Category Archives: Τσορτέκης Γιάννης

Εργο του Κανιάρη «ανεβαίνει» στη σκηνή

  • «ΠΡΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΙΝ…», ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΔΩΡΕΑΝ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

  • Ο Βλάσης Κανιάρης ζούσε στο Βερολίνο όταν δημιούργησε τους «Μετανάστες», τα έργα-εγκαταστάσεις μεγάλων διαστάσεων που περιόδευσαν ανά την Ευρώπη τη διετία 1975-76. Δεν ήταν καθόλου τυχαία η επιλογή του.

Το  έργο του Κανιάρη και οι δύο βουβοί ηθοποιοί, Δαυίδ Μαλτέζε και Ελευθερία  Ρουσάκη

Το έργο του Κανιάρη και οι δύο βουβοί ηθοποιοί, Δαυίδ Μαλτέζε και Ελευθερία Ρουσάκη Ο Κανιάρης «εικονογραφούσε» τους συμπατριώτες του, που εγκατέλειπαν την πατρίδα από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και εξής για να δουλέψουν, συνήθως κάτω από άθλιες συνθήκες, ως ανειδίκευτοι εργάτες στις βιομηχανίες των αναπτυγμένων χωρών του Βορρά, και κυρίως στη Γερμανία. Εκπατρισμένος και ο ίδιος για χρόνια, θα πρέπει να ένιωθε πολύ κοντά τους.

Τα έργα σήμερα είναι πολύ γνωστά και πολυταξιδεμένα. Ανδρείκελα από σύρμα, συνήθως ακέφαλα και κάποτε χωρίς καθόλου στέρνο, σε φυσικό μέγεθος, ντύθηκαν με τα τριμμένα ρούχα και παπούτσια των μεταναστών, κράτησαν τις βαλίτσες της ανέχειάς τους. Η οξεία κριτική του απέναντι στην κοινωνία, όπως διαμορφωνόταν, στη μεταπολεμική Ευρώπη αποδεικνύεται σήμερα αποκαλυπτικά προφητική.

Μέσα σ’ αυτά τα βουβά περιβάλλοντα, ο θεατής μπορούσε να περιπλανηθεί ελεύθερα, να ταυτιστεί με τα άτομα που είχαν εμπλακεί σε μια ιστορική εξέλιξη, την οποία δεν ήλεγχαν. Διαμορφώνοντας μια πραγματικότητα μέσα στην πραγματικότητα, ο Κανιάρης μετέτρεψε τα απορρίμματα σε ιστορική μνήμη και ελπίδα.

Το έργο του «Ανθρωπος με ποδήλατο», από την ενότητα «Μετανάστες ή Φιλοξενούμενοι Εργάτες» του 1973, «πρωταγωνιστεί» απόψε και αύριο στη σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Αποτελείται από μια ανδρική φιγούρα σε φυσικές διαστάσεις, χωρίς κεφάλι. Στα χέρια του, που είναι ακουμπισμένα πίσω, κρατά μια εφημερίδα. Ενώ μπροστά του έχει ένα παλιό τσακισμένο ποδήλατο και μια σακούλα με χρώματα και λαδομπογιές.

Δύο πρόσωπα, ο ένας μετανάστης και η άλλη ξεναγός, συνυπάρχουν με το έργο του κορυφαίου Ελληνα εικαστικού και, βουβοί και οι ίδιοι σαν κι αυτό, εκφράζουν «σωματικά την ανάγκη και την αγωνία τους, διεκδικούν να «παραμείνουν…», να «φιλοξενηθούν…», να «εγκατασταθούν…»», όπως εξηγεί ο καλός ηθοποιός Γιάννης Τσορτέκης που είχε τη σύλληψη, ανέλαβε τη δραματουργική επεξεργασία και συν-σκηνοθετεί την εγκατάσταση-περφόρμανς με τον χορογράφο Φώτη Νικολάου.

Αρχικά, η ιδέα προοριζόταν για το φεστιβάλ Puzzle της Αθήνας, που εμπλέκει και αφορά κατά προτεραιότητα μετανάστες. Ομως το φεστιβάλ ακυρώθηκε, ευτυχώς όχι και η εγκατάσταση-περφόρμανς «Προς εγκατάστασιν…», όπως τιτλοφορείται αυτό το «δημόσιο έργο» καταγγελίας και διαμαρτυρίας. «Οι ήρωες, όπως και το ίδιο το έργο, επιθυμούν να μην ξαναμπούν στο κιβώτιο, αναζητούν έναν τόπο, έναν χώρο να εγκατασταθούν, μέσα στον ίδιο δεδομένο χώρο. Η σύγκρουσή τους, αναπόφευκτη. Δεν υπάρχει επιστροφή για κανέναν», εξηγεί ο Γ. Τσορτέκης. Και γιατί επέλεξε να τους παρουσιάσει στη σιωπή; «Γιατί πλέον έχουν εξαντλήσει όλα τα περιθώρια του λόγου. Και δεν κατάφεραν να πείσουν κανέναν». Και τις δύο μέρες το «δημόσιο έργο», όπως το χαρακτηρίζει, έχει δωρεάν είσοδο για το κοινό και είναι μια συνειδητή επιλογή που δεν υπαγορεύτηκε από την οικονομική ύφεση. Τον μετανάστη υποδύεται ο Γεωργιανός ηθοποιός Δαυίδ Μαλτέζε, ενώ την ξεναγό η Ελευθερία Ρουσάκη. Τα σκηνικά-κοστούμια είναι του Κένι ΜακΛέλαν, οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη. Τι έχει αλλάξει άραγε στις τέσσερις δεκαετίες που μεσολαβούν από το ’70; «Ο ξεριζωμός, η προσφυγιά, η μετανάστευση, η απόγνωση, αλλά και η ελπίδα εξακολουθούν να ορίζουν τον άνθρωπο-μάρτυρα που υπομένει στη σιωπή τη λύτρωσή του…», καταλήγει ο Γιάννης Τσορτέκης. Και δυστυχώς έχει δίκιο.

* Εναρξη στις 9 μ.μ. (Θέατρο Νέου Κόσμου, Αντισθένους 7 & Θαρρύπου). Διάρκεια 40 λεπτά. *

  • Της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΠΑΡΚΑ, Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

«Επαγγελματίας» με τα όλα του…

  • Μια αξιοζήλευτη παράσταση, σφιχτή, δυνατή και ώριμη στο «Αγγέλων Βήμα», σε σκηνοθεσία Πηγής Δημητρακοπούλου και σκηνικά Κώστα Παππά. Ευτυχής συγκυρία, γόνιμη συνεργασία, σπουδαία παράσταση. Ο «Επαγγελματίας» του Ντούσαν Κοβάτσεβιτς που παρουσιάζεται στο «Αγγέλων Βήμα» διαθέτει τις αρετές εκείνες που μπορούν, εν πρώτοις, να οδηγήσουν μία παραγωγή σε καλλιτεχνική επιτυχία: πρώτη ύλη (κείμενο), σκηνοθεσία που το «διαβάζει» και το σέβεται, ηθοποιούς που «αντέχουν» το βάρος των ρόλων που υποδύονται.
«Επαγγελματίας» με τα όλα του...
  • Το έργο του Κοβάτσεβιτς (1990), στη δοκιμασμένη μετάφραση Γκάγκα Ρόσιτς, δεν χρειάζεται συστάσεις. Εχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, έχει γίνει ταινία και μας είναι γνωστό στη χώρα μας από προηγούμενα ανεβάσματα. Συμπυκνωμένο αλλά πολυεπίπεδο, γραμμένο πριν από τις «Ζωές των άλλων» με το ίδιο θέμα, την ανύπαρκτη προσωπική ζωή στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού αλλά ακόμα πιο βαθύ, φέρνει στο προσκήνιο δύο χαρακτήρες, δύο ανθρώπους στην πρώην Γιουγκοσλαβία, λίγο μετά τον θάνατο του Τίτο, οι οποίοι «συνδέονταν», εν αγνοία του ενός, δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. Ο «ένας», τέως αντικαθεστωτικός και νυν κρατικό στέλεχος. Ο «άλλος», η σκιά του, πράκτορας Μυστικών Υπηρεσιών.
  • Ποια είναι τα όρια της παραβίασης της ιδιωτικής ζωής; Κι όταν αυτά ξεπερνιούνται, είναι υπέρβαση καθήκοντος ή εμμονή; Ποιοι είναι «εκείνοι» που ελέγχουν τα πάντα; Ποιος είναι τελικά ο θύτης και ποιο το θύμα; Ενας ογκώδης αστυνομικός φάκελος έχει μετατραπεί σε λογοτεχνικό έργο. Μια ολόκληρη ζωή μπορεί να χωρέσει σε μια βαλίτσα; Τραγική κωμωδία ή κωμική τραγωδία; Τα ερωτήματα τίθενται ξεκάθαρα μέσα από το έργο και την παράσταση που σκηνοθέτησε η Πηγή Δημητρακοπούλου («10», «Η Αίθουσα του θρόνου», «Εν Ιορδάνη») στην πρώτη της θεατρική σκηνοθετική εμφάνιση. Χωρίς την κάμερα στο χέρι, η σκηνοθέτρια αποδεικνύεται εξίσου ικανή στο να δημιουργεί ατμόσφαιρα, να διδάσκει ρόλους, να στήνει εικόνες στη σκηνή. Δίχως να κόψει ή να αλλοιώσει το κείμενο, αφαιρώντας ελάχιστες λέξεις που όμως το καθόριζαν και το «περιόριζαν» αποκάλυψε τη διαχρονική του αξία κι έφτιαξε μια αξιοζήλευτη παράσταση δωματίου, σφιχτή, δυνατή, ώριμη.
  • Βέβαια, δίχως τους συγκεκριμένους ηθοποιούς στους συγκεκριμένους ρόλους, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο. Ο Γιάννης Τσορτέκης στον ρόλο του Τέγια Κράιγ, νεοφερμένου διευθυντή σε εκδοτικό οίκο και πρόσφατα εκλεγμένου καθηγητή πανεπιστημίου, ακροβατεί επί μιάμιση ώρα σε τεντωμένο σκοινί. Είναι τόσο πειστικός, σκιαγραφεί τον ήρωα με τέτοια λεπτομέρεια κι ακρίβεια κάθε λεπτό, που δίνει την εντύπωση ότι χρησιμοποιεί κάθε κύτταρό του.
  • Την ημέρα των γενεθλίων του, ο Τέγια Κράιγ δέχεται στο γραφείο την επίσκεψη ενός μεσόκοπου άντρα που κουβαλάει μια βαλίτσα. Είναι ο Λούκα Λάμπαν (τον υποδύεται λιτά, μεστά, με την ανέκφραστη πίστη του «επαγγελματία» ότι έπραξε το σωστό, ο Γιώργος Μπινιάρης), πρώην πράκτορας της ασφάλειας, νυν ταξιτζής κι άρρωστος, που ετοιμάζεται να μπει στο νοσοκομείο για μια επέμβαση που θα του χαρίσει ή όχι τη ζωή του. Ο Λούκα επί δεκαοχτώ χρόνια ήταν η σκιά του αντικαθεστωτικού, τότε, διανοούμενου Τέγια. Η ζωή του Τέγια είχε γίνει η «προσωπική του υπόθεση». Τόσο «προσωπική» που κατέγραφε, απομαγνητοφωνούσε, ενεπλάκη κι ο γιος του σιγά σιγά σε αυτή τη διαδικασία. Τώρα, που ίσως να βρίσκεται πριν από το τέλος, ζητάει συμφιλίωση. Ανοίγει τη βαλίτσα και αποκαλύπτει προσωπικά αντικείμενα, γράμματα, φωτογραφίες, ρούχα, δώρα που κι ο ίδιος ο Τέγια τα είχε ξεχάσει.
  • Το τετ α τετ της συνάντησης ζωής των δύο αντρών διακόπτει η γραμματέας τού Τέγια (η Δέσποινα Σιδηροπούλου, παρουσία σωστή και ταιριαστή στο όλο κλίμα). Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο σκηνικό του Κώστα Παππά, με την τζαμένια μπαλκονόπορτα, δίχως κουρτίνα, να βλέπει τον δρόμο και τις απέναντι πολυκατοικίες…
  • ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΡΑΛΗ, ΕΘΝΟΣ, 30/03/2009

Στήσε έναν μονόλογο, μπορείς

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΧΕΙ ΕΙΣΒΑΛΕΙ ΕΠΙΘΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. ΔΕΚΑΟΚΤΩ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΣΕ ΔΕΚΑΟΚΤΩ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΘΗΝΑΪΚΩΝ ΣΚΗΝΩΝ ΜΕ ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ ΜΟΝΟΛΟΓΟΥΣ ΚΑΝΟΥΝ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ, ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΑΥΤΕΣ, ΤΟ ΣΟΛΟ ΤΟΥΣ
  • Μονολογώ, μονολογείς, μονολογεί. Μονολογούμε, μονολογείτε, μονολογούν. Το ρήμα «μονολογώ» κλίνεται πια πολύ τακτικά στο ελληνικό θέατρο. Και δεν μιλώ ούτε για σταντ απ ούτε για παραμυθάδες. Μιλώ για μονολόγους θεατρικούς. Στη στήλη των θεαμάτων μετρώ δεκαεννέα!
  • Κάποτε, μόνο μία Έλλη Λαμπέτη- τη δεκαετία του ΄50 με την «Ανθρώπινη φωνή» και, κατόπιν, του ΄70 με ένα πρόγραμμα μονολόγων- ή ένας Δημήτρης Χορν με «Το ημερολόγιο ενός τρελού» τη δεκαετία του ΄60 θα τολμούσαν να σταθούν μόνοι τους στη σκηνή ενώπιον του κοινού. Από τη δεκαετία του ΄80, εφαρμόζοντας, όπως πάντα, τα εξ Εσπερίας παραδείγματα, η ελληνική σκηνή αρχίζει να παραδίδεται στους μονολόγους. Διστακτικά στην αρχή, ολοκληρωτικά και αμαχητί στη συνέχεια. Και φτάνουμε στο 2002 και το 2003 που η Πολιτιστική Ολυμπιάδα οργανώνει δύο προγράμματα μονολόγων με το άνθος των πρωταγωνιστών μας και με εξαιρετική επιτυχία. Ο μονόλογος πια γίνεται κοινή πρακτική που την ακολουθούν από παλαίμαχοι μέχρι νέοι, σχεδόν πρωτάρηδες και άσημοι. Και με αντίκρυσμα στο κοινό.
  • Είναι οι λόγοι οικονομικοί- φτηνή παραγωγή- που οι μονόλογοι έχουν τόση ρέντα; Μήπως έγινε μόδα; Ή μήπως έχει εισπραχτεί το ενδιαφέρον του κοινού; Ο Γιώργος Μεσσάλας κάνει το «Ημερολόγιο ενός τρελού» για ένατη συνεχή χρονιά! Η Άννα Κοκκίνου επανέρχεται για πολλοστή φορά στο εξαιρετικό «Μορφές από το έργο του Βιζυηνού» και, παράλληλα, παίζει για δεύτερη σεζόν το «Λα Πουπέ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Τέταρτη σεζόν για τον Άγγελο Αντωνόπουλο και το «Ο Μαρξ στο Σόχο». Η Νένα Μεντή θριαμβεύει για δεύτερη χρονιά με το «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου». «Πριν από λίγα χρόνια θα λέγαμε «ποιος θα ΄ρθει να δει έναν μονόλογο και να τον πληρώσει όσο μία κανονική παράσταση;» λέει η Νένα Μεντή. «Σήμερα η προσέλευση δηλώνει πως ο κόσμος βρίσκει στον μονόλογο κάτι το ιδιαίτερο. Ναι, οι μονόλογοι αρέσουν στον κόσμο. Και ναι, είναι πιο εύκολο να ανεβεί ένας μονόλογος. Αλλά με τίποτα δεν μπορώ να το δω σαν μόδα. Οι ηθοποιοί, κάποιας πείρας τουλάχιστον, το κάνουμε ίσως γιατί με έναν μονόλογο εκφράζεσαι πολύ πιο προσωπικά». Η Όλια Λαζαρίδου που παίζει το «Δεσποινίς Μαργαρίτα» αλλά έχει ήδη πείρα στην ερμηνεία μονολόγων συμφωνεί- «είναι μία ευκαιρία να εκφραστεί κάποιος πιο προσωπικά»- έχει όμως και ένα δικό της επιχείρημα: «Είναι όλοι αυτοί οι λόγοι αλλά είναι και αποτέλεσμα αμηχανίας. Γιατί ζούμε σε μία περίοδο που το συλλογικό δεν ευνοείται. Οι ομάδες με πυρήνα μακροχρόνιο και με παράδοση είναι πολύ λίγες πια».
  • «Σαφώς και υπάρχουν οικονομικοί λόγοι» λέει ο Άγγελος Αντωνόπουλος, πρωτάρης στους μονολόγους. «Αλλά υπάρχει και το προσωπικό ενδιαφέρον. Εγώ μόνο γι΄ αυτό ανέβασα το «Ο Μαρξ στο Σόχο». Και ξαφνικά το αντίκρυσμα ήταν πρωτοφανές».
  • «Εμένα σαν ανάγκη μου προέκυψε- να βρεθώ αντιμέτωπος με κάτι καινούργιο». Είναι η άποψη του Χρήστου Στέργιογλου που κάνει τον μονόλογο του Αλέξη Σταμάτη «Το παιδί για τα θελήματα» στην παράσταση μονολόγων «Γένεση». «Στην αρχή, πέρσι, που πρωτοέκανα μονόλογο, όταν μου το πρότειναν φοβήθηκα. Αλλά όταν άρχισα να ασχολούμαι τον είδα σαν ένα έργο κανονικό. Δεν είναι καθόλου εύκολο να κάνεις μονόλογο. Είσαι μόνος με το κοινό».

Νιώθει δηλαδή μοναξιά ο ηθοποιός του μονολόγου;

  • «Είναι άλλου είδους λειτουργία ο μονόλογος» λέει η Όλια Λαζαρίδου. «Με την έννοια ότι στερείσαι τη χαρά της ανταλλαγής ενέργειας με τους άλλους ηθοποιούς, που είναι από τα πιο ωραία του θεάτρου- όταν αυτό πετυχαίνει. Από την άλλη γλιτώνεις από τη μοναξιά που, αν η ανταλλαγή δεν πετύχει, τότε είναι που θα τη νιώθεις στη σκηνή…».

cebcceb1cf81cebe-cf83cf84cebf-cf83cf8ccf87cebf

«Φταίει πάντα ο ηθοποιός»

Πώς μπορεί ο ηθοποιός να κρατήσει «ξύπνιο» τον θεατή στον μονόλογο; Είναι θέμα κειμένου, προσωπικής ακτινοβολίας ή τεχνικής;

«Χρειάζεται πείρα» η γνώμη του Άγγελου Αντωνόπουλου. «Πρέπει να βρίσκεις διαρκώς ανανεωτικά στοιχεία. Αλλά το κοινό είναι που σου δίνει το κυρίως έναυσμα. Ποτέ δεν είναι προκατειλημμένο αρνητικά. Έρχεται να εξαργυρώσει το εισιτήριό του. Όταν δεν υπάρχει καλή επικοινωνιακή λειτουργία συνήθως λέμε πως φταίει το κοινό. Εγώ λέω πως φταίει πάντα ο ηθοποιός. Κάποιο ρεφλέξ σου δεν ήταν το ίδιο με το προηγούμενο βράδυ που η επαφή ήταν καλή».

«Όλα παίζουν τον ρόλο τους» λέει η Νένα Μεντή. «Χωρίς καθόλου έπαρση θα πω όμως πως πάνω απ΄ όλα είναι αυτό που ο ηθοποιός φέρει- η προσωπικότητά του. Και το κείμενο».

Ο Χρήστος Στέργιογλου, πάλι, πιστεύει πως το κοινό μπορείς να το κρατήσεις «όταν οι σκέψεις που σου προκαλεί το κείμενο είναι ελεύθερες να βγαίνουνε μέσα από το κείμενο και να έχουν το σωστό τάιμινγκ στην εκφορά τους».

Και η Όλια Λαζαρίδου; «Εκείνο που εγώ έχω νιώσει είναι ότι κάτω από τον μονόλογο τρέχει ένα παράλληλο, βουβό κείμενο που είναι η προσωπική σου επαφή με τους θεατές. Αυτό είναι που μπορεί να τους κρατήσει. Κατά βάθος, πάντως, ιδέα δεν έχω…».

ΜΟΝΟΙ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟ

  • Σμαράγδα Σμυρναίου: «Το υπέροχό μου διαζύγιο» («Αγγέλων Βήμα»).
  • Γιώργος Μεσσάλας:«Το ημερολόγιο ενός τρελού» («Αλκυονίς»).
  • Όλια Λαζαρίδου: «Δεσποινίς Μαργαρίτα» («Απλό»/ Νέα Σκηνή).
  • Γιώργος Καπετανάκος: «Αληθινή ιστορία… Ταξίδι για άλλη στεριά» («Αργώ»/ Studio).
  • Νένα Μεντή: «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» («Βασιλάκου»).
  • Αλίσια Φωτιάδη: «Η πιο δυνατή» («Εκάτη»).
  • Άννα Ετιαρίδου: «Αδύνατος… χαρακτήρας» («Ημέρας»/ Μπλε Σκηνή).
  • Δημήτρης Κωνσταντίνου: «Το ημερολόγιο ενός τρελού» («Κέλυφος»).
  • Ανδρέας Ταρνανάς: «Η σύντομη Οδύσσεια της Κατερίνας Γώγου» («Κέλυφος»).
  • Δημήτρης Σακατζής: «Caveman» («Coronet»).
  • Γιάννης Τσορτέκης: «Μαύρη γαλήνη» («Νέου Κόσμου» / Δώμα).
  • Βαγγέλης Βαφείδης: «Σκουπίδι» («Ράγες»).
  • Άννα Κοκκίνου: «Λα Πουπέ» («Σφενδόνη»).
  • Άννα Κοκκίνου: «Μορφές από το έργο του Βιζυηνού» («Σφενδόνη»).
  • Κάτια Γέρου: «Από της ζωής τα μέρη χάθηκαν οι ποιητές» («Τέχνης»/ Υπόγειο).
  • Άγγελος Αντωνόπουλος: «Ο Μαρξ στο Σόχο» («Τέχνης»/ Υπόγειο).
  • Χρήστος Στέργιογλου: «Το παιδί για τα θελήματα».
  • Ρηνιώ Κυριαζή: «Καθρέφτης»: παράσταση «Γένεση» («Χώρα» / Μικρή Χώρα).
  • Αθηνά Χατζηγιαννάκη:«Ο Μπέκετ ξαναχτυπά» («Χώρος Αλλού»).

Γράφει ο Γιώργος Δ. Κ. Σαρηγιάννης, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 21 Μαρτίου 2009

Ζωή υπό… σκιάν. Γιώργος Μπινιάρης – Γιάννης Τσορτέκης στον «Επαγγελματία»

  • Η εφιαλτικά «επιστημονική» τέχνη της παρακολούθησης και συνάμα εκμηδένισης της ιδιωτικής ζωής στα πάλαι ποτέ καθεστώτα του (αν)υπαρκτού σοσιαλισμού έγινε ευρύτερα γνωστή στο ανυποψίαστο κοινό πριν από δύο χρόνια με την εξαιρετική γερμανική ταινία «Οι ζωές των άλλων».
  • Πολύ νωρίτερα, το 1990, ο Σέρβος Ντούσαν Κοβάσεβιτς είχε ανιχνεύσει αυτή την πτυχή και πληγή στην πρώην σοσιαλιστική κι αδιαίρετη Γιουγκοσλαβία με το έργο του «Ο επαγγελματίας». Παρουσιάζεται τώρα στο «Αγγέλων Βήμα». Εχοντας δώσει επιτυχημένο δείγμα τηλεοπτικής γραφής με το «Δέκα» του Καραγάτση, η σκηνοθέτρια Πηγή Δημητρακοπούλου κάνει εδώ την πρώτη της θεατρική επαφή με μια λεπτοδουλεμένη παράσταση δωματίου, που αναδίδει τον υπαρξιακό-κοινωνικό εγκλωβισμό των δύο αντιηρώων, βουτηγμένο σε μια θριλερική ατμόσφαιρα.
  • Ενας μυστηριώδης άντρας εισβάλλει στο γραφείο ενός νεοφερμένου διευθυντή σε κρατικό εκδοτικό οίκο και τον αναστατώνει την ημέρα των γενεθλίων του. Ο εισβολέας, ένας συνταξιούχος πλέον αστυνομικός, υπήρξε για δεκαοχτώ χρόνια η «σκιά» του. Εχει καταγράψει τα πάντα για τον κάποτε μαχητικό κι αντικομφορμιστή νεαρό συγγραφέα, που υπηρετεί πλέον το… ρετουσαρισμένο σύστημα. Κουβαλώντας μια βαλίτσα, βγάζει σιγά σιγά απ’ αυτήν προσωπικά αντικείμενα, μικροδώρα, γράμματα, φωτογραφίες που ανήκαν στον τωρινό διευθυντή κι εκείνος τα είχε χάσει και ξεχάσει.
  • Ακροβάτης σε τεντωμένο σχοινί, ο Γιάννης Τσορτέκης πάλλεται ψυχή και σώματι ως Τέγια, ανακαλύπτοντας έκπληκτος το κρυφό και μακροχρόνιο «στριπ-τιζ» που υφίστατο κι αγνοούσε τόσο καιρό. Εξίσου καλός ο Γιώργος Μπινιάρης ως Λούκα, ο ανέκφραστος αλλά και τσαλακωμένος πιστός υπάλληλος του ολοκληρωτικού κρατικού μηχανισμού, που προτείνει στο θύμα του στο τέλος έναν αποχωρισμό συμφιλίωσης. Στο μικρό «πυροσβεστικό» ρόλο της γραμματέως ταιριαστή η Δέσποινα Σιδηροπούλου.
  • ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΔΑΛΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 06/03/2009

Το τέταρτο κουδούνι: Μαρά-Σαντ, Ο Θείος Βάνιας, Μαύρη γαλήνη…

O Μηνάς Χατζησάββας (στη φωτογραφία) θα ΄ναι ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Νίκος Κουρής ο ασθενής που υποδύεται τον Ζαν- Πολ Μαρά και η Κόρα Καρβούνη η τρόφιμη του ψυχιατρείου της Σαραντόν που υποδύεται την Σαρλότ Κορντέ, τη δολοφόνο του- εξαιρετικό τρίο- στο «Μαρά- Σαντ» του Πέτερ Βάις που θ΄ ανεβάσει τον επόμενο χειμώνα στο Εθνικό- στην Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»- η Έφη Θεοδώρου. Το έργο του Γερμανού Βάις- εν έτει 1808, επί Ναπολέοντος Α΄, όταν η Γαλλική Επανάσταση έχει καταντήσει αυτοκρατορία, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, έγκλειστος στο ψυχιατρικό άσυλο της Σαραντόν, σκηνοθετεί τους τροφίμους σ΄ ένα έργο του που αναπαριστά τη δολοφονία τού εκ των πρωτεργατών της Επανάστασης Ζαν- Πολ Μαρά το 1793 και σε μια παράσταση με πολλές παραμέτρους…-, γραμμένο το 1963-πρωτότυπος τίτλος «Η καταδίωξη και δολοφονία του Ζαν- Πολ Μαρά όπως παραστάθηκε από τους τροφίμους του ασύλου της Σαραντόν υπό τη διεύθυνση του Μαρκήσιου ντε Σαντ»-, έκανε πρεμιέρα το 1964 στο θέατρο «Σίλερ» του- τότε- Δυτικού Βερολίνου. Η φήμη του όμως εκτοξεύτηκε μέσα απ΄ την παράσταση, την ίδια χρονιά, του Πίτερ Μπρουκ στο Λονδίνο, με τον Βασιλικό Σαιξπηρικό Θίασο και με Σαντ τον Πάτρικ Μαγκί, «Μαρά» τον Ίαν Ρίτσαρντσον και «Κορντέ» την Γκλέντα Τζάκσον. Παράσταση που την επόμενη χρονιά μεταφέρθηκε στο Μπρόντγουέι ενώ το 1967 ο Πίτερ Μπρουκ τη μετέφερε, με τους ίδιους πρωταγωνιστές, στον κινηματογράφο. Στην Ελλάδα το βαθύτατα επηρεασμένο απ΄ το «θέατρο της σκληρότητας» του Αντονέν Αρτό και τον Μπέρτολτ Μπρεχτ έργο πρωτοπαρουσίασε- βέβαια…ο Κάρολος Κουν με το «Θέατρο Τέχνης» τη σεζόν 1965-΄66 με Δημήτρη Χατζημάρκο, Γιώργο Λαζάνη, Μάγια Λυμπεροπούλου στους αντίστοιχους ρόλους. (Φανταστείτε: Και μόνο μέσα στο χειμώνα αυτό ο Κουν ανεβάζει για πρώτη φορά εδώ «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι, για πρώτη φορά «Επιστάτη του Πίντερ, για πρώτη φορά «Μαρά- Σαντ»!!!). Το πιο πρόσφατο ελληνικό ανέβασμα του έργου έχει γίνει το χειμώνα του 2003-2004 (με επανάληψη την επόμενη σεζόν) απ΄ την ομάδα «Νέμεση» της Θεσσαλονίκης σε σκηνοθεσία Τίνας Στεφανοπούλου. Στο Εθνικό έχει ανεβεί μια μόνο φορά, με τον τίτλο «Η δολοφονία του Μαρά»: τη σεζόν 1988/ ΄89- επαναλήφθηκε και την επόμενη-, στο, τότε, «Γκαράζ» απ΄ τον Κοραή Δαμάτη με Γιώργο Τσιτσόπουλο, Τάσο Χαλκιά, Όλγα Δαμάνη.Ο Νίκος Χατζόπουλος (φωτογραφία) θα ερμηνεύσει τον επώνυμο ρόλο, ο Ακύλας Καραζήσης τον γιατρό Άστροφ, η Μαρία Σκουλά την Ελένα και η Άλκηστις Πουλοπούλου την Σόνια στον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ που θ΄ ανεβεί στο Εθνικό, τη σεζόν 2009- 2010, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.

Για τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού θα ΄ναι ο δεύτερος Τσέχοφ που ανεβάζει. Το 1994- ΄95 είχε κάνει με το «Θέατρο του Νότου», στην Κεντρική Σκηνή του «Αμόρε», τις «Τρεις αδελφές».

Το έργο έχει να παιχτεί στην ελληνική σκηνή απ΄ την περσινή σεζόν 2007-2008, όταν το ανέβασε ο Γιώργος Μιχαηλίδης στο «Ανοιχτό Θέατρό» του. Στο Εθνικό έχει παρουσιαστεί μόνο μια φορά: το 1952- ΄53 απ΄ τον Κάρολο Κουν- η πέμπτη και τελευταία του σκηνοθεσία στο Εθνικό- με Βάνια τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, Άστροφ τον Θάνο Κωτσόπουλο, Ελένα την Ρίτα Μουσούρη, Σόνια την Μαρία Αλκαίου και Σερεμπριακόφ τον Νίκο Παρασκευά.

Ό,τι πιο καλτ στο θέατρό μας φέτος. Ως τίτλος τουλάχιστον (διότι ως χώρος ήταν οι τουαλέτες του «Βios» όπου παίχτηκε η «Τριλογία» του Χάινερ Μίλερ): «Κορσεδία» απ΄ την ομάδα «Κούλα η Πλανιδού»! Δεύτερη Σκηνή στο θέατρο «Άσκηση», πίσω απ΄ το Πάντειο. Όπου, πάντως, το κείμενο μπορεί να ΄ναι λίγο από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα, αλλά η παράσταση των παιδιών πολλά καλά έχει. Και, ιδιαίτερα, ενέργεια και καθόλου συνηθισμένη αισθητική.

Όποιος διυλίζει τον κώνωπα, και γκρινιάζει, και ταλαιπωρεί κόσμο αυτά παθαίνει… Στο «Τέταρτο Κουδούνι» της περασμένης Πέμπτης η φωτογραφία της Αννίτας Δεκαβάλλα που παίζει στο «Πολύ καλά!» της Λίζας Κρον- ανεβαίνει στο «Θέατρο Εξαρχείων»- είχε πάρει τη θέση της φωτογραφίας της Μαρίας Κίτσου η οποία θα παίξει στα σονέτα του Σαίξπηρ που πρόκειται να ανεβούν στο «104». Και τούμπαλιν. Το μόνο κοινό που υπάρχει είναι πως τα δυο θέατρα είναι στον ίδιο δρόμο, σχεδόν απέναντι…

Ο Γιάννης Τσορτέκης είναι «επίσημα» στο σανίδι απ΄ το ΄95. Δεν είναι γνωστός στο «ευρύτερο κοινό». Αλλά έχει κάνει πολλά πράγματα στο θέατρο. Με το σπαθί του. Και με το Ήθος του. Έχει κάνει εξαιρετικά ρόλους σημαντικούς, είναι πιστωμένος με ενδιαφέρουσες σκηνοθετικές προτάσεις, έχει γράψει κείμενα θεατρικά- ένας άνθρωπος ζυμωμένος με το θέατρο.

Φέτος, όμως, απ΄ το «Δώμα» του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου», μας δίνει μια γερή γροθιά. Πήρε το, έτσι κι αλλιώς, συγκλονιστικό κείμενο του Δημήτρη Μαρωνίτη «Μαύρη γαλήνη», μαρτυρία του απ΄ τη βασανιστική κράτησή του στο ΕΑΤ/ ΕΣΑ τα χρόνια της χούντας ας μην ξεχνάμε…-, ταυτίστηκε απόλυτα μ΄ αυτό, βούλιαξε μέσα του, έμπλεξε την κάθε ίνα του κορμιού του με την κάθε λέξη του και σ΄ ένα σκληρά γυμνό χώρο, «εκφωνώντας» το κείμενο μπροστά σ΄ ένα μικρόφωνο με πόδι, σιωπώντας συνταρακτικά μπροστά στα κάγκελα ενώ καπνίζει- κι η κάθε ρουφηξιά είναι μαχαιριά- σ΄ αρπάζει απ΄ το λαιμό και σε ταρακουνάει. Για να δώσει τέρμα εκρηκτικό στα σαράντα ασφυκτικά λεπτά ορμώντας και σπάζοντας ένα λαμπτήρα. Μια συναρπαστική στιγμή του θεάτρου μας. Και δεν εννοώ μόνο για φέτος.

Μετά το Μουσείο Μπενάκη και τη θεατρική εκδοχή του στο «Άγνωστο αριστούργημα» του Μπαλζάκ που παρουσίασε εκεί τον Σεπτέμβριο του 2007, ο νεαρός σκηνοθέτης Γρηγόρης Χατζάκης περνάει στο Μουσείο Σπύρου Βασιλείου- το σπίτι του ζωγράφου στην οδό Γουέμπστερ, στην Ακρόπολη. Που τον κάλεσε για μια παράσταση η οποία να σχετίζεται με τον αξέχαστο ζωγράφο.

Έτσι προέκυψε, σε κείμενα Διαμαντή Γκιζιώτη, «Η ξενάγηση- 12 ζωγραφιές του Σπύρου Βασιλείου»: μια θεατρική «ξενάγηση» σε δώδεκα πίνακες του ζωγράφου απ΄ τους οποίους θα ξεπηδούν- από 17 Μαρτίου- θεατρικές εικόνες. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Δανάης Χατζάκη, η κινησιολογική επιμέλεια της Φρόσως Κορρού κι η μουσική του Χρήστου Θεοδώρου που θα συνοδεύει απ΄ το πιάνο τους τέσσερις ηθοποιούς.

  • Του Γιώργου Δ.Κ. Σαρηγιάννη, ΤΑ ΝΕΑ: Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Ποίηση και σκηνή

Σε πυρετό δραστηριότητας ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Το δυνατό του κείμενο της φυλακής, η «Μαύρη Γαλήνη», υποβλήθηκε σε μια διακριτική αλλά επίσης δυνατή θεατροποίηση (παίζεται Δευτερότριτα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου), χάρη στο ταλέντο του Γιάννη Τσορτέκη που επιβάλλεται στο κοινό του και το συγκινεί. Αύριο το βράδυ όμως επιστρέφουμε στον φιλόλογο Μαρωνίτη, καθώς παρουσιάζονται στο Μπενάκη της οδού Κουμπάρη (από τους Νάσο Βαγενά, Διονύση Καψάλη, με παρέμβαση και του Τίτου Πατρίκιου) τα δυο του νέα μελετήματα από τη σειρά «Γραφή και Ανάγνωση». Είχαν προηγηθεί οι Σολωμός και Καβάφης, τώρα παρουσιάζονται Σεφέρης και Ελύτης, ενώ αναμένονται ένας τόμος για τον Ρίτσο και ένας για τους Σαχτούρη, Σινόπουλο. Εκεί ταξινομούνται μελετήματά του για τη νεοελληνική ποίηση που δημοσιεύονται περιοδικά επί σαράντα πέντε χρόνια. Πολύτιμη συνεισφορά για την κατανόηση διαφορών και εκλεκτικών συγγενειών μεγάλων ποιητών μας, των οποίων η ποίηση όλο και κατασταλάζει, όσο ο αιώνας τους ξεμακραίνει. Το είχε πει άλλωστε ο Ελύτης: «Ξέρω/ δε θα μου το συγχωρέσει ο χρόνος/ που τον έβαλα σε δοκιμασία: ή εγώ ή εκείνος»

  • Μ.Π., ΤΑ ΝΕΑ: Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

«Θεάτρου Νέου Κόσμου» πρεμιέρες

«Ηθελα να σ’ αντάμωνα»
Το «Θέατρο του Νέου Κόσμου» ανεβάζει δύο νέες παραστάσεις. Από αύριο και κάθε Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη (Κάτω Χώρος), σε συμπαραγωγή με το «Θέατρο του παπουτσιού πάνω στο δέντρο», το έργο της Μαρίας Παπαλέξη «Ηθελα να σ’ αντάμωνα». Το έργο παρακολουθεί τον Κωσταντή, ένα γυρολόγο μουσικό που έζησε πολλά και αγαπήθηκε πολύ. Ενα πρόσωπο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, όπως των παραμυθιών, που πάει στον Κάτω Κόσμο, αλλά οι αναμνήσεις των ζωντανών τον «ανασταίνουν» και ξετυλίγουν όλη τη ζωή του, με καθοριστικό συνοδό τη δημοτική μουσική μας παράδοση. Τα λαϊκά δρώμενα και η θεατρική δράση ενώνουν τους παίκτες με τους θεατές, που καλούνται να συμμετάσχουν στις χαρές και λύπες των ηρώων και να γευτούν τους μεζέδες και το κρασί που συνοδεύουν κάθε παραδοσιακό αντάμωμα. Σκηνοθεσία – μουσική επιμέλεια Βαλεντίνας Παπαδημητράκη, σκηνικά – κοστούμια Εδουάρδου Γεωργίου, κίνηση Μυρτώς Παπαδοπούλου, μουσική διδασκαλία – ενορχήστρωση Ελλης Βασιλάτου, συνθέσεις Βασίλης Βασιλάτος («Ιστορίες για κρουστά»). Παίζουν οι ηθοποιοί: Βαγγέλης Λιοδάκης, Αννα Γαρεφαλάκη, Βασίλης Παπαγεωργίου και ο μουσικός Αλέξανδρος Ιερωνυμίδης.
Πρεμιέρα και τη Δευτέρα (Δώμα), με το κείμενο του Δημήτρη Μαρωνίτη «Μαύρη γαλήνη», σε σκηνοθεσία Γιάννη Τσορτέκη. Ο ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας έγραψε αυτό το κείμενο την τρίτη και τελευταία σύλληψη και φυλάκισή του από την Απριλιανή χούντα (Γενάρης – Αύγουστος 1973), σε ένα κελί. Μην έχοντας χαρτί, το έγραψε πάνω σε φθαρμένες χαρτοπετσέτες, όταν κατάφερε να εξασφαλίσει ένα μολύβι. Το κείμενο (πρώτη δημοσίευση 10/1973), θυμίζοντας ημερολόγιο φυλακής, καταγράφει τις σκέψεις, την ψυχολογία, τη σωματική κατάσταση που προκαλεί ο εγκλεισμός. Σκηνοθεσία Γιάννη Τσορτέκη, μουσική Σταύρου Γασπαράτου, φωτισμοί Σάκη Μπιρμπίλη. Παίζει ο Γιάννης Τσορτέκης. Παραστάσεις: Δευτέρα, Τρίτη 9.15 μ.μ.

Από το αβυσσαλέο κενό του ΕΑΤ-ΕΣΑ στην άδεια σκηνή ενός θεάτρου

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ
«Σήμερα δεν έχω αγωνία. Έχω όμως περιέλθει σε μια κατάσταση λίγο καταθλιπτική. Η αμηχανία μου είναι απεριόριστη: παρουσιάζεται στο θέατρο η «Μαύρη γαλήνη»! Ενα κείμενο επιβίωσής μου στα χρόνια της δικτατορίας, κατά περίεργο τρόπο ξαναγίνεται σήμερα ένα αντικείμενο επιβίωσης: σαν να είναι μετρημένες οι μέρες μου, όπως ήταν μετρημένες, ώς ένα σημείο, οι ώρες και οι μέρες μου στο ΕΑΤ-ΕΣΑ».
Ο καθηγητής Δ.Ν. Μαρωνίτης, κοντά σαράντα χρόνια μετά, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα αυτοαναφορικό, αυτοβιογραφικό κείμενο, που χάραξε έγκλειστος με ένα μολύβι πάνω σε φθαρμένες χαρτοπετσέτες την άνοιξη και το καλοκαίρι του ’73.

Κείμενο «εγγαστρίμυθο», που σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά τη γέννησή του ζητεί να αποκτήσει φωνή. Και του τη δίνει ο Γιάννης Τσορτέκης. Από την ερχόμενη Δευτέρα, στο Δώμα του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου» η «Μαύρη γαλήνη» θα παρουσιάζεται ως σκηνικό γεγονός από τον αυτοσκηνοθετούμενο ηθοποιό (κάθε Δευτέρα και Τρίτη) .

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 1973 στο όγδοο και τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Η Συνέχεια» (το 2007 κυκλοφόρησε από «Το Ροδακιό»). Ο τίτλος είναι μοντάζ δύο λέξεων-κλειδί από το 24ο ποίημα του «Μυθιστορήματος» του Γ. Σεφέρη. «Είναι ένα κείμενο που μοιάζει να κινείται και να κολυμπάει σε ένα μετέωρο, σχεδόνάδειο χώρο. Το άδειο ανήκει στις συνθήκες που γράφτηκε.

Ηταν ένα αβυσσαλέο άδειο κελί κι ένα αβυσσαλέο κενό, μέσα στο οποίο έπρεπε κανείς να επιβιώσει. Εγώ, δόξα τω Θεώ, επιβίωσα, όπως επιβίωσα», λέει ο συγγραφέας του. «Τα τραυματικά στοιχεία που έμειναν, είναι υπόθεση δική μου. Οποιος θέλει να τα δει με κάποια αγάπη, ας τα δει με αγάπη. Οποιος θέλει να τα δει με ειρωνεία, ας τα δει με ειρωνεία. Δεν με αφορά καθόλου -το μόνο που με απασχολεί είναι το εγχείρημα του Γιάννη».

Το κείμενο γράφτηκε υπό άθλιες συνθήκες, με ένα μισοφαγωμένο μολυβάκι σε χαρτοπετσέτες. Ισως γι’ αυτό τον λόγο, όπως λέει ο Δημήτρης Μαρωνίτης, το αισθάνεται «υλικό κατ’ αρχάς αμίλητο ή, αν θέλετε, κείμενο όπου υπάρχει φωνή χωρίς λόγια και υπάρχουν λόγια χωρίς φωνή.

Τώρα αυτά πώς μπορεί ένας άνθρωπος στο θέατρο να τα εκφράσει, είναι μια άλλη ιστορία. Και σίγουρα μια δοκιμασία απερίγραπτη για τον Γιάννη», παραδέχεται.

Από τη πλευρά του, ο ερμηνευτής, που παλεύει με το κείμενο ολομόναχος εδώ και μήνες, ανακαλύπτει σ’ αυτό την ποιότητα της «απόλυτης προφορικότητας». Μοναδική «έξωθεν» βοήθεια που επέλεξε πάντως ο Γιάννης Τσορτέκης να ‘χει, σε έναν παντελώς άδειο σκηνικό χώρο, είναι οι μουσικές του Σταύρου Γασπαράτου.

«Οταν το πρωτοδιάβασα δεν μου γεννήθηκε καμιά ανάγκη παρουσίασής του. Επίσης δεν μου δημιουργήθηκε καμία απολύτως ασφάλεια για τον τρόπο που θα μπορούσα να το πιάσω και να το διαχειριστώ», αποκαλύπτει. «Εξ ενστίκτου και εκ διαισθήσεως όμως, από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως δεν πρέπει να υποστεί κανενός είδους δραματοποίηση, ούτε να δουλευτεί μέσα από την υπογράμμιση των ψυχολογικών καταστάσεων του ήρωα».

«Πρέπει να το φανταστεί κανείς εντελώς μπεκετικά», συμφωνεί ο συγγραφέας του. «Δεν είναι καθόλου ψυχογραφικό, καθόλου υποκειμενικό, αλλά ένα κείμενο 100% περιγραφικό, σχεδόν ουδέτερο. Κι επειδή όλα αυτά μπορεί να ακούγονται περίπλοκα, να ξεκαθαρίσω ότι η «Μαύρη γαλήνη» είναι ένα κείμενο εξαιρετικά απλό. Ούτε πολύ αυτοβιογραφικό ούτε εγωκεντρικό, αλλά απολύτως διαθέσιμο και για εκείνον που το ακούει και για εκείνον που το διαβάζει και για εκείνον, κυρίως, που το ζει. Είναι επίσης 100% σωματικό, για λόγους ανάγκης. Γράφτηκε υπό συνθήκες που έπρεπε να υπερασπιστώ και να σώσω το σώμα μου. Σωματικό όχι με την έννοια την ερωτική. Από την άποψη αυτή είναι απερίγραπτα αθώο». *


Μόλις εννιά τετραγωνικά μέτρα, «κορνίζα σιδερένια» το κελί του Δημήτρη Μαρωνίτη στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. «Αρχισα να τραυλίζω: αυτός είναι ο χώρος μου, κι έτρεμα σύγκορμος», γράφει στη «Μαύρη γαλήνη». «Σε πέντε μέρες με έπιασε κρίση -πρώτη φορά στη ζωή μου.(…) Στο πρώτο κελί δεν έκλαψα καθόλου. Δεν άφηνα τον εαυτό μου να σκεφτεί πέρα από ένα σημείο που το κρατούσα στο λαρύγγι μου. Μόλις μια σκέψη πήγαινε να κατεβεί πιο κάτω, τη σταματούσα αμέσως.
Πιο επικίνδυνο ήταν με τα ονόματα. Ποτέ δεν τα πρόφερα ολόκληρα, σχημάτιζα μόνο το πρώτο τους γράμμα μέσα στο μυαλό μου (…) Οι εφιάλτες δεν με τρόμαζαν. Συχνά μάλιστα η ενέργειά τους με ανακούφιζε, καθώς δεν τους νόθευε καμιά άλλη αίσθηση πέρα από του ματιού».

Δεν υπάρχει καμία αναφορά στους βασανισμούς σας, κύριε Μαρωνίτη.

«Για μένα ήταν μια απαγορευτική ζώνη. Θα μας πήγαινε αυτόματα σε ένα άλλο επίπεδο, στη δραματοποίηση, ενώ συγχρόνως θα αποτελούσε ένα σαδομαζοχιστικό δέλεαρ και γι’ αυτόν που το γράφει και γι’ αυτόν που το προσλαμβάνει και για εκείνον που το ερμηνεύει».

Πρόκειται για κείμενο-καρπό μιας συγκεκριμένης πολιτικής συγκυρίας. Την πολιτική διάστασή του, όμως, δεν την επισημαίνετε.

«Το κείμενο είναι de facto πολιτικό, από την άποψη ότι η αιτία και η αφορμή του είναι πολιτική. Το πολιτικό στοιχείο ανήκει στη γενεαλογία του. Δεν το έβαλα στο συρτάρι να το κουκουλώσω για να το βγάλω έξω μετά τη δικτατορία και να το δημοσιεύσω εκ του ασφαλούς. Δημοσιεύτηκε στην κρισιμότερη φάση της δικτατορίας. Μιλάμε, επομένως, για πολιτική πράξη και όχι για πολιτικό λόγο. Μιλάμε για πολιτική συμπεριφορά και όχι για πολιτευόμενο λόγο. Το κείμενο συγχρόνως εντάσσεται σε μια εποχή, τη δικτατορία, που έχει αναλογίες με το σήμερα, αφού περισσεύει η εύκολη πολιτικολογία και τείνει να εξαφανιστεί η πολιτική πράξη. Στη δικτατορία οι άνθρωποι που έκαναν εμπράκτως κάτι ήταν ελάχιστοι. Οσοι πολιτικολόγησαν όμως με την πτώση της είναι η πλειοψηφία!».

Πώς αντιμετωπίζετε το ενδεχόμενο μια ομάδα νεαρών παιδιών να μπει με πλακάτ και να διακόψει την παράσταση;

«Δεν έχω κανένα πρόβλημα να ‘ρθουν να τη διακόψουν και να τη διαλύσουν! Είναι όμως καιρός να μας πουν αν θα διαλέγουμε το ευκολότερο από αυτά που μπορούμε να κάνουμε ή το δυσκολότερο. Τα εύκολα είναι και ύποπτα».

Δεν σκεφτήκατε, κύριε Μαρωνίτη, να αποδώσετε το κείμενο ο ίδιος; Εδώ έχετε εμφανιστεί έως και στην Επίδαυρο. Η σχέση σας με το θέατρο είναι, ως γνωστόν, ερωτική.

«Παρ’ όλο που το λατρεύω, παρ’ όλο που γουστάρω πάρα πολύ να κάνω ο ίδιος θέατρο, κι έχω κάνει στη ζωή μου τρεις φορές, το συγκεκριμένο κείμενο δεν σηκώνει να το παίξω εγώ. Θα ήταν μια πράξη εναντίον του».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 13/01/2009

Μανιφέστο ελευθερίας

Μανιφ�στο ελευθερίας

Όνειρα, έρωτες και πάθη δια χειρός Εμπειρίκου και Μαρωνίτη σε δύο θεατρικές σκηνές της Αθήνας

Με δύο νέες παραστάσεις με θέμα τον άνθρωπο και τα πάθη του υποδέχονται τον καινούργιο χρόνο το Θέατρο του Νέου Κόσμου και η σκηνή 104 του Κέντρου Λόγου και Τέχνης. Η Θεατρική Εταιρεία Πόλις παρουσιάζει ήδη από την Κυριακή στο θέατρο των εκδόσεων Καστανιώτη τη μουσικοθεατρική παράσταση «Των ήχων πανσπερμία» σε ποιητικά -και όχι μόνο- κείμενα του Ανδρέα Εμπειρίκου, ενώ στο σανίδι του Νέου Κόσμου ανεβάζει ο σκηνοθέτης Γιάννης Τσορτέκης τη «Μαύρη γαλήνη» του Δημήτρη Μαρωνίτη.

  • «Μαύρη γαλήνη» από τα κελιά του ΕΑΤ – ΕΣΑ

Άνοιξη και καλοκαίρι του 1973. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης πάνω σε φθαρμένες χαρτοπετσέτες γράφει τη βασανιστική απομόνωσή του στα κελιά του ΕΑΤ – ΕΣΑ. «Ο εγκλεισμός του ανθρώπου υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και η απομόνωση στο δικό του κόσμο φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό σε ένα διάλογο σιωπής, που λαμβάνει τη μορφή της διαμαρτυρίας», σημειώνει ο σκηνοθέτης – ηθοποιός Γιάννης Τσορτέκης.

Με αφορμή την προσωπική μαρτυρία του συγγραφέα, δημιούργησε «ένα έργο που ταξιδεύει στο χρόνο και το χώρο, ένα κείμενο εγγαστρίμυθο, που ύστερα από 40 χρόνια γυρεύει τώρα φωνή και όψη». «Στη σύγχρονη εποχή που ζούμε, η σιωπή εκφράζεται είτε μέσα από μια τρελή φασαρία είτε μέσα από μια πραγματική προσωπική σιωπή.

Η ουσία είναι ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να παίρνει απόσταση από τα πράγματα. Αυτή η απόσταση οδηγεί κάπου εφόσον πηγάζει πραγματικά από την ανάγκη του ανθρώπου να πάρει απόσταση από τα πράγματα κι όχι από μια φαινομενική σιωπή, όπως αυτή που βιώνουμε τον τελευταίο καιρό.

Με έντεχνο τρόπο η υποτιθέμενη σιωπή των ανθρώπων του πνεύματος και των τεχνών για όσα τραγικά ζήσαμε αυτές τις μέρες παρουσιάζεται ως φωνή διαμαρτυρίας. Στην πραγματικότητα, δεν βγαίνει κανείς να μιλήσει, γιατί δεν έχει τι να πει. Είναι μια απόδειξη της ιδιοτέλειας της εποχής μας, καθώς μιλώντας μπορεί να διαταραχθούν ιδιωτικά συμφέροντα. Σιωπή διαμαρτυρίας είναι η προσωπική σιωπή του ανθρώπου που έχει ανάγκη να σιωπήσει».

  • «Των ήχων πανσπερμία», της σκέψης ελευθερία…

Ένας ευφάνταστος ψυχαναλυτής χρησιμοποιεί ανορθόδοξες, για την εποχή, μεθόδους ψυχοθεραπείας, για να οδηγήσει μια εξίσου ευφάνταστη γυναίκα σε μια αποκάλυψη – εκμυστήρευση σκέψεων, ονείρων, φαντασιώσεων. Παίρνοντας αφορμή από τις μελωδίες που παίζει, ο ψυχαναλυτής ξεδιπλώνει τις «εμμονές» της: να ζει ελεύθερη, ανεξάρτητη, δίχως να συμβιβάζεται με τα κοινωνικά «πρέπει». Αυτός είναι και ο λόγος που την έκλεισαν στην ψυχιατρική κλινική. «Διαβάζοντας τα έργα του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο οποίος εκτός από ποιητής ήταν και ψυχαναλυτής, τα κείμενά του ήχησαν στα αφτιά μου τρομερά επίκαιρα. Παρόλο που το διακύβευμά του είναι η ελευθερία του ανθρώπου στον έρωτα, στα περισσότερα κείμενά του υπάρχει έντονο το πολιτικό στίγμα.

Η “Οκτάνα” -η φανταστική πολιτεία που όλοι ονειρευόμαστε και αντικατοπτρίζει την ανάγκη μας να ζούμε σε έναν κόσμο ελευθερίας, δικαίου, αθωότητας, ευδαιμονίας, αγάπης- που ακούγεται στην παράσταση θα μπορούσε να είναι το μανιφέστο των ημερών που ζούμε σε μια Αθήνα που παλεύει να συνέλθει, αν συνέλθει ποτέ, ύστερα από την “εξέγερση” των πολιτών της. Για μια “Οκτάνα” κατεβαίνουμε στους δρόμους και αντιδρούμε», εξηγεί η σκηνοθέτις Ελένη Γεωργοπούλου.

info

– «Των ήχων πανσπερμία»
104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης
(Θεμιστοκλέους 104 & Καλλιδρομίου, τηλ. 210 3826185).
Παραστάσεις: Παρ. – Κυρ. 21.15

– «Μαύρη γαλήνη»
Θέατρο του Νέου Κόσμου
(Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Φιξ, τηλ. 210 9212900).
Παραστάσεις: Δευτ., Τρ. 21.15 (από 19/1)

ΦΑΡΑΖΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ, Ελεύθερος Τύπος, Τετάρτη, 07.01.09