Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ
Η υπόθεση. Δεν υπάρχει. Σύμφωνα με το κείμενο, σε μια ηλιόλουστη πλατεία, εκατό άτομα βαδίζουν, τρέχουν, χαζεύουν, χειρονομούν, κοντοστέκονται, προσπερνούν ή χαιρετούν ο ένας τον άλλον, σε ομάδες, ανά δύο, ή μόνοι. Αργόσχολοι, Τεχνοκράτες, Αθλητές, Εργάτες, Παιδιά, Περιθωριακοί, Αδιευκρίνιστοι, Καλόγριες, Νοικοκυρές, Ζητιάνοι, Μετανάστες, αλλά και πρόσωπα μυθικά, ο Μωυσής, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ. Μια διάσταση μεταφυσικού ορίζοντα στον ανθρώπινο μικρόκοσμο της καθημερινότητας. Φιγούρες ετερόκλιτες, βουβές, σαν πίνακες του Ντε Κίρικο ή σαν παλιές γιαπωνέζικες ξυλογραφίες.
Ολοι οι ηθοποιοί της παράστασης που σκηνοθέτησε ο Νίκος Διαμαντής
|
Μέσα στον βομβαρδισμό από λέξεις και μηνύματα, το σιωπηλό έργο του Χάντκε έχει κάτι το ευεργετικό, που φέρει συνάμα και μια περίεργη ένταση. Καμιά κουβέντα, καμιά σκέψη, καμιά ανάλυση. Μόνο η αέναη, κυματοειδής κίνηση εικόνων που εγκιβωτίζουν την «αιώνια επιστροφή» της ζωής -μέρες, μήνες, χρόνια, αποχαιρετισμούς, θανάτους, συναντήσεις, προσπεράσματα- στον χρόνο μιας τυχαίας ώρας, καθώς πίνουμε καφέ σε κάποια πλατεία, χαζεύοντας τους περαστικούς (όπως ο συγγραφέας κατά τη σύλληψη του έργου).
Σημειώσεις μου από την παράσταση στο παρισινό θέατρο Σατλέ («Ε», 14.1.95): «ο θεατής μαντεύει τις παραξενιές, τις επιθυμίες, την κούραση, την εσωστρέφεια και τη μοναξιά αυτών των άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων. Είναι γραμμένα στο σώμα και στις κινήσεις τους. Σαν μαέστρος ορχήστρας, ο Λουκ Μποντί σκηνοθετεί τη σιωπή με μουσική ακρίβεια. Επιτέλους «μια ώρα που δεν ξέραμε τίποτε ο ένας για τον άλλο». Επιτέλους σιωπή».
Αυτή η σιωπή, η πεμπτουσία ενός έργου που αδράχνει προς την εσώτερη εμπειρία του ρεμβασμού, την αμιγή χαρά τού βλέπειν, απουσιάζει ολοσχερώς από την παράσταση του «Σημείου». Με αφοπλιστική αμεριμνησία και σιγουριά, ο Νίκος Διαμαντής αποφασίζει να καταργήσει τις παγίδες ενός «μουγγού» έργου και την πρόκληση της αναμέτρησης με μια «εξοργιστική» 90λεπτη αλαλία. Οταν σπουδαίοι συνάδελφοί του (Μποντί, Πάιμαν) σπαζοκεφάλιασαν πώς να σκηνοθετήσουν την απουσία γλώσσας, σε μια σπάνια ευκαιρία συμφιλίωσης τέχνης και ζωής, ο Διαμαντής επιλέγει την υπερκινητικότητα και την πολυλογία. Το πρόβλημα δεν είναι, αν σε μια επίδειξη «φτωχού θεάτρου» οι εκατό ρόλοι με τα ανάλογα κοστούμια και αξεσουάρ συμπτύσσονται σε εφτά. Είναι η απορία, ποιο όραμα υπηρετούν αυτοί οι δυναμικοί και επιδέξιοι νέοι ηθοποιοί, σε αθλητικές φόρμες και επιγονατίδες(!), επιδιδόμενοι σε ατελέσφορες διαδικασίες. Στην αναπαράσταση ενός κόσμου αισθήσεων, όπως η μουσική και η ζωγραφική, μέσα από κοπιώδη παντομίμα, αυτοσχεδιασμούς, μίμηση ήχων (πουλιά, αεροπλάνα, κορναρίσματα) και -το πιο ολέθριο- την ακατάσχετη απαγγελία με θεατρικό στόμφο των σκηνοθετικών οδηγιών του συγγραφέα (μετάφραση Κατερίνα Σχινά).
Ολοι μιλούν, μόνοι ή ως Χορός, με κορυφαία την Ιωάννα Μακρή. Περιγράφουν τι συμβαίνει («ένας διασχίζει τρέχοντας»), τι πρόκειται να συμβεί, δραστηριότητες και καταστάσεις που δεν βλέπουμε, ποιος είναι τι, ποια η σχέση του με τα ανιστορούμενα. Κάποια στιγμή, τα πήγαιν’ έλα κοπάζουν και η βραδιά δείχνει να αποκτά ενδιαφέρον.
Σημάδια βίας σκιάζουν τις ομαδικές «ανακοινώσεις», ο ένας σπρώχνει τον άλλο, μουγκρητά και ψαλμωδίες αντηχούν στην τετράγωνη, άδεια σκηνή. Κατόπιν, σταδιακά οι τόνοι ημερεύουν, επέρχεται σιγή και ένα συλλογικό ατένισμα κάποιου «ιερού φωτός» πάνω ψηλά, υπό τον ήχο μιας υπερκόσμιας μελωδίας, δίνει την αίσθηση πλησιάσματος αυτού του διασκορπισμένου όχλου.
Μια ωραία στιγμή άσκησης ζωής, έπειτα από μια μακριά ώρα μονολιθικών πειραματισμών, χωρίς θεατρική κοκεταρία και χωρίς χώρο για ποίηση και σαγήνη. Τόσα λόγια, τόση κίνηση και πίσω το κενό -μέχρι 10′ πριν το τέλος.
Ηθοποίοι: Αυγουστίνος Ρεμούνδος, Ελενα Αρβανίτη, Γιώργος Μερτζιάνης, Νάσια Κυριάκου, Νίκος Παντελίδης, Δανάη Παπαδοπούλου. *
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 – 20/12/2008