Category Archives: Σοχός

Οι «τράγοι» του Σοχού»

ΑΠΟΚΡΙΕΣ. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΣΤΟΝ ΣΟΧΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

  • Στα πρόσωπά τους είναι άνθρωποι και στα σώματά τους τράγοι. Ορχιούνται, χοροπηδάνε, πίνουνε μπόλικο τσίπουρο και κρασί, χορεύουνε, μεθάνε. Γιομίζει ο Σοχός ήχους από κουδούνια, μπάσους και λιανούς, και χρώματα. Χρώματα από τα πρόσωπα, τα γιαταγάνια, τις φούντες. Τ’ αποκριάτικο πανηγύρι αρχίζει μ’ ενθουσιασμό και τελειώνει με θρίαμβο.
  • Μια φορά κι έναν καιρό, εδώ και πολλά χρόνια, τον Σοχό, που είναι τριανταέξι χιλιόμετρα από τον Λαγκαδά της Χαλκιδικής και πενηνταπέντε μακριά από τη Θεσσαλονίκη, θελήσανε να τον πατήσουνε τουρκαλάδες. Τα μαντάτα λέγανε πως έτσι και μπαίνανε στο χωριό θα σφάζανε όλους τους κατοίκους. Οι άνθρωποι του τόπου αρματωθήκανε με σπάθες, μαχαίρια, γιαταγάνια και βγήκανε στο βουνό να διώξουνε τους άπιστους. Σαν αντικρύσανε όμως το εχθρικό ασκέρι χάσανε το θάρρος και το λογικό τους από το φόβο. Λογαριάζανε τα κεφάλια τους σφαγμένα και πεταμένα, γιομάτα αίματα, στο χώμα. Παρακαλέσανε, προσευχηθήκανε, ικετέψανε.
  • Και μπρος, ξεπετάχτηκε άνθρωπος αλλόκοτος, θεριό, γίγαντας. Φοβερός και τρομερός. Το πρόσωπό του ήταν ανθρώπινο και το κορμί του τραγίσιο. Ένα πρόσωπο, όμως, αλλόκοτα ανθρώπινο. Άγριο. Το σώμα του πυκνά τριχωτό, με μαλλί σαν του τράγου. Ψηλός, θεόρατος. Τράβηξε τη σπάθα του και είπε στους ανθρώπους του τόπου:

– Μεταμορφωθείτε σαν κι εμένα κι ακολουθήστε με. Είμαι ο Άη Θόδωρος. Μη φοβόσαστε, θα κυνηγήσουμε και θα ξολοθρέψουμε τούτους τους άπιστους. Ομπρός, απάνω τους.

  • Οι χωριάτες σφάξανε ευτύς γίδια και τράγους και με τα τομάρια που φορέσανε γίνανε τραγοφόροι. Μασκαρέψανε και τα πρόσωπά τους με μπογιές, τρίχες, μουστάκια, γένια, κέρατα, φέσια παράξενα, με φούντες και κρόσια. Τραβήξαν απ’ τα ζωνάρια τους τα γιαταγάνια και τις σπάθες κι ορμήσανε καταπάνω στους τουρκαλάδες με ορμή σα σίφουνες κι άγριες φωνάρες και με πρωτοπολεμιστή τον Άη Θόδωρο. Δώσανε τράκο βίαιο και τρομάξανε τους άπιστους.
  • Μακεδόνες πανύψηλοι ορθώσανε τα κορμιά τους και προβάλανε τη δύναμη και την πολεμική τους οργή. Σαν τους αντικρύσανε οι τουρκαλάδες πανικοβλήθηκαν. Χάσανε το θάρρος τους και διαλύθηκαν. Πέσανε τότε τα μακεδονίτικα σπαθιά και τους τσακίσαν αλύπητα. Ο Μακεδόνας Άη Θόδωρος, που συμβολίζει στην περίπτωση αυτή την ελληνική φυλή, έκανε το θαύμα του. Τούτο, τον πρώτο μύθο, έχουμε από την παράδοση για την καταγωγή του αποκριάτικου πανηγυριού στο Σοχό της Χαλκιδικής. Ο δεύτερος μύθος αναφέρεται στον Μεγαλέξαντρο. Έχει σχέση με τις περιπλανήσεις και τα ταξίδια του Μακεδόνα καταχτητή.
  • Ο υπεράνθρωπος και κοσμοκράτορας Αλέξαντρος, στις εκστρατείες του που έκανε στην Υρκανία, στις πνιγερές ζούγκλες της Κασπίας, στα βάθη της Κεντρικής Ασίας, στις χιονισμένες κλεισούρες του Παραπάμισου, στο Αφγανιστάν και τις Ινδίες, στους ηλιοκαμένους κάμπους της Πεντοποταμίας και της χώρας των Μαλλών, στις καφτερές και άξενες ερημιές της Γεδρωσίας, σ’ αυτά όλα τα μέρη που γνώρισε και πάλεψε με κάθε είδους θηρία και τέρατα, με δράκους, ανθρώπους με σκυλίσιο κεφάλι κι αυτιά νυχτερίδας, με τρωγλοδύτες, Αμαζόνες και Σειρήνες, από τις περιπλανήσεις του αυτές ο Ισκάνταρ (Μεγαλέξαντρος) πήρε μαζί του ανθρώπους και τους έφερε στη Μακεδονία, για να κάνει μια καινούργια, υπεράνθρωπη  φυλή. Ακόμα κι αυτές οι φοβερές Αμαζόνες του γεννήσανε τέτοια θηρία ανθρώπους. Απ’ αυτούς λοιπόν, λέει η παράδοση, βγήκανε οι τραγόμορφοι Μακεδόνες, σε αποκριάτικο πανηγύρι, στο Σοχό της Μακεδονίας. Η «Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου» αναφέρει σχετικά τούτα:

«Αφ’ ου ανεπαύθησαν καλά τα φουσάτα του, και ετελείωσεν ο χρόνος, εσηκώθη από αυτού, και ηθέλησε να πηγαίνη εις τας Αμαζόναις ταις γυναίκες, οπού έχουν το βασίλειον μοναχαίς χωρίς Βασιλέα, και ήλθε κοντά εις τα σύνορά τους, και απ’ εκεί έστειλεν εις αυταίς επιστολήν».

  • Στην επιστολή του ο Μεγαλέξαντρος αναφέρει ότι έχει ακούσει για την ανδρεία τους, θέλει να τις γνωρίσει, να ετοιμασθούν και να τον δεχτούν καθώς πρέπει, γιατί δεν καταδέχεται να πολεμήσει με γυναίκες. Αυτές δεν υπακούουν κι ο Μεγαλέξαντρος απαντά πως «να φοβηθώ σάς, είναι εντροπή μου μεγάλη. Αν δεν θελήσετε να με υπακούσετε, θέλω έλθει αυτού με όλα του τα φουσάτα, και καμίαν δεν θέλω αφήσει από σας ζωντανήν».
  • Τους τραγοφόρους, οπαδούς και συμπολεμιστές του Άη Θόδωρου, και τους άντρες που γεννηθήκανε από τις φριχτές, τις αντρειωμένες κι ακουσμένες σ’ όλο τον κόσμο Αμαζόνες, και τους Αγριανθρώπους του Μεγαλέξαντρου, ενσαρκώνουν οι γιορταστές κάθε χρόνο στ’ αποκριάτικο πανηγύρι στο Σοχό. Το μεγάλο πανηγύρι γίνεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και την Καθαροδευτέρα. Άντρες θεόρατοι, πανύψηλοι, απόγονοι των φυλών του Μεγαλέξαντρου, ντύνονται τραγίσια τομάρια, φορτώνονται κουδούνια και κουδούνες τεράστιες, φοράνε και στα πρόσωπά τους μάσκες παράξενες, με χίλια χρώματα, καμωμένες με χοντρά υφάσματα και κορδέλες πλουμισμένες με γεωμετρικά σχήματα. Κρεμάνε αλογοουρές για μουστάκια, βάζουνε και μια φούντα χάρτινη με χρωματιστές κορδέλες στο κεφάλι. Ζώνονται και μια σπάθα ξύλινη, πλουμισμένη κι αυτή με πολλά χρώματα και σχέδια, κι αρχίζουν το χορό στους δρόμους και στις πλατείες.
  • Μπουλούκια – μπουλούκια οι τραγόμορφοι. Εκατοντάδες. Όλοι μοιάζουνε μεταξύ τους κι ο καθένας είναι διαφορετικός στα σχήματα στους ήχους των κουδουνιών. Πίνουνε ασταμάτητα τσίπουρο και κρασί, χοροπηδάνε, χορεύουνε, ορχιούνται, αυτοσχεδιάζουνε και μεθάνε μέσα σε ένα οργιαστικό πανηγύρι. Πολεμάνε συναμεταξύ τους με τις σπάθες και χορεύουνε μακεδονίτικο συρτό. Και γιομίζει ο Σοχός ήχου από τα κουδούνια, χρώματα από τις μάσκες, ευθυμία, λαϊκό ξεφάντωμα.
  • Το ιδιόμορφο αυτό έθιμο του μασκαρέματος και του αποκριάτικου γλεντιού στον Σοχό έχει τις ρίζες του στη διονυσιακή λατρεία. Αν υπολογίσουμε πως η Μακεδονία βρίσκεται πλάι στη Θράκη, που υπήρξε η αρχική κοιτίδα του Διόνυσου, κατά τους μελετητές, το έθιμο, χωρίς αμφιβολία, είναι διονυσιακό. Οι μιμικές παραστάσεις, το μασκάρεμα, οι άσεμνες κινήσεις, αποτελούν την αρχική φάση της λατρείας του Διόνυσου, απ’ την οποία γεννήθηκε το αρχαίο δράμα.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΤΑΝΟΣ, Η Αυγή, 15/02/2009