Στο διήγημα του Κάφκα, γραμμένο το 1914, ένας διακεκριμένος ερευνητής επισκέπτεται ένα απομονωμένο νησί, τη σωφρονιστική αποικία ενός χωρικά και χρονικά μη προσδιορίσιμου πανίσχυρου κράτους. Προσκαλείται να συμμετάσχει ως παρατηρητής σε μια δημόσια εκτέλεση. Ο κατηγορούμενος τοποθετείται σ’ ένα περίπλοκο μηχάνημα, το οποίο με μια δωδεκάωρη οδυνηρή και αιματηρή διαδικασία κυριολεκτικά εγγράφει μέχρι θανάτου το παράπτωμα στο σώμα του.
Αφορμή για το ανέβασμα του στάθηκε μια αφίσα που έδειχνε ακριβώς αυτό το μηχάνημα. «Την είχα σπίτι μου και πάντα με συγκλόνιζε. Κάποια στιγμή έμαθα ότι είχε να κάνει με το συγκεκριμένο διήγημα. Το διάβασα και κατάλαβα πως ήρθε η ώρα να ανεβάσω την πρώτη μου παράσταση», λέει. Υπήρξαν, όμως, και βαθύτεροι και πιο ουσιώδεις λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την επιλογή.
«Είναι προφανής η σχέση του έργου με όλες τις μορφές εξορίας ή βασανισμού, ξεκινώντας από την ελληνική ιστορία με τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη και φτάνοντας ώς το Γκουαντάναμο, το Αμπού Γκράιμπ, το Αουσβιτς, όλη την ιστορική μνήμη του 20ού αιώνα», λέει. Αλλά το ενδιαφέρον στοιχείο δεν περιορίζεται σε αυτό. «Το έργο περνά από την πολιτική καταγγελία στην οντολογική διερώτηση. Τι είναι τελικά αυτό που λέμε «άνθρωπος», στα ακραία του μάλιστα όρια. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει; Ως δημιουργός αλλά και ως καταστροφέας. Ως εξεγερμένος, ως επαναστάτης, αλλά και ως βασανιστής;»
«Δεν πρόκειται ωστόσο για πολιτικό θέατρο», σπεύδει να διευκρινίσει. «Ο Μπρεχτ φωτίζει ένα κοινωνικό, ιστορικό ή πολιτικό γεγονός και προτείνει λύση. Ο Κάφκα δεν προτείνει λύση. Φωτίζει το γεγονός στα ακραία του όρια και αυτή είναι η δική του ηθική, πολιτική, ιδεολογική και φιλοσοφική θέση. Αφήνει τη διερώτηση ανοιχτή και κινητοποιεί τη φαντασία».
Το έργο ανταποκρίνεται και στον προβληματισμό της ομάδας σχετικά με την αποστολή του θεάτρου. «Δεν βρισκόμαστε πια στην εποχή που το θέατρο είναι φορέας πολιτικών ιδεών. Αυτό έγινε στη διάρκεια του 20ού αιώνα και είδαμε τα όριά του», λέει ο σκηνοθέτης. «Για μένα το θέατρο οφείλει να είναι φορέας της συγκινησιακής και της συγκρουσιακής παρόρμησης. Οφείλει να είναι μια ρωγμή στα χρηστά ήθη μιας κοινωνίας, που σαπίζει. Να βάλλει εναντίον των κατεστημένων ηθών και αξιών, εθίμων και θεσμών. Ενώ ο ηθοποιός είναι μαχητής και φορέας της εξεγερσιακής παρόρμησης μέσα από τα κύτταρα του σώματός του».
Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και με σπουδές Physical Performance στο Πανεπιστήμιο του Exeter της Αγγλίας, ο Σάββας Στρούμπος θεωρεί πως η μεγαλύτερη ζύμωσή του με τη θεατρική τέχνη ήταν κοντά στον Θόδωρο Τερζόπουλο. Ηταν μέλος του «Αττις» για πεντέμισι χρόνια. «Τον θεωρώ δάσκαλό μου και πολύ συνειδητά έχω αποδεχτεί όλη τη δική του προσέγγιση απέναντι στα πράγματα. Θέλησα όμως να μη μείνω εκεί, αλλά να χαράξω μια προσωπική πορεία. Δεν στάθηκα στις ίδιες φόρμες, ούτε στους ίδιους τρόπους έρευνας. Προσπαθώ να μεταβώ σε άλλα τοπία, προσωπικά μου αλλά και της υπόλοιπης ομάδας», εξηγεί. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας είναι οι Μιλτιάδης Φιορεντζής, Νίκος Δροσάκης, Ρόζα Προδρόμου και Αντιγόνη Ρήγα.
**Από Πέμπτη έως Κυριακή στις 9 μ.μ. Τιμή εισιτηρίου: 10 ευρώ, τηλ. 210-3318936, 6942841714.
- Της ΕΛΕΝΑΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 04/02/2009