- Η Νίνα, η Εκάβη, ο Δημήτρης, η Ελένη, η Πολυξένη, ο Ντίνος, οι αντιφατικοί ήρωες-αρχέτυπα από το «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή, κομμάτια σήμερα απ’ το συλλογικό μας ασυνείδητο, στις 11 Νοεμβρίου θα ζωντανέψουν από 24 ηθοποιούς στη σκηνή του «Κοτοπούλη-Rex» (Εθνικό Θέατρο).
Τον άθλο της απόδοσης του διαχρονικού λογοτεχνικού κλαυσίγελου, το υψηλής επικινδυνότητας ρίσκο να ζωντανέψουν σφιχταγκαλιασμένες η μικροϊστορία των απλών καθημερινών γυναικών με τη Μεγάλη Ιστορία -απ’ τους Βαλκανικούς ώς τον Εμφύλιο- τον επωμίζονται θαρραλέα ο Σταμάτης Φασουλής και ο Θανάσης Νιάρχος, που συνυπογράφουν τη θεατρική διασκευή. Ο Φασουλής είναι υπεύθυνος και για τη σκηνοθεσία.
Η συλλογική περιπέτεια του ελληνικού λαού ξεπηδά πίσω από τη δράση και του βιβλίου και της παράστασης του Σταμάτη Φασουλή. Η σκηνική δράση ξεκινά, αλλά και τελειώνει, με τον τρίτο γάμο της Νίνας – Φιλαρέτης Κομνηνού με τον γιο της Εκάβης – Νένας Μεντή.
Εναν πλήρη κύκλο θα διαγράφει μέσα σε διόμισι ώρες η φιλόδοξη θεατρική παραγωγή της πρώτης κρατικής σκηνής, που παρακολουθεί στενά όλα τα «άλματα» του Ταχτσή στο χρόνο. «Ο χρόνος της είναι κυκλικός, σπείρα», λέει ο Σταμάτης Φασουλής. «Ο Ταχτσής πιστεύει ότι ο χρόνος είναι ένα. Γι’ αυτό τον βάζει, τον βγάζει, τον εξαφανίζει, τον καθηλώνει με ημερομηνίες. Και μετά τον αφήνει να ίπταται. Ημουν λίγο υπερφίαλος ή μάλλον μεγαλοφιλόδοξος, που ήθελα να ακολουθήσω πιστά τη χρονική ασυνέπειά του. Ή θα το πληρώσω ή θα το πληρωθώ».
Ετσι κι αλλιώς, η σχέση του με το «Τρίτο Στεφάνι» είναι ειδική. «Δεν θυμάμαι πόσες φορές το έχω διαβάσει», λέει. «Από το ’71 το διαβάζω κάθε δυο χρόνια. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο το διαβάζω μια φορά τη βδομάδα. Το ξέρω απ’ έξω πια. Το δούλευα στο μυαλό μου για παράσταση απ’ το ’72. Αλλά πού να συγκρουστώ με τον Αγγελόπουλο και τον Κακογιάννη, που ήθελαν να το κάνουνε ταινία;».
Υπήρξε ωστόσο ένας καταλύτης στην απόφασή του να μεταφέρει επιτέλους το «Στέφανι» στη σκηνή. Η Νένα Μεντή ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. «Οταν την είδα είπα: «Να την η Εκάβη!». Δεν είναι εύκολο να βρεθεί αυτό το συνονθύλευμα πατσαβούρας και βελούδου».
Εντούτοις, τον αφήνουν άφωνο και οι δύο πρωταγωνίστριες του μυθιστορήματος. «Είναι όλες οι γυναίκες που έχω γνωρίσει στη ζωή μου», υποστηρίζει. «Με την τρυφερότητα, τη χυδαιότητα, ακόμη και με μια αγιοσύνη. Είναι αντιφατικά πρόσωπα, άγρια, σχεδόν ευάλωτα. Η Εκάβη λατρεύει τα παιδιά της και την ίδια στιγμή τα αποδιώχνει. Η Νίνα έχει μια κόρη που στο μισό βιβλίο και στο μισό ρόλο τη βρίζει. Νίνες και Εκάβες πάντα υπάρχουν. Θυμίζουν ανατριχιαστικά διπλανά πράγματα, για να μην πω πράγματα του έσω κόσμου μας. Το έργο του Ταχτσή είναι μια σπαραχτική μαρτυρία για την έσω Ελλάδα».
Εχει καταφέρει, όμως, να μην εκπίπτει στην ηθογραφία και η μικροϊστορία να αναμειγνύεται σχεδόν αξεχώριστα με τη Μεγάλη Ιστορία. «Ο Ταχτσής κάνει μια μεγάλη ντρίμπλα», υποστηρίζει ο σκηνοθέτης. «Οι ήρωες χρησιμοποιούν την Ιστορία σαν κάτι πολύ δικό τους. Τελικά, η Ιστορία τούς χρησιμοποιεί ανελέητα, ενώ αυτοί κάνουν ότι την αγνοούν. Κάθε μεγάλος ερωτικός δεσμός, θάνατος, χωρισμός, γάμος και γέννηση γίνεται σε μια μεγάλη στιγμή του έθνους. Η Νίνα με την Εκάβη γνωρίζονται την 4η Αυγούστου. Η Εκάβη πάει να βρει τον άνδρα της την επομένη της ανάκτησης της Θεσσαλονίκης. Ο Αντώνης πεθαίνει την ημέρα που μπαίνουν στη χώρα οι Γερμανοί. Η ιστορία τούς «αλέθει». Μέσα σε όλα αυτά, η ηρωίδα του Ταχτσή θέλει να βράσει κάστανα την ημέρα που κηρύσσεται ο πόλεμος!».
Ο Ταχτσής, κατά τον Μένη Κουμανταρέα, ήταν «ο πρώτος που έκανε ύφος τη γλώσσα των μικροαστών». Εκεί, στη γλώσσα, σκόνταφταν πάντα οι διασκευές του «Στεφανιού». Οδηγός ώστε οι δύο γυναικείοι μονόλογοι του βιβλίου να καταλήξουν σε 90 λαγαρούς σκηνικούς διαλόγους, εμπεριέχοντας κι ένα στοιχείο υπέρβασης, υπήρξε απ’ τη μια το ίδιο το κείμενο, απ’ την άλλη «το δίχτυ ασφαλείας» του Θανάση Νιάρχου.
«Χωρίς τον Θανάση θα μπορούσα να είχα ξεφύγει σε κάτι πολύ σουρεαλιστικό», λέει ο Σταμάτης Φασουλής. «Ολο το διάστημα που δουλεύουμε μαζί, εγώ υπερασπιζόμουν τη θεατρική πλευρά και ο Θανάσης τη συγγραφική».
Εχει καταλήξει, τελικά, ο σκηνοθέτης, αν πίσω από τη Νίνα κρύβεται ο ίδιος ο Ταχτσής; «Διάβασα και το τελευταίο σημείωμά του, που έγραψε ο Ταχτσής όταν πέθανε η μητέρα του -το βρήκε τελευταία η ανιψιά του σε ένα νωπό χαρτί. Λέει σε αυτό: «Τέλος τώρα· είμαι ορφανός και εκ μητρός. Καιρός είναι να πετάξω τα γυναικεία, να βγάλω τη μάσκα και να δείξω ποια επιτέλους είναι η Νίνα». Για μένα, αυτό είναι μεγάλη αποκάλυψη. Αλλά η ανιψιά του θεωρεί ότι η ταύτισή του είναι πιο μεγάλη με την Εκάβη απ’ ό,τι με τη Νίνα».
Υπάρχει χαρακτήρας του μυθιστορήματος για τον οποίο ο Φασουλής τρέφει μια αδυναμία; «Εμένα ο αγαπημένος μου είναι ο Ταχτσής», διατείνεται κοφτά. «Για πάρτη του το κάνω το «Τρίτο Στεφάνι». Ολη η παράσταση γίνεται για να καταλήξει με τον Ακη, που θα γίνει συγγραφέας, δηλαδή στον Ταχτσή». *
Info Διασκευή: Σταμάτης Φασουλής – Θανάσης Νιάρχος. Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής. Σκηνικά: Ελλη Παπαγεωργακοπούλου. Κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη. Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου. Κινησιολογική επιμέλεια: Αποστολία Παπαδαμάκη. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος.
Εκάβη: Νένα Μεντή. Νίνα: Φιλαρέτη Κομνηνού. Δημήτρης: Γιάννης Στάνκογλου. Ελένη: Τάνια Τρύπη. Μαρία: Μαρία Ζορμπά.
Παίζουν επίσης: Αντίνοος Αλμπάνης, Ελένη Βεργέτη, Στέλλα Γκίκα, Ολγα Δαμάνη, Γιώργος Δεπάστας, Χρήστος Καρνάκης, Παναγιώτης Κατσώλης, Μιχάλης Κοιλακός, Δημήτρης Κουτρουβιδέας, Μαργαρίτα Λουμάκη, Χριστιάνα Μαντζουράνη, Γιάννης Μπαριαμής, Ηρώ Μπέζου, Γιάννης Νταλιάνης, Αγορίτσα Οικονόμου, Φοίβος Ριμένας, Ελένη Σιδερά, Ντόρα Σιμοπούλου, Στράτος Χρήστου, Νίκος Χύτας.
Νένα Μεντή: «Μια Εκάβη ήταν και η γιαγιά μου»
Η Νένα Μεντή στην τηλεοπτική μεταφορά του «Τρίτου Στεφανιού» το 1995, από τον Γιάννη Δαλιανίδη, υποδύθηκε τη Νίνα. «Λόγω ηλικίας», τονίζει.
Ομως, ήδη από τότε, την Εκάβη ορεγόταν. «Η Εκάβη συμπυκνώνει όλη την γκάμα της ζωής. Είναι ανεμοστρόβιλος. Η Νίνα είναι πιο καθωσπρέπει, παρ’ όλο που κι αυτή εξώλης και προώλης είναι».
Κάποια στιγμή η Νίνα διαπιστώνει, στο βιβλίο, για τη φιλενάδα και έπειτα πεθερά της Εκάβη: «Ηταν και διάβολος, αλλά συγχρόνως ήταν και Θεός, μια αγία». Κι αλλού: «Την είχα μάθει, ήταν ικανή για τις ευγενικότερες πράξεις και τις μεγαλύτερες κακίες».
«Αυτό είναι ο άνθρωπος», πιστεύει η Νένα Μεντή. «Μπορεί να είναι και άγιος και διάβολος. Για μένα η Εκάβη είναι η γνήσια μέση Ελληνίδα γυναίκα. Κι έτσι προσπαθώ να την παίξω. Με μια αλήθεια τέτοια. Με όλη την γκάμα, απ’ την τρυφερότητα μέχρι το πολύ βάρβαρο και το πολύ τρίτο πράγμα -ούτε καν το δεύτερο. Εζησε τον μεγάλο έρωτα. Αλλά πηδήχτηκε κιόλας για να πάρει τα χαρτιά για το παιδί της, που ήταν φυλακή. Τα βλέπω όλα αυτά πολύ κανονικά και πολύ σιχαμένα ταυτόχρονα. Κι ο Ταχτσής αυτό ήθελε να φανεί. Δεν στέκεται δίπλα τους. Γι’ αυτό το λόγο είναι σύμβολα αυτές οι γυναίκες».
- Πώς αποδίδεται, όμως, αυτός ο χείμαρρος αντιφατικών γνωρισμάτων;
«Κάτι πινελιές μόνο μπορεί να δώσεις σε τέτοια μυθικά πρόσωπα», απαντά η Μεντή, που πατάει γερά σε δυο δεδομένα-συμμάχους. Αφ’ ενός στο ότι «ο Σταμάτης ξέρει τόσο καλά το βιβλίο, που είναι λίγο σαν να το έγραψε ο ίδιος. Ακόμα και ό,τι δικό του έβαλε στην παράσταση, είναι 100% Ταχτσής». Αφ’ ετέρου, στο ότι η ίδια γνωρίζει την Εκάβη.
«Μια Εκάβη ήταν και η γιαγιά μου. Ξέρω τέτοιες γυναίκες. Υπήρχαν στη γειτονιά που έχω ζήσει. Δεν της φταίει κανείς της Εκάβης. Αγαπάει τα παιδιά της, αλλά την ίδια ώρα μπορεί να τα καρφώσει στην αστυνομία ότι είναι κομμουνιστές. Είναι μεγάλο κάθαρμα. Ζούσε με το ένστικτο της επιβίωσης. Το ασυνείδητο την καθόριζε».
Τι είδους παράσταση στήνει ο Φασουλής; «Κάνει μια λιτή, αρκετά κινηματογραφική, πιστή στο βιβλίο ανάγνωση, που όμως το σηκώνει το έργο και πάνω από τη γη. Εχει το ρεαλισμό, μέχρι και τη νατούρα του βιβλίου. Αλλά ο Σταμάτης έχει κάνει κι ενέσεις ποιητικότητας και υπερρεαλισμού».
Νίνες και Εκάβες έχει αρκετές το ελληνικό θέατρο, υπογραμμίζει ο Κουμανταρέας, στο επίμετρο της έκδοσης απ’ τον «Γαβριηλίδη». Τη διαφορά την κάνει η γλώσσα. «Είναι η σφραγίδα του έργου», συγκατανεύει η Μεντή. «Δεν έχω διαβάσει τόσο πολύ στη ζωή μου όσο τώρα. Δεν βγαίνει διαφορετικά η «στραμπουληγμένη» γλώσσα του Ταχτσή, όπου η καθαρεύουσα συναντά τη δημοτική».
- Στο τέλος, συμφιλιώνεσαι με τις γυναίκες του;
«Ναι. Αν πετύχω να είναι η Εκάβη ένας άνθρωπος που τον σιχαίνεσαι και συγχρόνως τον συμπονάς, θα τα έχω πραγματικά καταφέρει».
Φιλαρέτη Κομνηνού: «Η Νίνα ξέρει να επιβιώνει»
Η Φιλαρέτη Κομνηνού υποδύεται τη Νίνα, μετά την αντικατάσταση της Πέγκυς Σταθακοπούλου.
Αν η ζωή της Νίνας ήταν ταινία, πιστεύει ότι θα είχε τίτλο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». «Αν και δεν νομίζω ότι διαφέρει από τις υπόλοιπες γυναίκες της εποχής της -τους πολιτικούς προβληματισμούς τους αφήνανε τότε στους άνδρες». Εντούτοις, παραδέχεται ότι είναι «ένα συνονθύλευμα αντιφάσεων -σαν να μην έχει άξονα. Είναι παντός καιρού. Είναι, τέλος πάντων, ένα πλάσμα που έχει μάθει να επιβιώνει. Το σταθερό είναι ένα: η σχέση της με το χρήμα. Αλλά και τα προβλήματά της -βασικά στο σύγχρονο μικροαστό Ελληνα: τα οικονομικά και τα προσωπικά – ερωτικά».
«Αντιηρωίδα μόνο», απαντά η Κομνηνού. «Και αυτή είναι ενδεχομένως η γοητεία της».
Στη θεατρική μεταφορά του βιβλίου, αυτό που συγκρατεί και της αρέσει ιδιαίτερα είναι το ότι «αρκετές φορές τα πρόσωπα συνδιαλέγονται μονολογώντας. Είναι τόσο ανθρώπινο αυτό, τόσο ελληνικό. Μιλάνε και μπλέκονται οι φράσεις, οι λέξεις. Είναι η ανάγκη να πεις. Οχι ν’ ακούσεις. Να καθρεφτιστείς στο βλέμμα του άλλου».
Λίγες μέρες πριν από την προγραμματισμένη πρεμιέρα του Οκτωβρίου, η Νίνα-Πέγκυ Σταθακοπούλου για σοβαρούς προσωπικούς λόγους αποχώρησε από την παράσταση. Η Φιλαρέτη Κομνηνού κλήθηκε να την αντικαταστήσει. «Η αντικατάσταση συνήθως γίνεται σε 5 και όχι σε 40 μέρες. Εμείς όμως κάναμε το ρόλο απ’ την αρχή», τονίζει ο Φασουλής, που δούλεψε τη νέα Νίνα διαφορετικά.
«Αλλα πράγματα ανακάλεσα στην Πέγκυ και άλλα στη Φιλαρέτη. Αυτό που ήταν στη μία έμφυτο, στην άλλη ήταν επίπλαστο. Την είδα, δηλαδή, τη Νίνα από την ανάποδη για να φτάσω στο ίδιο αποτέλεσμα. Δεν κάναμε μίμηση. Το μόνο που είναι ίδιο είναι τα δύο φουστάνια».
«Λόγω των ειδικών συνθηκών έχω αφεθεί να με οδηγεί ο Σταμάτης από το χέρι», προσθέτει η Φιλαρέτη Κομνηνού. «Η παράσταση έχει διάρκεια, γρήγορες εξουθενωτικές αλλαγές. Απαιτεί ακρίβεια παρτιτούρας. Αν προσθέσω και το ότι δεν έχω ξαναπαίξει παρόμοιο ρόλο, ώστε να «πατήσω» σε ευκολίες μου, νομίζω ότι χρειάζομαι «αναβολικά» για να τα βγάλω πέρα στην κούρσα με τον χρόνο».