- Του ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ, Επτά, Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
Σε μια εποχή όπου αμφισβητούνται οι μεγάλες αφηγήσεις, θα περίμενε κανείς πως η πρώτη μεγάλη αφήγηση του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα, η αρχαία θεατρική γραμματεία, θα είχε καταποντιστεί.
Δύο σύγχρονες εκδοχές του αρχαίου μύθου, του Κοκτό και του Ανούιγ, έρχονται σε αντιπαράθεση μέσα από την παράσταση των φλαμανδών tg STAN, που θα δούμε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Σίγουρα δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο. Ελέγχεται αυστηρά από πολλούς «άλλους» λαούς και «άλλες» ομάδες, που θεωρούν ότι η υπερβολική προβολή της ήταν η αιτία της δικής τους περιθωριοποίησης (ως ενδεικτικό παράδειγμα να θυμίσω την ταραχώδη συζήτηση που προκάλεσαν οι απόψεις του Μπερνάλ στο βιβλίο του «Μαύρη Αθήνα»). Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να απολαμβάνει τεράστιας δημοτικότητας που υστερεί μόνον έναντι του μόνιμα πρώτου Σέξπιρ. Μάλιστα, από τότε που την ανακάλυψε η Ευρώπη (την ίδια περίπου περίοδο που ανακάλυψε και την Αμερική) δεν ήταν ποτέ τόσο δημοφιλής όσο τις τελευταίες πέντε περίπου δεκαετίες. Κάτι διόλου τυχαίο, αν αναλογιστεί κανείς τις ριζοσπαστικές αλλαγές που σημειώνονται τα χρόνια αυτά (κίνημα των λουλουδιών, πασιφισμός, ανθρώπινα δικαιώματα, φεμινισμός, αντιαποικιοκρατισμός, εθνοτισμός κ.λπ.), αλλαγές που θα αποτελέσουν βασικά ερεθίσματα για τη στροφή όχι μόνο των Δυτικών αλλά και των Ανατολικών σε κλασικά πρόσωπα, όπως η Εκάβη, η Ιοκάστη, ο Αίαντας, η Κλυταιμνήστρα, η Αντιγόνη, η Ηλέκτρα, η Μήδεια, για να συζητηθούν οι έμφυλες σχέσεις, ο έρωτας, η βία, ο πόλεμος, η οικογένεια, η εγκληματικότητα, η καταπίεση των γυναικών, η πατριαρχία, οι σχέσεις Δύσης και Ισλάμ, ιδεολογίας και φύλου/φυλής, ζητήματα σχετικά με την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, την ηθική.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σε όλες αυτές τις αναβιώσεις (και διασκευές) της τραγωδίας αντικατοπτρίζονται τα σημαντικότερα ρεύματα της σύγχρονης θεατρικής πρακτικής: από το «Στα μούτρα σου θέατρο» (βλ. «Φαίδρας έρως» της Σάρα Κέιν) μέχρι το θέατρο των εικόνων (βλ. «Αλκηστη» του Ρ. Γουίλσον), το σωματικό θέατρο των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης και αυτό που ο Λέμαν ονομάζει «μεταδραματικό θέατρο», δείγματα του οποίου έχουμε δει αρκετά τα τελευταία χρόνια: Φαμπρ, Γούστερ Γκρουπ, Μπρουκ, Βασίλιεφ, Μπάους, Λεπάζ, Σουζούκι, Κομπλισιτέ, Ρίμινι Προτοκόλ, Καστελούτσι, Μπρούερ και, από τους «δικούς μας», Μπλιτζ, Νόβα Μελανκόλια, Βασίστας, Οχι παίζουμε, Θέατρο Σημείο Μηδέν, Κανιγκούντα. Και τώρα (την Παρασκευή και το Σαββατοκύριακο), στην εντυπωσιακή Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, το φλαμανδικό σχήμα tg STAN με την παραγωγή του «Les Antigones» (πρεμιέρα στην Τουλούζ το 2001), βασισμένη στα κείμενα των Ανουίγ και Κοκτώ.
Ο μύθος της Αντιγόνης, από την πρώτη παράστασή του (442; π.Χ.) μέχρι σήμερα, παραμένει μακράν ο πρώτος σε δημοτικότητα ανάμεσα στις σωζόμενες τραγωδίες. Μόνο στα αγγλικά κυκλοφορεί σε 13 μεταφράσεις. Εγινε «σημαία» του γερμανικού ιδεαλισμού στο έργο του Τικ το 1841. Το 1858 μπήκε στο ρεπερτόριο της Κομεντί Φρανσέζ. Εγινε μυθιστόρημα από τον Μπάρι το 1887, διήγημα από τη Γιουρσενάρ, έμβλημα αγωνιστικού πνεύματος από τον Μπρεχτ, τον Φούγκαρντ, τον Βάιντα και τον Χίνεϊ, σύμβολο ελευθερίας από το Λίβινγκ Θίατερ και τον Στίφεν Ρι, τηλεοπτικό σενάριο από τον Ζαν-Κλοντ ντε Νελ. Διαφορετικές γραφές, όλες ωστόσο με έναν κοινό προβληματισμό: ποιος έχει δίκαιο στη σύγκρουση Αντιγόνης/Κρέοντα;
Η αφήγηση από την αρχή
Ο μοντερνιστής Ζαν Κοκτό, στη δική του σύντομη εκδοχή, μένει αρκετά κοντά στο πρωτότυπο, στο ύφος και στη δομή, σε αντίθεση με τον «βουλεβαρδιέρη» Ανούιγ που δανείζεται τους μηχανισμούς του Μπρεχτ ώστε να ενισχύσει, αφενός, την αυτοσχεδιαστική αύρα των δρωμένων του και, αφετέρου, τη συμπάθεια του θεατή και προς τον Κρέοντα. Ο Κοκτό, μέσα από το ηρωικό στιλ που υιοθετεί, δεν ενδιαφέρεται να προτείνει κάτι πολιτικά επίκαιρο. Αλλά ούτε και ο επίσης αδιάφορος πολιτικά Ανούιγ. Το ότι η δική του, πιο καθημερινή, «Αντιγόνη» συζητήθηκε ήταν, πιστεύω, περισσότερο θέμα συγκυριών. Ας μην ξεχνάμε ότι το Παρίσι βρισκόταν τότε υπό γερμανική κατοχή, οπότε η σύγκρουση Αντιγόνης/Κρέοντα ήταν λογικό να προσκρούσει σε ευήκοα ώτα.
Οσο για το ειδικό ενδιαφέρον με την περφόρμανς των Φλαμανδών, πηγάζει από τον τρόπο που διαχειρίζονται τις μιμητικές δυνατότητες των κειμένων. Στη θέση ηθοποιών ταμπουρωμένων πίσω από το προσωπείο απλών μεταφορέων κάποιων θέσεων ή εξωτερικών φορτίων, ο θεατής παρακολουθεί τώρα άτομα (σαν και μας) να παλεύουν να επενδύσουν στους ρόλους τη δική τους σωματική λογική, τις δικές τους παρορμήσεις και ανασφάλειες. Γι’ αυτούς η σκηνή γίνεται ένα είδος αφετηρίας και αναχώρησης. Στα όρια αυτού του χώρου πιο πολύ νοιάζονται να μεταμορφώσουν τους εαυτούς τους, παρά μια πραγματικότητα που βρίσκεται πέρα από αυτούς. Και το πράττουν με τον πλέον μινιμαλιστικό τρόπο και με τη βοήθεια δύο κειμένων γραμμένων σε μια γλώσσα (στα γαλλικά) που δεν είναι η μητρική τους, με αποτέλεσμα η εκφορά της να αποκτά ιδιαίτερες ηχητικές στρωματώσεις.
Θα μου πείτε, και τι γίνεται με τον θεατή, ο οποίος έχει συνηθίσει να ψυχαγωγείται με ιστορίες που έχουν αρχή, μέση και τέλος, σασπένς, συγκρούσεις, συναισθήματα, αληθοφανή δραματικά πρόσωπα; Πώς μπορεί να διαχειριστεί παραστασιακά γεγονότα που εκπαραθυρώνουν την ψυχολογία, αγνοούν τις κλιμακώσεις και τις κορυφώσεις και γενικά υπονομεύουν την απόλαυση που πηγάζει από την αναγνώριση του σκηνικού κόσμου ως μιας κατά συνθήκη διπλής κατασκευής;
Οπως οι Φλαμανδοί ηθοποιοί αγωνίζονται, υποτίθεται χωρίς διαμεσολαβητές, να ανακαλύψουν ξανά το μύθο διαβάζοντας, ψελλίζοντας ή επαναλαμβάνοντάς τον, έτσι και ο θεατής καλείται να ανακαλύψει ξανά τι σημαίνει «ακούω» μια αφήγηση ή «παρακολουθώ» ένα θέαμα χωρίς περιτύλιγμα. Ενθεν κακείθεν τείνει να επικρατήσει μια «αθώα», σχεδόν «άτεχνη», επαφή με το κείμενο/θέαμα, υπό την έννοια ότι το γεγονός της αφήγησης και της θέασης συμπίπτει με την ανακάλυψη της δυναμικής του νοήματος της περφόρμανς.
Ανάμεσα στο δράμα και το θέατρο
Πού οδηγούν όλα αυτά, τελικά; Μάλλον στην ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στο θέατρο και το δράμα. Ομως, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, μας διαβεβαιώνει ο γνωστός αμερικανός σκηνοθέτης Πίτερ Σέλαρς, ο οποίος, αιτιολογώντας τις δικές του παραναγνώσεις στο σώμα των «Περσών», είχε πει ότι η αρχαία τραγωδία είναι σαν ένα μεγάλο, διατηρητέο σπίτι, στο οποίο ο κάθε ένοικος που μπαίνει αλλάζει και κάποια πράγματα ώστε να νιώθει σαν στο σπίτι του. Αλλάζει κουρτίνες, χρώματα, πόρτες, καναπέδες, και καμιά φορά του αλλάζει και τα φώτα. Δηλαδή, θέτει τα όρια της νέας συγκατοίκησης η οποία, εν προκειμένω, μπορεί να είναι «ψυχρή» (cool), δεν είναι όμως αδιάφορη, καθώς ενεργοποιεί καινούριους τρόπους πολιτικής πρόσληψης του κόσμου. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι η προσωπική απάντηση των σύγχρονων καλλιτεχνών στο απρόσωπο της τηλεόρασης, του Ιντερνετ και του προκατασκευασμένου ρεαλισμού. *