Σαράντα δύο χρόνια την είχε στο συρτάρι του τη «Φρεναπάτη» του Πιέρ Κορνέιγ ο Δημήτρης Μαυρίκιος. Διάβασε το έργο, το αγάπησε, ολοκλήρωσε την έμμετρη μετάφρασή του. Εφτασε η στιγμή να το ανεβάσει και στο θέατρο. Το ιδιαίτερο κείμενο του γαλλικού κλασικισμού κάνει πρεμιέρα στις 20 του μηνός στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με βασικούς ερμηνευτές τους Χρήστο Λούλη, Εύα Κοταμανίδου, Εμιλυ Κολιανδρή, Γιάννη Βογιατζή, Γιώργο Γάλλο, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη κ.ά.
«Το αγάπησα σε πολύ τρυφερή ηλικία αυτό το έργο. Σ’ ένα φλεγόμενο Παρίσι, τον Μάη του ’68! Στο μάθημα θεατρολογίας του Ντορτ πρωτάκουσα για τη «Φρεναπάτη», η οποία ταίριαξε απόλυτα με την αγαπημένη μου τότε κραυγή του Αντρέ Ζιντ «Οικογένειες, σας μισώ»! Ηταν για μένα ένα είδος μυστικού συνθήματος. Ισως επειδή είχα μια σχέση λατρείας με τους γονείς μου και συνειδητοποιούσα τι θα έχανα αν μου είχαν αρνηθεί να ασχοληθώ μ’ αυτό που αγαπούσα -όπως συμβαίνει με τον πρωταγωνιστή του έργου Κλίνδορα», λέει ο σκηνοθέτης.
Τι τόσο γοητευτικό, όμως, έχει αυτό το κείμενο; «Κατ’ αρχάς το γεγονός ότι ένας ευαίσθητος μάγος υπερασπίζεται την τέχνη του θεάτρου απέναντι σ’ έναν… σκληρόκαρδο γονιό. Το παραμύθι, ο έρωτας -άλλοτε απολλώνιος κι άλλοτε διονυσιακός- η δίψα για ελευθερία, ο αντικομφορμισμός, η εξέγερση ενάντια στη γονική εξουσία, όλα αυτά με θέλγουν στη «Φρεναπάτη»».
Η αλήθεια, πάντως, είναι πως ο Κορνέιγ διαπραγματεύεται με μαεστρία διάφορα ζητήματα (το ερωτικό παιχνίδι, την περιπέτεια, τα όρια της πραγματικότητας με την ψευδαίσθηση). Κυρίως, όμως, στέκεται στις σχέσεις γονιών – παιδιών: Στο επίκεντρο μια συγκεντρωτική, συντηρητική και αυταρχική μητέρα που με τη στάση της εξώθησε το γιο της στη φυγή. Συγχρόνως, επειδή ανησυχεί, καταφεύγει σ’ έναν διάσημο μάγο για να τον βρει. Εκείνος της διηγείται την τυχοδιωκτική του ζωή, τις περιπέτειες που τον φέρνουν κοντά στο θάνατο αλλά και το γεγονός ότι πλέον είναι αφιερωμένος στο θέατρο.
- Ολέθριος ρόλος
«Ο Κορνέιγ παρουσιάζει ένα γονιό που στενοχωριέται τόσο με την είδηση ότι το παιδί του πέθανε, όσο και με το ότι έγινε ηθοποιός!», λέει ο Δημήτρης Μαυρίκιος. «Βέβαια, το 1635 είχες να πείσεις πολύ κόσμο ότι το θέατρο δεν είναι πράμα του σατανά. Από αυτή τη μεσαιωνική «θεατροφοβία» όλο και κάποιο κατάλοιπο φωλιάζει μέσα μας. Αρκεί να σκεφτούμε την αρνητική σημασία που συχνά έχουν οι λέξεις «θεατρίνος», «σκηνοθεσία», «υποκριτικός», ιδιαίτερα από στόματα πολιτικών… Η παράσταση καταγγέλλει κάθε είδους κατάχρηση εξουσίας και τον ολέθριο ρόλο πολλών σημερινών γονιών που αποφασίζουν για το επάγγελμα, τον τρόπο ζωής ή τους έρωτες του παιδιού τους, ερήμην των δικών του επιθυμιών, κλίσεων, ικανοτήτων».
Αυτό άραγε είναι και ένα στοιχείο που κάνει διαχρονικό ένα παλιό έργο; «Ενα παλιό κείμενο μπορεί να γίνει σημερινό, αν είναι σημερινοί οι κώδικες της παράστασης (γλωσσικός, δραματουργικός, υποκριτικός, αισθητικός κ.λπ.). Ενα έργο μοιάζει σύγχρονο αν ηθοποιοί και συντελεστές δεν διακατεχόμαστε από μια επιστημονικοφανή σεμνοτυφία συντηρητών έργων τέχνης ή, χειρότερα, από έναν επιδεικνυόμενο επαγγελματισμό εμπόρων αρχαιοτήτων. Δυστυχώς υπάρχουν, εν έτει 2010, κάποιοι που υποστηρίζουν ότι οι παραστάσεις οφείλουν να προσφέρουν αναπαλαιωμένα θεατρικά έργα. Χρέος κάθε δημιουργού είναι να σεβαστεί το πνεύμα κι όχι το γράμμα ή τους τύπους κάθε εποχής, αλλά και να μην καταντήσει συντηρητής -ή και αντικέρ- θεάτρου».
Δεν ήταν λίγες οι δυσκολίες της έμμετρης μετάφρασης -που επίσης επιμελήθηκε ο ίδιος. «Συνήθως τα νοήματα κι οι λέξεις ενός γαλλικού 12σύλλαβου στίχου μετά βίας χωράνε σ’ έναν ελληνικό 15σύλλαβο. Θα το πω πιο απλοϊκά: Για κάθε 60 λεπτά που αφιερώνει ένας Γάλλος ή ένας Αγγλος σε μια παράσταση Ρακίνα ή Σέξπιρ, ο Ελληνας πρέπει να αφιερώσει τουλάχιστον 75 ή 90 λεπτά αντίστοιχα! Κι αυτό γιατί στη θέση πολλών μονοσύλλαβων του πρωτοτύπου στοιβάζονται πολυσύλλαβες λέξεις, καθιστώντας το ελληνικό κείμενο μιας παράστασης κατά μισή ή και μία ώρα μεγαλύτερο. Επειδή η πυκνότητα είναι αρετή στο θέατρο και ο χρόνος του θεατή σεβαστός, προβληματίζομαι με το «άπλωμα» που θα προκύψει. Ο σκηνοθέτης δεν είναι ζωγράφος ή πεζογράφος που αφήνει τον αποδέκτη του έργου του να αποφασίσει για το χρόνο που θα αφιερώσει σ’ αυτό. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι μεγάλης διάρκειας παραστάσεις ή ταινίες μού δίνουν την εντύπωση «αρμένικης βίζιτας» ή υποχρεωτικού εκκλησιασμού».
* Τα σκηνικά επιμελήθηκε ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης, τα κοστούμια η Ελένη Μανωλοπούλου, τη μουσική ο Στάθης Σκουρόπουλος, τους φωτισμούς ο Λευτέρης Παυλόπουλος, τα βίντεο ο Χρήστος Δήμας. *
Της ΜΑΤΟΥΛΑΣ ΚΟΥΣΤΕΝΗ, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Επτά, Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010