Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε τον περασμένο Δεκέμβριο, έπειτα από από έγκαυμα τρίτου βαθμού και κατόπιν -στο ίδιο πόδι- ένα κάταγμα. Μέχρι τότε κυκλοφορούσε άοκνος με τα διαφανή γυαλιά ηλίου του, το κομψό μπαστουνάκι του και τον αγαπημένο σκύλο του. Υποτροπίασε έπειτα από κάταγμα στο ισχίο. Χειρουργήθηκε, σχετικώς επανήλθε, κι ενώ ήταν έτοιμος να επιστρέψει σπίτι του, υπέστη νέο κάταγμα. Η κατάστασή του ήταν ήδη επιβαρημένη λόγω παλαιότερων εγκεφαλικών επεισοδίων και ενός εμφράγματος. Στις 22 Αυγούστου θα έκλεινε τα 79 χρόνια.
Επιθυμία του ήταν να αποτεφρωθεί. Αλλωστε δεν πήγαινε ποτέ σε κηδείες. «Γιατί δίνουν ψεύτικο τέλος σε κάτι «ατελείωτο», όπως τα συναισθήματά μας», υποστήριζε.
Η ζωή του υπήρξε μυθιστορηματική. Γεννιέται στο Χαρτούμ του Σουδάν, το 1931. Ο πατέρας του ήταν έμπορος. Οκτώ ετών -εποχή που ο ανήσυχος Ανδρέας διαβάζει Φρόιντ!- επιστρέφουν οικογενειακώς στην Ελλάδα. «Μικρός ήμουνα ιδιαίτερα καταπιεσμένος», θυμόταν ο σκηνοθέτης. «Επρεπε να είμαι καλός, ευπρεπής, αγαπητός. Ωστόσο, δεν μου εξηγούσαν τι σήμαινε «καλός» οι κυκλοθυμικοί γονείς μου».
Είχε την τύχη η σχέση του με το θέατρο να ξεκινήσει μέσα από δύο ιστορικά θέατρα: το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν και το Old Vic του Λονδίνου. Στη Νέα Υόρκη θα χτυπήσει την πόρτα του φημισμένου Actor’s Studio. Από τους 6.000 νέους που δίνουν εισαγωγικές εξετάσεις, θα περάσουν 6. Ανάμεσά τους είναι και ο τυχερός Βουτσινάς. Στους «κομμένους» ήταν και ο Δημήτρης Χορν.
1986: Πανηγυρίζει με τον Λάκη Λαζόπουλο μετά τη «Λυσιστράτη»
Τακτικό μέλος του Actor’s Studio ο Βουτσινάς γίνεται το 1957, χρονιά που συμμετέχει ως ηθοποιός σε παραστάσεις του Καζάν στο Μπρόντγουεϊ («J.Β.», «Οι Αλλοπαρμένοι»). Αργότερα θα σκηνοθετήσει ο ίδιος την Τζέιν Φόντα, την οποία δίδαξε και στο σινεμά και με την οποία συνδέθηκε ερωτικά. Υπήρξε δάσκαλος υποκριτικής επίσης της Φέι Νταναγούει, του Γουόρεν Μπίτι και της Αν Μπάνκροφτ, της Μέριλιν Μονρό και του Τζέιμς Ντιν. Οταν πέθανε ο Λι Στράσμπεργκ, ο Καζάν ζήτησε από τον Βουτσινά να αναλάβει τη διοίκησή του. Αρνήθηκε επειδή, εξηγούσε, «φοβόμουνα ξαφνικά να μπω στις παντόφλες ενός ανθρώπου που τον αγαπούσα τόσο πολύ».
Στη Νέα Υόρκη παραμένει ώς το ’69, χρονιά που επιστρέφει στην Ευρώπη. Πηγαίνει στο Παρίσι, όπου ιδρύει δραματική σχολή, η οποία σύντομα μετατρέπεται σε διάσημο ευρωπαϊκό, τρόπο τινά, «παράρτημα» του νεοϋορκέζικου Actor’s Studio. Οι Γάλλοι σταρ της εποχής κάνουν απαραιτήτως μια «στάση» σ’ αυτή. Ανάμεσά τους κι ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ με τη Φανί Αρντάν.
Ως ηθοποιός ο Βουτσινάς συνεργάστηκε με τον Μελ Μπρουκς, σε μικρούς αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους, στις ταινίες «Οι παραγωγοί», το «Μυστήριο με τις 12 καρέκλες» και «Ιστορία του κόσμου». Το ’81 έπαιξε στη «Μήδεια» του Ντασσέν, με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, αλλά και στο «Απέραντο Γαλάζιο» του Λικ Μπεσόν.
Η καριέρα του ως σκηνοθέτη εξακτινώθηκε σε διάφορες χώρες. Σκηνοθέτησε στην Κομεντί Φρανσέζ («Δον Ζουάν» του Μολιέρου), «Θεοδώρα» στο «La Fenice» της Βενετίας με την Ειρήνη Παπά, «Δεσποινίδα Τζούλια» με τη Φανί Αρντάν. Στο Παρίσι σκηνοθετεί από Ανούιγ μέχρι Ντέιβιντ Χέαρ και Σαμ Σέπαρντ. «Προσπάθησα να αποφύγω την παγίδα της ετικέτας», δήλωνε. «Δυστυχώς όμως στη Γαλλία με θεωρούν σκηνοθέτη μουσικής δωματίου, έργων ψυχολογικών με εσωτερικότητα. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου μπορώ να κάνω τα πάντα». Αργησε, πάντως, να το διαπιστώσει στην πράξη.
Επειδή είχε συνεργαστεί με κομμουνιστές του Χόλιγουντ που κυνήγησε ο Μακάρθι, ο Βουτσινάς κουβαλά τη «ρετσινιά» του «κόκκινου». Είναι ο λόγος που δεν μπόρεσε να παραστεί ούτε στην κηδεία της μητέρας του στην Αθήνα. Τη στιγμή που μπορεί να γυρίσει στην Ελλάδα, έρχεται. Είναι το ’74. Υπογράφει αμέσως την πρώτη του ελληνική σκηνοθεσία: το «Κάθε χρόνο τέτοια μέρα» με τη Νόνικα Γαληνέα και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Δεν μένει πάντως μόνιμα στην Αθήνα. Πηγαινοέρχεται στο Παρίσι, όπου τρεις μέρες τη βδομάδα διδάσκει στη σχολή του. Αργότερα δίδαξε επίσης στην Εθνική Σχολή Κινηματογράφου Γαλλίας.
Το «βάπτισμα του πυρός» στην Επίδαυρο, μια σημαντική για τον ίδιο στιγμή στην καριέρα του, το παίρνει το ’85 με την «Ελένη» του ΚΘΒΕ (στον ομώνυμο ρόλο η Αλ. Λαδικού). Παράσταση που προκάλεσε σκάνδαλο, καθώς έβγαζε τη Θεονόη-Λυδία Φωτοπούλου γυμνόστηθη στην Ορχήστρα. Με το Κρατικό έχει ήδη το ’81 ξεκινήσει η μακρά συνεργασία του, με πιο πρόσφατες δουλειές του, έως και πρόπερσι, το «Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα», η «Τύχη της Μαρούλας» και η «Ανάσα Ζωής» του Ντ. Χέαρ. Στην Επίδαυρο θα κατέλθει με το ΚΘΒΕ με «Ορνιθες» το ’94 και «Νεφέλες» το ’98.
Από τις μετρημένες στο ένα χέρι παραστάσεις του στο Εθνικό είναι η «Τρέλα του βασιλιά Γεωργίου του 3ου» του Μπένετ με το Γ. Μιχαλακόπουλο το ’93, ο «Αρτούρο Ούι» του Μπρεχτ (πάλι με τον Μιχαλακόπουλο) το ’95, οι «Εκκλησιάζουσες» το ’96 και η «Λυσσασμένη γάτα» με τη Φιλαρέτη Κομνηνού, το ’97. «Μέσα από τα έργα που έχω ανεβάσει θυμάμαι τα χρόνια», παραδεχόταν. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να του έμεινε αξέχαστο το ’97, αφού μαζί με τον Τένεσι Ουίλιαμς του Εθνικού, σκηνοθέτησε και την κωμωδία τού Γκέρνι «Προσοχή ο σκύλος δαγκώνει» με την Ελένη Ράντου, αλλά και το μιούζικαλ «Ηρθες σαν Ονειρο» με τον Τόλη Βοσκόπουλο και την Αντζελα Γκερέκου (στο «Ακροπόλ»).
Στο ελεύθερο θέατρο, παντελώς απενοχοποιημένος απ’ τους τετριμμένους διαχωρισμούς ποιοτικό-εμπορικό, συνεργάζεται σχεδόν με τους πάντες: με τους θιάσους Κούρκουλου – Παράβα («Μονό Ζευγάρι» του Σάιμον, το ’80), με τη Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ («Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα», το ’84), με τη Βουγιουκλάκη («Γλυκό Πουλί της Νιότης», το ’90).
Από τις πιο πολυσυζητημένες δουλειές του υπήρξε η «Λυσιστράτη» το 1986 με τον Λάκη Λαζόπουλο, που «κονταροχτυπήθηκε» στην Επίδαυρο με μια ακόμη Λυσιστράτη-σταρ, της Βουγιουκλάκη.
Σκηνοθετεί επίσης «Δεσποινίδα Τζούλια» με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Κιμούλη το ’94 και «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Αλμπι με τις Ζωή Λάσκαρη, Ελένη Χατζηαργύρη και Κατερίνα Μαραγκού, το ’95.
Τελευταία του σκηνοθεσία, μεταξύ 130, ήταν «Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν» του Μπέρναρ Σο πέρσι, με την Αλεξάνδρα Λαδικού, ο λόγος που τον έφερε ύστερα από μια δεκαετία και πάλι στην Αθήνα.
Ενα σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του ήταν η σκηνοθεσία μουσικών παραστάσεων. Υπήρξε από τους πρώτους διδάξαντες του είδους, συνεργαζόμενος με τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Γ. Νταλάρα, τον Γ. Πάριο και τον Μ. Ζαχαράτο.
Η γαλλική κυβέρνηση του έχει απονείμει τον ανώτατο τίτλο τιμής Commandeur des Arts et des Lettres καθώς και το Chevalier de Merite. Διετέλεσε πριν από 8 χρόνια δημοτικός σύμβουλος στη Θεσσαλονίκη. «Είναι η Θεσσαλονίκη που μ’ ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα», τόνιζε. «Δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι το ΚΚΕ, που λέει κάτι ή η Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ ή ο Συνασπισμός. Σημασία έχει να είναι κάτι καλό για τη Θεσσαλονίκη. Εγώ το ψηφίζω και ας γίνονται όλοι έξω φρενών. Ψηφίζω Ν.Δ. Ε, και λοιπόν;».
Με την Αρτέμιδα Παπαστρατή, που τον είχε ακολουθήσει στο Λονδίνο την εποχή του Old Vic, απέκτησαν το ’53 στο Παρίσι τον μοναχογιό τους Μάριο. *
-
«Ο έρωτας είναι προσωπική υπόθεση»
**«Ο πατέρας μου όσο είχε λεφτά μονοπωλούσε τον τίτλο του άνδρα. Οταν τα έχασε μεταμορφώθηκε και αφοσίωσε τη ζωή του σε «γυναικείες δουλειές». Κλεισμένος στην κουζίνα έφτιαχνε στιφάδο, ενώ η μητέρα μου αποφάσισε να αναλάβει τα οικονομικά βάρη. Κι εγώ ένιωθα ντροπή!».
**«Στην Αμερική έκανα 15 χρόνια ψυχανάλυση. Με βοήθησε να δω ότι τίποτα δεν θ’ αλλάξει. Είμαι αυτός που είμαι, όπως είμαι. Κατάλαβα ότι η μοναξιά μου είναι ένα προτέρημα. Στην Ελλάδα, όμως, δεν σε αφήνουν να είσαι μόνος σου. Σε κάνουν να αισθάνεσαι ένοχος. Χρειάζομαι δηλαδή τη στιγμή που μπαίνω μέσα στο σπίτι, κλείνω την πόρτα και ξαφνικά είμαι εγώ».
**«Αν δεν ήμουνα σκηνοθέτης η μόνη δουλειά που θα ήθελα να κάνω είναι νηπιαγωγός. Ενας άνθρωπος που έχει φτάσει σε μια ηλικία, ο Τσαρούχης για παράδειγμα, θα έπρεπε να δίνει δύο μήνες από τη ζωή του σε νηπιαγωγεία. Φανταστείτε τον Μητσοτάκη μέσα στα νήπια! Να πηγαίνει για μία εβδομάδα εδώ, για μία εβδομάδα εκεί. Φοβερή εμπειρία για τα παιδιά».
**«Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι μου είναι αδύνατον νά ζήσω με κάποιον. Τρεις φορές το προσπάθησα και δεν το κατάφερα. Ισως επειδή είμαι μοναχοπαίδι. Ενώ στη δουλειά δεν έχω αισθανθεί ποτέ ζήλια, στην προσωπική μου ζωή είμαι, Θεός φυλάξοι!».
**«Στην Ελλάδα έτσι κι αλλιώς πάντα υπήρχε ο μύθος του ενεργητικού και του παθητικού ομοφυλόφιλου. Ο ενεργητικός δεν είχε ποτέ πρόβλημα. Ακόμα και οι φιλενάδες τους ήταν περήφανες. Μην τολμήσεις όμως να ερωτευτείς άνδρα. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η αρρώστια. Απλώς έχει αρχίσει να γίνεται κατανοητό πως η ομοφυλοφιλία δεν είναι κάτι που πρέπει να το κλείσεις στη σοφίτα. Με ενοχλεί πάντως πολύ όταν βλέπω ένα ετεροφυλόφιλο ή ομοφυλόφιλο ζευγάρι να φιλιέται στο δρόμο. Πιστεύω ότι η δυστυχία και ο έρωτας είναι πολύ προσωπικά αισθήματα».