Category Archives: Κοντούρη Νικαίτη

«Στοπ καρέ»: Δημοσιογράφοι επί σκηνής

Η σκηνοθέτις της παράστασης Νικαίτη Κοντούρη

Ζουμ στις ψυχές των δημοσιογράφων, των ρεπόρτερ και των φωτορεπόρτερ κάνει με το έργο του «Στοπ καρέ» (πρωτότυπος τίτλος «Τime Stands Still») ο Ντόναλντ Μάργκιουλις . Με βασική ηρωίδα μια φωτογράφο, τη Σάρα, ο αμερικανός συγγραφέας αναφέρεται στον άνθρωπο ο οποίος, αν και καθορίζεται από την επαγγελματική του ταυτότητα, κρύβει πίσω του έναν ολόκληρο κόσμο γεμάτο ερωτήματα και προβληματισμούς.

Η Νικαίτη Κοντούρη που ανέλαβε να το σκηνοθετήσει κάνει λόγο για ένα σύγχρονο έργο που «αναρωτιέται και προβληματίζεται για όλα αυτά που ζούμε σήμερα, μέσα από τη ματιά των ρεπόρτερ. Μέσα από γεγονότα και στιγμές που ζουν οι ήρωες σε πολέμους και βομβαρδισμούς βλέπουν τις ζωές τους να αλλάζουν, να αλλοιώνονται. Και αναρωτιούνται για το μέλλον της ανθρωπότητας, νιώθουν ενοχή για την αδυναμία τους να προσφέρουν, ενώ την ίδια στιγμή μεταφέρουν με τον τρόπο τους τα νέα σε όλον τον κόσμο».

Μέσα στο κυκλικό και γεμάτο οθόνες σκηνικό που υπογράφει ο Γιώργος Πάτσας παίρνουν θέση οι τέσσερις ήρωες του έργου: ο εκδότης Ρίτσαρντ (Γιώργος Παρτσαλάκης), η φωτογράφος Σάρα (Πέγκυ Τρικαλιώτη), ο πολεμικός ανταποκριτής Τζέιμς (Κρατερός Κατσούλης) και η νεαρή Μάντυ (Τζένη Θεωνά). Ολα αρχίζουν όταν η Σάρα επιστρέφει, σοβαρά τραυματισμένη, από το Ιράκ στη Νέα Υόρκη. Ο σύντροφός της (πολεμικός ανταποκριτής) θα προσπαθήσει να επουλώσει τις πληγές της ψυχής της, έχοντας κοντά τον εκδότη φίλο τους και τη νεαρή κοπέλα που εκφράζει τη θετική πλευρά και αναρωτιέται «αν υπάρχει και κάτι πιο ευχάριστο σε αυτές τις σκοτεινές μέρες που ζούμε».

ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ

  • Θέατρο Αλφα, Πατησίων 37 και Στουρνάρη 51.
  • Πρεμιέρα στις 27 Οκτωβρίου.

ΚΘΒΕ: «Τρωάδες» του Ευριπίδη Από τις 22 Σεπτεμβρίου στο Βασιλικό Θέατρο

©Κώστας Αμοιρίδης







Μετά την επιτυχημένη καλοκαιρινή περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, η παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, «Τρωάδες», επιστρέφει στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου, από την Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου, για λίγες παραστάσεις. Το αντιπολεμικό αριστούργημα του Ευριπίδη, «Τρωάδες», που πρωτοπαίχτηκε το 415 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια, παρουσιάζεται σε καινούργια μετάφραση -ειδική παραγγελία του Κ.Θ.Β.Ε., της Ελένη Βαροπούλου και σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη. Στο ρόλο της πολύπαθης Εκάβης, η Λήδα Πρωτοψάλτη.

Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Δάσους, στις 2, 3, 4 Ιουλίου και παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στις 7 και 8 Αυγούστου 2009 όπου εκεί την παρακολούθησαν 14.000 θεατές. Πέραν της καθιερωμένης μεγάλης περιοδείας σε όλη την Ελλάδα, το Κ.Θ.Β.Ε. παρουσίασε τις «Τρωάδες» στους Δελφούς, στις 8 Ιουλίου στο πλαίσιο της ΧΙV Διεθνούς Συνάντησης Αρχαίου Δράματος, με θέμα «Ξένος-Μέτοικος», που διοργάνωσε το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, 3-11 Ιουλίου 2009.

Η παράσταση

Σήμερα. Σ’ ένα βομβαρδισμένο σχολείο,  ανάμεσα σε  σπασμένα θρανία,  πεταμένα βιβλία, ρημαγμένους τοίχους,  μια ομάδα παιδιών «παίζει» τους  Θεούς, από τον Πρόλογο των Τρωάδων του Ευριπίδη. Σ’ αυτόν το χώρο -προσωρινό στρατόπεδο αμάχων- θα συγκεντρωθούν οι γυναίκες της Τροίας και το μοιρολόι τους θα γίνει  ο θρήνος  όλων των ηττημένων και εξορισμένων του κόσμου. Τη σκηνοθεσία υπογράφει η Νικαίτη Κοντούρη, η οποία έχει στο ενεργητικό της δύο ακόμη επιτυχημένες προσεγγίσεις  στο αρχαίο δράμα («Μήδεια» του Ευριπίδη και «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, Εθνικό Θέατρο 1997 και 2002 αντίστοιχα, παραστάσεις οι οποίες ταξίδεψαν και στο εξωτερικό).

Η παράσταση του ΚΘΒΕ σηματοδοτεί και την πρώτη εμφάνιση της Λήδας Πρωτοψάλτη, μετά από 50 χρόνια ευδόκιμης θεατρικής πορείας (Θέατρο Τέχνης, ελεύθερο θέατρο ρεπερτορίου, «ψυχή» του Θεάτρου «Στοά» τα τελευταία 35 χρόνια) στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Τους άλλους ρόλους  ερμηνεύουν η Μαρία Ναυπλιώτου (Ανδρομάχη), η Λαμπρινή Αγγελίδου (Κασσάνδρα), η Πηνελόπη Μαρκοπούλου ( Ελένη), ο Φαίδων Καστρής (Ταλθύβιος), ο Μελέτης Ηλίας (Μενέλαος),  η Ιφιγένεια Δεληγιαννίδη (κορυφαία), ο Δημήτρης Μακαλιάς (Ποσειδώνας), η Μαρία Δερεμπέ (Αθηνά).

Άλλες δεκατέσσερις γυναίκες αιχμάλωτες, έγκλειστες σε έναν χώρο μεταγωγής -τράνζιτ,  θρηνούν  «γι’ αυτά που έπαθαν και γι’ αυτά που θα ‘ρθουν» κι ο θρήνος τους αγκαλιάζει όλους τους ηττημένους κι αποδιωγμένους της ανθρωπότητας. Μαζί τους έχουν και τέσσερα παιδιά. Εκτός από την ομάδα «παιδιά στον πόλεμο», πανταχού παρούσα και μια ισχυρή ομάδα κρούσης αποτελούμενη από έξι  άνδρες ηθοποιούς.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο Γιώργος Πάτσας, την μουσική,   η  Καλλιόπη Τσουπάκη, τη χορογραφία, η Καλλιόπη Σφήκα, τη σύνθεση ήχων και το μουσικό περιβάλλον ο Δημήτρης Ιατρόπουλος, τους φωτισμούς ο Στέλιος Τζολόπουλος, τη μουσική διδασκαλία ο Νίκος Βουδούρης, την δραματουργική ανάλυση η Αμαλία Κοντογιάννη. Βοηθός σκηνοθέτη είναι ο Γιάννης Παρασκευόπουλος.

Συντελεστές

Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου

Σκηνοθεσία: Νικαίτη Κοντούρη

Σκηνικά- Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας

Μουσική: Καλλιόπη Τσουπάκη

Σύνθεση ήχων & μουσικό περιβάλλον: Δημήτρης Ιατρόπουλος

Χορογραφία: Καλλιόπη Σφήκα

Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος

Μουσική Διδασκαλία: Νίκος Βουδούρης

Δραματολογική Επεξεργασία: Αμαλία Κοντογιάννη

Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Παρασκευόπουλος

Βοηθός σκηνογράφου: Μαρία Φιλίππου

Βοηθός χορογράφου: Σταυρούλα Σιάμου

Οργάνωση παραγωγής: Ροδή Στεφανίδου

Διανομή

Εκάβη: Λήδα Πρωτοψάλτη

Ανδρομάχη: Μαρία Ναυπλιώτου

Κασσάνδρα: Λαμπρινή Αγγελίδου

Ταλθύβιος:  Φαίδωνας Καστρής

Ελένη: Πηνελόπη Μαρκοπούλου

Μενέλαος: Μελέτης Ηλίας

Κορυφαία του Χορού: Ιφιγένεια Δεληγιαννίδη

Ποσειδών: Δημήτρης Μακαλιάς

Αθηνά: Παιδί στον πόλεμο: Μαρία Δερεμπέ.

Αστυάναξ: Ιωάννης – Παντελής Μπαμίχας

Κορυφαίες – Χορός: Εύη Αστρίδου, Άννα Γιαγκιώζη, Μαριάννα Δημητρίου, Ελένη Καλαρά, Ειρήνη Μουρελάτου, Μάμιλη Μπαλακλή, Μαγδαληνή Μπεκρή, Εύη Σαρμή, Δέσποινα Σαρόγλου, Ευδοκία Σουβατζή, Αμάντα Σοφιανοπούλου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Ευανθία Σωφρονίδου, Μαρίζα Τσάρη.

Ομάδα κρούσης: Στέλιος Ανδρονίκου, Αργύρης Γκαγκάνης, Δημήτρης Κοντός, Παύλος Μυρόφτσαλης, Γιάννης Παρασκευόπουλος, Χάρης Πεχλιβανίδης.

Παραστάσεις

Τρίτη 22/9,  Τετάρτη 23/9,  Παρασκευή 25/9,  Σάββατο 26/9,  Κυριακή 27/9, Τρίτη 29/9, Τετάρτη 30 /9,  Πέμπτη 1/10 και Παρασκευή 2/10.

Χώρος: Βασιλικό Θέατρο. Ώρα έναρξης: 9:00 μ.μ.

Πληροφορίες-Κρατήσεις:

Ώρες λειτουργίας ταμείων Βασιλικού Θεάτρου και ΕΜΣ: 9.30 π.μ. έως τις 9.30 μ.μ.  Τηλ. κρατήσεων: 2310 288000

Τιμές εισιτηρίων:

Πλατεία – Θεωρείο:  22 €, κανονικό, 15 €, φοιτητικό – μαθητικό

Εξώστης: 15 €,  Κανονικό και 12 €, φοιτητικό  – μαθητικό

Το θέατρο περιοδεύει και παίζει

  • ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ

  • Ενώ ένα ακόμη καλοκαίρι οδεύει προς το τέλος του τρεις ηθοποιοί και μία σκηνοθέτρια μιλούν για την εμπειρία της καλοκαιρινής περιοδείας

  • Κουραστική, ακόμη και εξαντλητική: αυτός είναι ο επιθετικός χαρακτηρισμός μιας θεατρικής περιοδείας τους καλοκαιρινούς μήνες, η οποία όμως είναι παράλληλα και τονωτική για τον καλλιτέχνη και το «εγώ» του. Λέξη συνώνυμη με το θέατρο, η περιοδεία είναι μια σύγχρονη εκδοχή των μπουλουκιών, τότε που το θέατρο δεν διέθετε ούτε φήμη ούτε δόξα ούτε χρήμα παρά μόνο το πάθος και το μεράκι των θεατρίνων. Από την Κομέντια ντελ Αρτε και τον Μολιέρο οι ηθοποιοί έμαθαν να στήνουν την πραμάτεια τους ως άλλοι πλανόδιοι πωλητές και να την κοινωνούν- όπως άλλοι διαλαλούν τις τιμές των προϊόντων τους. Χειμωνιάτικη ή, κυρίως, καλοκαιρινή, η περιοδεία στις ημέρες μας υπακούει σε πολλές ανάγκεςξεκινώντας από την οικονομική και φθάνοντας ως την ανανέωση της σχέσης μεταξύ θεατή και καλλιτέχνη. Συχνά-πυκνά ο ηθοποιός μετράει τις δυνάμεις του, υπολογίζει την αξία του στον χώρο (και) μέσα από μια περιοδεία στην ελληνική περιφέρεια, ενώ παράλληλα αμείβεται καλά- κυρίως βέβαια οι πρωταγωνιστές. Επειδή όμως οι καιροί άλλαξαν, οι περιοδείες σήμερα γίνονται υπό καλύτερες και πιο οργανωμένες συνθήκες, με παραγωγό-επιχειρηματία που καθορίζει το πρόγραμμα και βάζει σε εφαρμογή το δρομολόγιο: μια μεγάλη περιοδεία μετράει 65-68 πιάτσες, μια μεσαία γύρω στις 40 και μια μικρή δεν ξεπερνά τις 25. Από πιάτσα σε πιάτσα, πολλά αλλάζουν. Για την τρέχουσα καθημερινότητα η «καλή ατμόσφαιρα» ανάμεσα στα μέλη του θιάσου είναι απαραίτητη- η συμβίωση είναι, έτσι κι αλλιώς, μια δύσκολη υπόθεση. Για κάποιους (μάλλον λίγους) περιοδεία μπορεί να σημαίνει και συνδυασμός δουλειάς και διακοπών. Πάντως η επιτυχία (καλλιτεχνική και εισπρακτική) είναι η ευτυχής κατάληξη.

ΦΙΛΑΡΕΤΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ ηθοποιός

  • «Οταν ρώτησαν τον Μάικλ Τζάκσον για τις περιοδείες δήλωσε ότι τις σιχαίνεται και μετά όταν του ζήτησαν να διορθώσει τη δήλωση απάντησε ότι τις λατρεύει. Γέλασα όταν είχα δει το βίντεο, όπως χαμογελάω κάθε φορά που διαβάζω ιεραποστολικού ύφους δηλώσεις, ότι δηλαδή κάνουμε περιοδείες “για να επικοινωνήσουμε με το κοινό της περιφέρειας”, όταν τοις πάσι είναι γνωστό ότι σκοπός και κίνητρο συνήθως μιας περιοδείας είναι το οικονομικό. Καθόλου ευτελές βέβαια το κίνητρο. Η ευτέλεια “συντελείται” όταν η παράσταση είναι απλώς η πρόφαση για να καλύψει την πρόθεση της αρπαχτής. Εχω κάνει περιοδείες με το Κρατικό, το Εθνικό και το Θεσσαλικό, που λόγω κρατικής υποστήριξης αυτονόητο είναι να μη στοχεύουν μόνο στο οικονομικό. Παρ΄ όλα αυτά περιοδεύουν σε θεατρικές πιάτσες που είναι ακατάλληλες για παράσταση- π.χ. η ακουστική είναι ανύπαρκτη και οι ηθοποιοί αναγκάζονται για να ακουστούν να ταλαιπωρούν, να κακοποιούν τις φωνές τους. Σε αυτή την περίπτωση επιτέλους γιατί να μη χρησιμοποιούμε μικρόφωνα-ψείρες; Η μόνιμη αγωνία- και προσωπική μου αλλά και των συναδέλφων- στις περιοδείες είναι η φωνή μας. Τα αρχαία θέατρα σε προστατεύουν, τα άλλα, όμως, τα τσιμεντένια, που τα χτίζουν και δίπλα σε ταβέρνες… Να παίζεις και η τσίκνα να “ζαλίζει” θεατές και ηθοποιούς την ώρα της παράστασης… Σουρεαλιστικό; Ερχονται όμως και κάποιες βραδιές που κάποια θέατρα σε αποζημιώνουν, σε εμπνέουν και μπορεί να κάνεις την καλύτερη ερμηνεία του ρόλου σου. Με νοσταλγία θυμάμαι το Κούρειο στην Κύπρο: να παίζεις με φεγγάρι και στο βάθος να ακούγεται η θάλασσα. Ή κάτι θεατράκια στη Θεσσαλία, χαμένα στα δάση, με ένα κοινό αθώο να παρακολουθεί με ιερή σχεδόν συγκίνηση και μετά να έρχονται στα καμαρίνια να σε ευχαριστήσουν που τους επισκέφθηκες… Οι περιοδείες σίγουρα δεν έχουν μία μόνο όψη και εμείς οι ηθοποιοί μπορεί να κουραζόμαστε με αυτή την τσιγγάνικη ζωή, αλλά το γλεντάμε και πολλές φορές σαν πενθήμερη εκδρομή όταν μας μεταφέρουν από πόλη σε πόλη. Οι περιοδείες θα είναι πάντα κομμάτι της ζωής μας γιατί πάντα πλανόδιοι ήταν οι θεατρίνοι…».

ΔΑΝΗΣ ΚΑΤΡΑΝΙΔΗΣ ηθοποιός

Ο Δάνης Κατρανίδης περιόδευσε πολύ με την Αλίκη Βουγιουκλάκη (στη φωτογραφία,σκηνή από το «Βίκτωρ-Βικτώρια»)
  • «Αν και τα τελευταία χρόνια δεν έχω κάνει, θυμάμαι περιοδείες από τότε που ήμουν μαθητής στη σχολή, μετά με το Κρατικό Βορείου Ελλάδος και το Εθνικό, με το Αρμα Θέσπιδος και αργότερα μαζί με την Αλίκη (σ.σ.: Βουγιουκλάκη) ή και με δικούς μου θιάσους. Καλοκαίρι ή χειμώνα, με κάθε εποχή να έχει τις δυσκολίες της. Κατ΄ αρχάς δεν υπάρχουν χώροι, και κυρίως τότε τα καλοκαίρια πηγαίναμε, εκτός από τα αρχαία θέατρα, σε γήπεδα ή σε θερινά σινεμά. Μερικές φορές οι συνθήκες και οι καταστάσεις ήταν τραγικές: βάζαμε καφάσια και τάβλες στη σκηνή του κινηματογράφου και από κάτω ήταν το χάος… Προσέχαμε να μην πέσουμε βγαίνοντας στη σκηνή. Πραγματική εμπειρία ήταν οι απογευματινές- ναι, τότε κάναμε και απογευματινές παραστάσεις. Από κάτω το κοινό φορούσε το αντηλιακό του, το καπέλο του και κρατούσε ακόμη και ομπρέλα για τον ήλιο. Φυσικά η ζέστη για μας ήταν δραματική.
  • Με την Αλίκη κάναμε μεγάλες περιοδείες- με το “Νυφικό κρεβάτι” και αργότερα με την “Πέπσι”, εντός και εκτός Ελλάδος. Το κοινό μάς περίμενε και ήθελε οπωσδήποτε αυτόγραφο- ήθελαν να κρατήσουν ενθύμιο από την εκεί διαμονή και παράστασή μας. Θυμάμαι στο “Νυφικό κρεβάτι” που σε κάποια στιγμή μιλούσαμε, υποτίθεται, για τα παιδιά μας και το κοινό πίστευε ότι από οικονομία της παραγωγής δεν τα είχαμε φέρει στον θίασο. Σε μια περιοδεία στην Κρήτη, στο Ακρωτήρι συγκεκριμένα, κάποιοι έριξαν τσικουδιά για να ανάψει το τζάκι και… σχεδόν πήραμε φωτιά.


  • Τότε ήταν λιγότερες οι περιοδείες, και το ενδιαφέρον, η αναμονή του κοινού ήταν μεγάλη. Οσο για την κούραση της περιοδείας, που είναι αλήθεια, δεν φαίνεται το ίδιο όταν έχεις μια καλή σχέση με τον θίασο. Τότε το ταξίδι είναι ωραίο. Γιατί αλλιώς γίνονται όλα δύσκολα. Σε συνθήκες όπως αυτές της περιοδείας ο καθένας βγάζει τον χαρακτήρα του στις τρεις πρώτες πιάτσες. Αν όμως δέσει η παρέα, είναι ονειρεμένα. Η εναλλαγή του κόσμου, το ταξίδι… Μια φορά, μαθητής ακόμη, έφυγα μέσα στη νύχτα από την περιοδεία: έπαιζα το παιδί του καφενείου, ας πούμε, και επειδή δεν ήταν καλές οι συνθήκες- δεν μας πλήρωναν κιόλας- σηκώθηκα και έφυγα. Σε κάθε περίπτωση πάντως μια περιοδεία είναι μεγάλο ρίσκο- αν είσαι θιασάρχης, πρωταγωνιστής, παραγωγός, ακόμη περισσότερο. Πρέπει να οργανώσεις τις πιάτσες, να έχεις επαφές με τους τοπικούς παράγοντες, με τον δήμο. Αν σε ένα χωριό έχει πανηγύρι, πρέπει να πας στο γειτονικό. Από τις περιοδείες που θυμάμαι πάντα ήταν αυτή στη μεταπολίτευση με το Αρμα Θέσπιδος που πήγαμε από τα Δίκαια ως το Καστελόριζο, όπου δεν είχαν ξαναδεί θέατρο τότε. Παίζαμε τη “Βαβυλωνία” και το “Μελτεμάκι”, σε σκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη. Στη Λήμνο που πήγαμε είχαν να δουν θέατρο από το 1930…».

ΚΑΤΙΑ ΔΑΝΔΟΥΛΑΚΗ ηθοποιός

Η Κάτια Δανδουλάκη σε στιγμιότυπο από την παράσταση «Μήδεια» του Μποστ εφέτος στο κηποθέατρο Παπάγου
  • «Πέρασαν 11 χρόνια από την τελευταία περιοδεία που είχα κάνει με τη “Λυσιστράτη” και το Εθνικό- ήταν το καλοκαίρι του 1998. Τώρα με τη “Μήδεια” του Μποστ ξαναζώ αυτή την εμπειρία, με παραγωγό τον Γιώργο Κυπραίο. Ομολογώ ότι είναι μια εξαιρετικά κουραστική υπόθεση καθώς δουλεύεις συνεχώς- δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά- και η αργία έρχεται κάθε οκτώ-δέκα παραστάσεις σερί. Κάθε μέρα βρίσκομαι στον καινούργιο χώρο δύο-τρεις ώρες νωρίτερα και ρολάρω δυόμισι χιλιάδες στίχους γιατί αλλιώς δεν γίνεται. Παράλληλα πρέπει να διατηρείς τον οργανισμό σου σε καλή κατάσταση και να κρατάς δυνάμεις για την επόμενη ημέρα, ενώ ο ύπνος είναι λίγος. Βρίσκομαι διαρκώς με δύο βαλίτσες στο χέρι πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη ή από νησί σε νησί, με πλοία που ενίοτε φεύγουν πρωί πρωί ενώ εσύ έχεις τελειώσει με την παράσταση αργά την προηγούμενη νύχτα. Προφανώς είναι καλύτερα όταν περιοδεύεις εντός Αττικής, ενώ άλλα είναι τα προβλήματα όταν περιοδεύεις χειμώνα- το έχω κάνει με τα έργα “Τζόρνταν” και “Μάστερκλας”. Βλέπω όμως μεγάλες διαφορές από το παρελθόν: θεωρώ ότι το γούστο του κοινού έχει ανεβεί πάρα πολύ και σ΄ αυτό πρέπει να έχουν κάνει καλή δουλειά τα ΔΗΠΕΘΕ. Η πρώτη φορά που περιόδευσα ήταν το 1980 με το “Θυμήσου τον Σεπτέμβρη” του Νόελ Κάουαρντ, μαζί με τον Γιώργο Χριστοδούλου, τη Κλεώ Σκουλούδη και τον Γιώργο Μοσχίδη. Οι θεατές ήταν καχύποπτοι μαζί μας, με αυτό που θα τους παρουσιάζαμε. Τώρα καταλαβαίνουν γρήγορα, βρίσκονται σε εγρήγορση. Από την εμπειρία μου θα έλεγα ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στα πράγματα από την πλευρά του κοινού. Από τη μία είναι οι μεγάλοι άνθρωποι που έρχονται να σε αγκαλιάσουν και να σου πουν ότι “σ΄ έχουμε μέσα στην καρδιά μας” και τα πολύ μικρά παιδιά που διαθέτουν τον ενθουσιασμό του αυτόγραφου. Από την άλλη, υπάρχει το νεανικό κοινό που έχει δει πολλές παραστάσεις, που έχει τη γνώμη του και έρχεται με όρεξη να σχολιάσει, να συζητήσει. Σήμερα οι άνθρωποι είναι πιο εξοικειωμένοι με τους ηθοποιούς, δεν βλέπεις αυτό το αλάφιασμα που υπήρχε παλαιότερα. Ξέρουν να ξεχωρίζουν τους καλλιτέχνες από τα πρόσωπα που είναι επίκαιρα λόγω τηλεόρασης. Είναι όμως πιο εκδηλωτικοί από παλιά, σφυρίζουν και όρθιοι φωνάζουν “μπράβο” όταν τους αρέσει κάτι. Είναι πιο ελεύθεροι. Οσο για τους χώρους που παίζουμε, τι να πω; Τα βλέπεις όλα, από τα καλύτερα ως τα χειρότερα, με αποκορύφωμα το θέατρο που παίξαμε στα Χανιά: Είναι δυνατόν να μην έχει νερό η τουαλέτα;
  • Για τον ηθοποιό περιοδεία σημαίνει ένας καλός μισθός- διπλάσιος από τον αθηναϊκό. Για τον παραγωγό είναι ζαριά. Το φεστιβαλικό τοπίο έχει αλλάξει στην Ελλάδα: δεν υπήρξε πόλη όπου πήγαμε και δεν ήταν γεμάτη από εκδηλώσεις. Και ο κόσμος τρέχει, σαν να πηγαίνει στο πανηγύρι. Παντού αφίσες. Κάθε ημέρα και κάτι συμβαίνει. Και αυτό είναι που έχει κάνει το κοινό να ξέρει πια να ξεχωρίζει. Αλλωστε δεν είναι παντού ίδιο. Στο Δίον, π.χ., είναι από τα πιο εκλεπτυσμένα.
  • Τέλος, είναι ο θίασος, η σχέση ανάμεσά μας: αν οι χαρακτήρες είναι δύσκολοι και αρχίσουν οι γκρίνιες, τότε η περιοδεία γίνεται κόλαση. Είναι σημαντικό στην περιοδεία να μην υπάρχει το “εγώ” και να υπάρχει πειθαρχία για όλους. Γιατί ζούμε όλοι μαζί, πηγαίνουμε για φαγητό μετά την παράσταση όλοι μαζί. Μου έχει τύχει στο παρελθόν να ζήσω άσχημα σε περιοδεία. Ενώ με καλούς συναδέλφους είναι σαν πανηγύρι».

ΝΙΚΑΙΤΗ ΚΟΝΤΟΥΡΗ σκηνοθέτρια

Η Μαρία Ναυπλιώτου στην αγκαλιά της Λήδας Πρωτοψάλτη σε στιγμιότυπο από την παράσταση των «Τρωάδων» του Ευριπίδη στην Επίδαυρο,που σκηνοθέτησε εφέτος η Νικαίτη Κοντούρη
  • «Τις περισσότερες φορές ο σκηνοθέτης ακολουθεί την περιοδεία για να μπορεί να τη στήνει κάθε φορά και να είναι εκεί, να την κοιτάει από μέσα. Βέβαια αναλόγως της παράστασης και της παραγωγής- τα κρατικά καλύπτουν ως και την Επίδαυρο. Από την άλλη, στο εξωτερικό είναι δύσκολο να μην πάω.
  • Δύο μεγάλες περιοδείες στο εξωτερικό με τη “Μήδεια” (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη) και την “Αντιγόνη” (Λυδία Κονιόρδου). Κάθε χώρα και πρεμιέρα. Εκτός από όλα τα άλλα, ήμουν και χρήσιμη. Ειδικά θυμάμαι όταν πήγαμε με το Εθνικό Θέατρο και τη “Μήδεια” στην Τουρκία, στην Πόλη και κυρίως στην Αγκυρα, μας είχαν φερθεί εξαιρετικά: ένα ολόκληρο θέατρο, όρθιο, χειροκροτούσε μέχρι που πρήστηκαν τα χέρια των θεατών. Μας είχαν βοηθήσει τρομερά, ειδικά στην Αγκυρα. Ταξιδεύαμε, θυμάμαι, μία ολόκληρη ημέρα για να φθάσουμε- επτά ή οκτώ ώρες. Και μετά η αγωνία ώσπου να στηθεί το σκηνικό. Συνήθως με το Εθνικό προπορεύονται οι τεχνικοί, ακολουθούν οι συντελεστές και στο τέλος φθάνουν οι ηθοποιοί- έχει γίνει πρώτα μια προεργασία. Και ύστερα στον επόμενο σταθμό. Ταξιδέψαμε στην Ευρώπη, στην Αυστραλία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία με τη “Μήδεια” από το καλοκαίρι του 1997 ως τον Ιούνιο του 1999. Είναι μια μεγάλη περιπέτεια που θέλει κουράγιο και τύχη η περιοδεία. Και που δυστυχώς, αν ο σκηνοθέτης δεν την ακολουθήσει, γίνονται εκπτώσεις στο αποτέλεσμα. Γι΄ αυτό πρέπει να υπάρχει ένας βοηθός, ο βασικός συνεργάτης του σκηνοθέτη, και να είναι εκεί. Ειδάλλως διασαλεύεται η ισορροπία της παράστασης».

ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Η «Βασίλισσα της ομορφιάς» του Μάρτιν ΜακΝτόνα

ceb2ceb1cf83ceafcebbceb9cf83cf83ceb1-cf84ceb7cf82-cebfcebccebfcf81cf86ceb9ceaccf82

Το θέατρο «Βικτώρια» παρουσιάζει την «Βασίλισσα της ομορφιάς» του Μάρτιν ΜακΝτόνα. Εξαιρετικό, με δηλητηριώδες χιούμορ, δράμα για την ολέθρια σχέση μιας μάνας με την κόρη της, σε μια κωμόπολη της Ιρλανδίας. Στη μίζερη καθημερινότητά τους «εισβάλλει» ένας άντρας και τότε αρχίζει η σύγκρουση. Η μάνα- δύναμη του κακού, ανικανοποίητη, δύστροπη, ατομίστρια, θέλει την κόρη ως δούλα της. Η σαραντάρα κόρη, όταν ανακαλύπτει ότι η μάνα κατέστρεψε και την τελευταία ελπίδα να αλλάξει η ζωή της, γίνεται φόνισσα. Μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ, σκηνοθεσία Νικαίτης Κουντούρη, σκηνικά-κοστούμια Γιώργου Πάτσα, ήχοι – μουσική επιμέλεια Δημήτρη Ιατρόπουλου, φωτισμοί Λευτέρη Παυλόπουλου, βίντεο Γιώργου Μιχελή. Πρωταγωνιστούν: Ερση Μαλικένζου, Ναταλία Τσαλίκη. Παίζουν επίσης: Τάσος Γιαννόπουλος, Κωνσταντίνος Γαβαλάς.

Η βασίλισσα είναι γυμνή

Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ
Κάποτε ήταν βασίλισσα ομορφιάς. Τώρα καταβροχθίζεται σιγά σιγά από μια ανελέητη, πανούργα μάνα σ’ έναν τόπο χωρίς ελπίδα και χωρίς μέλλον. Το παιδί-φαινόμενο του σύγχρονου βρετανικού θεάτρου επιστρέφει στην αθηναϊκή σκηνή με το πρώτο του έργο, αυτό που του χάρισε μια πρωτοφανή επιτυχία: «Η βασίλισσα της ομορφιάς του Λινέιν» του Ιρλανδού Μάρτιν Μακ Ντόνα ανεβαίνει αυτή την εβδομάδα στο θέατρο «Βικτώρια», σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη.

Ο Μάρτιν Μακ Ντόνα αισθάνεται το κοινωνικό περιθώριο σαν το σπίτι του. Μεγαλωμένος σε κρατικά ιδρύματα, με επιδόματα ανεργίας, έχει μελετήσει καλά τη βία. Γεννήθηκε από ιρλανδούς γονείς στο νότιο Λονδίνο, αλλά πέρασε τα παιδικά του καλοκαίρια στο Γκόλγουεϊ της Ιρλανδίας.

Ο πατέρας του ήταν οικοδόμος και η μητέρα του παραδουλεύτρα. Οταν οι γονείς του αποφάσισαν παίρνοντας μειωμένη σύνταξη να επιστρέψουν στην πατρίδα, άφησαν στην Αγγλία τα δυο τους παιδιά. Ο Μάρτιν εγκατέλειψε το σχολείο στα δεκάξι επειδή οι καθηγητές λογόκριναν τα γραπτά του… Αρχισε να γράφει σενάρια για το ραδιόφωνο μέχρι που, μέσα σε οκτώ μέρες, ολοκλήρωσε το πρώτο του θεατρικό, τη «Βασίλισσα της ομορφιάς του Λινέιν». Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στο Γκόλγουεϊ, μετά στο «Ρόαγιαλ Κορτ» στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου κι έγινε αμέσως επιτυχία.

Το 1995 ο 26χρονος Μακ Ντόνα βραβεύτηκε ως ο πλέον υποσχόμενος συγγραφέας ενώ το Βασιλικό Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου του πρόσφερε τη θέση του μόνιμου συνεργάτη-συγγραφέα.

Η Ιρλανδία πρωταγωνιστεί στη δραματουργία του Μακ Ντόνα, κυρίως μέσα από μνήμες των παιδικών χρόνων και τις αφηγήσεις των μεγαλύτερων. Στα έργα του δεν αφήνει όρθιο τίποτα. Διαλύει κάθε αυταπάτη που υποδεικνύει το «καλό» και το «κακό». Αλλωστε ο ίδιος έχει πει: «Είμαι πάντα υποψιασμένος όταν γνωρίζω αξιαγάπητα πλάσματα και πάντα αναρωτιέμαι πού βρίσκεται η κακία μέσα τους!»… Το μαύρο χιούμορ συμβαδίζει με το τραγικό, την τρέλα, την ακραία βία, τα άκλαυτα θανατικά: Αντρες που σκοτώνουν τις γυναίκες τους, πατροκτόνοι γιοι, τρελαμένες γεροντοκόρες, παιδιά με νοσηρή φαντασία, παπάδες που αυτοκτονούν, κηδείες που θυμίζουν πάρτι. Αλλά ούτε η περήφανη ιρλανδική ιδιορρυθμία, η ματωμένη ιστορία της πατρίδας του -όπως τα γεγονότα στο Μπέλφαστ τη δεκαετία του ’90- ξεφεύγουν από την αμφίσημη, κυνική γραφή του.

Η «Βασίλισσα» ζει μαζί με την μητέρα της σ’ ένα χωριατόσπιτο (σκηνικά-κοστούμια Γιώργου Πάτσα) σκαρφαλωμένο στο λόφο έξω από την κωμόπολη του Λινέιν. Δυο πρόσωπα που αλληλοσπαράσσονται στον βάλτο μιας κολασμένης και αναγκαίας συγκατοίκησης. Αλλά οι Φόλαν δεν συνιστούν μια οποιαδήποτε οικογένεια, όπως συμβαίνει πάντα στα έργα του Μακ Ντόνα.

Η Μορίν (Ναταλία Τσαλίκη), βασίλισσα ομορφιάς του Λινέιν στα νιάτα της, είναι τώρα μια γυναίκα νευρωτική, αφυδατωμένη από κάθε χαρά, φέρει όμως τα σημάδια της παλιάς γοητείας. Ευαίσθητη και διαταραγμένη εξαιτίας της μάνας, έχει επιστρέψει στην Ιρλανδία ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να ζήσει και να δουλέψει ως καθαρίστρια στην Αγγλία.

Ο τόπος και οι συνθήκες δεν την σήκωσαν… Λαβωμένη βρίσκεται ξανά στο Λινέιν αντιμετωπίζοντας ένα χειρότερο εχθρό, την παμπόνηρη και ανελέητη μάνα της. Η Μεγκ (Ερση Μαλικένζου) θα της σμπαραλιάσει τα νεύρα. Καθηλωμένη σε αναπηρική πολυθρόνα απαιτεί από την κόρη να προλαβαίνει κάθε της επιθυμία. Θα μηχανεύεται συνεχώς τρόπους για να επιτείνει την ανασφάλεια και τη χαμηλή αυτοπεποίθηση της Μορίν, διαλύοντας κάθε υποψία ελπίδας για απόδραση από τον εφιάλτη. Η κόρη επιβιώνει μόνον μέσα από τα ταξίδια του μυαλού της. Κι αυτό το φανταστικό παιχνίδι τη συνοδεύει μέχρι τέλους. Μέχρι που θα εμφανιστεί ο αγαθός Πάτο Ντούλεϊ (Τάσος Γιαννόπουλος) προτείνοντάς της να φύγουν στην Αμερική. Ρόλο στις ανατροπές παίζει και ο Ρέι Ντούλεϊ (Κωνσταντίνος Γαβαλάς), ένας άνεργος μαντατοφόρος που φέρνει τις καλές ειδήσεις τη λάθος στιγμή με τον λάθος τρόπο…

«Οι σχέσεις είναι έντονα συγκρουσιακές», σχολιάζει η Ν. Κοντούρη, «συχνά μάλιστα ανθρωποφαγικές. Ο συγγραφέας μπολιάζει τη μαύρη κωμωδία με στοιχεία μεταφυσικής αγγίζοντας το όριο του τραγικού. Δεν είναι τυχαίο που απ’ το πρώτο του έργο πέτυχε. Από τον καιρό του Σέξπιρ είχε να συμβεί να παίζονται στη λονδρέζικη σκηνή τέσσερα έργα του ίδιου συγγραφέα. Το βρετανικό φλέγμα είναι έντονο, καθώς το ανατρεπτικό χιούμορ μέχρι την τελευταία ατάκα ενός δραματικού φινάλε. Αυτό είναι το συγκλονιστικό στον Μακ Ντόνα: από τον ακραίο νατουραλισμό εκτινάσσει το κείμενο στην ποίηση. Είναι πάντα απρόβλεπτος. Τώρα έχει σταματήσει να γράφει για το θέατρο και ασχολείται με τον κινηματογράφο. Είναι ταλαντούχος, προκλητικός, πετυχημένος και κούκλος! Τον καλέσαμε στην πρεμιέρα και θέλει πολύ να έρθει»…

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 – 11/01/2009

«Η βασίλισσα της ομορφιάς»

«Η βασίλισσα της ομορφιάς»

Η παράσταση σηματοδοτεί τη συνεργασία δύο καλλιτεχνών με ιδιαίτερη παρουσία στο θέατρο: της Νικαίτης Κοντούρη στη σκηνοθεσία και της Ναταλίας Τσαλίκη στον ρόλο της «βασίλισσας της ομορφιάς»

Το εξαιρετικό δραματικό έργο «Η βασίλισσα της ομορφιάς» (Martin McDonagh: The Beauty Queen of Leenane), του ιρλανδικής καταγωγής συγγραφέα Μάρτιν ΜακΝτόνα, ανεβαίνει στις 15 Ιανουαρίου στο θέατρο ΒΙΚΤΟΡΙΑ.

Η παράσταση σηματοδοτεί τη συνεργασία δύο καλλιτεχνών με ιδιαίτερη παρουσία στον θεατρικό χώρο: της Νικαίτης Κοντούρη στη σκηνοθεσία και της Ναταλίας Τσαλίκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν της «βασίλισσας της ομορφιάς».

Η ακραία γραφή, η εντυπωσιακή ρυθμολογία, το έντονο σασπένς και το διαβρωτικό χιούμορ είναι μερικά από τα ισχυρά θεατρικά στοιχεία που διατρέχουν τη σχέση δύο μοναχικών γυναικών σε μια επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας. Η Μητέρα και η Κόρη. Η κόρη να υπηρετεί την ανήμπορη μάνα και η μάνα να απαιτεί συνεχώς να την φροντίζουν και να την κανακεύουν. Όταν η μίζερη καθημερινότητά τους ανατρέπεται από την «εισβολή» ενός παλιού φλερτ της κόρης, αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση.

Η Μάνα είναι η δύναμη του κακού. Είναι ανικανοποίητη, δύστροπη, σκέφτεται συνεχώς τον εαυτό της, δεν ορρωδεί προ ουδενός. Θέλει να σβήσει την Κόρη από τον χάρτη, γιατί θέλει να έχει κάποιον να τη φροντίζει. Θέλει την Κόρη δούλα της. Πώς μπορεί η Κόρη που έχει φτάσει πια 40 ετών να πατάει σε στέρεο έδαφος, όταν η Μάνα δηλητηριάζει και τον αέρα που αναπνέει; Συμπεριφέρεται σαν μία έφηβη που δεν μπορεί να κόψει τον ομφάλιο λώρο. Εξαρτάται πολύ από τη μάνα. Δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει, παρόλο που κάποιες στιγμές κυριαρχεί η εντύπωση ότι θα ανοίξει την πόρτα και δεν θα ξαναγυρίσει. Όταν ανακαλύπτει, όμως, ότι η Μάνα έκοψε τις γέφυρες με τη μοναδική ελπίδα να αλλάξει τη ζωή της, εκεί πια γίνεται μαινάδα?

Αντοχές…
Το έργο -φαινομενικά ευανάγνωστο και αναγνωρίσιμο -, απαιτεί μεγάλες ψυχικές και σωματικές αντοχές. Οι δύο γυναίκες αλληλοσπαράσσονται με όλους τους δυνατούς τρόπους και οι δυο άντρες – αμήχανοι μπροστά στη σύγκρουση των δύο γυναικών- προσπαθούν να εξισορροπήσουν τις αρνητικές δυνάμεις που εκλύονται μέσα σε μια ατμόσφαιρα συνεχών αντιπαραθέσεων.

Το θέατρο «Βικτόρια» μετατρέπεται σε ιρλανδέζικη παμπ για τις ανάγκες της παράστασης. Στο φουαγιέ θα παίζει ζωντανή μουσική, ενώ στους θεατές θα προσφέρεται δωρεάν μπίρα McFarland.

Το έργο ανεβαίνει σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ, σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, σκηνικά-κοστούμια Γιώργου Πάτσα, σύνθεση ήχων και μουσική επιμέλεια Δημήτρη Ιατρόπουλου, φωτισμούς Λευτέρη Παυλόπουλου. Βοηθός σκηνοθέτη, η Σοφία Δερμιτζάκη. Video: Γιώργος Μιχελής. Η παραγωγή είναι των Γιάννη Μπέζου και Ναταλίας Τσαλίκη. Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 15 ετών.

Θέατρο ΒΙΚΤΟΡΙΑ Μαγνησίας 5 & Γ΄ Σεπτεμβρίου 119, Τηλ. Ταμείου: 210 8233125.

«Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ» ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ «ΒΙΚΤΩΡΙΑ»

Σχέσεις οικογενειακού αλληλοσπαραγμού

Του Γιώργου Δ. Κ. Σαρηγιάννη, ΤΑ ΝΕΑ: Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

μία σχση  αλληλοσπαραγμού

Το πρώτο έργο του Μάρτιν ΜακΝτόνα «Η βασίλισσα της ομορφιάς» ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη με τη Ναταλία Τσαλίκη και την Έρση Μαλικένζου.
Αν κάτι σας λέει το όνομα Μάρτιν ΜακΝτόνα μπορείτε να ανατρέξετε στην εξαιρετική ταινία της περσινής σεζόν «Αποστολή στην Μπριζ»- με Ρέιφ Φάινς, Κόλιν Φαρέλ, Μπρένταν Γκλίζον: ήταν ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της. Και όμως ο γεννημένος στην Αγγλία από Ιρλανδούς γονείς Μάρτιν ΜακΝτόνα από το θέατρο ξεκίνησε. Και το πρώτο του έργο το έγραψε, το 1996, στα είκοσι έξι του χρόνια. Μέσα σε οκτώ μέρες. «Η βασίλισσα της ομορφιάς» που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο την ίδια χρονιά, οπότε και ο Μάρτιν ΜακΝτόνα βραβεύτηκε από την Ένωση Κριτικών ως ο πλέον υποσχόμενος θεατρικός συγγραφέας, ανεβαίνει σε λίγες μέρες στην Αθήνα. Μία παραγωγή του Γιάννη Μπέζου και της Ναταλίας Τσαλίκη σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη με τη Ναταλία Τσαλίκη και την Έρση Μαλικένζου στους δύο κεντρικούς ρόλους.

«Η βασίλισσα της ομορφιάς» έκτοτε έχει παρουσιαστεί πολλές φορές ενώ ο ΜακΝτόνα τήρησε τις υποσχέσεις που έδινε: έδωσε για το θέατρο μέχρι το 2003 ακόμα έξι έργα που κατέταξαν τον συγγραφέα τους ανάμεσα στους καλύτερους της νέας γενιάς. Μετά ανακόπηκε η φόρα του στο θέατρο. Το 2006 τιμήθηκε με το Όσκαρ Ταινίας Μικρού Μήκους με Υπόθεση για την ταινία του «Έξι σκοπευτές» και στη συνέχεια, με την «Αποστολή στην Μπριζ», δείχνει να έχει στραφεί στον κινηματογράφο.

ΙΝFΟ: Από 15 Ιανουαρίου στο θέατρο «Βικτώρια» (Μαγνησίας 5, από 3ης Σεπτεμβρίου 119, τηλ. 210-8233.125). Εισιτήρια: 20, (φοιτητικό) 15 ευρώ.

Η σχέση δύο μοναχικών γυναικών – μάνας και κόρης- σε μία επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας είναι το θέμα του στο «Η βασίλισσα της ομορφιάς». Η ιδιόρρυθμη Μορίν (Ναταλία Τσαλίκη) υπηρετεί την ανήμπορη μάνα της, τη Μαγκ (Έρση Μαλικένζου), που απαιτεί συνεχώς να την κανακεύουν μία σχέση αλληλοσπαραγμού. Όταν η μίζερη καθημερινότητά τους ανατρέπεται από την «εισβολή» ενός παλιού φλερτ (Τάσος Γιαννόπουλος) της Μορίν και του νεαρού, αθυρόστομου αδελφού του (Κωνσταντίνος Γαβαλάς), αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση… Ζητώ από τις δύο πρωταγωνίστριες να μιλήσουν για τους ρόλους τους.

Ναταλία Τσαλίκη: «Τη Μορίν την κατανοώ και τη δικαιολογώ απόλυτα. Για έναν ηθοποιό που έχει ζήσει πράγματα στη ζωή του- και κάθε ηθοποιός οφείλει να αφεθεί να ζήσει καταστάσεις, να έχει εμπειρίες και να μην περάσει ξώφαλτσα από τη ζωή είναι ένα πολύ αναγνωρίσιμο πλάσμα. Το ότι έχει περάσει για ένα διάστημα από κάποιο ψυχοθεραπευτήριο δεν την κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους. Απλώς είναι πιο ενστικτώδης, χωρίς επιτήδευση. Ναι, είναι “διασαλευμένο” άτομο. Αλλά, εν δυνάμει, όλοι μας Μορίν δεν είμαστε; Όλοι μας, κάτω από κάποιες συνθήκες καταπίεσης, σε έναν κοινωνικό περίγυρο όπου ασφυκτιούμε, με αφορμή πληγές ή απογοητεύσεις, εύκολα μπορούμε να γίνουμε Μορίν».

Έρση Μαλικένζου: «Μάνα και κόρη ζούνε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, μέσα στη μιζέρια και σε μια αφόρητη μοναξιά. Και η μοναξιά αυτή, στη μάνα, η οποία θα πρέπει να έζησε μια κακή ζωή, έχει μετατραπεί σε μίσος προς την κόρη, αν και ζει γαντζωμένη πάνω της για να επιβιώσει είναι ανήμπορη και εξαρτημένη από τη Μορίν. Τη βασανίζει, δεν της επιτρέπει να αποκτήσει μία στοιχειώδη αυτοπεποίθηση, ραδιουργεί, είναι πονηρή, λέει ψέματα… Ένας ωμός άνθρωπος. Και το μίσος είναι αμοιβαίο: μία βίαιη σχέση». Το έργο ανεβαίνει σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ, με σκηνικά και κοστούμια Γιώργου Πάτσα, σύνθεση ήχων και μουσική επιμέλεια Δημήτρη Ιατρόπουλου, φωτισμούς Λευτέρη Παυλόπουλου.

«Κινητήριος μοχλός της κακίας»

Τη σκηνοθέτρια Νικαίτη Κοντούρη την ενδιαφέρει στο έργο «ο ακραίος τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένοι οι ρόλοι- οι τέσσερις χαρακτήρες». «Ειδικά η μορφή της μάνας», τονίζει, «είναι ο κινητήριος μοχλός αυτής της κακίας, αυτής της βίας αλλά και αυτής της απέραντης μοναξιάς. Πολύ σκληρό έργο! Αλλά οι ρόλοι είναι πρόκληση για τους ηθοποιούς».

«Αυτό συμβαίνει, κυρίως, στο πρόσωπο της Μορίν. Με το ένα πόδι σχεδόν στον νατουραλισμό, με το άλλο ζει σε φαντασιακό πεδίο. Είναι σαν διχασμένη. Ενώ συνδιαλέγεται μ΄ αυτή την καταπιεστική μητέρα που την εξωθεί στην πιο φρικτή πράξη και δεν είναι παρά ένα αδύναμο, λαβωμένο, εξαρτημένο παιδί, από την άλλη το παιδί αυτό καταφέρνει να ζει σε μία πραγματικότητα που φτιάχνει το ίδιο».

Ο ΜακΝτόνα αρχίζει από έναν σχεδόν νατουραλισμό αλλά μετά «φεύγει»…