Category Archives: Βαρβαρότητα

Πολιτισμός ή βαρβαρότητα

  • Tης Μαριαννας Τζιαντζη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27/5/2009
  • Πολλές συζητήσεις διεξάγονται στην τηλεόραση για την προεκλογική αναβίωση της ιστορικής φράσης «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», όμως με το δίπολο «πολιτισμός ή βαρβαρότητα» ασχολήθηκε προχθές ο «Κίτρινος Τύπος» (Alter). Αφορμή ήταν η «περφόρμανς» ενός 28χρονου εικαστικού καλλιτέχνη, του Λάμπρου Στεμνή, η οποία παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Αrt Athina. Στην εκπομπή προβλήθηκε, με πολλές περιττές επαναλήψεις και πολλά περιττά επίθετα, ένα βίντεο με έναν ηθοποιό ή μάλλον έναν εθελοντή που αυτομαστιγώνεται γυμνός. Αργότερα του φορούν μια κουκούλα από τσουβάλι, τον δένουν πισθάγκωνα και τότε αρχίζει να τον μαστιγώνει ένας μαυροφορεμένος κύριος που γουρλώνει τα μάτια του ενώ ύστερα το μαστίγιο το παραλαμβάνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης που δεν τα γουρλώνει. Το αίμα που ρέει από την πλάτη του θύματος είναι αληθινό.
  • Ιερή αγανάκτηση έχει καταλάβει τους καλεσμένους της εκπομπής. «Και αν το έβλεπαν τα παιδιά μας;». Βάρβαρο και αποτρόπαιο χαρακτηρίζουν οι πιο πολλοί το θέαμα, ενώ επισημαίνουν ότι θα μπορούσαν να βρεθούν πιο ανώδυνοι τρόποι έκφρασης, π.χ. να χρησιμοποιηθεί κόκκινη μπογιά.
  • Οσοι έχουν ακόμα το κουράγιο να κατοικούν ή να κυκλοφορούν σε «ζόρικες» περιοχές της Αθήνας θα έχουν δει εφήβους να τρυπούν το σώμα τους, να ψάχνουν για φλέβα στο λαιμό, να γονατίζουν, να σέρνονται. Ολοι έχουμε δει εικόνες από το Αμπού Γκραΐμπ ή από το αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας όπου κάποιοι αστυνομικοί είχαν αναγκάσει δύο κρατούμενους να χτυπούν βίαια ο ένας τον άλλο. Η ζωή ξεπερνά σε βαρβαρότητα την όποια καλλιτεχνική φαντασία, ενώ με αυτομαστίγωμα ισοδυναμεί η αποδοχή της βαρβαρότητας ή η αδυναμία μας να την ανακόψουμε.
  • Οταν τρεις νέοι άνθρωποι διαλέγουν το αληθινό αίμα, τον αληθινό σωματικό πόνο για να εκφραστούν, πρέπει να ανησυχήσουμε όχι για τους ίδιους, αλλά για την απόγνωση και τη σκληρότητα της δικής μας εποχής. Οταν κάποιος δεν έχει άλλο υλικό για να μιλήσει παρά μόνο το ίδιο του το αίμα (όπως έγραφε τα ποιήματά του ο φυλακισμένος Αλέκος Παναγούλης), κάτι δεν πάει καλά στην αληθινή ζωή. Οι προθέσεις του σκηνοθέτη δεν ήταν αγοραίες – μολονότι ρηχές και αγοραίες ήταν οι περισσότερες τηλεοπτικές αντιδράσεις στο «θέαμα».
  • Πιο ανατριχιαστικό από το (αυτο)μαστίγωμα ήταν η ακούσια «περφόρμανς» των 10-15 επισκεπτών της έκθεσης που ήταν παρόντες στην αίθουσα. Μερικοί παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι, οι πιο πολλοί κατέγραφαν με το κινητό ή με τη βιντεοκάμερα τα δρώμενα, ενώ κάποιοι πλησίαζαν τη ματωμένη πλάτη για να τραβήξουν κοντινά πλάνα. Κανείς δεν είπε «σταματήστε!», δεν έδωσε ένα μαντίλι για να σκουπιστεί το αίμα, δεν ούρλιαξε. Σαν να βλέπουμε έναν άνθρωπο να πνίγεται κι εμείς, αντί να του ρίχνουμε ένα σωσίβιο, να τον απαθανατίζουμε με την κάμερα. Τη θέση του «επαρκούς αναγνώστη» έχει πλέον καταλάβει ο επαρκής, ο κουλ θεατής και συλλέκτης εμπειριών – και όχι μόνο στις εικαστικές εκθέσεις.