Category Archives: Μπαλαφάρα

Μπαλαφάρας εγκώμιο

ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 17 Ιουλίου 2010

Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος

  • Εβλεπα τις προάλλες στο κανάλι της Βουλής, στο Θέατρο της Δευτέρας (που το εγκαινίασα πριν από χρόνια προλογίζοντας 100 παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ) τη φάρσα του Μολιέρου «Γιατρός με το στανιό». Τη φάρσα αυτή προσαρμοσμένη στα καθ΄ ημάς έχω μεταφράσει και πριν από δύο χρόνια παίχτηκε ανά την Ελλάδα με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Τσιβιλίκα. Αν μένω σ΄ αυτή την αναφορά είναι γιατί η σκηνοθεσία και η ερμηνεία τού Τσιβιλίκα αντιμετωπίστηκαν από τη σοβαροφανή δημοσιογραφία ως τάχαμου φτηνή μπαλαφάρα με περίσσεια αυτοσχεδιασμών και κωμικών προσθηκών και παρενθέσεων.

Αν μπορούσα να καταδικάσω αυτήν την έρπουσα λογιότητα να δει την παράσταση που είδα στο κανάλι της Βουλής, πολύ θα το γλεντούσα. Εν πρώτοις, η παραγωγή και η παρουσίαση του μολιερικού έργου είχε γίνει το 1992 στην Κομεντί Φρανσέζ. Ναι, ναι, στον Οίκο Μολιέρου με επιστράτευση όλου του τερατώδους σε τεχνική και πείρα υποκριτικού του οπλοστασίου. Πώς παίχτηκε η φάρσα του μεγάλου κωμωδιογράφου στη «συντηρητική» σκηνή του Παρισιού: ως μια τρελή μπαλαφάρα. Πέρα από τους θεότρελους ρυθμούς που δεν σ΄ αφήνουν ν΄ ανασάνεις, ο πρωταγωνιστής G. Gerardon, ως υποκριτικό στυλ κάτι ανάμεσα στον μακαρίτη Εξαρχάκο, τον Γιώργο Κάπη και το υποκριτικό στίγμα του Τσιβιλίκα, τράβηξε την παράσταση σε διάρκεια διπλάσιου χρόνου, αυτοσχεδιάζοντας έξω από το κείμενο και έξω από το ήθος του ρόλου. Με μια ταχυλογία που άφησε άναυδους τους συνομιλητές του, αεικίνητος, πηδούσε πάνω σε τραπέζια, χειρονομούσε πριονίζοντας τον αέρα, έσπρωχνε τους ανθρώπους με την κοιλιά του, έβαζε το δάχτυλό του στις μύτες τους, στον πισινό τους και στις γυναίκες στα πλούσια εκτεθειμένα ελέη των μαστών τους. Την άρρωστη και τάχα μουγγή κόρη που εκλήθη ως «ειδικός» να την εξετάσει, τη δίπλωσε στα δύο, της άνοιξε τα πόδια, τη σήκωσε από τη μέση σαν σακί, την έκανε σαμπρέλα και στο τέλος κάθησε επάνω στην κοιλιά της και «κάλπασε». Την τροφαντή γυναίκα του επιστάτη για της οποίας το στήθος ο μολιερικός ήρωας αισθάνεται ακατακίνητη έλξη, ο πρωταγωνιστής την έβαλε κάτω και την άρμεγε σαν γελάδα. Αλλά εκεί που ο κώδικας της λαϊκής φάρσας απογειώθηκε ήταν όταν ο ψευτογιατρός απαριθμώντας τάχα στα λατινικά σωτήριες συνταγές έκανε ένα τέταρτο της ώρας συναξάρισμα. Συναξάρισμα δε είναι πανάρχαιο κωμικό στοιχείο της λαϊκής φάρσας. Ο ηθοποιός με ταχύτητα λόγου δομεί με αναγνωρίσιμα στοιχεία της γλώσσας του ανοήτους άσημους ήχους που μοιάζουν με τους ήχους της καθημερινότητας, αλλά είναι μια γλώσσα ξένη, άγνωστη και, βέβαια, πλαστή. Ο συνομιλητής νομίζει πως δεν πιάνει τον ρυθμό, άρα δεν αντιλαμβάνεται το νόημα, όπως όταν ο άλλος μας μιλάει ψιθυριστά και προσπαθούμε να καταλάβουμε από τον σχηματισμό των χειλέων. Το ελληνικό θέατρο έχει να επιδείξει ιδιοφυείς χειριστές του συναξαρίσματος (ο όρος είναι δάνειο από τον τρόπο που οι λαϊκοί ψαλτάδες διαβάζουν επί τροχάδην τα συναξάρια). Αναφέρω τον Μαυρέα, τον Χατζηχρήστο, τον Αυλωνίτη, τον Μουστάκα, τον αξεπέραστο Εξαρχάκο και από τους σημερινούς τον Βουτσά, τον Τσάκωνα, τον Χάρρυ Κλυνν και βέβαια τον Τσιβιλίκα και τον μέγα Καρακατσάνη.

Oταν πριν από λίγα χρόνια είχε επισκεφθεί την Αθήνα και είχε παρουσιάσει στο Ηρώδειο αποσπάσματα από το έργο του ο νομπελίστας Ντάριο Φο, είχε κάνει μια αξέχαστη επίδειξη μιας συναξαριστικής παρλάτας, ξεκαρδιστικής.

Γι΄ αυτό η έκπληξή μου έγινε θαυμασμός όταν στους τίτλους του τέλους της παράστασης του «Γιατρού με το στανιό» διάβασα πως την παράσταση της Κομεντί Φρανσέζ είχε σκηνοθετήσει ο Ντάριο Φο!

Δηλαδή οι σοφοί εταίροι του Μολιερικού Οίκου κάλεσαν τον πλέον ειδικό, τον κληρονόμο της αυτοσχέδιας επαγγελματικής κομέντια ντελ άρτε, από την οποία άντλησαν και υποθέσεις και χαρακτήρες και σκηνικό ύφος και ο Σαίξπηρ και ο Λόπε ντε Βέγκα και ο Μολιέρος και ο Γκολντόνι και βέβαια ο Ντε Φιλίπο και ο Σκαρπέτα (ο Εντουάρντο ντε Φιλίπο ήταν νόθος γιος του Σκαρπέτα, στον θίασο του οποίου πρωτοεμφανίστηκαν ο Εντουάρντο, η Πιπίνα κ.λπ. Ντε Φιλίπο!).

Οι αδελφοί Ταβιάνι στο έξοχο κινηματογραφικό τους «Χάος» (ο τόπος όπου γεννήθηκε στη Σικελία ο Πιραντέλο) απέδειξαν πως και ο Πιραντέλο αντλεί τις ιλαροτραγικές «γυμνές του μάσκες» από τη λαϊκή φάρσα και την κομέντια ντελ άρτε.

Η ελληνική κωμωδία του 19ου αιώνα που στηρίχτηκε κυρίως σε διασκευασμένες στα καθ΄ ημάς ιταλικές κωμωδίες γαλούχησε τους μεγάλους κωμικούς από τον Παντόπουλο και τον Πλέσσα έως τον Νέζερ και τον Μαμία και από τον Τηλ. Λεπενιώτη έως τον Καλογιάννη και τον Αργυρόπουλο. Εκεί όπου θριάμβευσε η αυτοσχέδια συγκρότηση ήταν σαφώς στα μπουλούκια και τις νούτικες κωμωδίες (έχω ασχοληθεί με αυτές παλαιότερα σ΄ αυτή τη θέση).

Οποιος από τους παλαιότερους έχει δει να παριστάνει ο Μανέλλης, ο Γιαννακός (γνωστότερος ως Κοκωβιός), ο Λουκάς Μυλωνάς (πρόσφατα του αφιέρωσα ένα δοκίμιο για την τέχνη του στο αφιέρωμα του περιοδικού «Λέξη»), ο Χρέλιας, ο Κατσουλίνος, ο Αντώνης Παπαδόπουλος αντιλαμβάνονται τι ισχυρίζομαι. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κληρονόμοι και φορείς μιας μακραίωνης παράδοσης, σκυταλοδρόμοι μιας συντεχνίας με σοφία, πυκνότητα και σαφήνεια σημάτων.

Δεν είναι τυχαίο με το θέμα που συζητώ σήμερα πως ο Σωτήρης Μουστάκας και ο Στάθης Ψάλτης ξεκίνησαν, νέοι, την καριέρα τους από δύο σημαδιακούς υπηρέτες κλασικών συγγραφέων. Ο Μουστάκας στον «Ασυλλόγιστο» του Μολιέρου έκλεψε την παράσταση με το έξοχο εύρημά του «οπαλάκια». Ο Ψάλτης στη σαιξπηρική κωμωδία «Ημέρωμα της Στρίγγλας» ως Τράνιο.

Ο μακαρίτης δάσκαλός μου Δημ. Ροντήρης (έχω παλαιότερα αναπτύξει και θεωρητικά το γιατί) όταν τον ρώτησα γιατί δεν καταπιάστηκε με το αριστοφανικό έργο, μου δήλωσε πως δεν είχε βρει λύση αισθητική για να αποδώσει σκηνικά την παράβαση και κυρίως γιατί, αν ανέβαζε, ήθελε να ξεκινήσει με τους «Ιππής», μόνο με τον Αυλωνίτη, τον Σταυρίδη και τον Χατζηχρήστο θα επιθυμούσε να το αποπειραθεί.

Αυτές οι «θέσεις» ως απάντηση όσων εξεγείρεται η λογιότητά τους όταν ο Καρακατσάνης στις «Νεφέλες» αυτοσχεδίαζε δέκα λεπτά με μια μύγα που της είχε δέσει το πόδι με κλωστή ή με τον Βουτσά στις «Θεσμοφοριάζουσες» που ένα τέταρτο αυτοσχεδίαζε ακροβατώντας πάνω στα ψηλά τακούνια ή τον Τσιβιλίκα που στον «Ασυλλόγιστο» και τον «Γιατρό με το στανιό» συναξάριζε αφήνοντας εμβρόντητους τους επί σκηνής «συνομιλητές» του.

Αλλά αυτοί οι «υπερασπιστές» (τίνος άραγε;) της θεατρικής «αξιοπρέπειας» γράφουν δοκίμια θαυμασμού για τον Τσάπλιν, όταν με τον Μπάστερ Κίτον στα «Φώτα της πόλης» αυτοσχεδίαζε με τον ψύλλο, ονόματι Φίλις ή τους τερατώδεις αδελφούς Μαρξ, τον συναξαριστή ιταλό Τοτό και τον μπούφο ισπανό Καντίφλας για να μην αναφέρω τους μίμους Τατί, Ντε Φινές, Φερναντέλ, Τονιάτσι, Μπένι Χιλ. Αλήθεια, ενθυμήστε άραγε τις μπαλαφαριές στο σινεμά του μεγάλου Τζέρι Λιούις αλλά και του εξαίσιου Βιτόριο Γκάσμαν;

ΥΓ: Ο Μπαλαφάρας ήταν υπαρκτό πρόσωπο έλληνα μπουλουκτζή.