- Το νεανικό έργο του Γκέτε «Βέρθερος» γίνεται θεατρική παράσταση
- Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ, Επτά, Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011
Εν έτει 1774, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκέτε έγραφε για το αριστούργημά του «Βέρθερος», με ήρωα έναν παράφορα ρομαντικό αυτόχειρα:
«Εκανα κάτι καινούριο. Μια ιστορία με τον τίτλο «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου». Ενας νέος με βαθιά, αυθεντική ευαισθησία και πραγματική διεισδυτικότητα, χάνεται σε ενθουσιώδη όνειρα, αυτοϋπονομεύεται μέσα από θεωρητικές αναζητήσεις μέχρι που, τσακισμένος από την παρεμβολή άτυχων παθών κι ενός αδιέξοδου έρωτα, αυτοκτονεί φυτεύοντας μια σφαίρα στο κεφάλι του»…
Ο συγγραφέας διάβασε το βιβλίο του μόνο μία φορά από τότε που κυκλοφόρησε: «Είναι γεμάτο εκρηκτικά! Με κάνει να αισθάνομαι περίεργα και φοβάμαι να βιώσω ξανά τη νοσηρή κατάσταση από την οποία προήλθε»…
- Διάσημος μέσα σε μια νύχτα
Το νεανικό επιστολογραφικό μυθιστόρημα, από την έκδοσή του, γνώρισε τεράστια επιτυχία στη Γερμανία, μεταφράστηκε αμέσως σε πολλές γλώσσες, ενώ ο 25χρονος Γκέτε έγινε μέσα σε μια νύχτα διάσημος. Το έργο έγινε αντικείμενο μίμησης και παρωδίας, ερέθισε τα στενόμυαλα ήθη της εποχής μέχρι και τη μόδα (πολλοί νέοι κυκλοφορούσαν με κοστούμι σε στιλ Βέρθερου), σημειώθηκαν μέχρι και αυτοκτονίες. Και να που τώρα ο «Βέρθερος» παρουσιάζεται στη μικρή σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στις 14-16, 18-23 και 25-30 Ιανουαρίου από τη νεοσύστατη ομάδα «Μπιζού ντε Καντ» σε μετάφραση Στέλλας Νικολούδη και δραματουργία Κατερίνας Κωνσταντινάκου.
Το έργο εκπροσωπούσε το κίνημα των καιρών «Sturm und Drang» («Θύελλα και Ορμή»). Εξέφραζε την ευαισθησία και την αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας της ύπαρξης μέσα από τη σύγκρουση του ανεξέλεγκτου πάθους και του κατεστημένου. Η εποχή ήταν πρόσφορη: η γαλλική επανάσταση ακολούθησε λίγα χρόνια μετά, ενώ ήδη η αναμέτρηση της ιδέας με την υποκριτική κοινωνική σύμβαση είχε καταγραφεί σε κείμενα του Ρουσό και του Λέσινγκ.
Εμπνευσμένο από μια προσωπική ιστορία ερωτικής ματαίωσης, αλλά κι από ένα πραγματικό περιστατικό τραγικής αυτοκτονίας ανθρώπου του κύκλου του, ο Γκέτε ξορκίζει τη μελαγχολία της δικής του ζωής: «Γκέτε και Βέρθερος ήταν δύο πρόσωπα σε ένα» έγραψε ο ίδιος. «Το ένα πέθανε και το άλλο έμεινε ζωντανό προκειμένου να γράψει την ιστορία του πρώτου»…
Ο ποιητής ταυτίζεται με τον παράφορο ήρωά του, αλλά συγχρόνως τον κρίνει. Ο Βέρθερος αγαπά παράφορα -αδυνατώντας να κατακτήσει- τη Λότε, την αρραβωνιαστικιά και μετέπειτα σύζυγο του φίλου του, Αλφρεντ. Ερωτεύεται την εξιδανικευμένη εικόνα της και γι’ αυτό υποφέρει: Ζηλεύει, μελαγχολεί, κλαίει, βυθίζεται στην απομόνωση και την απελπισία. Τέλος, εγκαταλείπεται στο ρομαντικό ιδεολόγημα της κατάκτησης της αιώνιας ελευθερίας μέσα από τον θάνατο.
Ο σκηνοθέτης και εικαστικός Γιάννης Σκουρλέτης επανέρχεται στον αγαπημένο του τόπο: το ρομαντικό έγκλημα. Πέρσι είχε γοητεύσει με το ζοφερό και ειρωνικό «Graveyard Cafe Band In Extremis» σε κείμενα ελλήνων νεορομαντικών ποιητών. Τώρα, μέσα από ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών, που καταργεί τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, στήνει μια παράσταση που «μεταφράζει» τις αντιφάσεις, τις ρωγμές και τις σχέσεις αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα μέλη του τριγώνου Γκέτε-Βέρθερος-Λότε.
Σύγχρονης αισθητικής, η παράσταση, μέσα από τη μουσική και το βίντεο μεταφέρει τον λόγο του Βέρθερου στο σήμερα. Στο μέσο της σκηνής δεσπόζει ένα «γλυπτό» βασισμένο στις «Πύλες της Κολάσεως» του Αύγουστου Ροντέν (σκηνογραφία Γ. Σκουρλέτη), που λειτουργεί σαν τάφος που κρατά μέσα του τον νεαρό Γκέτε (Δημήτρης Πασσάς). Εξω από αυτό βρίσκονται ο Βέρθερος (Δημήτρης Λιγνάδης) με το κοστούμι εποχής και η Λότε (Κατερίνα Μισιχρόνη) με ένα εντυπωσιακό λευκό φόρεμα εποχής, η οποία, συχνά, επιστρέφει στο πιάνο της για να παίξει τη «Νυχτωδία» του Κάρολ Σιμανόφσκι (όπως στο διήγημα).
- Οι πολλές πλευρές του έρωτα
Ο συγγραφέας μέσα στον τάφο κι έξω από αυτόν τα δημιουργήματά του, συνιστούν ένα ισοσκελές τρίγωνο. Από βιντεοπροβολές ζωντανής λήψης (σε οθόνες ενσωματωμένες δεξιά και αριστερά του γλυπτού) παρακολουθούμε τον νεαρό Γκέτε να καίγεται «στον βερθερικό πυρετό» τραγουδώντας στα γερμανικά (στην πρωτότυπη μουσική του Κώστα Δαλακούρα) αποσπάσματα από το κείμενο, ενώ έξω από τον τάφο οι ήρωες φέρουν τον λόγο του διηγήματος. Κάποτε ο συγγραφέας θα αποδράσει και θα τους συναντήσει επί σκηνής, με σκοπό να παρέμβει στο ίδιο του το έργο!
Ο σκηνοθέτης Γ. Σκουρλέτης πιστεύει ότι τα κείμενα του Γκέτε βοηθούν να δημιουργήσεις φόρμες και έννοιες: «Σε προκαλούν να αναδείξεις τις άπειρες πλευρές του ερωτικού φαινομένου. Στόχος μας είναι η ανίχνευση των αισθήσεων κι όχι η ευκολία της διατύπωσης των συναισθημάτων. Οι ηθοποιοί «φέρουν» τον λόγο των ηρώων, δεν είναι οι ήρωες -κι αυτό υποβάλλει τον θεατή στην αγωνία μιας τελικής έκρηξης». *