Category Archives: Φασουλής Σταμάτης

Αναψε… φωτιές στην Επίδαυρο για τον «Σχοινοβάτη» του

Ο Σταμάτης Φασουλής zήτησε επίσης να εμφανιστούν στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου άλογα και σκυλιά και να μεταφερθεί ο θίασος μέσω παρόδου, με ένα παλιό λεωφορείο

Ο Σταμάτης Φασουλής zήτησε επίσης να εμφανιστούν στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου άλογα και σκυλιά και να μεταφερθεί ο θίασος μέσω παρόδου, με ένα παλιό λεωφορείο

Φωτιές στην Επίδαυρο απειλεί να ανάψει μια πρόταση για την παράσταση «Σχοινοβάτης» του Σταμάτη Φασουλή. Ο καλλιτέχνης, που σκηνοθετεί για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, θέλει επί σκηνής φωτιές. Και όχι μόνο! Ζήτησε, σύμφωνα με πληροφορίες, να εμφανιστούν στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου άλογα και σκυλιά. Επίσης, ζήτησε να μεταφερθεί ο θίασος μέσω παρόδου, με ένα παλιό λεωφορείο. Αν το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο δεν έβγαλε? φωτιές με την πρόταση, είναι επειδή η αρμόδια Εφορεία ήδη είχε προλάβει να αφαιρέσει τα ζώα και να σταματήσει το λεωφορείο σε απόσταση από τον χώρο της σκηνής. Το τελευταίο δεν έγινε από βίτσιο των αρχαιολόγων, αλλά επειδή στους κοντινούς με την ορχήστρα χώρους περνούν, υπογείως, οι αρχαίοι αγωγοί αποχέτευσης του θεάτρου. Οταν τους «πατήσουν» οχήματα με μεγάλο βάρος, σπάνε και το μνημείο δεν αποστραγγίζεται, αντιμετωπίζοντας προβλήματα.
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η επιτροπή Επιδαύρου και η Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων πρόκειται να τοποθετήσουν μεταλλικούς στύλους κοντά στο φυλακείο. Με αυτό τον τρόπο, οι νταλίκες με τα σκηνικά (εξαιρετικά βαρέα οχήματα) δεν θα προσεγγίζουν τον χώρο. Συνέχεια

Οταν ο ζωγράφος Ρόθκο γίνεται θεατρική πράξη

  • Το «Κόκκινο» του Τζον Λόγκαν στο «Δημήτρης Χορν»
  • Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα, Βιβλιοθήκη, Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

«Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας…», έλεγε ο μεγάλος δάσκαλος Κάρολος Κουν. Κάνουμε θέατρο για να βιώσουμε πρωτόγνωρες εμπειρίες, για να εκφραστούμε, για να κερδίσουμε τα προς το ζην. Για να επιτύχουμε το πολυπόθητο «γνώθι σαυτόν» ή, αντιθέτως, για να λησμονήσουμε ποιοι είμαστε και να κρύψουμε τον εαυτό μας πίσω από παραισθητικά και ψευδαισθητικά πέπλα, έτσι που να αντέξουμε την κενότητα και το παράλογο της λεγόμενης αντικειμενικής πραγματικότητας, και της αληθινής ζωής εκεί έξω, κάτω από το ανελέητο φως του ήλιου, που ξεγυμνώνει τις ψυχές και μακραίνει ή μικραίνει τις σκιές μας. Ο μεγάλος εξπρεσιονιστής (και όχι μόνο) ζωγράφος Ρόθκο (1903-1970) είναι κλεισμένος στο ανήλιαγο ατελιέ του, στοιχειωμένος από τα φαντάσματα της παιδικής του ηλικίας και του ξεριζωμού του από τους ναζί. Ζει διαρκώς το ίδιο ψυχόδραμα, αναβιώνει ξανά και ξανά το μονότονο «ich-drama» («δράμα τού εγώ»), χωρίς να λησμονεί ότι μόνον όταν ζωγραφίζει εκείνα τα μεγαλειώδη κόκκινα εκρήγνυται μέσα του η ανάγκη για ζωή. Το μεγαλομανές του παραλήρημα, ο κλειστοφοβικός του ναρκισσισμός δοκιμάζονται και θρυμματίζονται σε χίλια κομμάτια από την αναπόφευκτη παρουσία ενός μαθητή-βοηθού-εκκολαπτόμενου ζωγράφου. Ο νεαρός δεν μασάει τα λόγια του. Οσο κι αν έχει ανάγκη τη δουλειά για να ζήσει δεν αντέχει το διαρκές λιβανωτό στη μεγαλοφυΐα του εργοδότη του. Καταπιέζεται τόσο βαθιά μέσα του, ακυρώνεται ως δημιουργός ο ίδιος, έτσι που βλέπει τον δάσκαλό του ως εχθρό και του επιτίθεται με όλο το μένος της φυλακισμένης μέλισσας, που χτυπάει ολοένα και πιο τραυματικά στο θολωμένο τζάμι ενός παραθύρου. Στην αγωνία του να ξαναγυρίσει στο φως, ο μαθητής αναγκάζεται να δολοφονήσει τελετουργικά και λεκτικά τον καθηγητή του. Οταν ήταν μικρό παιδί είδε τους γονείς του να κείτονται δολοφονημένοι στο πάτωμα. Και έξω το τοπίο ήταν χιονισμένο. Από τότε ταύτισε το εκτυφλωτικό λευκό με τον θάνατο, ενώ για τον καταξιωμένο ζωγράφο Ρόθκο το μαύρο είναι εκείνο που απειλεί να καλύψει και να ακυρώσει τα πάντα, με προεξάρχον το κόκκινο, ως ένδειξη του πάθους και της άνευ όρων χαράς της ζωής. Αντιλαμβάνεστε σαφώς ότι η μανιχαϊστική σύγκρουση Φωτός-Σκότους, Λευκού-Μαύρου είναι βαθιά ριζωμένη στο δραματικό υπόβαθρο αυτού του «καλοφτιαγμένου έργου» (για να θυμηθούμε τον Σκριμπ). Το θεατρικό έργο «Κόκκινο» του Αμερικανού Τζον Λόγκαν (σεναριογράφου επίσης του «Μονομάχου» και πολλών άλλων κινηματογραφικών εμπορικών επιτυχιών) κέρδισε πολλά βραβεία Tony το 2010 κι ευτύχησε να βρει στο «Θέατρο Δημήτρης Χορν» δύο επαρκείς ερμηνευτές, που συγκρούονται μέχρι τελικής πτώσεως στον υπέροχο σκηνικό διάκοσμο που έστησε ο Μανώλης Παντελιδάκης. Ρεαλιστικά τα κοστούμια που σχεδίασε η Ντένη Βαχλιώτη, τονίζουν το αληθοφανές έρεβος των παγιδευμένων υπάρξεων. Και βεβαίως, χωρίς τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου ένα μεγάλο μέρος της θεατρικής μαγείας θα είχε διαχυθεί στην κατάμεστη αίθουσα ανεπιστρεπτί. Μια παράσταση που την παρακολουθείς με κομμένη την ανάσα. Η κωμική αντίστιξη είναι ένα εργαλείο στα χέρια του σκηνοθέτη Σταμάτη Φασουλή, για να δώσει βάθος και προοπτική στη διαρκώς αυξανόμενη δραματική ένταση. Το χιούμορ όμως λειτουργεί υποδόρια, αφού ο κραυγαλέος αυτοσαρκασμός δεν ήταν -ως φαίνεται- στις προθέσεις του συγγραφέα. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος είναι ένας ιδιαίτερα εργατικός κι επιμελής ηθοποιός. Το ταλέντο του τώρα αρχίζει να δίνει καρπούς. Ο σκηνοθέτης δηλώνει τον θαυμασμό του για τον ισότιμο παρτενέρ του και τον συγκρίνει με τον Κιμούλη. Ιδωμεν. *

Πρεμιέρα στο «Κόκκινο»

ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Δόθηκε  η πρεμιέρα στο θέατρο Δημήτρης Χορν, όπου ο Σταμάτης Φασουλής και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος μοιράστηκαν τους ρόλους στο «Κόκκινο», το σύγχρονο έργο του Τζον Λόγκαν με ήρωα τον ρωσικής καταγωγής αμερικανό ζωγράφο Μαρκ Ρόθκο και τον νεαρό βοηθό του.
Με τους «πίνακες» του Ρόθκο να έχουν πάρει τη θέση τους στην πλατεία του θεάτρου και το εργαστήρι του ζωγράφου να έχει στηθεί επί σκηνής, η παράσταση, που άρχισε ένα τέταρτο πριν από τις δέκα (διήρκησε μία ώρα και σαράντα πέντε λεπτά, χωρίς διάλειμμα) έδωσε από την αρχή το στίγμα της: το έξυπνο κείμενο και οι δυνατές ερμηνείες ακολούθησαν την ανοδική αλλά και κυκλική πορεία της σκηνοθεσίας που είχε την υπογραφή του Φασουλή _και στη μετάφραση που έμοιαζε προσεγμένη λέξη-λέξη. Η απελπισία του Ρόθκο διαδεχόταν την ορμή του βοηθού του, η αλαζονεία και η γνώση του έμπειρου το θράσος και την άγνοια του άπειρου.  Σκέψεις και ερωτήματα για την τέχνη έγιναν ένα με τη ζωή, αφήνοντας στο τέλος την αισιοδοξία _παρά την αγωνία του ίδιου του Ρόθκο για το αντίθετο, ότι «το μαύρο δεν θα καταπιεί τελικά το κόκκινο», και ότι το επόμενο θα διαδεχθεί το προηγούμενο, με τον ίδιο τρόπο που η ζωή βάζει τα πράγματα στη θέση τους…
Ο Σταμάτης Φασουλής έδωσε μια πλήρη και εσωτερική ερμηνεία του Ρόθκο ενώ ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος βίωσε την εμπειρία του μαθητευόμενου πλάι στον δάσκαλο και επί σκηνής και στο έργο, βγαίνοντας νικητής. Η παράσταση διέθετε δύο ακόμα μεγάλους πρωταγωνιστές: Το σκηνικό του Μανώλη Παντελιδάκη και τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου _πλάι τους η Ντένη Βαχλιώτη με τα κοστούμια της έντυσε τους δύο ηθοποιούς με την απαιτούμενη φυσικότητα.
Ανάμεσα στο κοινό, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Ευάγγελος Βενιζέλος με τη σύζυγό του, η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Αννα Νταλάρα με την κόρη της Γιωργιάννα Νταλάρα, η υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Μιλένα Αποστολάκη, οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ Πέμυ Ζούνη, Γιώργος Λιάνης _με τη σύζυγό του Κοραλία Καράντη και Παντελής Οικονόμου. Ηταν εκεί η Μαρινέλλα, ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Δημήτης Μαρωνίτης, η Ξένια Καλογεροπούλου, ο Θανάσης Νιάρχος, ο Μηνάς Χατζησάββας, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, ο Δημήτρης Λιγνάδης, η Εφη Θεοδώρου, η Ελένη Κούρκουλα, η Ελένη Κοκκίδου, η Βίκυ Καγιά και πολλοί ακόμα ηθοποιοί.

Σταμάτης Φασουλής: «Πρόκειται για ένα έργο που με σημάδεψε απ΄την αρχή που το είδα»

Ο Σταμάτης Φασουλής στο «Κόκκινο» του Τζον Λόγκαν

Ακριβώς έναν χρόνο μετά την πρεμιέρα στο Λονδίνο, το «Κόκκινο» του Τζον Λόγκαν («Red») δίνει την αθηναϊκή του πρεμιέρα στο θέατρο Δημήτρης Χορν, την προσεχή Παρασκευή, 3 Δεκεμβρίου: Με τον Σταμάτη Φασουλή _που μετέφρασε και σκηνοθετεί_ να υποδύεται τον Μαρκ Ρόθκο και τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο τον νεαρό βοηθό του, η παράσταση ξεκινά από μια στιγμή στην πορεία του ζωγράφου που ανήκε στο κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.

  • «Είναι μια μεγάλη στιγμή για μένα», είπε στη συνέντευξη τύπου ο Σταμάτης Φασουλής, «γιατί πρόκειται για ένα έργο που με σημάδεψε απ΄την αρχή που το είδα, χωρίς να μπορώ να εντοπίσω τους λόγους. Σιγά-σιγά και μέσα από τις πρόβες άρχισα να καταλαβαίνω το βάθος και τη σημασία του. Παρακολούθησα στο Λονδίνο μια παράσταση σε ένα θέατρο διακοσίων ανθρώπων και μέσα σε λίγο καιρό το είδα να μεταφέρεται στο Μπρόντγουεϊ, ανάμεσα στα μιούζικαλ, να κάνει επιτυχία για κοινό χιλίων θεατών… Και μετά να προτείνεται για επτά Τόνι και να κερδίζει τα έξι!».

Καθισμένος πάνω στη σκηνή του Χορν, μαζί τους συνεργάτες του «Κόκκινου», ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής μίλησε για τον ζωγράφο και το έργο του, τα μεγάλα θέματα που τον απασχολούσαν κι αυτά που θίγει το έργο του Λόγκαν: Η τέχνη και η καθημερινότητα, η σχέση με τον βοηθό του, τα χρώματα αλλά και η εξουσία, το κενό και το καινούργιο, τι θα πει αγοράζω και πουλάω, αγοράζομαι και πουλιέμαι, ποια είναι η τιμή… Ενώ θύμισε τον στίχο του Ελύτη από το «Εκ του πλησίον» που σχολίαζε τη ζωγραφική του Ρόθκο ως «απόλυτη»…. Από την πλευρά του ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος αναφέρθηκε στις «αντιφάσεις του έργου, που από τη μια μιλάει για πολύ συγκεκριμένα πράγματα και από την άλλη γα την ίδια τη ζωή, ενώ χρησιμοποιεί όρους ζωγραφικής». Κι ακόμα ότι «ενώ σχεδόν φιλοσοφεί, το έργο διαθέτει και μια παράλληλη αστυνομική αφήγηση», που σε κάνει να θέλεις να παρακολουθήσεις τη συνέχεια μέχρι να δεις που θα καταλήξει… «Είμαι τόσο ευτυχής», κατέληξε ο ηθοποιός της νεώτερης γενιάς για τη συνεργασία του με τον Σταμάτη Φασουλή, «γιατί έχω την τύχη να με σκηνοθετεί, να παίζουμε μαζί και να είμαστε μόνον οι δυό μας….».

Με έναν κόκκινο πίνακα στο βάθος, το σκηνικό του Μανώλη Παντελιδάκη μετατρέπει τη σκηνή σε εργαστήριο, ενώ τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη υπηρετούν το πνεύμα του έργου, που φωτίζεται από τον Λευτέρη Παυλόπουλο. Υπό τους ήχους του Σούμπερτ και του Μότσαρτ, συνθέτες που αγαπούσε ο Ρόθκο, το θεατρικό έργο δεν σταματά να υπενθυμίζει την απειλή ότι «μια μέρα το μαύρο θα καταπιεί το κόκκινο….».

Μυρτώ Λοβέρδου

ΠΟΤΕ & ΠΟΥ

«Κόκκινο» του Τζον Λόγκαν

Σταμάτης Φασουλής – Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος

Θέατρο Δημήτρης Χορν, Αμερικής 10 (τηλ. 210-3612.500)

Πρεμιέρα: Παρασκευή, 3 Δεκεμβρίου, στις 21.15

Παραστάσεις: Τετάρτη – Παρασκευή – Σάββατο στις 21.15 & Κυριακή στις 18.45

Εισιτήρια: 25 – 22 – 18 – 18 – 16 ευρώ

Σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με τα έργα: «Το μπουφάν της Χάρλεϊ» και «Τι είδε ο υπηρέτης»

Ο καλλιτέχνης αγοράζεται και πουλιέται

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

  • Ο Σταμάτης Φασουλής υποδύεται στη σκηνή τον μεγάλο ζωγράφο του 20ού αιώνα Μαρκ Ρόθκο, που έγινε μύθος με τα μονομανή και ταυτόχρονα ονειρικά έργα του αλλά και εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο έζησε και πέθανε

ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Ξέρω ότι μια μέρα το μαύρο θα καταπιεί το κόκκινο»: Ισως σε αυτή τη φράση να συμπυκνώνονται η ζωή και το έργο του Μαρκ Ρόθκο, του αμερικανού ζωγράφου που διέσχισε τον 20ό αιώνα και χαρακτηρίστηκε εκφραστής του αφηρημένου εξπρεσιονισμού παρά την άρνησή του να ενδώσει σε οποιαδήποτε κατάταξη. Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το θεατρικό έργο του Τζον Λόγκαν «Red» («Κόκκινο») επιχειρεί να φωτίσει την προσωπικότητα και τη σκέψη του από σκηνής…

Ο Σταμάτης Φασουλής είδε τον περασμένο Δεκέμβριο το «Κόκκινο» στο διακοσίων θέσεων Donmar Warehouse του Λονδίνου. Τρεις μήνες μετά, το έργο κατέληξε να παίζεται με τεράστια επιτυχία στο Golden Τheater της Νέας Υόρκης, στο Μπρόντγουεϊ, ενώπιον χιλίων θεατών. «Ξαφνικά από ένα έργο low profile που ήταν έγινε και εμπορικό» λέει ο σκηνοθέτης που το μετέφρασε και ανέλαβε να ερμηνεύσει τον ζωγράφο- στο θέατρο Δημήτρης Χορν. Γιατί όμως επέλεξε τον Μαρκ Ρόθκο;

«Τα τελευταία χρόνια δεν ρωτάω γιατί, ούτε έχω απάντηση για τέτοια πράγματα. Είδα το έργο, ξετρελάθηκα και μου άρεσαν μετά όλα αυτά που ανακάλυψα δουλεύοντας για τον ίδιο τον ζωγράφο. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ισως επειδή ήξερα μόνον τον Τζάκσον Πόλοκ και νόμιζα ότι εκεί αρχίζει και τελειώνει όλο αυτό το απεγνωσμένο κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Υστερα άσκησαν πάνω μου τόση γοητεία το έργο, ο ρόλος, ο ίδιος ο Ρόθκο, ο ρόλος του νεαρού, που σχεδόν δεν σκέφθηκα τίποτε μετά. Αφέθηκα στη γοητεία του» λέει και αναφέρεται στον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο με τον οποίο θα μοιραστεί εφέτος το σανίδι.

Χωρίς να θέλει να αναπαραστήσει ιστορικά τον ζωγράφο, αλλά εστιάζοντας όλη τη δουλειά στον ψυχισμό του, δεν επιχειρεί μια οπτικά πιστή αντιγραφή, ενώ «κάνω όλα τα πράγματα που πλησιάζουν την εποχή και την εξωτερική του εμφάνιση – είμαι σχεδόν στην ηλικία του και εγώ, λίγο ευτραφής, όχι όμως και διοπτροφόρος. Στην παράσταση ωστόσο θα φοράω τα γυαλιά…». Βυθισμένος στον ζωγράφο, ο Σταμάτης Φασουλής αναζήτησε στοιχεία για τον ψυχισμό του σε γραπτά του – αποσπάσματα από τα οποία υπάρχουν μέσα στο «Κόκκινο» σαν ατάκες. «Αναζήτησα και την αντιστοιχία: τι πιο γνωστό σε μας από έναν καλλιτέχνη επηρμένο, πομφολυγώδη, ουσιαστικό, ενημερωμένο, πάρα πολύ μορφωμένο, ευαίσθητο και πάρα πολύ κυνικό. Συγχρόνως είναι και τόσο πολύ επιθετικός που ακουμπάει ξυστά στο γκροτέσκο… Εκεί όπου παραδέχεται ότι είναι το παν, παραδέχεται ότι είναι το τίποτε: ότι δεν μπορεί να ζήσει γιατί αυτός ξέρει ότι το μαύρο θα καταπιεί το κόκκινο. Ξέρει ότι δεν είναι τίποτε μπροστά στον όγκο και το μεγαλείο της τέχνης και της έκφρασης. Είναι αυτό που έλεγε ο Βολανάκης για το αίσθημα ανωτεροκατωτερότητας- κάτι που έχουν όλοι οι καλλιτέχνες: να είμαι ο πρώτος και ο τελευταίος συγχρόνως… Με μια αίσθηση εξουσίας και εγωπαθέστατος. Αντιπαθητικός; Ναι, αν δεν υπήρχε η τελευταία σκηνή του έργου, με ένα εύρημα που ανατρέπει τα πάντα».

Μια παραγγελία πολλών εκατομμυρίων δολαρίων στάθηκε η αφορμή για το έργο- μια παραγγελία στον Ρόθκο για το εστιατόριο του ξενοδοχείου Four Seasons της Νέας Υόρκης: «Είχαν να δοθούν τόσα λεφτά σε καλλιτέχνη από την εποχή του Μιχαήλ Αγγέλου για την Καπέλα Σιξτίνα… Ηταν σοκ για όλον τον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής» σχολιάζει ο Σταμάτης Φασουλής. Και έτσι μέσω αυτού του γεγονότος το έργο περνά σε άλλα μονοπάτια: «Τι σημαίνει λοιπόν αγοράζω και πουλάω, αγοράζομαι και πουλιέμαι στην τέχνη, στη ζωή, στον έρωτα, παντού; Τι σημαίνει; Είναι μια φράση του: “Ολοι κοιτάνε και σκέφτονται, αυτόν να τον φοβάμαι ή να τον αγοράσω”; Τι σημαίνει τιμή για κάθε άνθρωπο; Και ενώ το έργο ξεκινά σχεδόν περιπαικτικά απέναντι στη ζωή,όσο προχωράει φθάνει στο βάθος και παράλληλα αυξάνεται το σασπένς της ιστορίας…». Και όλο αυτό υπό τους ήχους του Μότσαρτ και του Σούμπερτ.

  • Ο καλλιτέχνης και ο σαλτιμπάγκος

«Στη σχέση του με τον νεαρό ζωγράφο», λέει ο Σταμάτης Φασουλής, «ο Ρόθκο βγάζει όλες τις αρνητικές του πτυχές. Οχι όμως ως δάσκαλος, και αυτό το ξεκαθαρίζει από την αρχή. Στο έργο θίγει πάνω απ΄ όλα το αδιέξοδο ενός ανθρώπου, το αδιέξοδο του καλλιτέχνη που μπορεί να είναι και σαλτιμπάγκος. Την ώρα που απαγγέλλει ένα απόσπασμα από τον Αμλετ, κάνει και τον τρελό. Είναι μια περίεργη μείξη. Εκεί όπου γελάς μαζί του και με τη μεγαλοστομία του, ξαφνικά καταλαβαίνεις το μαύρο,την κόλαση που περνάει. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο άνθρωπος που αντιμετωπίζουμε έτσι, δέκα χρόνια αφού κλείσει η αυλαία,θα αυτοκτονήσει πίνοντας πολλά βαρβιτουρικά ενώ είχε πετσοκόψει και τα χέρια του, ώστε να πεθάνει τουλάχιστον από αιμορραγία…».

Στους διαλόγους του με τον νεαρό μιλάνε για την τέχνη, για τη ζωή τους, την αγάπη, το μίσος, τον θάνατο. Μιλούν πολύ για τον θάνατο, τη δημιουργία, τη γέννηση. Για την κίνηση. Και για τα χρώματα και την παρασυμπαντική τους: το κόκκινο, το μαύρο, το λευκό. «Ενώ μιλάει ο καθένας τους υποκειμενικά για τα χρώματα, αρχίζουν μετά και φτιάχνουν ένα καινούργιο φάσμα χρωμάτων που αντικατοπτρίζει την ουσία ενός ψυχισμού και όχι μια στιγμιαία απόφαση…». Η κόντρα του άλλωστε με τον νεαρό εστιάζεται στο γεγονός ότι βλέπουν διαφορετικά την τέχνη: «Είναι, ας πούμε, ο Αντι Γουόρχολ, ο αμφισβητίας, ο εκφραστής του νέου ρεύματος, της ποπ αρτ» εξηγεί ο Σταμάτης Φασουλής, που καταλήγει ότι «ο Ρόθκο μάλλον ήταν ένας δυστυχισμένος άνθρωπος- αλλά δεν θα σου το έδειχνε ποτέ. Αντιθέτως θα σου πετούσε στη μούρη ότι εσύ είσαι ο δυστυχής… Μέσα του πάλλεται και η αμφιβολία…».

  • TO ΜΑΥΡΟ KAI TO ΚΟΚΚΙΝΟ

ΟΥΤΕ ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΣ εξπρεσιονιστής ούτε καν αφηρημένος ζωγράφος. Ο Μαρκ Ρόθκο (1903-1970) δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση στην τέχνη. Γεννημένος στη Λετονία, δεν άργησε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, όπου και έκανε καριέρα. Αυτοκτόνησε στα 66 του χρόνια. Με τα χρώματα- το κόκκινο, κυρίως, και το μαύρο- να χαρακτηρίζουν τη δουλειά του,τα έργα του γνώρισαν μεγάλη εμπορική αξία (το 2003 το έργο του «Ηomage to Μatisse» που είχε φιλοτεχνήσει πενήντα χρόνια νωρίτερα,πουλήθηκε αντί 2,5 εκατ. δολαρίων).

«Εμμένω στην υλική πραγματικότητα του κόσμου και στην ουσία των πραγμάτων.Απλώς διευρύνω την έκταση αυτής της πραγματικότητας επεκτείνοντας σε αυτήν ιδιότητες που σχετίζονται με τις εμπειρίες στο πιο οικείο περιβάλλον μας.

Πολλοί άνθρωποι δακρύζουν μπροστά στους πίνακές μου. Αυτό σημαίνει ότι δοκιμάζουν την ίδια θρησκευτική εμπειρία μαζί μου. Αυτό δεν γίνεται παρατηρώντας τη σχέση των χρωμάτων μεταξύ τους. Χάνεται η ουσία έτσι. Δεν είμαι αφηρημένος ζωγράφος. Δεν με ενδιαφέρει να ανακαλύψω τη σχέση μεταξύ φόρμας και χρώματος ή οτιδήποτε. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι η έκφραση βασικών ανθρώπινων καταστάσεων: η τραγωδία, η έκσταση, η καταστροφή και άλλα. Επειδή οι πίνακές μου είναι μεγάλοι, πολύχρωμοι και χωρίς πλαίσιο, υπάρχει ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν στους τοίχους του μουσείου για διακοσμητικούς λόγους. Κάτι τέτοιο θα διαστρεβλώσει το νόημά τους, που είναι προσωπικό και έντονο, κάθε άλλο παρά διακοσμητικό».

  • Το έργο και ο συγγραφέας
Ο βρετανός συγγραφέας Τζον Λόγκαν εκτός από θεατρικά έργα («Νever the sinner», «Ηauptmann», «Scorched earth», «Μusic from a locked room», «Riverview»), έχει γράψει σενάρια για τις ταινίες «Ο Μονομάχος» σε σκηνοθεσία Ρίντλεϊ Σκοτ με τον Ράσελ Κρόου, «Ο τελευταίος Σαμουράι» με τον Τομ Κρουζ, «Τhe Αviator» σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορσέζε με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο και «Sweeney Τodd» του Τιμ Μπάρτον με τον Τζόνι Ντεπ.

Το «Κόκκινο» («Red») απέσπασε έξι βραβεία «Τόνυ» (Ιούνιος 2010): καλύτερου έργου 2009-10 ( Τζον Λόγκαν ), σκηνοθεσίας ( Μάικλ Γκράντεϊτζ ), β΄ ανδρικού ρόλου ( Εντι Ρεντμέιν ), σκηνογραφίας ( Κρίστοφερ Οραμ ), φωτισμών ( Νιλ Οστιν ), ήχου ( Ανταμ Κορκ ).

ΠΟΤΕ & ΠΟΥ

  • «Κόκκινο» του Τζον Λόγκαν, Θέατρο Δημήτρης Χορν, Αμερικής 10, τηλ.210 3612.500.
  • Πρεμιέρα Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου, 21.15.
  • Παραστάσεις: Τετάρτη Σάββατο 21.15, Κυριακή 18.45 (σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με το «Τι είδε ο μπάτλερ»).
  • Τιμές εισιτηρίων: 25,22,18,16 ευρώ. Η προπώληση έχει αρχίσει.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artid=370152&dt=28/11/2010#ixzz16Z0XqfIl

Υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια

Υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια

Ο Νίκος Μαστοράκης δεν υπογράφει τη σκηνοθεσία μόνο στην «Κυρία Κούλα» του Μένη Κουμανταρέα που θα δούμε στο Θέατρο Τέχνης, αλλά και τα σκηνικά-κοστούμια της παράστασης όπως και τη μουσική επιμέλεια. Τον καιρό αυτό κάνει εντατικές πρόβες με την πρωταγωνίστριά του, τη Λυδία Κονιόρδου. Παράλληλα, όμως, κάνει πρόβες και με τη Μαρίνα Ασλάνογλου για τον μονόλογο «Τζόρνταν» που θα ανεβάσει στο θέατρο Αμιράλ.
Eχει διασκευάσει ο ίδιος το έργο, κάνει τη σκηνοθεσία, τις μουσικές επιλογές, αλλά και τα κοστούμια της Ασλάνογλου.

Κι αν νομίζετε ότι ύστερα από αυτό τον διπλό «πυρετό» θα… ανασάνει, μάθετε ότι θα ετοιμάσει για το Εθνικό Θέατρο την «Τριλογία του παραθερισμού» του Κάρλο Γκολντόνι…

Μπορεί φέτος να μην ανέβασαν το «Ο Αϊ-Βασίλης είναι σκέτη λέρα» οι Ρέππας – Παπαθανασίου, το σκέφτονται όμως για του χρόνου… Η αρχική σκέψη τους ήταν να ανεβάσουν φέτος τη σκληρή κωμωδία, στη διαδρομή όμως θεώρησαν ότι με την κρίση που υπάρχει θα έπρεπε να ανεβάσουν ένα έργο στο οποίο θα… πρωταγωνιστεί αυτή, για αυτό και έγραψαν το «Ράους». Η επικαιρότητα τους έκανε να αναβάλουν τον «Αϊ-Βασίλη», αλλά όλα δείχνουν πως θα τον ανεβάσουν του χρόνου.

Παραμένω στο συγγραφικό δίδυμο που φέτος μοιάζει να έχει την… τιμητική του. Επαναλαμβάνονται το «Μαρινέλλα – το μιούζικαλ», οι «Συμπέθεροι από τα Τίρανα», μα και η «Αττική Οδός» τους και βλέπουν το νέο τους έργο -δες «Ράους»- να γεμίζει κόσμο… Αν λέγεται… κοκαλάκι της νυχτερίδας αυτό; Οχι, λέγεται απλά… σκληρή δουλειά.

Για την τέχνη και την εξαγορά της, για τη συνείδηση και το χρήμα, για τις σχέσεις, την ανταλλαγή και το ξεπούλημά τους μιλά το έργο «Κόκκινο» του Τζον Λόγκαν, που ετοιμάζει για το «Δημήτρης Χορν» ο Σταμάτης Φασουλής. Το έργο που ‘χει αποσπάσει έξι βραβεία Τόνι και έσπασε ταμεία στο Λονδίνο το μετέφρασε ο ίδιος, ο οποίος το σκηνοθετεί και κρατάει σ’ αυτό τον ρόλο του μεγάλου ζωγράφου Ρόθκο, έχοντας στο πλάι του τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο. Ο Φασουλής λάτρεψε το έργο απ’ την πρώτη στιγμή που το είδε στο «Γκόλνεν Θίατερ» και δεν πήρε ανάσα μέχρι να καταφέρει να κλείσει τα δικαιώματά του.

Στην Ελενα Ακρίτα οφείλεται η επιλογή της κωμωδίας «Τζένη-Τζένη», που ετοιμάζεται για το θέατρο «Πόρτα» απ’ τον Γιώργο Κιμούλη. Εκείνη έψαξε το έργο ανάμεσα σε δεκάδες που είχε στη μεγάλη, ενημερωμένη βιβλιοθήκη της κι εκείνη βρήκε την κωμωδία που θέλει πρωταγωνιστές της τούς Παναγιώτη Πετράκη – Αντιγόνη Δρακουλάκη, οι οποίοι πρωταγωνιστούν και στα «Μυστικά» της.

Βασίλης Μπουζιώτης, ΕΘΝΟΣ, 18/10/2010

Το Στεφάνι της επιτυχίας

  • Το «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή αποδεικνύεται το θεατρικό χιτ της εφετινής σεζόν. Τι κρύβεται πίσω από αυτή την απήχηση;

Τι δουλειά έχει όλος αυτός ο κόσμος μπροστά από το RΕΧ από τις 7.30 το απόγευμα; Τόσο σουξέ έχει το σχήμα Χατζηγιάννης- Οnirama ώστε οι ορδές των θαυμαστών τους κατακλύζουν την Πανεπιστημίου από τόσο νωρίς; Η απάντηση δεν είναι εκεί, αλλά μερικούς ορόφους πιο πάνω. Το ασανσέρ που σε ανεβάζει στη Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη δεν σταματά τις διαδρομές και το κοινό που επιθυμεί διακαώς να παρακολουθήσει το «Τρίτο στεφάνι» του Εθνικού χωρίζεται υπομονετικά σε ομάδες προκειμένου να βρεθεί λίγο πιο κοντά στην πλατεία. Στην οποία πλατεία, οι θέσεις αποτελούν πλέον είδος υπό εξαφάνιση. Οι υπάλληλοι στο ταμείο, ενημερώνουν τους λιγότερο προνοητικούς ότι κατά τη διάρκεια των εορτών ο μόνος τρόπος για να παρακολουθήσεις την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Σταμάτης Φασουλής διασκευάζοντας μαζί με τον Θανάση Νιάρχο το έργο του Κώστα Ταχτσή, είναι αν είσαι διατεθειμένος να καθίσεις στον Β΄ Εξώστη. Η εφετινή ευχάριστη έκπληξη της θεατρικής σεζόν κάνει ολόκληρη την Αθήνα να συρρέει προκειμένου να ψηλαφίσει μνήμες από τα παλιά, έτσι όπως καταγράφονται στο μυθιστόρημα και ζωντανεύουν στην παράσταση.

Φυσικά, έχει και ο Β΄ Εξώστης τις χάρες του, μια και μπορεί να σου στερεί την πλήρη ορατότητα της σκηνής, είναι σε θέση όμως να σου αποκαλύψει τα μυστικά των παρασκηνίων. Εκεί όπου συντελείται μία άλλη υπερπαραγωγή και αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της επιτυχίας: ενώ επί σκηνής συντελείται ένας θεατρικός μαραθώνιος με τη Νένα Μεντή και τη Φιλαρέτη Κομνηνού επικεφαλής και ακόμη 23 ηθοποιούς να μπαινοβγαίνουν με αξιοθαύμαστη ταχύτητα σε 87 συνολικά χαρακτήρες, μία ιδιότυπη σκυταλοδρομία πραγματοποιείται πίσω από την αραχνοΰφαντη αυλαία-κουρτίνα: εξ ίσου καλοκουρδισμένοι με τους πρωταγωνιστές, αφανείς ήρωες, οι δώδεκα τεχνικοί και η υπεύθυνη σκηνής (Ουρανία Κακουλίδου), οι οποίοι κινούν τα νήματα μέσα στο σκοτάδι ώστε να βγει στο φως το σύμπαν του Ταχτσή. Καθώς η σκηνή περιστρέφεται, γίνονται ενενήντα αλλαγές σκηνικών (Ελλη Παπαγεωργακοπούλου) και αντικειμένων, ενώ οι ηθοποιοί αλλάζουν τριακόσια κοστούμια (Ντένη Βαχλιώτη). Και κάπως έτσι, όταν κοιτάς από ψηλά, από τον Β Δ Εξώστη για την ακρίβεια, θα δεις με ευκρίνεια όλα τα χρωματιστά σημάδια που έχουν τοποθετηθεί στο περιστρεφόμενο δάπεδο προκειμένου όλα να κυλήσουν τόσο με τη φορά όσο και με την ακρίβεια των δεικτών του ρολογιού. Αλλού τοποθετείται η γυριστή σκάλα υπηρεσίας, όπου η κυρά Εκάβη (Νένα Μεντή) βγάζει τα άπλυτα του κανακάρη της Δημήτρη (Γιάννης Στάνκογλου) στη φόρα, αλλού το κρεβάτι, το οποίο ανάλογα με την κουβέρτα συμβολίζει και μία άλλη περίοδο (η πρώτη νύχτα γάμου της Νίνας, το δεύτερο νυφικό κρεβάτι της Νίνας, ο θάνατος της Εκάβης που σηματοδοτεί και το τρίτο στεφάνι της Νίνας). Αν κάτι πάει λάθος στη σκακιέρα των παρασκηνίων, αν για παράδειγμα αντί για το μικροαστικό σαλονάκι βγει το τραμ, όλα καταρρέουν. Κι ευτυχώς, όποιο μπέρδεμα ήταν να συμβεί προκαλώντας αμηχανία ή γέλια, συνέβη στις πρόβες, ξορκίζοντας από πολύ νωρίς τον δαίμονα του… παρασκηνίου.

Αν οι ιδανικές σχέσεις ανάμεσα στους ηθοποιούς απαιτούν χημείαχαρακτηριστικό παράδειγμα η Μεντή και η Κομνηνού με τις αντίστοιχες κόρες τους Τάνια Τρύπη και Μαρία Ζορμπά-, ο μηχανισμός του συγκεκριμένου σκηνικού παραπέμπει σε μαθηματικά για δυνατούς λύτες. Δύο ώρες πριν από την κάθε παράσταση, όλα πρέπει να είναι στη θέση τους. Το κρεβάτι στρωμένο, τα κάδρα κεντραρισμένα, οι περούκες καλοχτενισμένες, τα φορέματα σιδερωμένα, τα παπούτσια ακόμη και του αποβράσματος-γιου της Εκάβης Δημήτρη καλογυαλισμένα. Πλαστικά σφαχτάρια που μοιάζουν αληθινά, φρούτα κολλημένα μέσα σε καλάθια, η μαύρη κότα για τη μαύρη μαγεία που θα κάνει στην Εκάβη η Φρόσω και θα της κλέψει τον άνδρα, άλλη τράπουλα για το πινακλάκι που τόσο αγαπά ο δεύτερος άνδρας της Νίνας (Γιάννης Νταλιάνης) και άλλη για τις πασιέντσες που ρίχνει η Εκάβη και δυστυχώς τα βρίσκει όλα. Λίγο πιο πέρα, μερικές σημειώσεις κολλημένες στην πίσω πλευρά των σκηνικών: «Ξύλο Δημήτρη στην Εκάβη»/ «Σκηνή συλλαλητηρίου», κτλ. Σαν οδηγίες σε ένα περίπλοκο επιτραπέζιο παιχνίδι, από το οποίο δεν πρέπει να χάσεις ούτε έναν γύρο.

Το κοινό δεν φαίνεται να πτοείται από τη μεγάλη διάρκεια της παράστασης (τρία στεφάνια σε τρεισήμισι ώρες είναι το ανέκδοτο που κυκλοφορεί στους διαδρόμους του Εθνικού): στο διάλειμμα ακούς δεξιά κι αριστερά ενθουσιώδεις θεατές να επαινούν τις δύο βασικές πρωταγωνίστριες, με σχόλια που θυμίζουν μια βραδιά στη γειτονική πίστα του Rex: «Θεά η Μεντή!»/ «Τα σπάει η Κομνηνού!». Κάποιοι άλλοι, πιο συγκρατημένοι, αναζητούν σχολαστικά ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στην παράσταση και στο βιβλίο, χωρίς όμως και οι ίδιοι να κρύβουν την ικανοποίηση από το χορταστικό περιτύλιγμα και περιεχόμενο της δουλειάς αυτής. Οταν η παράσταση τελειώνει και τα φώτα ανάβουν, δεν είναι λίγες οι κυρίες που θα τρέξουν πρώτες-πρώτες στην τουαλέτα για να διορθώσουν το μακιγιάζ που δεν κατόρθωσε να αντισταθεί στα δάκρυά τους. Οι απόψεις διίστανται για την τελευταία σκηνή-φόρο τιμής στον συγγραφέα και στο alter ego του Ακη, εγγονό της Εκάβης. Κάποιοι θα προτιμούσαν να λείπει, κάποιοι θεωρούν ότι αποτελεί τον τελικό διάδρομο απογείωσης του όλου θεάματος. Παίρνοντας το ασανσέρ για να κατέβουν, οι θεατρόφιλοι κοντοστέκονται και σχολιάζουν όλα όσα είδαν. Είναι περασμένες δώδεκα και κάποιοι καταφθάνουν για να ακούσουν Οnirama και Χατζηγιάννη. Οταν όμως έχεις ακόμη στο μυαλό σου τη φωνή της Εκάβης, νιώθεις ότι δεν θέλεις να ακούσεις τίποτε άλλο: «Εσύ, Νίνα, τη θυμάσαι την ψυχή μου;». Εμείς πάντως, θα τη θυμόμαστε για πολύ καιρό…

Πανεπιστημίου 48,τηλ.210 3305.074.

Τρίτο Στεφάνι: η αγιότητα της χυδαιότητας

  • Η Νίνα, η Εκάβη, ο Δημήτρης, η Ελένη, η Πολυξένη, ο Ντίνος, οι αντιφατικοί ήρωες-αρχέτυπα από το «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή, κομμάτια σήμερα απ’ το συλλογικό μας ασυνείδητο, στις 11 Νοεμβρίου θα ζωντανέψουν από 24 ηθοποιούς στη σκηνή του «Κοτοπούλη-Rex» (Εθνικό Θέατρο).

Τον άθλο της απόδοσης του διαχρονικού λογοτεχνικού κλαυσίγελου, το υψηλής επικινδυνότητας ρίσκο να ζωντανέψουν σφιχταγκαλιασμένες η μικροϊστορία των απλών καθημερινών γυναικών με τη Μεγάλη Ιστορία -απ’ τους Βαλκανικούς ώς τον Εμφύλιο- τον επωμίζονται θαρραλέα ο Σταμάτης Φασουλής και ο Θανάσης Νιάρχος, που συνυπογράφουν τη θεατρική διασκευή. Ο Φασουλής είναι υπεύθυνος και για τη σκηνοθεσία.

Η συλλογική περιπέτεια του ελληνικού λαού ξεπηδά πίσω από τη δράση και του βιβλίου και της παράστασης του Σταμάτη Φασουλή. Η σκηνική δράση ξεκινά, αλλά και τελειώνει, με τον τρίτο γάμο της Νίνας – Φιλαρέτης Κομνηνού με τον γιο της Εκάβης – Νένας Μεντή.

Εναν πλήρη κύκλο θα διαγράφει μέσα σε διόμισι ώρες η φιλόδοξη θεατρική παραγωγή της πρώτης κρατικής σκηνής, που παρακολουθεί στενά όλα τα «άλματα» του Ταχτσή στο χρόνο. «Ο χρόνος της είναι κυκλικός, σπείρα», λέει ο Σταμάτης Φασουλής. «Ο Ταχτσής πιστεύει ότι ο χρόνος είναι ένα. Γι’ αυτό τον βάζει, τον βγάζει, τον εξαφανίζει, τον καθηλώνει με ημερομηνίες. Και μετά τον αφήνει να ίπταται. Ημουν λίγο υπερφίαλος ή μάλλον μεγαλοφιλόδοξος, που ήθελα να ακολουθήσω πιστά τη χρονική ασυνέπειά του. Ή θα το πληρώσω ή θα το πληρωθώ».

Ετσι κι αλλιώς, η σχέση του με το «Τρίτο Στεφάνι» είναι ειδική. «Δεν θυμάμαι πόσες φορές το έχω διαβάσει», λέει. «Από το ’71 το διαβάζω κάθε δυο χρόνια. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο το διαβάζω μια φορά τη βδομάδα. Το ξέρω απ’ έξω πια. Το δούλευα στο μυαλό μου για παράσταση απ’ το ’72. Αλλά πού να συγκρουστώ με τον Αγγελόπουλο και τον Κακογιάννη, που ήθελαν να το κάνουνε ταινία;».

Υπήρξε ωστόσο ένας καταλύτης στην απόφασή του να μεταφέρει επιτέλους το «Στέφανι» στη σκηνή. Η Νένα Μεντή ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. «Οταν την είδα είπα: «Να την η Εκάβη!». Δεν είναι εύκολο να βρεθεί αυτό το συνονθύλευμα πατσαβούρας και βελούδου».

Εντούτοις, τον αφήνουν άφωνο και οι δύο πρωταγωνίστριες του μυθιστορήματος. «Είναι όλες οι γυναίκες που έχω γνωρίσει στη ζωή μου», υποστηρίζει. «Με την τρυφερότητα, τη χυδαιότητα, ακόμη και με μια αγιοσύνη. Είναι αντιφατικά πρόσωπα, άγρια, σχεδόν ευάλωτα. Η Εκάβη λατρεύει τα παιδιά της και την ίδια στιγμή τα αποδιώχνει. Η Νίνα έχει μια κόρη που στο μισό βιβλίο και στο μισό ρόλο τη βρίζει. Νίνες και Εκάβες πάντα υπάρχουν. Θυμίζουν ανατριχιαστικά διπλανά πράγματα, για να μην πω πράγματα του έσω κόσμου μας. Το έργο του Ταχτσή είναι μια σπαραχτική μαρτυρία για την έσω Ελλάδα».

Εχει καταφέρει, όμως, να μην εκπίπτει στην ηθογραφία και η μικροϊστορία να αναμειγνύεται σχεδόν αξεχώριστα με τη Μεγάλη Ιστορία. «Ο Ταχτσής κάνει μια μεγάλη ντρίμπλα», υποστηρίζει ο σκηνοθέτης. «Οι ήρωες χρησιμοποιούν την Ιστορία σαν κάτι πολύ δικό τους. Τελικά, η Ιστορία τούς χρησιμοποιεί ανελέητα, ενώ αυτοί κάνουν ότι την αγνοούν. Κάθε μεγάλος ερωτικός δεσμός, θάνατος, χωρισμός, γάμος και γέννηση γίνεται σε μια μεγάλη στιγμή του έθνους. Η Νίνα με την Εκάβη γνωρίζονται την 4η Αυγούστου. Η Εκάβη πάει να βρει τον άνδρα της την επομένη της ανάκτησης της Θεσσαλονίκης. Ο Αντώνης πεθαίνει την ημέρα που μπαίνουν στη χώρα οι Γερμανοί. Η ιστορία τούς «αλέθει». Μέσα σε όλα αυτά, η ηρωίδα του Ταχτσή θέλει να βράσει κάστανα την ημέρα που κηρύσσεται ο πόλεμος!».

Ο Ταχτσής, κατά τον Μένη Κουμανταρέα, ήταν «ο πρώτος που έκανε ύφος τη γλώσσα των μικροαστών». Εκεί, στη γλώσσα, σκόνταφταν πάντα οι διασκευές του «Στεφανιού». Οδηγός ώστε οι δύο γυναικείοι μονόλογοι του βιβλίου να καταλήξουν σε 90 λαγαρούς σκηνικούς διαλόγους, εμπεριέχοντας κι ένα στοιχείο υπέρβασης, υπήρξε απ’ τη μια το ίδιο το κείμενο, απ’ την άλλη «το δίχτυ ασφαλείας» του Θανάση Νιάρχου.

«Χωρίς τον Θανάση θα μπορούσα να είχα ξεφύγει σε κάτι πολύ σουρεαλιστικό», λέει ο Σταμάτης Φασουλής. «Ολο το διάστημα που δουλεύουμε μαζί, εγώ υπερασπιζόμουν τη θεατρική πλευρά και ο Θανάσης τη συγγραφική».

Εχει καταλήξει, τελικά, ο σκηνοθέτης, αν πίσω από τη Νίνα κρύβεται ο ίδιος ο Ταχτσής; «Διάβασα και το τελευταίο σημείωμά του, που έγραψε ο Ταχτσής όταν πέθανε η μητέρα του -το βρήκε τελευταία η ανιψιά του σε ένα νωπό χαρτί. Λέει σε αυτό: «Τέλος τώρα· είμαι ορφανός και εκ μητρός. Καιρός είναι να πετάξω τα γυναικεία, να βγάλω τη μάσκα και να δείξω ποια επιτέλους είναι η Νίνα». Για μένα, αυτό είναι μεγάλη αποκάλυψη. Αλλά η ανιψιά του θεωρεί ότι η ταύτισή του είναι πιο μεγάλη με την Εκάβη απ’ ό,τι με τη Νίνα».

Υπάρχει χαρακτήρας του μυθιστορήματος για τον οποίο ο Φασουλής τρέφει μια αδυναμία; «Εμένα ο αγαπημένος μου είναι ο Ταχτσής», διατείνεται κοφτά. «Για πάρτη του το κάνω το «Τρίτο Στεφάνι». Ολη η παράσταση γίνεται για να καταλήξει με τον Ακη, που θα γίνει συγγραφέας, δηλαδή στον Ταχτσή». *

Info Διασκευή: Σταμάτης Φασουλής – Θανάσης Νιάρχος. Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής. Σκηνικά: Ελλη Παπαγεωργακοπούλου. Κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη. Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου. Κινησιολογική επιμέλεια: Αποστολία Παπαδαμάκη. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος.

Εκάβη: Νένα Μεντή. Νίνα: Φιλαρέτη Κομνηνού. Δημήτρης: Γιάννης Στάνκογλου. Ελένη: Τάνια Τρύπη. Μαρία: Μαρία Ζορμπά.

Παίζουν επίσης: Αντίνοος Αλμπάνης, Ελένη Βεργέτη, Στέλλα Γκίκα, Ολγα Δαμάνη, Γιώργος Δεπάστας, Χρήστος Καρνάκης, Παναγιώτης Κατσώλης, Μιχάλης Κοιλακός, Δημήτρης Κουτρουβιδέας, Μαργαρίτα Λουμάκη, Χριστιάνα Μαντζουράνη, Γιάννης Μπαριαμής, Ηρώ Μπέζου, Γιάννης Νταλιάνης, Αγορίτσα Οικονόμου, Φοίβος Ριμένας, Ελένη Σιδερά, Ντόρα Σιμοπούλου, Στράτος Χρήστου, Νίκος Χύτας.

Νένα Μεντή: «Μια Εκάβη ήταν και η γιαγιά μου»

Η Νένα Μεντή στην τηλεοπτική μεταφορά του «Τρίτου Στεφανιού» το 1995, από τον Γιάννη Δαλιανίδη, υποδύθηκε τη Νίνα. «Λόγω ηλικίας», τονίζει.

Ομως, ήδη από τότε, την Εκάβη ορεγόταν. «Η Εκάβη συμπυκνώνει όλη την γκάμα της ζωής. Είναι ανεμοστρόβιλος. Η Νίνα είναι πιο καθωσπρέπει, παρ’ όλο που κι αυτή εξώλης και προώλης είναι».

Κάποια στιγμή η Νίνα διαπιστώνει, στο βιβλίο, για τη φιλενάδα και έπειτα πεθερά της Εκάβη: «Ηταν και διάβολος, αλλά συγχρόνως ήταν και Θεός, μια αγία». Κι αλλού: «Την είχα μάθει, ήταν ικανή για τις ευγενικότερες πράξεις και τις μεγαλύτερες κακίες».

«Αυτό είναι ο άνθρωπος», πιστεύει η Νένα Μεντή. «Μπορεί να είναι και άγιος και διάβολος. Για μένα η Εκάβη είναι η γνήσια μέση Ελληνίδα γυναίκα. Κι έτσι προσπαθώ να την παίξω. Με μια αλήθεια τέτοια. Με όλη την γκάμα, απ’ την τρυφερότητα μέχρι το πολύ βάρβαρο και το πολύ τρίτο πράγμα -ούτε καν το δεύτερο. Εζησε τον μεγάλο έρωτα. Αλλά πηδήχτηκε κιόλας για να πάρει τα χαρτιά για το παιδί της, που ήταν φυλακή. Τα βλέπω όλα αυτά πολύ κανονικά και πολύ σιχαμένα ταυτόχρονα. Κι ο Ταχτσής αυτό ήθελε να φανεί. Δεν στέκεται δίπλα τους. Γι’ αυτό το λόγο είναι σύμβολα αυτές οι γυναίκες».

  • Πώς αποδίδεται, όμως, αυτός ο χείμαρρος αντιφατικών γνωρισμάτων;

«Κάτι πινελιές μόνο μπορεί να δώσεις σε τέτοια μυθικά πρόσωπα», απαντά η Μεντή, που πατάει γερά σε δυο δεδομένα-συμμάχους. Αφ’ ενός στο ότι «ο Σταμάτης ξέρει τόσο καλά το βιβλίο, που είναι λίγο σαν να το έγραψε ο ίδιος. Ακόμα και ό,τι δικό του έβαλε στην παράσταση, είναι 100% Ταχτσής». Αφ’ ετέρου, στο ότι η ίδια γνωρίζει την Εκάβη.

«Μια Εκάβη ήταν και η γιαγιά μου. Ξέρω τέτοιες γυναίκες. Υπήρχαν στη γειτονιά που έχω ζήσει. Δεν της φταίει κανείς της Εκάβης. Αγαπάει τα παιδιά της, αλλά την ίδια ώρα μπορεί να τα καρφώσει στην αστυνομία ότι είναι κομμουνιστές. Είναι μεγάλο κάθαρμα. Ζούσε με το ένστικτο της επιβίωσης. Το ασυνείδητο την καθόριζε».

Τι είδους παράσταση στήνει ο Φασουλής; «Κάνει μια λιτή, αρκετά κινηματογραφική, πιστή στο βιβλίο ανάγνωση, που όμως το σηκώνει το έργο και πάνω από τη γη. Εχει το ρεαλισμό, μέχρι και τη νατούρα του βιβλίου. Αλλά ο Σταμάτης έχει κάνει κι ενέσεις ποιητικότητας και υπερρεαλισμού».

Νίνες και Εκάβες έχει αρκετές το ελληνικό θέατρο, υπογραμμίζει ο Κουμανταρέας, στο επίμετρο της έκδοσης απ’ τον «Γαβριηλίδη». Τη διαφορά την κάνει η γλώσσα. «Είναι η σφραγίδα του έργου», συγκατανεύει η Μεντή. «Δεν έχω διαβάσει τόσο πολύ στη ζωή μου όσο τώρα. Δεν βγαίνει διαφορετικά η «στραμπουληγμένη» γλώσσα του Ταχτσή, όπου η καθαρεύουσα συναντά τη δημοτική».

  • Στο τέλος, συμφιλιώνεσαι με τις γυναίκες του;

«Ναι. Αν πετύχω να είναι η Εκάβη ένας άνθρωπος που τον σιχαίνεσαι και συγχρόνως τον συμπονάς, θα τα έχω πραγματικά καταφέρει».

Φιλαρέτη Κομνηνού: «Η Νίνα ξέρει να επιβιώνει»

Η Φιλαρέτη Κομνηνού υποδύεται τη Νίνα, μετά την αντικατάσταση της Πέγκυς Σταθακοπούλου.

Αν η ζωή της Νίνας ήταν ταινία, πιστεύει ότι θα είχε τίτλο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». «Αν και δεν νομίζω ότι διαφέρει από τις υπόλοιπες γυναίκες της εποχής της -τους πολιτικούς προβληματισμούς τους αφήνανε τότε στους άνδρες». Εντούτοις, παραδέχεται ότι είναι «ένα συνονθύλευμα αντιφάσεων -σαν να μην έχει άξονα. Είναι παντός καιρού. Είναι, τέλος πάντων, ένα πλάσμα που έχει μάθει να επιβιώνει. Το σταθερό είναι ένα: η σχέση της με το χρήμα. Αλλά και τα προβλήματά της -βασικά στο σύγχρονο μικροαστό Ελληνα: τα οικονομικά και τα προσωπικά – ερωτικά».

  • Δεν είναι ηρωίδα;

«Αντιηρωίδα μόνο», απαντά η Κομνηνού. «Και αυτή είναι ενδεχομένως η γοητεία της».

Στη θεατρική μεταφορά του βιβλίου, αυτό που συγκρατεί και της αρέσει ιδιαίτερα είναι το ότι «αρκετές φορές τα πρόσωπα συνδιαλέγονται μονολογώντας. Είναι τόσο ανθρώπινο αυτό, τόσο ελληνικό. Μιλάνε και μπλέκονται οι φράσεις, οι λέξεις. Είναι η ανάγκη να πεις. Οχι ν’ ακούσεις. Να καθρεφτιστείς στο βλέμμα του άλλου».

Λίγες μέρες πριν από την προγραμματισμένη πρεμιέρα του Οκτωβρίου, η Νίνα-Πέγκυ Σταθακοπούλου για σοβαρούς προσωπικούς λόγους αποχώρησε από την παράσταση. Η Φιλαρέτη Κομνηνού κλήθηκε να την αντικαταστήσει. «Η αντικατάσταση συνήθως γίνεται σε 5 και όχι σε 40 μέρες. Εμείς όμως κάναμε το ρόλο απ’ την αρχή», τονίζει ο Φασουλής, που δούλεψε τη νέα Νίνα διαφορετικά.

«Αλλα πράγματα ανακάλεσα στην Πέγκυ και άλλα στη Φιλαρέτη. Αυτό που ήταν στη μία έμφυτο, στην άλλη ήταν επίπλαστο. Την είδα, δηλαδή, τη Νίνα από την ανάποδη για να φτάσω στο ίδιο αποτέλεσμα. Δεν κάναμε μίμηση. Το μόνο που είναι ίδιο είναι τα δύο φουστάνια».

«Λόγω των ειδικών συνθηκών έχω αφεθεί να με οδηγεί ο Σταμάτης από το χέρι», προσθέτει η Φιλαρέτη Κομνηνού. «Η παράσταση έχει διάρκεια, γρήγορες εξουθενωτικές αλλαγές. Απαιτεί ακρίβεια παρτιτούρας. Αν προσθέσω και το ότι δεν έχω ξαναπαίξει παρόμοιο ρόλο, ώστε να «πατήσω» σε ευκολίες μου, νομίζω ότι χρειάζομαι «αναβολικά» για να τα βγάλω πέρα στην κούρσα με τον χρόνο».

  • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Ένα «Στεφάνι» σαν σάλτο μορτάλε

  • Το δημοφιλές «Τρίτο στεφάνι», που καθιέρωσε τον Κώστα Ταχτσή, σκηνοθετεί ο Σταμάτης Φασουλής στη Σκηνή Κοτοπούλη- Ρεξ του Εθνικού Θεάτρου

 

  • Της Έλενας Δ. Χατζηιωάννου, TA NEA, 06/11/2009

Φωτογραφία

Στην περιστροφική σκηνή του Rex, ένας κόσμος φανταστικός, προσωπικός και ιστορικός ταξιδεύει πίσω και μπροστά στον χρόνο, βάζοντας στο προσκήνιο τις ιστορίες των δύο θρυλικών μυθιστορηματικών ηρωίδων, της Νίνας (Φιλαρέτη Κομνηνού) και της Εκάβης (Νένα Μεντή). Φωτογραφία: Γιώργος Καβαλιεράκης

  • Έργο αυτοβιογραφικό, με πρόσωπα από τη ζωή και τις μνήμες του συγγραφέα, το «Τρίτο στεφάνι», η υπαρκτή ιστορία του τόπου σε μυθιστορηματική γραφή, αποκτά θεατρική ζωή από πολυπρόσωπο θίασο. Μέσα από τη ματιά και τις αφηγήσεις δύο γυναικών, ξεδιπλώνεται η ιστορία τους στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η Νίνα και η Εκάβη, θρυλικές μυθιστορηματικές ηρωίδες, ξετυλίγουν το νήμα της ζωής τους μέσα από γάμους, απιστίες, διαζύγια, οικονομικές αποτυχίες, οικογενειακά δράματα, μικροχαρές. Η προσωπική τους ιστορία είναι δεμένη μ΄ έναν «υπόγειο» τρόπο, με την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Ο Μακεδονικός Αγώνας, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η Μικρά Ασία, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή περνούν μπροστά μας άλλοτε καθοριστικά και άλλοτε σαν φόντο σε ένα συναισθηματικό τοπίο.
  • Δύσκολο εγχείρημα, «σάλτο μορτάλε», όπως λέει ο Σταμάτης Φασουλής, ο οποίος έκανε τη θεατρική προσαρμογή μαζί με τον Θανάση Νιάρχο. Μάστορας των ανθρώπινων ιστοριών, συναιρεί σχεδόν φυσικά τον μύθο, την καθημερινότητα και τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα. Ο έρωτας και ο θάνατος, η ελαφρότητα κι ο σπαραγμός, οι ήττες και η επιβίωση κυκλώνουν τις ιστορίες αυτών των δύο γυναικών, οι οποίες με τη σειρά τους αναφέρονται σε άλλες ιστορίες, κατακλυσμένες από απίθανες λεπτομέρειες, ψυχολογικές, ηθογραφικές, ιστορικές, συνθέτοντας έναν κόσμο φανταστικό, προσωπικό και ιστορικό. Γοητευμένος από το μυθιστόρημα, ο Σταμάτης Φασουλής διατηρεί την αίσθηση της πρώτης ανάγνωσης, σαν τότε να γεννήθηκε μέσα του η ιδέα της θεατρικής μεταφοράς.
  • «Το «Τρίτο στεφάνι» έφτασε στα χέρια μου από πολιτικούς κρατούμενους, γιατί στις φυλακές πρωτοκυκλοφόρησε. Ανοίγοντάς το, περίμενα να διαβάσω ένα πολιτικό έργο. Αντ΄ αυτού, είδα δύο κυρίες να ανταλλάσσουν ζωές με την πρώτη ματιά. Μετά όμως ανακάλυπτα ότι αυτές οι ζωές ήταν αιμάσσουσες και μιλάγανε σαν να καθορίζουν αυτές την ιστορία. Δεν αναπαράγουν ως Ελληνίδες την ιστορία αλλά ως γυναίκες. Διαβάζοντας πρώτη φορά μυθιστόρημα, είχα την εντύπωση ότι το είχα δει στο θέατρο. Είναι σαν απομαγνητοφώνηση και καλύτερα από απομαγνητοφώνηση, γιατί εδώ καταλαβαίνεις αυτά που λένε, αυτά που δεν λένε, από πού έρχονται και πολλές φορές κι αυτά που θα κάνουν, μόνο και μόνο από τη σύνταξη, που τα ΄χει όλα, δημοτική, μαλλιαρή, καθαρευουσιάνικα. Παράδειγμα: «Δεν ηδυνάμην να πω ποιος διάολος έφταιγε κι επειδή ήταν επιρρεπής και μουλάρι…»».

Φωτογραφία

«Με το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή και τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Τσίρκα είναι σαν να βλέπεις την τρισδιάστατη ιστορία της Ελλάδας» λέει ο Σταμάτης Φασουλής
  • Πώς μεταφέρονται σε θεατρική γλώσσα οι δονήσεις που προκαλεί το μυθιστόρημα; Πώς αποκτά δράση και ρυθμό ένα πεζό κείμενο που ξετυλίγεται μέσα από δύο αφηγήσεις;
  • Το δύσκολο ήταν, διατηρώντας τη γλώσσα, να φτιάξεις χαρακτήρες. Να «ακούγεται» ο χαρακτήρας ηχητικά – γλωσσικά. Στους μονολόγους, που είναι ελάχιστοι, κρατάω τα κείμενα του Ταχτσή. Αλλά η θεατρική ευφράδεια είναι αντίθετη με τη συγγραφική. Χρειάστηκε πολλές φορές διατηρώντας λέξεις ή φράσεις να συντμήσουμε τον λόγο, να γίνει ελλειπτικός, αλλά να μείνουν ατόφια το ύφος και η δομή.
  • Πώς αναπτύσσεται σκηνικά η ιστορία και τι παρεμβάσεις κάνατε;
  • Το έργο διατηρεί τη χρονική παλινδρόμηση του συγγραφέα στην αφήγηση. Αρχίζει το ΄52, πάει στο ΄12, στο ΄30, στο ΄36, στον πόλεμο, ξανά στο ΄50, επιστρέφει στο ΄52. Τον πηγαινοφέρνει τον χρόνο. Δεν έχει αφηγηματική σειρά. Εμείς ακολουθούμε ακριβώς τον Ταχτσή με μία μόνο παρασπονδία. Η παράσταση αρχίζει με έναν χρησμό, που στο μυθιστόρημα γίνεται το ΄37, όταν η Νίνα πάει σε μία οσία η οποία, κατά τη γνώμη της, προβλέπει το μέλλον και μόλις τη βλέπει λέει: «Κρατάς στο χέρι σου τρία στεφάνια». Μετά, αρχίζει η δράση, με την πρώτη αφήγηση της Νίνας και ύστερα μπαίνει ένθετη, η αφήγηση της Εκάβης.
  • Η Νίνα και η Εκάβη, μιλώντας για τις ζωές τους στο «Τρίτο στεφάνι», κινούνται πάνω σε ένα μωσαϊκό ιστορίας. Πώς αποδίδεται το ιστορικό στοιχείο χωρίς να εικονογραφείται ή να υποβαθμίζεται; «Κρατώντας τη γραφή του Ταχτσή, άλλοτε συντμημένη κι άλλοτε ως μονόλογο» λέει ο Σταμάτης Φασουλής. Για παράδειγμα, η Εκάβη δεν λέει πήραμε τη Θεσσαλονίκη, αλλά, «για να δω τον άντρα μου, που τον είχα επιθυμήσει, πήγα στη Θεσσαλονίκη που την είχαν πάρει». Είναι οι ίδιες που καθορίζονται από την Ιστορία, αλλά δεν θα το παραδεχτούν ποτέ. Ουσιαστικά, είναι διπλά θύματα και δεν το ξέρουν. Έχουμε δηλαδή μία άλλη ανάπτυξη από ό,τι θα είχαμε με έναν αριστερό συγγραφέα, ακόμα και προωθημένο. Έχω την εντύπωση ότι το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή είναι στον αντίποδα- η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος- από τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Τσίρκα. Μ΄ αυτά τα δύο βιβλία βλέπεις, σαν να φοράς γυαλιά, την τρισδιάστατη Ιστορία της Ελλάδας.

80 ήρωες από 24 ηθοποιούς

  • Σε ποια πρόσωπα εστιάζετε και πώς προσδιορίζετε τον τόπο- χώρο;
  • Και τα 80 πρόσωπα που παρελαύνουν στο έργο τα παίζουν 24 ηθοποιοί, οι περισσότεροι αλλάζοντας ρόλους. Οι μόνοι ρόλοι που μένουν σταθεροί είναι της Νίνας (Φιλαρέτη Κομνηνού), της Εκάβης (Νένα Μεντή), του Δημήτρη (Γιάννης Στάνκογλου), του Αντώνη (Γιάννης Νταλιάνης), της Ελένης (Τάνια Τρύπη). Ο τόπος είναι ένας χώρος μνήμης. Τραπέζια, άνθρωποι, ψυχές ξεπηδάνε από το πουθενά. Τα σκηνικά δεν είναι ρεαλιστικά, δεν υπάρχει δωμάτιο συγκεκριμένο, πλατεία, πόλη, αλλά όψεις, ξασπρισμένες από τον ήλιο της μνήμης. Αντίθετα στα κοστούμια, πολύχρωμα κι εντυπωσιακά, υπάρχει κάθε λεπτομέρεια της εποχής.
  • Η παράσταση τελειώνει με τις φράσεις του βιβλίου;
  • Υπάρχει η σχέση, όχι οι φράσεις. Στο φινάλε, έχω βάλει τη Νίνα να λέει αυτό που νομίζω πως είναι όλος ο Ταχτσής. Στην τελευταία σκηνή, έρχεται ο Άκης, ο εγγονός της Εκάβης (ο Άκης είναι ο συγγραφέας) και συζητάει με τη Νίνα, η οποία του λέει: «Να γράψεις για μας όλους. Πρόσεξε όμως μη γράψεις όλη την αλήθεια. Αν θες να τη σώσεις, μην τη γράψεις όλη». Η σχέση είναι του Ταχτσή, αλλά η φράση δικιά μου. Ο Θανάσης Νιάρχος βοήθησε εξαιρετικά στο να με επαναφέρει σε μια πολύ αυστηρή αντιμετώπιση του Ταχτσή. Βαθύς γνώστης του έργου και της νοοτροπίας του, λειτούργησε σαν εκπρόσωπός του και σαν δίχτυ ασφαλείας για το δικό μου σάλτο μορτάλε, όσον αφορά τη διασκευή.

Σε διπλό ταμπλό ο Κρις Ραντάνοφ

  • Σε διπλό ταμπλό θα χτυπήσει φέτος ο Κρις Ραντάνοφ. Εχει ήδη ξεχωρίσει στην «Τζούλια» που «σπάει πόρτες» στο «Νixon» (πρόκειται για πειραγμένο ανέβασμα της «Δεσποινίδας Τζούλιας» απ τον Δημήτρη Φοινίτση) κι έχει στα σπάργανα μια πρωτότυπη παράσταση που θα δούμε στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου από τον Ιανουάριο. Ο ίδιος υπογράφει το κείμενο -μαζί με τον Ραντάνοφ-, τη διασκευή και τη σκηνοθεσία της δουλειάς και είναι ο ίδιος που θα παίζει σε αυτήν.

Σε διπλό ταμπλό ο Κρις Ραντάνοφ

Το έργο «Σοσιάλ Δομή ΑΕ» βασίζεται σε μια σειρά μαρτυριών κρατουμένων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Βουλγαρίας. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι ο Ραντάνοφ έκανε τα πρώτα του θεατρικά βήματα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, όταν πρωταγωνιστούσε στο «Ενας στους δέκα», που είχε μεγάλη καλλιτεχνική αλλά και εμπορική επιτυχία. Αναμένουμε!

Σε διπλό ταμπλό ο Κρις Ραντάνοφ

Αλλαξε θεατρική παρτενέρ η Κάτια Δανδουλάκη. Ενώ είχε ξεκινήσει πρόβες για τους «Επισκέπτες» του Πέτρου Ζούλια -το έργο βασίζεται στο «Στρίψιμο της βίδας» του Τζέιμς Τζόις- με συμπρωταγωνίστριά της τη Ρένια Λουιζίδου, έχει από προχθές άλλη ηθοποιό στο πλευρό της. Οχι, μην πάει ο νους σας στο κακό. Ούτε κόντρες υπήρξαν, ούτε διαξιφισμοί, ούτε εντάσεις και κρίσεις στις πρόβες. Απλώς η Λουιζίδου δεν άντεξε τον φόρτο (έτρεχε απ’ τα γυρίσματα της σειράς «Παιδική Χαρά» στις εντατικές πρόβες στο θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη») και έθεσε εαυτόν εκτός δουλειάς με την κατανόηση και τη συμπαράσταση της Δανδουλάκη και του Πέτρου Ζούλια. Την κέντρισε και το έργο και ο ρόλος μα το μοίρασμα σε δύο τόσο απαιτητικές δουλειές δεν το άντεξε. Παραμένω στο θέμα για να σας αποκαλύψω ποια ηθοποιός πήρε τη θέση της και μπήκε στις πρόβες χωρίς ανάσα. Με το που έμεινε κενός ο ρόλος, ο Ζούλιας με την Κάτια Δανδουλάκη άρχισαν να ψάχνουν εναγωνίως την καταλληλότερη ηθοποιό για τον ρόλο. Στο όνομα της Φωτεινής Μπαξεβάνη συναίνεσαν και οι δύο και ενθουσιάστηκαν όταν λίγες μονάχα ώρες μετά, απέδωσε στην πρώτη ανάγνωση τα καλύτερα.

Ηταν το 1991 που η σπουδαία Βανέσα Ρεντγκρέιβ κέρδισε το θεατρόφιλο κοινό του Λονδίνου παίζοντας τη θρυλική και σπουδαία χορεύτρια Ισιδώρα Ντάνκαν στο έργο του Μάρτιν Σέρμαν «When she danced» («Οταν χόρευε»). Το ίδιο αυτό στοίχημα έρχεται να βάλει τώρα στη χώρα μας η Δήμητρα Χατούπη που το ανεβάζει με τον τίτλο «Ιζαντώρα – When she danced» στο θέατρο Μέλι, σε σκηνοθεσία του Ρουμάνου Razvan Mazily. Η ηθοποιός είχε διαβάσει το ενδιαφέρον έργο και είχε ενθουσιαστεί από τη δύναμη και τη δυναμική του. Ετσι πήρε την απόφαση να ερμηνεύσει την Ντάνκαν στη βιογραφία της αυτή, που προσεγγίζει τη χορεύτρια από μια ασυνήθιστη πλευρά. Μία ημέρα της Ντάνκαν στο Παρίσι είναι όλος ο χρόνος αυτής της θεατρικής ιστορίας. Μία ημέρα στη διάρκεια της απίστευτης σχέσης της με τον μεγάλο ποιητή Σεργκέι Εσένιν. Η Χατούπη είχε αρκετές συζητήσεις για θεατρικές δουλειές και αρκετές προτάσεις δελεαστικότατες για συνεργασίες σε… κεντρικά θέατρα, προτίμησε όμως το απόκεντρο «Μέλι» και το ξεχωριστό έργο του Σέρμαν.

Στις 6 Νοεμβρίου θα γίνει τελικά η πρεμιέρα του «Τρίτου στεφανιού» στο «Κοτοπούλη» του Εθνικού Θεάτρου. Ο Σταμάτης Φασουλής έβαλε στο φουλ τις μηχανές και κάνει πρόβες για τη φιλόδοξη παραγωγή που ανεβάζει στη σκηνή το αριστουργηματικό βιβλίο του Κώστα Ταχτσή και εμείς περιμένουμε με ενδιαφέρον.

  • Βασίλης Μπουζιώτης, ΕΘΝΟΣ, 16/10/2009