Category Archives: Χειμωνάς Γιώργος

Η «Φαίδρα» του Χειμωνά στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

Η «Φαίδρα» του Γ. Χειμωνά ανεβαίνει ως θεατρικό στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

Εμπνευσμένη από την αισθητική και τις δυνατότητες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, η Θεατρική Λέσχη ανεβάζει στο Μουσείο τη νέα εκδοχή του θεατρικού (τραγωδία – όπερα) έργου του Γιώργου Χειμωνά «Φαίδρα – η κάθοδος στον Αδη του έρωτα».  Σκηνοθετεί ο Σπύρος Βαρχωρίτης, τα κοστούμια επιμελείται η Ιουλία Σταυρίδου και παίζουν οι Ευάγγελος Χρήστου, Χριστιάνα Καραμανίδου, Ανδρεάς Κουτσουρέλης. Η παράσταση ανεβαίνει από τις 22 έως τις 24 Οκτωβρίου, στις 20.30. Κρατήσεις θέσεων γίνονται καθημερινά (10.00-12.00) στο τηλ. 2310/ 830.538 (εσωτ. 217 και 402). Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.

Μήδεια ή το πάντρεμα του έρωτα με την τρέλα

  • Από τον Δήμο Μαρουδή
  • Ευριπίδη, Μήδεια, μτφρ.: Γιώργος Χειμωνάς, εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 83, ευρώ 10,55

Τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά της Μήδειας του Ευριπίδη διαβάσαμε πρόσφατα. Το κείμενο του Ευριπίδη δεν δείχνει να έχει γεράσει ούτε κατά μία μέρα. Η συγκεκριμένη μετάφραση χαρακτηρίζεται από μια αμεσότητα που ξαφνιάζει· δεν μπορώ να κρύψω το γεγονός πως σε κάποια σημεία έκλεισα το βιβλίο ιντριγκαρισμένος από την ιδιοφυή δραματική βιαιότητα του αρχαίου έλληνα τραγικού. Πέρα από οτιδήποτε άλλο το εν λόγω κείμενο θέτει μία σειρά, όχι μόνον από ερωτήματα, αλλά και από προβλήματα που δεν είναι εύκολο να απαντηθούν κατά τρόπο τελεσίδικο.

Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου. Η Μήδεια είναι κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, εγγονή του Ηλιου και ανιψιά της μάγισσας Κίρκης. Ο Ιάσονας συνάντησε τη Μήδεια κατά τη διάρκεια της αργοναυτικής εκστρατείας, χωρίς τη βοήθεια της οποίας δεν θα είχε σταθεί δυνατό να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας. Η Μήδεια για να τον ακολουθήσει και να του δώσει τη νίκη, όχι μόνο πρόδωσε και εγκατέλειψε τον πατέρα της, αλλά πήρε και ως όμηρο τον αδελφό του Αψυρτο, τον οποίο δεν δίστασε να σκοτώσει και να κομματιάσει. Η Μήδεια και ο Ιάσων τελικά πηγαίνουν να ζήσουν στην Κόρινθο και όλα αλλάζουν από τη στιγμή που ο Κρέοντας, ο βασιλιάς της Κορίνθου αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του Κρέουσα με τον Ιάσονα. Καθώς η οργή της Μήδειας αρχίζει να εκδηλώνεται, ο Κρέοντας την εξορίζει από την Κόρινθο, εκείνη όμως κατορθώνει να εξασφαλίσει προθεσμία μίας ημέρας. Σαν κίνηση συμφιλίωσης, η Μήδεια στέλνει στην Κρέουσα φόρεμα, στολίδια και κοσμήματα που τα έχει πρωτύτερα βουτήξει στο δηλητήριο, ξεκινώντας μ’ αυτή της την πράξη την εκδίκησή της απέναντι στον Ιάσονα που την έχει απατήσει με την Κρέουσα. Οταν η Κρέουσα παίρνει το δώρο της Μήδειας πεθαίνει με φριχτούς πόνους από το δηλητήριο, μαζί της, δε, πεθαίνει και ο Κρέοντας και το παλάτι παίρνει φωτιά. Επειτα, η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της πραγματοποιώντας τις εκδικητικές απειλές της απέναντι στον Ιάσονα. Στο τέλος, εμφανίζεται σε ιπτάμενο άρμα με φτερωτά άλογα -δώρα του προπάππου της Ηλιου- και κατευθύνεται προς την Αθήνα.

Η Μήδεια δεν εμφανίζεται μέσα από τον μύθο σαν ένα άτομο σκληρό και άτεγκο. Αναφέρεται, μάλιστα, πως εναντιώνεται στον πατέρα της Αιήτη, όταν εκείνος προσπαθεί να εξαντλήσει τη σκληρότητά του στους ξένους που φτάνουν στον τόπο του. Από την άλλη πλευρά, ο Ευριπίδης, σύμφωνα πάντα με τις αποφάνσεις του Αριστοτέλη στην Ποιητική, εστιάζει στον τόπο και στον χρόνο του δράματος, ξεκόβοντας τη φιγούρα της Μήδειας από το μυθολογικό πλαίσιο. Η Μήδεια του Ευριπίδη είναι μια γυναίκα που ενεργεί υποκινούμενη αποκλειστικά από έρωτα· από τον έρωτά της προς τον Ιάσονα.

Σε αντίθεση με τη φιγούρα της Μήδειας, η οποία είναι εκτενώς και αριστοτεχνικά σχεδιασμένη, για τον Ιάσονα δεν έχουμε, εμφανώς τουλάχιστον, πολλά στοιχεία που να μας πληροφορούν για τον χαρακτήρα του. Εμφανίζεται, πάντως, αναμφίβολα αλαζονικός, τη στιγμή που τον βλέπουμε να λέει στη Μήδεια πως εκείνη θα έπρεπε να τον ευγνωμονεί γιατί την πήρε από τον βαρβαρικό τόπο όπου ανήκε και την έφερε στον πολιτισμό. Αυτά τα λόγια του Ιάσονα, που θίγουν τη Μήδεια ανεπανόρθωτα, φέρνουν στο φως τη σύγκρουση δύο εκ βάθρων διαφορετικών χαρακτήρων. Καθώς ο εγωισμός του Ιάσονα τονίζει με τον ιδανικότερο τρόπο τη γυναικεία προσωπικότητα, που είναι έτοιμη να θυσιάσει ό,τι πιο αγαπητό σ’ αυτήν υποκινούμενη μόνο και μόνο από έρωτα που έχει μετατραπεί σε μίσος, η Μήδεια σκιαγραφείται σαν μια μορφή που εκφράζεται αποκλειστικά σχεδόν μέσα από τον φόνο: παλαιότερα διέπραξε φόνο, θέλοντας να βοηθήσει τον αγαπημένο της σύζυγο, τώρα είναι έτοιμη να σκοτώσει τα ίδια της τα παιδιά -που είναι και παιδιά του Ιάσονα-, έχοντας πρωτύτερα δολοφονήσει την Κρέουσα, με σκοπό να εκδικηθεί τον άνθρωπο που την πλήγωσε τόσο. Εν τούτοις, η Μήδεια δεν είναι με τίποτα η βάρβαρη και σκληρή πριγκίπισσα που πραγματοποιεί αδίστακτα αγριότητες, σύμφωνα με τις πρωτόγονες παραδόσεις του τόπου της, η Μήδεια είναι μια γυναίκα ερωτευμένη και αυτή της η ιδιότητα είναι τόσο ιδιαίτερη που την κάνει να ξεκόβει από το γένος των ανθρώπων.

Κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ο αυστριακός ψυχίατρος Καρλ Γκουστάβ Γιουνγκ διατύπωσε τη θεωρία του «συλλογικού ασυνείδητου», μια θεώρηση καινοτόμο απέναντι σ’ αυτήν της libido του δασκάλου του Σίγκμουντ Φρόυντ, θεώρηση που, πέρα από οτιδήποτε άλλο, πατά γερά στις ανορθολογικές παραμέτρους της ευρωπαϊκής παράδοσης καθώς και στην κληρονομιά ενός σκοτεινού Μεσαίωνα. Σύμφωνα με τον Γιουνγκ, το κομμάτι της άνιμα (στον ψυχισμό του άνδρα) και του άνιμους (στον ψυχισμό της γυναίκας) δεν εξαντλούν το απύθμενο βάθος, την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής, καθώς υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο μια «σκοτεινή περιοχή», η «σκιά», περιοχή στην οποία οφείλονται όλες οι ακραίες πράξεις του ανθρώπου, καθώς και οι δεύτερες σκέψεις του· καθώς δίπλα στο συνειδητό και ορατό από όλους «Εγώ» υπάρχει ένα δεύτερο «Εγώ», που σκέφτεται «ό,τι πιο πρόστυχο και αηδιαστικό» (Γιουνγκ), ο άνθρωπος είναι ικανός ακόμα και για τις ειδεχθέστερες πράξεις σε περίπτωση που η σκιά αναγκαστεί να εκφραστεί ανεξέλεγκτα.

Αν πούμε πως η Μήδεια, τη στιγμή που σκοτώνει τα αγαπημένα της παιδιά αποκλειστικά και μόνο για να εκδικηθεί τον Ιάσονα, δρα ενεργώντας σύμφωνα με τα προστάγματα τούτου του σκοτεινού κομματιού της ψυχής της, εξαντλούμε άραγε το ερώτημα του πώς κατέστη δυνατή μια τέτοια φρικτή και εξωανθρώπινη πράξη;

Η πραγματικότητα της τρέλας ανέκαθεν υπήρξε για τον άνθρωπο μια συνθήκη που τον σαστίζει, μια πραγματικά «οριακή κατάσταση», όπως θα ‘λεγε ο Γιάσπερς. Η κατάσταση της ψύχωσης -της σχιζοφρένειας, στις ακραίες της μορφές- όπως την κωδικοποιεί η σύγχρονη Ψυχιατρική, είναι μια κατάσταση τόσο ανοίκεια σε όλους μας όσο και οικεία, επίφοβη και συνάμα εξοβιλιστέα από τον πολιτισμένο κόσμο. Είναι παρούσα στην τέχνη όσο και στα θεμέλια της λογοκρατούμενης σκέψης μας – ετούτη η «παρέκκλιση» από το «φυσιολογικό» είναι επίσης παρούσα σε όλες τις ακραίες ανθρώπινες εκδηλώσεις. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Μετέχει της τρέλας η πράξη της Μήδειας να σκοτώσει τα παιδιά της; Το αδιαμφισβήτητο πάντως είναι πως ο έρωτας σ’ αυτήν την περίπτωση «ξεκλειδώνει» την πόρτα για την Αβυσσο, κινητοποιεί και αποκωδικοποιεί εξωανθρώπινα σκοτεινές πραγματικότητες. Ή μήπως πάρα πολύ ανθρώπινες;

Καθώς το μοτίβο της θανάτωσης «του ίδιου του παιδιού» κάποιου ανθρώπου θα ξαναφανεί στις όψιμες Βάκχες, όπου η Αγαύη διαμελίζει τον ίδιο της τον γιο κάτω από το κράτος διονυσιακής μανίας, ο Ευριπίδης εμφανίζεται ως ο κατ’ εξοχήν ανατόμος όσο και χαρτογράφος των ανθρώπινων άδυτων, τη στιγμή που θέτει ρητά την προβληματική του μέσα από τα κριτήρια του «ορίου» αλλά και του «μέτρου», μιλώντας ως τραγικός ποιητής με καθήκον, θα λέγαμε, γιατρού ενός κοινού που θα προβληματιστεί διά μέσου των αιώνων. Μήπως αυτό ακριβώς το τρελό κομμάτι που κάνει τη Μήδεια να υπερβεί τα όρια του ανθρωπίνως ανεκτού, δεν είναι ό,τι την κάνει να μας είναι τόσο οικεία και τελικά τόσο ανθρώπινη;

Ποια είναι τελικά η θέση της τρέλας στην, ούτως ή άλλως, τόσο τρικυμισμένη ανθρώπινη ψυχή; Ποια είναι «η περιοχή» από την οποία μιλά, στην ανθρώπινη πράξη η τρέλα, την κάθε φορά που πραγματοποιείται ένας αποτρόπαιος φόνος;

Η Μήδεια έχοντας περάσει μέσα από όλα τα επίπεδα του τραγικού όσο και από όλα τα στάδια του «ανθρωπίνως ανεκτού», εμφανίζεται, μετά τον φόνο, στον Ιάσονα πάνω σ’ ένα άρμα με ιπτάμενα άλογα -δώρο τούτο του προπάππου της Ηλιου- έχοντας αποσπαστεί για πάντα από τον χώρο των ανθρώπων, δαίμονας μεταξύ των δαιμόνων, αιώνιο σύμβολο της μέχρι θανάτου ερωτευμένης γυναίκας.

  • Βιβλιοθήκη, Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Παραστάσεις και τραγούδια για τον Γιώργο Χειμωνά

Δέκα χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Χειμωνά (2000-2010) κλείνουν φέτος και το Φεστιβάλ Φιλίππων-Καβάλας τον τιμά με σειρά εκδηλώσεων. Από τις κορυφαίες, το κείμενο που έγραψε η σύζυγός του Λούλα Αναγνωστάκη και το ερμηνεύει η Ρένη Πιττακή σε μορφή θεατρικού αναλογίου, με τίτλο «Ο Γιώργος ως Αμλετ». Παράλληλα, ανεβαίνει η παραγωγή «Ο Αμλετ του Γιώργου Χειμωνά… Τίποτα από μένα δεν φαίνεται», ενώ ο Θάνος Μικρούτσικος στη συναυλία του παρουσιάζει έργα του αφιερωμένα στον Γιώργο Χειμωνά, αλλά και τραγούδια που του άρεσαν.

Η Ρένη Πιττακή θα ερμηνεύσει το θεατρικό αναλόγιο «Ο Γιώργος ως  Αμλετ»

Η Ρένη Πιττακή θα ερμηνεύσει το θεατρικό αναλόγιο «Ο Γιώργος ως Αμλετ»

Ωστόσο, το Φεστιβάλ, στον δεύτερο χρόνο, για σχεδόν δύο μήνες (1η Ιουλίου έως 27 Αυγούστου), υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Θοδωρή Γκόνη, ανοίγεται, διακινδυνεύει, προσκαλεί. Θέατρο, χορός, μουσική. Δύο μεγάλες και πέντε μικρότερες παραγωγές σημαντικών καλλιτεχνών, ειδικά σχεδιασμένες για το Φεστιβάλ.

Συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τα ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, Κομοτηνής, Σερρών, μετακλήσεις, φιλοξενίες, συναυλίες και παράλληλες εκδηλώσεις. «Φέτος ο ορίζοντας ανοίγει, μεγαλώνει, υψώνεται. Με άλματα, με έλικες, με σπείρες, με τον Χειμωνά, τον Παπαδημητρακόπουλο, την Αναγνωστάκη, τον Εγγονόπουλο, τον Αμλετ, τον Βορρά», υπογραμμίζει ο Θοδωρής Γκόνης.

Από τις εκδηλώσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο «Βορράς», όπου πέντε συγγραφείς με βόρεια καταγωγή συνυπάρχουν με ξεχωριστά κείμενα, γραμμένα ειδικά για τη συγκεκριμένη παράσταση. Πρόκειται για τον προσωπικό εσωτερικό βορρά του καθενός, αλλά και για τις εμμονές και τους προβληματισμούς που θα μπορούσε να προκαλέσει ένας τέτοιος γεωγραφικός προσανατολισμός.

Ο αντιφατικός Γιώργος Χειμωνάς μέσα από τα μάτια της συντρόφου του

  • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Ο Γιώργος Χειμωνάς. Ο «άλλος» Γιώργος. Ο αντιφατικός. Ο άγρυπνος. Ο κατάχλομος. Ο «ακροατής αλλοπρόσαλλων ραδιοφωνικών εκπομπών στη διαπασών». Ο Γιώργος Χειμωνάς που σήμερα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, φέρνει στο φως η σύντροφός του Λούλα Αναγνωστάκη μ’ ένα απρόσμενο de profundis θεατρικό κείμενο που συνέγραψε κι ολοκλήρωσε απνευστί στις 28 Φεβρουαρίου.

Τα πορτρέτα του Γιώργου και του Θανάση Χειμωνά σήμερα στο σπίτι της  Λ. Αναγνωστάκη

Τα πορτρέτα του Γιώργου και του Θανάση Χειμωνά σήμερα στο σπίτι της Λ. Αναγνωστάκη

Και στις 2 Αυγούστου θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Φιλίππων-Καβάλας, το οποίο προέβλεψε, χάρη στον Θοδωρή Γκόνη, για τη δεκάχρονη επέτειο ειδικό αφιέρωμα στον κορυφαίο Ελληνα ψυχίατρο, πεζογράφο και μεταφραστή.

Το κείμενο της Λούλας Αναγνωστάκη είναι η αφορμή που συναντιόμαστε σπίτι της. Κάθεται ήρεμη. Περιστοιχισμένη από φωτογραφίες και ζωγραφικά πορτρέτα του Γιώργου Χειμωνά και του γιου τους, Θανάση.

Στα κομοδίνα, σκόρπια πορτρέτα του Στρίντμπεργκ, του Τσε Γκεβάρα, του Μπέκετ, αλλά και του Θανάση, όταν ήταν παιδάκι. Μέσα σε καδράκια, σε προβεβλημένη θέση, βρίσκονται η μορφή του Ντοστογιέφσκι και το πορτρέτο του Σέξπιρ.

Φορά μακριά, ανάλαφρη, σκουρόχρωμη ρόμπα και μια υποψία από κραγιόν. Φυσικά, τα vintage κοκάλινα γυαλιά ηλίου της. Ενα μπαστούνι στέκεται στην άκρη του καναπέ. Ενα κάταγμα, με πληροφορεί, την υποχρέωσε σε έξι μήνες κατ’ οίκον περιορισμό. «Δεν θέλω όμως πλέον να βγαίνω έξω», λέει. Παρακολουθεί ωστόσο με ζέση την επικαιρότητα, την επέλαση του ΔΝΤ, το σπαραγμό της Αριστεράς. «Βλέπω το δελτίο των οκτώ. Τα πράγματα στην Ελλάδα είναι τραγικά. Πήρε την κατηφόρα… Αλλά πεθαίνει ποτέ η Ελλάδα;».

Αναζητεί τα τσιγάρα της. Το πάθος του καπνίσματος με τα χρόνια δεν υποχώρησε. Στο ενδιάμεσο τσιμπολογά σοκολατάκια και ζαχαρωτά. Με παροτρύνει να δοκιμάσω. Και να ξαναδώ ένα από τα πιο γνωστά πορτρέτα του Γ. Χειμωνά. «Είναι κουρασμένος, νυσταγμένος εδώ», διαπιστώνει με τρυφερότητα. «Δεν είναι όμορφος;», ρωτά το αυτονόητο.

Υστερα από πολλά χρόνια ξαναέγραψε η Λούλα Αναγνωστάκη για τη θεατρική σκηνή. «Δεν θέλω να ξαναγράψω όμως. Δεν μπορώ. Δεν βλέπω. Και το χέρι μου δεν είναι σταθερό. Ποτέ δεν έγραψα με γραφομηχανή. Πάντα με το χέρι», με προκαταλαμβάνει, ενώ προσπαθεί να γράψει σ’ ένα χαρτί το όνομα του Θοδωρή Γκόνη. Για το χατίρι του, άλλωστε, έκανε τη μεγάλη εξαίρεση και κάθησε να συγγράψει ένα θεατρικό κείμενο, με τη μορφή διττού μονολόγου, για τον σύντροφό της. Τίτλος του: «Ο Γιώργος ως Αμλετ». Ποτέ ώς σήμερα δεν είχε διανοηθεί η Λούλα Αναγνωστάκη να γράψει κάτι για τον Χειμωνά: «Ούτε τον καιρό που μπορούσα. Γιατί ο Γιώργος είναι αυτό που είναι. Δεν μπορεί να τον πιάσει κανένας. Μόνο στα γραπτά του. Μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτόν μόνο φανταστικά. Επρεπε να αρκούμαι, δηλαδή, πάντα σ’ αυτά που ξέρω. Δεν μπορούσα να ψάχνω. Γιατί ο Γιώργος δεν ήταν καλός, δεν ήταν κακός, δεν ήταν σπουδαίος. Ηταν κάτι άλλο. Ηταν το «άλλο»».

Κι όμως. Ο «Γιώργος ως Αμλετ» τής βγήκε πολύ εύκολα. «Χωρίς βάσανο», διευκρινίζει. «Πάντα μου βγαίνανε εύκολα τα κείμενα. Ή μπορώ ή δεν μπορώ», αποκαλύπτει.

Το θεατρικό έργο, μια σκηνική αυτοβιογραφία, στην πραγματικότητα ένα σπάνιο ντοκουμέντο για τον άγνωστο, πάσχοντα Χειμωνά στις 2 Αυγούστου θα παρουσιαστεί, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Φιλίππων, στους κήπους του Ιμαρέτ της Καβάλας. Ο Θοδωρής Γκόνης θα σκηνοθετήσει τη μία και μοναδική ερμηνεύτριά του. Οχι τυχαία, επέλεξε μια ηθοποιό που γνωρίζει όσο λίγες, χάρη στον Κάρολο Κουν, τις δραματουργικές «θερμοκρασίες» της Αναγνωστάκη: τη Ρένη Πιττακή.

«Εχω θαυμάσει τη Ρένη να παίζει ηρωίδες της Λούλας. Δεν μπορούσε να λείπει απ’ το αφιέρωμα στον Χειμωνά», τονίζει ο άνθρωπος που ενεπνεύσθη τη νέα συνάντηση των δύο μεγάλων κυριών του ελληνικού θεάτρου. «Υπάρχει η Ρένη. Κι όταν υπάρχει μια Ρένη, που έχει πει και ένα κείμενο δικό μου, όπως «Ο Ουρανός κατακόκκινος», το οποίο δεν μπορεί να το πει οποιοσδήποτε ηθοποιός, είναι αλλιώς!», διαπιστώνει με ανακούφιση η συγγραφέας.

Η Λούλα Αναγνωστάκη στο «Ο Γιώργος ως Αμλετ» δεν φοβάται την αυτοέκθεση. Εμφανίζεται η ίδια στη σκηνή, την ενσαρκώνει η Ρένη Πιττακή. «Είναι ένα κείμενο στο οποίο συνομιλώ με μια νύμφη, τη Ρένη. Η Ρένη υποδύεται, όμως, κι εμένα. Εγώ και η νύμφη συζητάμε για τον Γιώργο. Είναι δηλαδή σαν να συνομιλώ με τον ίδιο τον εαυτό μου», διαφωτίζει για το έργο της.

Δεν λείπουν οι σκηνικές οδηγίες. «Η Ρένη αρχίζει να μιλάει ονειρικά», γράφει η Λ. Αναγνωστάκη. «Επειτα αλλάζει τελείως το ύφος, γίνεται συγκεκριμένη. Κάθεται σε μια άκρη της σκηνής, βάζει εσάρπα, παίρνει ένα τελείως απλό ύφος και είναι σαν να απαντήσει σε ερωτήσεις. Φράσεις κοφτές σαν να διακόπτουν το όνειρο, σαν να λέγονται από κάποιον άλλο, κι ας είναι πάλι από τη Ρένη».

Η Ρ. Πιττακή δεν θα αναφέρεται, τόσο ως Νύμφη όσο και ως Λούλα Αναγνωστάκη, στον Χειμωνά, επιστήμονα και συγγραφέα. Θα συζητεί με τον εαυτό της για τον άγνωστο άνδρα πίσω από τις «δημόσιες» ιδιότητες. Εστιάζοντας, μάλιστα, σε μια συγκεκριμένη ποιότητα της προσωπικότητάς του. «Μιλώ για τον Γιώργο ως έναν άνδρα εξαιρετικά αντιφατικό», αποσαφηνίζει η Λούλα Αναγνωστάκη. «Γιατί αυτό ήταν ο Γιώργος. Ολο αντιφάσεις. Μέσα του ήταν φυσικά πάρα πολύ βέβαιος γι’ αυτό που έγραφε, αφού έκανε τον κόπο να το γράψει. Αλλά είχε φοβερές αντιφάσεις.

Συζητούσαμε καθημερινά πράγματα. Σπάνια γινόμασταν ισότιμοι συνομιλητές. Ο Γιώργος δεν μιλούσε με κανέναν. Οταν μιλούσε σε κάποιον επί ώρες, αργότερα μετάνιωνε».

Η Λ. Αναγνωστάκη ζήτησε απ’ τον Θοδωρή Γκόνη το κείμενό της να διαδέχεται μια ανέκδοτη, αχρονολόγητη επιστολή, που της έστειλε ο Χειμωνάς την περίοδο που έγραφε τον «Γιατρό Ινεότη». Και η παράσταση να «κλείνει» με απόσπασμα απ’ την αρχή του «Μυθιστορήματός» του. Ο Γ. Χειμωνάς παροτρύνει στην επιστολή τη Λ. Αναγνωστάκη: «Λοιπόν, να φανταστείς μια φιγούρα σκοτεινή (…) κυκλοφορεί παντού. Ανάμεσα στους άλλους, επιθετικός, λυπημένος, αμφιθυμικός, γεμάτος τύψεις, αφού αυτός είναι που θα τους παρασύρει στον χαμό, κάτι σαν αντεστραμμένος Μεσσίας. «Εχω το όριο», τους φωνάζει. Κάτι σαν ψυχαναγκασμός». *

  • «Τι φόρεμα θέλεις, Λούλα, να φορέσω;»

Δεύτερη επίσκεψη στην Καψάλη 1, στο σπίτι της Λούλας Αναγνωστάκη. Στην πρώτη κοινή συνάντησή της με όλη την ομάδα τού «Ο Γιώργος ως Αμλετ». Τον σκηνοθέτη Θοδωρή Γκόνη και την πρωταγωνίστρια Ρένη Πιττακή. Κοιτάζουν μαζί το κείμενο και συζητούν για τις δυο «διαστάσεις» του αλλά και τις δια-κειμενικές «εμβολές» τού Χειμωνά. «Τα κείμενά του είναι σαν υποδείξεις υποκριτικής. Είναι σαν να σκηνοθετεί», παρατηρεί ο Θ. Γκόνης.

Ρένη Πιττάκη, Θοδωρής Γκόνης και Λούλα Αναγνωστάκη στην πρώτη  ανάγνωση του θεατρικού τής τελευταίας

Ρένη Πιττάκη, Θοδωρής Γκόνης και Λούλα Αναγνωστάκη στην πρώτη ανάγνωση του θεατρικού τής τελευταίας

Η Ρένη Πιττακή ρωτά απ’ την πρώτη στιγμή λεπτομέρειες όπως «Τι φόρεμα θέλεις, Λούλα, να φοράω;». Η συγγραφέας δεν απαντά. Δεν έχει ακόμη «εικόνα». Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι θέλει να επιλέξει η ίδια τις μουσικές της παράστασης. «Αγαπώ τη μουσική του Μεσοπολέμου», λέει. «Και φυσικά το ροκ».

«Υπάρχει μια συγγένεια μες στον χρόνο», παραδέχεται λίγο αργότερα η Ρ. Πιττακή για τη σχέση της με τη Λ. Αναγνωστάκη, που ξεκινάει την περίοδο της χούντας. «Υπάρχει μια συγγένεια και με τις γυναίκες της».

Πρωτοσυναντήθηκαν στην παράσταση «Αντώνιος ή το μήνυμα» το ’72. Ενώ η Αναγνωστάκη είχε μιλήσει στην ηθοποιό για τον ρόλο της, φιλενάδες έγιναν αργότερα, στη «Νίκη» το ’78. «Η «Νίκη» ήταν για μένα σταθμός. Ηταν και έργο-σταθμός», αποκαλύπτει η Πιττακή. «Μέχρι τότε έκανα ντάμες, ευγενείς κυρίες. Εδώ έπρεπε να υποδυθώ μια λαϊκή γυναίκα, τη Βάσω. Αλλά λαiκιά με τον τρόπο της Λούλας, όχι με την μπουγαδοκοφίνα». Το ’87 ήρθε ο «Ηχος του Οπλου». «Ηταν αξέχαστο και το «Ταξίδι μακριά» το ’95. Και μετά το 2003 το «Σε εσάς που με ακούτε»». «Το έργο που αγαπώ περισσότερο απ’ όλα όσα έγραψα», αποκαλύπτει η Λούλα Αναγνωστάκη.

Τελευταία συνάντηση της πρωταγωνίστριας με τη δραματουργία της Αναγνωστάκη ήταν ο μονόλογος «Ουρανός Κατακόκκινος», το 2008, στο Φεστιβάλ Αθηνών. «Είναι ένας μονόλογος που θέλω να επαναλάβω», προσθέτει η Ρ. Πιττακή. «Είμαι πραγματικά ευτυχισμένη με αυτά τα κείμενα. Μ’ αυτές τις γυναίκες. Αυτά τα τέρατα. Γιατί οι γυναίκες της Λούλας είναι άγγελοι και τέρατα μαζί. Τα έχουν όλα. Τις νομίζεις λεπτεπίλεπτες, φευγάτες και ευαίσθητες, αλλά συγχρόνως είναι εντελώς γειωμένες. Πρόσωπα αντιφατικά !».

  • «Η έντασή του μου προκαλούσε πανικό»

«Ο Γιώργος ψάχνει. Δεν μπορεί να βρει, δεν ξέρει πού κινείται, πού υπάρχει. Και την άλλη στιγμή έχει μια σιγουριά τρομερή, βρίσκει κάτι και πάλι χάνει δρόμο. Εχει μια διαρκή ανυπομονησία.

Δεν μπορούσε να σταθεί πολύ σε έναν χώρο. Ηθελε να με βλέπει ήρεμη. Αυτό φαντάζομαι τον ηρεμούσε κι εκείνον. Γενικά με τρόμαζε η ένταση που πάντα είχε. Ακόμη και στις ήρεμες στιγμές του αισθανόμουν αυτή την ένταση. Κάποιες φορές μού προκαλούσε πανικό. Είναι μόνος μέσα στο απέραντο δάσος. Προχωράει. Εικόνες παρουσιάζονται μπροστά του: γυναίκες, άντρες. Γυναίκες ωραίες, εκτυφλωτικά ωραίες. Και λίγο πιο πέρα, εκτυφλωτικά άσχημες που του φαίνονται το ίδιο, την ίδια αίσθηση του δίνουν. Οι άντρες: βασιλιάδες χρυσοί. Και την άλλη στιγμή, σπασμένοι.

(…) Ο Γιώργος στο ιατρείο περνούσε πολλές ώρες, γιατί εκεί έγραφε κιόλας. Δεν έγραφε ποτέ στο σπίτι (…) Τα χρόνια στο Παρίσι τα ζήσαμε με πολλά σκαμπανεβάσματα, όπως και στην Αθήνα/ Ο Γιώργος – Αμλετ με υπέροχα ρούχα βασιλικά. Και την επόμενη στιγμή είναι δούλος και έχει συναίσθηση της δουλειάς αυτής. Μένει βασιλιάς ώς το τέλος, αλλά μόνος παίζει το παιχνίδι και αλλάζει ρόλους που τους αισθάνεται. Η συνείδησή του δεν τον αφήνει ήσυχο. Και προχωράει. Και μ’ αυτό ζει.

Θα σας αποκαλύψω κάτι: Ο ήρωας στην «Κασέτα» έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Γιώργο. Μπορεί να είναι ένα αγράμματος οικοδόμος, με παράλογες εμμονές, αλλά αποτυπώνει σε μια κασέτα την αξίωση της αυθεντικής ύπαρξης. Συμπίπτει με την αναζήτηση του μεγέθους που είχαν οι ήρωες του Γιώργου.

Και μια στιγμή πιστεύει ότι μπορεί να διοικεί αυτό το πλήθος, να το κάνει δικό του και είναι ευτυχής. Κι έπειτα, την ίδια στιγμή, χάνει τον δρόμο και πάλι ψάχνει.

Για ένα διάστημα τριγυρνούσε χαρούμενος με παρέες. Αλλά αυτή η φάση δεν κρατούσε πολύ. Απότομα όλα κόβονταν και, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, έπεφτε σε μια παράξενη μελαγχολία. Μαύρη μελαγχολία κι έμενε κλεισμένος στο δωμάτιό του κι άκουγε αλλοπρόσαλλες εκπομπές στο ραδιόφωνο στη διαπασών. Το ξημέρωμα τον έβρισκε άγρυπνο και κατάχλωμο σε μιαν άκρη της κουζίνας να πίνει καφέδες. «Είναι σαν να βρίσκομαι πάλι στο μηδέν», μου είχε εκμυστηρευτεί κάποτε, κι η φωνή του έβγαινε βραχνή. Επειτα όμως κι αυτή η φάση τελείωνε κι ένα ωραίο πρωί το εμπάργκο σταματούσε και παρουσιαζόταν μπροστά μας φρέσκος και λαμπερός. «Ετοιμαστείτε» έλεγε, «απόψε έχουμε έξοδο».

Αγρυπνος προπαντός ζει και κανένας δεν πρέπει να μάθει τι είναι στην πραγματικότητα. Και συνεχίζει να ψάχνει να βρει ένα φως που σε λίγο με το γραφτό του ξανακερδίζει».