Category Archives: Κωνσταντίνου Γιώργος

Επιστρέφει ξανά ως πολίτης Γ’ κατηγορίας

Τέσσερις δεκαετίες αργότερα ο Γιώργος Κωνσταντίνου (φωτ.) επιστρέφει εκ νέου ως «Πολίτης Γ’ κατηγορίας». Ενα έργο που φέρει την υπογραφή του και -δυστυχώς- ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να είναι επίκαιρο. Γράφτηκε όταν ο ηθοποιός μεσουρανούσε τηλεοπτικά και διέγραψε τεράστια επιτυχία. Το θεατρικό έργο του δημοφιλούς μακρυπόδη του θεάτρου μας, που όταν ανέβηκε πρώτη φορά θεωρήθηκε επαναστατικό για τα δεδομένα της εποχής, άντεξε στον χρόνο γεμίζοντας ασφυκτικά τις θεατρικές αίθουσες. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου έχει προσαρμόσει το έργο στα σημερινά δεδομένα για μια νέα, σύγχρονη ανάγνωση. Σύντομα μάλιστα θα ανακοινωθεί και ο χώρος που θα στεγάσει τη νέα βερσιόν. Ηταν 1977. Η γραφειοκρατία συνέθλιβε στα γρανάζια της τους πάντες. Οι Ελληνες που αντιμετωπίζονταν ως πολίτες Γ’ κατηγορίας ανεβοκατέβαιναν τους ορόφους των δημόσιων υπηρεσιών και οργανισμών, και οπλίζονταν με τεράστια υπομονή, γιατί χρειάζονταν μέρες για να διεκπεραιώσουν μια υπόθεσή τους. Οι υπάλληλοι μες στην τσίτα και στα νεύρα, τα τασάκια ξέχειλα από τα τσιγάρα και αναποδογυρισμένα τα φλιτζάνια… Πενήντα πέντε χρόνια συμπλήρωσε στο θέατρο φέτος ο Γιώργος Κωνσταντίνου. «Εχω χορτάσει ρόλους, αλλά είναι και κάποιοι που ήθελα να προλάβω να τους παίξω. Ναι, και τηλεόραση θέλω να κάνω, αλλά δεν με παίζουν, με θεωρούν παρωχημένο κι ας έχω κάνει τόσες επιτυχίες στον χώρο» είναι το παράπονο του Γιώργου Κωνσταντίνου, όπως ο ίδιος το εξέφρασε.

ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΥ, ESPRESSO, 26.5.2011

Ισχυρά ατού οι ερμηνείες

  • Με την υποβλητική σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη και ένα δίδυμο πρωταγωνιστών συντονισμένο και γοητευτικό, είναι μια από τις πιο αξιόλογες και ολοκληρωμένες προτάσεις του φετινού χειμώνα

Γιώργος Κωνσταντίνου – Χρήστος Στέργιογλου: Σερ και Νόρμαν, αντίστοιχα. Δύο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί αλλά και τόσο δεμένοι μεταξύ τους. Δύο άτομα που μοιράζονται, δεκαέξι χρόνια τώρα, όλες τις στιγμές, τις χαρές, τις λύπες, τις απογοητεύσεις, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, τις παραξενιές, τα καμώματα ο ένας του άλλου, τις αγωνίες, τον πόνο, τον θρίαμβο, τη ζεστασιά, την τρυφερότητα.

Με δεξιοτεχνία, σαρκασμό και χιούμορ υποδύεται τον ομώνυμο ρόλο ο Χρήστος Στέργιογλου

Με δεξιοτεχνία, σαρκασμό και χιούμορ υποδύεται τον ομώνυμο ρόλο ο Χρήστος Στέργιογλου

Ενα δίδυμο πρωταγωνιστών συντονισμένο και γοητευτικό στη σκηνή του θεάτρου «ΚΑΠΠΑ», όπου παρουσιάζεται ο «Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ, στην ενδιαφέρουσα και υποβλητική σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη. Η παράσταση διαθέτει ισχυρά στοιχεία (ερμηνείες, ατμόσφαιρα, ενώ φέρνει το θεατρικό παρασκήνιο στο… προσκήνιο) που την κάνουν από πιο τις ολοκληρωμένες κι αξιόλογες προτάσεις του φετινού χειμώνα.

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ως Σερ, αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη στον ρόλο ενός τριτοκλασάτου πρωταγωνιστή που ηγείται γερασμένων μπουλουκιών, με ηθοποιούς ανύπαρκτους και παντελώς ξεχασμένους. Ο καλλιτέχνης, ο οποίος δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιου είδους ρεπερτόριο, προσέρχεται με σεβασμό απέναντι στον ρόλο, πραγματοποιώντας μια σπάνια υποκριτική κατάθεση.

Αφθαρτος, με ειλικρίνεια κι αμεσότητα, παραδίδει στο κοινό μια λεπτών αποχρώσεων ερμηνεία που περνά από διαφορετικές ψυχολογικές καταστάσεις: από τη συγκίνηση στο δράμα, από το χιούμορ στην ειρωνεία, από τη μελαγχολία στον εγωκεντρισμό. Ο Σερ θα τρελαθεί, θα ουρλιάξει, θα κάνει πράγματα παράλογα κι εξωφρενικά, αλλά τελικά θα παίξει ως το τέλος τον Βασιλιά Ληρ και θα πεθάνει, κατόπιν, ήρεμα στο καμαρίνι του.

Ο ήρωας νιώθει πως μέσα στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε ένα Λονδίνο που βομβαρδίζεται διαρκώς και ανηλεώς, έχει την υποχρέωση να μεταλαμπαδεύσει στους συμπολίτες του τον αριστουργηματικό, ποιητικό και λαγαρό λόγο του Σαίξπηρ.

Μεταμφιέζεται κάθε βράδυ, σε άλλη πόλη, κάθε φορά, σε Ληρ, σε Ριχάρδο, σε Σάιλοκ, μπαίνει στο πετσί τού κάθε ρόλου και δονεί τα ετοιμόρροπα, αλλά γεμάτα (σπάνια, βέβαια) από θεατές θέατρα, με τη βροντώδη του φωνή και την απαγγελία των συνταρακτικών στίχων του αγαπημένου του βάρδου.

Ο Σαίξπηρ αποτελεί γι’ αυτόν στάση ζωής, είναι ένα λαμπερό ποιητικό άστρο που τον φωτίζει και τον στηρίζει στις δύσκολες στιγμές του, στις κακοτοπιές, στην αυξανόμενη κατηφόρα που διαρκώς παίρνει η επαγγελματική καριέρα του, στην εξαθλιωμένη κατάσταση που αντιμετωπίζει σε όλες τις πόλεις όπου ο θίασος εμφανίζεται, στις συνθήκες διαβίωσης των συντελεστών και των παραστάσεων που δίνουν.

Φύλακας-άγγελος του σχεδόν ξεμωραμένου Σερ, παθιασμένος με τη δουλειά του, είναι ο Νόρμαν, ο Αμπιγιέρ του, τον οποίο υποδύεται ο Χρήστος Στέργιογλου με δεξιοτεχνία, σαρκασμό και χιούμορ – η σκηνή του φινάλε ίσως χρειάζεται λίγο περισσότερη «ισορροπία». «Αεικίνητος», αφοσιωμένος και έτοιμος να αντιμετωπίσει την όποια κατάσταση, κρύβει μέσα του μιαν άδηλη αλλά αγνή και καλά κρυμμένη ομοφυλοφιλία, καθόλου προκλητική, μέρος του χαρακτήρα του, προστατευτική ίσως ως προς τις σχέσεις του με όλους τους άλλους, ασπίδα για τον εαυτό του.

Βρίσκεται πάντα στο σωστό μέρος, δεν χάνει ποτέ την ψυχραιμία του και είναι πάντα στην «τσίτα», να σώσει καταστάσεις, να αντιμετωπίσει ξαφνικές δυσχέρειες, να δώσει άμεσες λύσεις και απαντήσεις. Να καλμάρει τα πνεύματα, να είναι σίγουρος πως η παράσταση θα βγει στο ακέραιο, χωρίς απώλειες.

Κι όμως θα δείξει ένα άλλο πρόσωπο, έναν «αλλοιωμένο» χαρακτήρα, όταν διαπιστώσει πως ο αγαπημένος του Σερ τον έχει εντελώς διαγράψει και ξεχάσει από τη διαθήκη του. Μέσα από τα σκληρά λεγόμενά του θα ξεπηδήσει μια άλλη πλευρά της σχέσης τους: η αλληλεπίδραση αγάπης και μίσους, λατρείας και θαυμασμού, ζήλιας και φθόνου, υπέρμετρης αφοσίωσης και απότομης απόρριψης. Ο Νόρμαν θα θυμώσει πολύ, θα μιλήσει άσχημα, υβριστικά, θα βγάλει απωθημένα χρόνων, αλλά, όταν διαπιστώσει το μοιραίο τέλος του Σερ, θα κλάψει ειλικρινά, αυθόρμητα. Η ανταμοιβή των κόπων του δεν ήλθε ποτέ, αλλά εκείνος δεν θα πάψει να ευγνωμονεί τον μίζερο γέροντα που του έδωσε πηγή και πνοή ζωής.

Η υπομονετική, καρτερική Λαίδη (Υβόννη Μαλτέζου), σύντροφος στη ζωή και στη σκηνή, ανεκτική, τρυφερή, ζεστή, η γυναίκα που βρίσκεται μονίμως στη σκιά του Σερ, αλλά στέκεται ακοίμητος φρουρός του. Η Ματζ (Γιώτα Φέστα), η ψυχή του θιάσου, μια μαραμένη γυναίκα, μια γεροντοκόρη που αγαπά τον Σερ αλλά από εγωισμό δεν το έδειξε ποτέ. Η νεαρή Ιρένε (πολύ καλή η Ερατώ Πίσση), σύμβολο νεότητας, καινούργιας ζωής και ζωντάνιας, ο πιστός Τζέφρι Θόρτον (Φώτης Θωμαΐδης), ο φανατικός, αντιδραστικός οξύθυμος, φθονερός κ. Οξενμπι (Δημήτρης Λιόλιος) συνθέτουν το παζλ αυτού του εξαθλιωμένου περιοδεύοντος θιάσου.

Η μετάφραση της Εύας Γεωργουσοπούλου αποτυπώνει την ατμόσφαιρα του κειμένου, κρατώντας τους ρυθμούς του. Τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη και τα κοστούμια του Παύλου Θανόπουλου «μυρίζουν» θέατρο.

  • Από τα παρασκήνια
    Η ζωή των ηθοποιών στα παρασκήνια εστιασμένη στην ιδιόμορφη συναισθηματική σχέση μεταξύ ενός βετεράνου σαιξπηρικού ηθοποιού, του Σερ (Γιώργος Κωνσταντίνου) και του αφοσιωμένου Αμπιγιέρ του (Χρήστος Στέργιογλου).

Αντιγόνη Καράλη, ΕΘΝΟΣ, 01/03/2010

Γιώργος Κωνσταντίνου: «Να αποχωρήσω; Εχω πολύ δρόμο μπροστά μου»

  • «Ισάξιο ρόλο με αυτόν τον Σερ στον «Αμπιγιέρ» δεν έχω ξαναπαίξει» λέει ο Γιώργος Κωνσταντίνου. «Αυτό που έχει σημασία για μένα είναι ότι με εμπιστεύονται ό,τι και να ήταν το παρελθόν μου» εξηγεί, και ονειρεύεται ανάλογο ρεπερτόριο για το μέλλον
«Να αποχωρήσω; Εχω πολύ δρόμο μπροστά μου»

Δημοφιλής καλλιτέχνης που η διαδρομή του στο θέατρο -μισό αιώνα τώρα- μοιάζει να μην τον έχει επηρεάσει, ο Γιώργος Κωνσταντίνου «συναντά» τον «σημαντικότερο» ρόλο στη μέχρι τώρα καριέρα του. Μακριά από τα εύπεπτα θεάματα που τον έχουμε συνηθίσει, υποδύεται τον Σερ στον «Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ, σε μια παράσταση ατμοσφαιρική, σκηνοθετημένη με δεξιοτεχνία από τον Νίκο Μαστοράκη. Στο πλευρό του Σερ, πιστός Αμπιγιέρ του, φύλακας-άγγελός του ο Χρήστος Στέργιογλου.

«Να αποχωρήσω; Εχω πολύ δρόμο μπροστά μου»

Οι δύο καλλιτέχνες συνεργάζονται για πρώτη φορά, αλλά είναι σαν να γνωρίζονται χρόνια. Αντλούν ασφάλεια από τη σκηνική επαφή τους και τονίζουν ότι μεταξύ τους δεν υπήρχε κανένα «εμπόδιο» διαφορετικών γενεών και σχολών θεάτρου.

  • Συνέντευξη στην Αντιγόνη Κάραλη
  • Πώς αισθάνεστε από αυτό που σας συμβαίνει καλλιτεχνικά φέτος, κ. Κωνσταντίνου; Είστε χαρούμενος;

Είμαι ευτυχισμένος. Δεν πρόκειται για ρόλο καριέρας, αλλά για ρόλος που ισάξιό του δεν έχω παίξει ποτέ. Δεν το λέω για να τον παινέψω. Δεν ξέρω αν θα παίξω κάτι σημαντικότερο. Πιστεύω ότι αυτό είναι ό,τι πιο σημαντικό. Αλήθεια. Πρόκειται και για ένα προσωπικό στοίχημα. Ενα διαγώνισμα εφ’ όλης της καλλιτεχνικής ύλης, στο οποίο θα πρέπει να καταθέσω ό,τι πιστεύω, νιώθω και αισθάνομαι.

  • «Φωτίζετε», μέσω του ήρωα, μια εικόνα του ηθοποιού καθόλου ωραιοποιημένη και ίσως άγνωστη στο πλατύ κοινό…

Παρουσιάζεται μια κακή εκδοχή του ηθοποιού, αλλά πάρα πολύ συνηθισμένη. Εάν δεν εκφράζονται πολλοί ηθοποιοί με αυτόν τον τρόπο – να καβαλήσουν το καλάμι, είναι ίσως γιατί δεν τους παίρνει. Ολο το έργο παίζεται από τη στιγμή που μπαίνει ο Σερ στο καμαρίνι για φορέσει το κοστούμι του Ληρ μέχρι που πέφτει η αυλαία. Μέσα σε δύο ώρες προβάλλεται ολόκληρη η ζωή του και το τέλος του.

  • Σε αυτό συνίσταται η πρόκληση του ρόλου; Στη συμπύκνωση χρόνου, καταστάσεων, αισθημάτων;

Ο συγκεκριμένος ρόλος αποτελεί πρόκληση για κάθε ηθοποιό, γιατί ακριβώς αναφέρεται στη ζωή ενός ηθοποιού που βρίσκεται πλέον προς το τέλος του. Στην ουσία είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει λήξει. Εχει φτάσει στο τέλος. Εχει δώσει ό,τι είχε να δώσει. Δεν έχει να δώσει τίποτα παραπάνω, αν και πιστεύει το αντίθετο, ενώ -όσο και να μη θέλει- βλέπει ότι τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του…

  • Εχετε γνωρίσει ανάλογους ηθοποιούς; Μήπως τους ανακαλέσατε στη μνήμη σας στο να προσεγγίσετε τον ρόλο;

Προσέγγισα τον ρόλο όχι μέσα από ανάλογες εμπειρίες αλλά με τη δική μου σπουδή – και ασφαλώς με τη βοήθεια του Νίκου Μαστοράκη… Στα 50 χρόνια που είμαι στο θέατρο γνώρισα τέτοιους ανθρώπους. Δεν εκφράζονταν με τον τρομερό τρόπο που εκφράζεται ο Σερ, αλλά τους έβλεπα. Και σε ορισμένες στιγμές ήταν σχεδόν οι ίδιοι με τον Σερ, στα ξεσπάσματα, στις φωνές και στο «εγώ είμαι και κανείς άλλος».

  • Ενας τέτοιος ρόλος έρχεται σε αντίθεση με την πορεία που έχετε ακολουθήσει μέσα στα χρόνια – με ελάχιστες εξαιρέσεις…

Αυτό που έχει σημασία για μένα είναι ότι με εμπιστεύονται ό,τι και να ήταν το παρελθόν μου – εάν το παρελθόν μου ήταν βαρύ.

  • Γιατί θεωρείτε ότι σας εμπιστεύονται;

Για μένα το θέατρο ήταν πάντα θέατρο. Και πάντα έκανα (και κάνω) το καλύτερο. Πιθανόν αυτά που έπαιξα δεν είχαν τις απαιτήσεις και τη χαρά τόσο μεγάλων ρόλων. Ομως, τα υπηρέτησα με απόλυτη τιμιότητα και αλήθεια. Δεν τα έκανα ούτε για να περάσει η ώρα μου, ούτε για να αρπάξω τα λεφτά… Απλώς έτυχε να είναι έτσι. Βέβαια έπαιξα στο «Αρτ», στους «Αθλιους», στο «Τα λέμε», που ήταν παραστάσεις αξιώσεων. Ηξερα -και ξέρω- ότι αυτά τα έργα και αυτοί οι ρόλοι είναι ρόλοι ζωής, αγάπης και ψυχής.

  • Ηταν θέμα επιλογών ή συγκυριών η καριέρα σας;

Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχαν οι ανάλογες προτάσεις. Δεν απέρριψα τα καλά για να τραβήξω έναν δρόμο ό,τι μου κατέβει… Ισως να μη με σκέφτονταν οι σκηνοθέτες και οι παραγωγοί, θεωρώντας με προσανατολισμένο σε κάποιο άλλο είδος θεάτρου. Υπήρξαν, ωστόσο, καλλιτέχνες που με προσέγγισαν, ανεξαρτήτως της πορείας μου, όπως ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Νίκος Μαστοράκης.

  • Ξεκινώντας την καριέρα σας αυτήν την πορεία, την επιτυχία, τη διαδρομή είχατε ονειρευτεί;

Δεν κάθισα ποτέ να σκεφτώ ιδιαίτερα πού θα κατέληγα ή τι θα έκανα. Ακολουθούσα τον δρόμο, οπουδήποτε κι αν με έβγαζε, υπηρετώντας πάντοτε με σεβασμό τον οποιοδήποτε ρόλο. Δεν ήμουν ο άνθρωπος με τις τρομερές φιλοδοξίες ή την έπαρση να γίνω «κάτι». Ημουν πιο απλός σε αυτήν την τέχνη και τα πράγματα ήρθαν από μόνα τους. Απλά και καθαρά. Κανείς δεν με βοήθησε. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Δεν με έσπρωξε. Δεν μου έδωσε το χέρι να ανέβω και να προσχωρήσω. Αυτό που πέτυχα ήταν ότι ο κόσμος με αποδέχτηκε, με αγάπησε και με καθιέρωσε. Και αυτή είναι η ιστορία μου, αυτό που έχω αφήσει πίσω μου.

  • Μετά τον «Αμπιγιέρ», κάνετε σχέδια για ανάλογους ρόλους;

Δεν θα ήθελα να ξαναπαίξω πράγματα που δεν θα προσφέρουν κάτι ούτε σε μένα ούτε στο κοινό. Αυτά, όμως, δεν τα ξέρει κανείς. Το πού θα βρεθεί, ποιες είναι οι ανάγκες, οι καταστάσεις. Δεν μπορούμε να λέμε μεγάλα λόγια. Μακάρι να μπορούμε να παίζουμε σε τέτοια έργα, όπως αυτό.

  • Ο Σερ βρίσκεται προς το τέλος της καριέρας του και της ζωής του, αλλά δεν εγκαταλείπει…

Από την άλλη μεριά κρίνει και τον εαυτό του, σε ώρες ειλικρίνειας. «Είμαι ένα χαμένο κορμί», «οι ώρες μου είναι μετρημένες», μονολογεί, νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά. Νιώθει το τέλος του. Και μέχρι το τέλος του, την ώρα που πάει να τελειώσει λέει «θα βρω ταξί να πάω σπίτι μου;». Είναι ένα τραγικό πρόσωπο. Δηλαδή, ένας πάρα πολύ ωραίος ρόλος…

  • Ετσι είναι, κ. Κωνσταντίνου; Συμβαίνει να μην αντιλαμβάνονται πολλοί καλλιτέχνες ότι έρχεται το τέλος, η ώρα της αποχώρησης;

Είναι ειδική περίπτωση ο Σερ. Πιστεύει έως το τέλος ότι θα συνεχίζει να παίζει. Αλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει. Ωστόσο… λίγοι καλλιτέχνες εγκατέλειψαν μόνοι τους το σανίδι και πήγαν σε γηροκομεία. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι μπορούν να παίζουν, να παίζουν και να παίζουν. Και παίζουν. Υπήρξαν και ηθοποιοί που έπαιζαν μέχρι τα ενενήντα τους. Δεν νομίζω ότι εύκολα μπορεί να πει κανείς «παραιτούμαι» και φεύγω. Πιο εύκολα θα παραιτηθείς εάν σε εγκαταλείψει ο κόσμος. Εάν ο κόσμος σου πει: «Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Σας είδαμε. Εως εδώ. Φτάνει».

  • Εσείς πώς αντιμετωπίζετε το ενδεχόμενο μιας αποχώρησης;

Μακριά από μένα… Αισθάνομαι πάρα πολύ δυνατός. Οχι όπως αυτά που λέει ο Σερ. Αυτό που λέει ο Γιώργος Κωνσταντίνου. Αισθάνομαι πάρα πολύ καλά. Εχω κουράγιο. Και όποιος δει την παράσταση, θα καταλάβει ότι έχω δρόμο μπροστά μου.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΓΛΟΥ
«Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ»

«Κάθε ρόλος που παίζεις είναι «ζωντανός». Και εξαρτάται από τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα ζωντανέψει. Οι συγκεκριμένες είναι ιδανικές. Υπήρχε και χώρος και χρόνος για να αναπτυχθούν πράγματα που δεν τα περίμενα όταν διάβαζα το κείμενο», αναφέρει ο Χρήστος Στέργιογλου, ο «Αμπιγιέρ» του έργου. Ο ίδιος πραγματοποιεί μια ερμηνεία πολυεπίπεδη, σε τεντωμένο σχοινί. «Είναι πολύ ακραίες οι καταστάσεις. Η τελευταία σκηνή είναι η αντιμετώπιση της ζωής και του θανάτου. Αυτό πώς να το παίξεις ως ηθοποιός;», σχολιάζει. Αν και πρόκειται για ρόλο που «κρύβει πολλές παγίδες», τον αντιμετώπισε από την «ανθρώπινη πλευρά με οδηγό το κείμενο».

Δεν παραλείπει να σταθεί στη συνεργασία του με τον Γιώργο Κωνσταντίνου, συμπαίκτη του επί σκηνής («με την πρώτη χειραψία είπα «ωραία»… Δεν γίνεται να μη με χαλαρώνει η σιγουριά τού να έχω απέναντί μου αυτόν τον καλλιτέχνη»), αλλά και τον Νίκο Μαστοράκη, τον σκηνοθέτη που του άνοιξε τον δρόμο στον χώρο του θεάτρου πριν από περίπου δέκα χρόνια. «Η συνεργασία μας είναι άριστη. Είναι θέμα εμπιστοσύνης. Και η εμπιστοσύνη φέρνει όλα τα άλλα καλά. Τον σεβασμό, το να συνυπάρχεις με τον άλλο στη σκηνή… Είναι και άλλη μια λέξη πολύ βαριά, αλλά θα την πω: η ταπείνωση. Χωρίς αυτή δεν μπορείς να πας πουθενά. Δεν είσαι εσύ πιο πάνω από το κείμενο, ούτε από τον ρόλο, ούτε από κανέναν δίπλα σου. Είσαι ίδιος με τον άλλο, ασχέτως πορείας. Πρέπει να είσαι μαζί. Οπως τα ζευγάρια…». Χαρακτηρίζει το θέμα της συνεργασίας σαν τον «έρωτα. Το πώς λειτουργούν τα πράγματα όταν ξεκινάς μια δουλειά. Εδώ έγιναν όλα έτσι όπως έπρεπε να γίνουν. Θα πάει καλά ο γάμος. Ταιριάζουμε».

ΝΙΚΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗΣ
«Ενας σπουδαίος ρολίστας»

«Προσπάθησα να κάνω μια εξομολόγηση λατρείας προς το θέατρο», υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης της παράστασης Νίκος Μαστοράκης.

«Οπως λέει ο Σαίξπηρ «το φως κρατάει όσο το να ανοίξει μια αυλαία και να κλείσει». Αυτή είναι η ζωή του ηθοποιού πάνω στη σκηνή. Τόσο πολύ σύντομη κι όμως τόσο μαγική. Αυτό προσπάθησα να δώσω στον θεατή». Εξάλλου «το έργο είναι για τον κόσμο του θεάτρου. Κι αυτό έχει ενδιαφέρον για το κοινό».

Το γοητευτικότερο στοιχείο του; «Οτι βλέπει η πλατεία τι γίνεται στα παρασκήνια του θεάτρου. Παρακολουθεί τα τεκταινόμενα εκτός σκηνής. Καμιά φορά κι επί σκηνής». Επίσης οι ρόλοι είναι «δύο τεράστιοι, υπέροχοι και δύσκολοι» και αυτό είναι «ελκυστικό για το κοινό και τους ηθοποιούς».

Για την «ανορθόδοξη» επιλογή του Γιώργου Κωνσταντίνου στον ρόλο του Σερ εξηγεί ο ίδιος: «Τον εκτιμούσα πάντοτε, από την εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Είχα καταλάβει από τότε ότι είναι ένας σπουδαίος ρολίστας. Και δεν διαψεύστηκα. Ούτε ως προς το αποτέλεσμα, ούτε ως προς τη διαδικασία. Αισθάνθηκα ότι είναι ένας άνθρωπος συνομήλικός μου. Και μάλλον πιο νέος και πιο φρέσκος από μένα. Δεν διαφώνησα ποτέ μαζί του, ούτε στο ελάχιστο. Η συνεργασία μας ήταν εκπληκτική. Τα πήγαμε τέλεια. Και μου έκανε τρομερή εντύπωση -κι εξακολουθεί να μου κάνει- το ήθος του, ένα ήθος που δεν το βρίσκεις πια στο θέατρο.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

«Ο Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ. Μετάφραση: Εύα Γεωργουσόπουλου. Σκηνοθεσία: Νίκος Μαστοράκης. Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος. Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου. Παίζουν: Γιώργος Κωνσταντίνου, Χρήστος Στέργιογλου, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώτα Φέστα, Φώτης Θωμαΐδης, Δημήτρης Λιόλιος, Ερατώ Πίσση. Παραστάσεις: Τετάρτη (λαϊκή) & Σάββατο 18.15, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21.15, Κυριακή 19.30. Τιμές εισιτηρίων: € 25 – Φοιτητικό € 18 – Λαϊκή € 20.

Το έργο ανεβαίνει στο θέατρο «Κάππα» και παρουσιάζει τη σχέση ενός μεγάλου σε ηλικία σαιξπηρικού πρωταγωνιστή και θιασάρχη, του Σερ, που περιοδεύει με Σαίξπηρ στην αγγλική επαρχία στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον Νόρμαν, τον αμπιγιέρ του.

  • ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΡΑΛΗ, ΕΘΝΟΣ, 13/12/2009

Ο «Αμπιγιέρ» στο «Κάππα», οι «Τρωάδες» από το ΚΘΒΕ, οι «Νεφέλες» από τον «ΘΟΚ» κ.ά.

Το τέταρτο κουδούνι,  Του Γιώργου Δ.Κ. Σαρηγιάννη, ΤΑ ΝΕΑ: Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009
  • «Naked Βoys Singing»και το προελεύσεως οφ Μπρόντγουεϊ μιούζικαλ κάνει πρεμιέρα (μόνο για σαράντα παραστάσεις…), «Πειραιώς 131», 9 Απριλίου, Βαγιοβδομάδα. Δε φαντάζομαι τα εφτά boys- που «δεν θα διστάσουν να αποκαλύψουν τη γυμνή αλήθεια τους»- να παίξουν και την Εβδομάδα των Παθών, δε φαντάζομαι…

Σόδομα και Γόμορρα γίναμε, Σόδομα και Γ όμορρα! Φωτιά θα ρίξει να μας κάψει!

  • «Ο Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ επανέρχεται. Θ΄ ανοίξει την επόμενη χειμερινή περίοδο του θεάτρου «Κάππα», παραγωγή του Άλκι Κούρκουλου- που ενεργοποιείται ως παραγωγός για πρώτη φορά μετά το θάνατο του πατέρα του- σε συνεργασία με την εταιρεία «Πολιτισμός και Επικοινωνία» των εκ Θεσσαλονίκης Σάκη Μανάφη και Νόρας Χριστοδούλου που ΄χουν κάνει πολύ καλό όνομα στην πιάτσα, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Πρωταγωνιστές στο ρόλο του Σερ ο Γιώργος Κωνσταντίνου (στη φωτογραφία) ο οποίος επανέρχεται στο «Κάππα» έντεκα χρόνια μετά- τη σεζόν 1998- ΄99 με λαμπρά αποτελέσματα συμπρωταγωνίστησε με Σταμάτη Φασουλή, σκηνοθέτη της παράστασης, και Γιάννη Βούρο στο «Αrt» της Γιασμίνα Ρεζά.
  • Το έργο – η καταδυναστευτική σχέση ενός περασμένης ηλικίας και ξεπερασμένου πια σαιξπηρικού πρωταγωνιστή και θιασάρχη, του Σερ, που περιοδεύει με Σαίξπηρ στην αγγλική επαρχία στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τον Νόρμαν, τον θηλυπρεπή αμπιγιέρ του- εμπνευσμένο απ΄ τον κορυφαίο Άγγλο ηθοποιό σερ Ντόναλντ Γούλφιτ πλάι στον οποίο ο συγγραφέας Χάργουντ όντως δούλεψε ως αμπιγιέρ -, πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο το 1980, με τον Φρέντι Τζόουνς και τον Τομ Κόρτνεϊ στους ρόλους, αντίστοιχα, του Σερ και του Νόρμαν, για να τιμηθεί με το Βραβείο Ολίβιε ως Καλύτερο Έργο της χρονιάς.
  • Στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά τη σεζόν 1989- ΄90, στην Αθήνα, στο τότε θέατρο «Αθήναιον»- νυν «Τζένη Καρέζη»σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου με Σερ τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Νόρμαν τον Νικήτα Τσακίρογλου και Λαίδη- η, επίσης ηθοποιός, σύζυγος του Σερ- την Ελένη Χατζηαργύρη. Το 1993- ΄94 τον «Αμπιγιέρ» ανέβασε στην Λευκωσία, στο «Σατιρικό θέατρο», ο Αντώνης Φουστέρης με Πολύκαρπο Πολυκάρπου, Νεοκλή Νεοκλέους και Πόπη Αβραάμ στους τρεις ρόλους και το 2000-2001, εδώ, στο «Αλκυονίς» ο Γιώργος Μεσσάλας κρατώντας και το ρόλο του Σερ, με Νόρμαν τον Πάνο Χατζηκουτσέλη και Λαίδη την Όλγα Τουρνάκη. «Ο Αμπιγιέρ» μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1983 απ΄ τον Πίτερ Γέιτς με Σερ τον Άλμπερτ Φίνεϊ και Νόρμαν, και πάλι, τον Τομ Κόρτνεϊ- η ταινία ήταν υποψήφια για πέντε Όσκαρ.  Οι συζητήσεις για τους άλλους συντελεστές και την υπόλοιπη διανομή βρίσκονται σε εξέλιξη.
  • Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου (φωτογραφία) θα ΄ναι η Ελένη, η Λαμπρινή Αγγελίδου η Κασσάνδρα, ο Μάνος Βακούσης ο Ταλθύβιος κι ο Μελέτης Ηλίας ο Μενέλαος πλάι στην Λήδα Πρωτοψάλτη- Εκάβη και στην Μαρία Ναυπλιώτου- Ανδρομάχη, για τις οποίες ήδη σας έχω γράψει, στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη που θα κάνει η Νικαίτη Κοντούρη το καλοκαίρι με το ΚΘΒΕ- 7 και 8 Αυγούστου στην Επίδαυρο. Κορυφαίες του Χορού, Ιφιγένεια Δεληγιαννίδη, Μαγδαληνή Μπεκρή, Ειρήνη Μουρελάτου και Ελένη Καλαρά ενώ τους δυο θεούς του έργου, Ποσειδώνα και Αθηνά, η σκηνοθετική άποψη, που θα τοποθετήσει το δράμα σ΄ ένα χώρο συγκέντρωσηςμεταγωγής αιχμαλώτων, τους θέλει παιδιά στον πόλεμο.
  • Η τραγωδία θα παρουσιαστεί σε καινούργια μετάφραση, όπως σας έγραφα, Ελένης Βαροπούλου, με σκηνικά και κοστούμια Γιώργου Πάτσα, μουσική Καλλιόπης Τσουπάκη- Ελληνίδα συνθέτρια που ζει και διαπρέπει στην Ολλανδία-, σχεδιασμό ήχου Δημήτρη Ιατρόπουλου κι επιμέλεια κίνησης- χορογραφίες Καλλιόπης Σφήκα.
  • Να συμπληρώσω την ελληνική παραστασιογραφία του κλασικού Ιρλανδού Τζον Μίλινγκτον Σινγκ, η οποία δημοσιεύεται στο πρόγραμμα της παράστασης «Ένας ήρωας, το καμάρι της Δύσης» του Στάθη Λιβαθινού που παίζεται έως την Κυριακή στο «Μεταξουργείο»- προσωπικά σας συνιστώ να μην τη χάσετε. Κι όπου ο Σινγκ φέρεται να πρωτοπαρουσιάζεται στην Ελλάδα απ΄ το Εθνικό τη σεζόν 1970- ΄71 με το ίδιο έργο του. Κι όμως! Το πρώτο ανέβασμα Σινγκ στην Ελλάδα, απ΄ ό,τι έχω εντοπίσει, ήταν το έργο του «Η Ντίαρντρι των θλίψεων» κι έγινε απ΄ τον Λίνο Καρζή και το «Θυμελικό Θίασό» του στο θέατρο «Κοτοπούλη/ Rex» τη σεζόν 1950- ΄51. Δόθηκε μόνο μια παράστασηστις 28 Φεβρουαρίου 1951- για φιλανθρωπικούς σκοπούς με την πολύ νεαρή, τότε, Άννα Συνοδινού- στην οποία οφείλω και την πολύτιμη πληροφορία- στον επώνυμο ρόλο. Το ίδιο, όμως, έργο έχει ανεβάσει τη σεζόν 1959- ΄60, στο θέατρο «Βεργή», κι ο Χρήστος Μπίστης με την «Λαϊκή Σκηνή» που ΄χε ιδρύσει τότε και με Ντίαρντρι την κοπελίτσα Λήδα Πρωτοψάλτη η οποία μόλις είχε πρωτοεμφανιστεί επαγγελματικά στο «Θέατρο Τέχνης» με προσωρινή άδεια και στην οποία επίσης οφείλω τις πληροφορίες. Στην παράσταση έπαιζαν, ανάμεσα σε άλλους, ο σκηνοθέτης κι ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης.
  • Το ξέρω. Κάποιοι που είδαν την παράσταση θα διαφωνήσουν. Ούτε πολύς κόσμος πάει να τη δει. Και είναι και λίγο μόδα απ΄ τα ειδικευμένα sites «εξύβρισης θεάτρου» ανώνυμοι κουκουλοφόροι να χυδαιολογούν κατά του Εθνικού, του Χουβαρδά και των ανθρώπων του. Αλλά επειδή δε συνήθισα να αφήνομαι στο mainstream, που λέμε στα νεοελληνικά, θα πάω κόντρα στο ρεύμα και θα πω πως η παράσταση του Ακύλλα Καραζήση στο Εθνικό- στο «Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας»- με το έργο του «Ο χορός της μοναχικής καρδιάς/ Cannabis indica- Ρatria graeca» (βασική φωτογραφία) εμένα όχι απλώς μου άρεσε. Όχι απλώς μου μίλησε κατευθείαν στην καρδιά. Μου τη μάτωσε. Ο Καραζήσης κλείνει τους λογαριασμούς του με τα δεκαπέντε χρόνια που έζησε στη Γερμανία συνθέτοντας θραύσματα από ζωντανές ακόμα μνήμες και δένοντας λεπτά νήματα νοσταλγίας- όπου το συναίσθημα δεν εξωραΐζει το παρελθόν- σ΄ ένα έργο πλημμυρισμένο μουσική και χιούμορ. Και που, πάνω απ΄ όλα, είναι πράξη ποιητική. Σας το συνιστώ ολόψυχα. Κι ας διαφωνήσετε.
  • Σε ντόπιες δυνάμεις θα στηρίξει τη διανομή του στις αριστοφανικές «Νεφέλες» που θ΄ ανεβάσει, όπως προ πολλού σας έχω γράψει, με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου ο Νίκος Μαστοράκης: ο Ανδρέας Τσουρής θα ΄ναι ο Στρεψιάδης, ο Νεοκλής Νεοκλέους ο Σωκράτης, Φειδιππίδης ο Χριστόδουλος Μαρτάς, η Αννίτα Σαντοριναίου (φωτογραφία) Δίκαιος Λόγος, η Έλενα Ευσταθίου Άδικος Λόγος.

Η παράσταση – θα τη δούμε στην Επίδαυρο- ανεβαίνει σε μετάφραση Κ. Χ. Μύρη, με σκηνικά Χάρη Καυκαρίδη, κοστούμια Μελίνας Κούτα, μουσική Σταμάτη Κραουνάκη και χορογραφίες Ισίδωρου Σιδέρη.

  • Κύριε υπουργέ του Πολιτισμού! Και λοιποί αρμόδιοι! Εξασφαλίστε αξιοπρεπή στέγη και σταθερούς πόρους στο Θεατρικό Μουσείο! Αυτό το χάλι που συμβαίνει δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχιστεί. «Το Τέταρτο Κουδούνι» το απαιτεί- ελάχιστο δείγμα ευχαριστιών για τις εξυπηρετήσεις που το Μουσείο παρέχει στη στήλη. Κι όχι μόνο στη στήλη…