρίζουν αναλύσεις κι ερμηνείες στο λεγόμενο «πιντερικό στιλ». «Ο όρος «pinteresque» δεν έχει κανένα νόημα», πιστεύει ο Βογιατζής. «Είναι το πλέον αποπροσανατολιστικό στοιχείο. Στον Πίντερ το «πιντερικός» είναι απλώς μια επιφάνεια. Ενα ύφος. Με άλλα λόγια, τα περί «παύσης» και «σιωπής» είναι απλώς για κατανάλωση».

Τον ίδιο τον Πίντερ τον ενδιέφερε, τονίζει, «να επαναπροσδιορίζεται μέσα από τις παραστάσεις. Προσπαθούσε πάντα να δραπετεύσει από το «pinteresque» που του προσέδιδαν». Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο έχει «εποχές» στο έργο του. «Αλλιώς είναι ο Πίντερ του ’60, αλλιώς του ’70 κι αλλιώς του ’80, με τα αμιγώς πολιτικά έργα. Ηταν ένας συγγραφέας που πάλευε ασταμάτητα», καταλήγει ο Λευτέρης Βογιατζής. «Στο «Τέφρα και Σκιά» φτάνει μέχρι του σημείου να παρωδήσει γλωσσικά τον εαυτό του».

Σε εντελώς άλλο μήκος κύματος βρίσκεται η ανάλυση του Αντώνη Αντύπα, που μαζί με τον Κάρολο Κουν έχει το ρεκόρ στο ανέβασμα έργων του Πίντερ στην Ελλάδα. «Έχω ανεβάσει εφτά έργα του. Κι η πρώτη σκηνοθετική συνάντησή μου μαζί του, το 1987 με τους «Άλλους Τόπους» (σ.σ.: γενικός τίτλος για την κοινή παράσταση των «Οικογενειακές Φωνές», «Μια Κάποια Αλάσκα», «Σταθμός Βικτώρια») ήταν αποκάλυψη».

«Οι παύσεις και ιδίως η στίξη παίζουν στα έργα του ρόλο πρωταγωνιστή. Είναι ο πρωταγωνιστής», υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης. «Κι είναι απολύτως αναγκαία η διάκριση μεταξύ παύσης και σιωπής. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει η μνήμη και μέσω αυτής η ανάκληση του παρελθόντος».

Ο Ηλίας Λογοθέτης και ο Στέλιος Καλογερόπουλος στη «Νεκρή Ζώνη», που ανέβασε το 2000 στο «Απλό Θέατρο» ο Αντώνης Αντύπας
Άλλο «παύση», άλλο «σιωπή»

Στη διάκριση παύσης-σιωπής εστιάζει κι ένας ηθοποιός που συνεχάρη το 2000 ο Πίντερ για την ερμηνεία του στη «Νεκρή Ζώνη» του Αντώνη Αντύπα, ο Ηλίας Λογοθέτης. «Ο Πίντερ μάς έμαθε, όπως και ο Μπέκετ, τι είναι σιωπή και τι είναι παύση», λέει. «Μια δύσκολη διαδικασία, γιατί πάντοτε στο θέατρο μπερδεύαμε τη σιωπή με την παύση. Η παύση όμως αλλάζει τα πάντα και σε πηγαίνει σε άλλες καταστάσεις».

Παρ’ ότι καθημερινός, ελλειπτικός, υπαινικτικός, ο λόγος του Πίντερ, σύμφωνα με τον Αντύπα, είναι «πολυσήμαντος και για τους χαρακτήρες και για τις καταστάσεις, ενώ ο δείκτης δυσκολίας για τον ηθοποιό χτυπάει κόκκινο. Οι ηθοποιοί που ερμηνεύουν πιντερικούς ήρωες καλούνται να αποδείξουν ότι, πέρα από τη βαθιά κατανόηση των καταστάσεων και των σχέσεων, μπορούν να διαχειριστούν τη μετέωρη ισορροπία μεταξύ αλήθειας και μη αλήθειας. Αυτό και μόνο απαιτεί ιδιαίτερα ταλαντούχους, με προσωπικότητα ερμηνευτές, που μπορούν να πειθαρχούν και να φωτίζουν τις μυστικές, υπόγειες σκιές των χαρακτήρων».

Αυτές τις υπόγειες «διαδρομές» ιχνηλατούσε στα έργα του και η Ρένη Πιττακή, που χάρη στον δάσκαλό της Κάρολο Κουν συνδέθηκε με την πιντερική δραματουργία από την πρώτη ημέρα της πάνω στη σκηνή. «Ηταν εποχές που ο Πίντερ εκλαμβανόταν απ’ την ελληνική κριτική ως «ακαταλαβίστικος» και ακόμα και οι ηθοποιοί ήμασταν ανέτοιμοι να τον κατανοήσουμε. Ηταν γρίφος για την εποχή», θυμάται. Η ίδια, σχεδόν 20 ετών, κλήθηκε να υποδυθεί το 1967 στον «Γυρισμό» την ώριμη, αινιγματική, σκοτεινή Ρουθ. «Ηταν μια πολύ έντονη εμπειρία», λέει. Η παράσταση κατέβηκε άρον άρον λόγω της χούντας των Συνταγματαρχών.

Ο Πίντερ και η χούντα

Το «Πάρτυ Γενεθλίων», το ’69, μία ακόμη παράσταση του Κουν, «πέρασε» καλύτερα στο κοινό και στην κριτική. «Το πολιτικό εδώ ήταν υπόγειο, κρυφό. Δεν λέγονταν τα πράγματα», επισημαίνει η Ρένη Πιττακή. Στους «Παλιούς Καιρούς» το ’73, και πάλι στο «Θ. Τέχνης», «διαγραφόταν η ταξική σύγκρουση. Ομως ο αγώνας, ο πόλεμος πάνω στη σκηνή γινόταν μόνο με λέξεις», τονίζει. «Ο Πίντερ κατόρθωσε να στήσει ένα παιχνίδι εξουσίας μέσα από λέξεις και σιωπές, σε ένα κείμενο-παρτιτούρα. Αποκαλύπτοντας διαρκώς εαυτόν ως έναν ποιητή του λόγου. Πάλευε με τις λέξεις. Τεράστια η πρόκληση για τον ηθοποιό που πρέπει να ανακαλύψει και να αναδείξει όλα όσα καλύπτονται κάτω από λέξεις, παύσεις, σκοτεινιές».

Η Ρένη Πιττακή έπαιξε και τη Ρεβέκκα στο «Τέφρα και Σκιά», που σκηνοθέτησε το 2000 ο Λευτέρης Βογιατζής. «Η ηρωίδα μιλά για πράγματα που υποτίθεται πως δεν έχει ζήσει, κι όμως δεν θέλει να τα ξεχάσει. Αυτό είναι το μήνυμα το έργου και του Πίντερ: «Θέλω να θυμάμαι, θέλω να ξέρω, θέλω να υποφέρω». Το πιντερικό να «κατεβούμε όλοι στον δρόμο» έρχεται μέσα από πολλές διαδρομές και συναντιέται με τα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα».

Πάθος «ελληνικό»

«Ο Χάρολντ Πίντερ ήταν ένας πολύ δικός μου άνθρωπος», λέει και η μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη. «Μιλούσε και για μένα κάθε φορά που με έπνιγε ένα δίκιο. Δεν έχει σημασία που δεν τον γνώρισα ποτέ». Οταν άρχιζε να μεταφράζει το «Τέφρα και Σκιά» για τον Λευτέρη Βογιατζή, το καλοκαίρι του 1999, η Ελλάδα, όπως μας λέει, «έβγαινε από ωραίες διαδηλώσεις για το Κόσοβο και για τις «παράπλευρες απώλειές» του, κι ο Πίντερ ήταν σαν να διαδήλωνε μαζί μας. Εμπλεξα», λέει, «σχεδόν σαν να το χρωστούσα στον «πολιτικό» Πίντερ, μ’ αυτό το φαινομενικά εύθραυστο κείμενο, που θα μπορούσε να περιγραφεί με δύο δικούς του στίχους: «Μην κοιτάς / Ο κόσμος όπου να ‘ναι θα σπάσει». Τίποτα δεν έσπασε τους μήνες που το κοιτούσα και το ξανακοιτούσα».

Αυτό που θα της λείψει από τον Πίντερ είναι, όπως λέει, το «»ελληνικό» πάθος του. Ο δημόσιος λόγος του. Γιατί όλα τ’ άλλα μας τα άφησε, γενναιόδωρα, κληρονομιά». *

Ευφυής, καλός, συγκρατημένος αλλά και εκρηκτικός

Ο Λ. Βογιατζής γνώρισε τον Πίντερ όταν ήρθε στην Αθήνα το 2000 και παρακολούθησε το «Τέφρα και Σκιά» στο θέατρο της «Οδού Κυκλάδων». «Ηταν ένα τζίνι», λέει. «Ενας άνθρωπος πάρα πολύ ζωντανός»· την ίδια στιγμή βρισκόταν σε εκατό σημεία ο νους του. Ταυτόχρονα, ήταν πολύ καλός – «είναι σημαντικό όντας τόσο ευφυής να είσαι και καλός. Βεβαίως ήταν πολύ κακός με αυτούς που δεν θα μπορούσε να ανεχτεί: τους βλάκες και τους καθυστερημένους».
Δύο φορές προσκλήθηκε με τη σύζυγό του Ελένη Καραΐνδρου ο Αντώνης Αντύπας στο σπίτι του νομπελίστα στην Αγγλία. Το 2000 ο μέγας θεατράνθρωπος είχε παρακολουθήσει στο «Απλό Θέατρο» τη «Νεκρή Ζώνη». «Ο Πίντερ ήταν πολύ γοητευτικός άνθρωπος με ένα οξύ χιούμορ. Αλλά αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν η ισχυρή πολιτική σκέψη του», τονίζει ο Αντύπας.

Η Ελένη Καραΐνδρου με τον σύζυγό της Αντώνη Αντύπα είχαν δύο φορές προσκληθεί από τον νομπελίστα στο σπίτι του στην Αγγλία. Εδώ, το 2000, όταν ο Πίντερ παρακολούθησε τη «Νεκρή Ζώνη»

Και για τον Ηλία Λογοθέτη ο Πίντερ προσδιορίζεται από την επιθυμία του «να με θυμάστε ως πολιτικό ακτιβιστή». «Ήταν η μόνη ζωντανή φωνή σε αυτή τη γηρασμένη ήπειρο, που δεν προμηνύει κανένα νέο ξεκίνημα. Σε μια Ευρώπη που μυρίζει βρεγμένη κότα ήταν ο μόνος που μιλούσε και τόλμησε να τα βάλει ακόμη και με τον πρωθυπουργό του».

«Γνωρίζοντάς τον το 2000 τον ένιωσα, ας μου επιτραπεί, συγγενή μου», αποκαλύπτει και η Ρένη Πιττακή. «Ο Πίντερ ήταν συγκρατημένος. Πίσω όμως από το «κράτημα» υπήρχε μια εκρηκτικότητα. Κι αυτό το στοιχείο της προσωπικότητάς του φαινόταν μέσα στα κείμενά του, στις δημόσιες παρεμβάσεις του, τη στιγμή που θα σηκωνόταν να τσουγκρίσει το ποτήρι του και να κάνει μια κίνηση που έμοιαζε με αρχή χορού. Αυτές ήταν οι «ρωγμές» που τον «μάντευες»».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 29/12/2008
Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε