- Ο σκηνοθέτης Αντώνης Αντύπας ανεβάζει στο Απλό Θέατρο τον «Επιστάτη» του Πίντερ και τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ
- Της Γιωτας Συκκα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 28 Nοεμβρίου 2010
Τρέχει ανάμεσα σε δύο πρόβες, στην κεντρική και τη νέα σκηνή του Απλού Θεάτρου, βυθίζεται μήνες τώρα στα κείμενα του Πίντερ και του Μπέκετ, βρίσκοντας διαρκώς νέα στοιχεία, που του δίνουν δύναμη να επιμένει σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Στέκεται στις συνθήκες της εποχής που γράφτηκαν, ανιχνεύει τις σημειώσεις των συγγραφέων και τα κείμενα, τον ψυχολογικό κόσμο των χαρακτήρων που έπλασαν.
Με το άγχος μόνιμα ενεργοποιημένο, ο Αντώνης Αντύπας ξημεροβραδιάζεται στον χώρο που καθιέρωσε σε αυτήν τη γειτονιά των συνεργείων, πίσω από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, ελέγχοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια πριν αρχίσουν οι παραστάσεις. Ομως, κι όταν ξεκινήσει από τις 9 του μηνός η σεζόν για το Απλό Θέατρο, είναι σίγουρο πως θα φεύγει τελευταίος. Βλέπει κάθε βράδυ τις παραστάσεις, χρόνια τώρα.
Κρίση, Μνημόνιο, τρόικα κι αυτόν, όπως όλους μας, του τριβελίζουν το μυαλό. «Νιώθω οργή και θυμό για όσα συμβαίνουν. Αυτός ο καταιγισμός κακών ειδήσεων τόσους μήνες μάς έχει εξαντλήσει. Μια διαρκής απαξίωση. Ολη η χώρα μοιάζει να είναι σε κατάθλιψη. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από πουθενά».
Είναι μια καλή διέξοδος όταν έρχεται στο θέατρο και μπαίνει στον κόσμο του Πίντερ και του Μπέκετ. «Δεν ξέρω πώς θα πάει η χρονιά για όλους εμάς. Μας έδωσαν το 70% των επιχορηγήσεων, έχει μείνει κάτι από την περσινή χρονιά, δεν μας έχουν πει να υποβάλουμε χαρτιά για τη φετινή. Καταλαβαίνει κανείς ότι το ΥΠΠΟΤ έχει άλλες προτεραιότητες. Δεν ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό. Ολους μάς καταβάλλει αυτή η απόρριψη. Αλλά ο καλλιτέχνης έχει ανάγκη την τέχνη».
Παρά τις γενικές δυσκολίες, επιμένει πως είναι μια εποχή που μπορεί να βρούμε «ανάσες» γύρω μας. «Eπί χούντας ο κόσμος είχε την ανάγκη της ψυχικής ανάτασης. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και τώρα. Ισως πιο απαιτητικά. Ο κόσμος θέλει κάπου να ακουμπήσει. Δεν είναι θέμα ρεπερτορίου. Είναι θέμα επικοινωνίας, νοημάτων. Ούτε θέμα μοντέρνου, παλιού ή κλασικού. Επιδιώκουν να βρεθούν στο θέατρο, ίσως επειδή παρουσιάζεται μπροστά τους ένας άλλος κόσμος. Δεν θέλουν έπαρση και εγωπάθεια. Ο κόσμος θέλει να ανακουφίσει την ψυχή του. Κάτι να τον αγγίξει».
Σε λίγες ημέρες στο «Απλό», στη νέα σκηνή, κάνει την αρχή «Ο επιστάτης» του Πίντερ με τους: Δημήτρη Καταλειφό, Λαέρτη Βασιλείου, Χάρη Φραγκούλη. Φέτος, όμως, συμπληρώνονται και είκοσι χρόνια του Καλλιτεχνικού Οργανισμού Φάσμα – Απλό Θέατρο. Πέτυχε το στοίχημα που είχε βάλει; «Δεν είναι θέμα στοιχήματος, αλλά πίστης. Είχα βάλει έναν στόχο, δόθηκα σε αυτόν, πίστευα ότι μπορώ να τα καταφέρω». Στην πορεία υπήρχαν και δύσκολες στιγμές, αντιξοότητες, συνήθως οικονομικές, σκαμπανεβάσματα, αλλά τα ξεπερνούσε με τη γνωστή του επιμονή και αισιοδοξία. «Ηθελα να κάνω μια ομάδα με ανθρώπους από το εργαστήρι και να δουλέψουμε όλοι μαζί. Ηταν ανέφικτο. Δεν μπορούσα να μην πληρώνω τον ηθοποιό ή να χρωστάω». Το εργαστήρι το έχασε και την ομάδα όπως τη φανταζόταν, όμως, έτσι και αλλιώς, χαρακτήρας με συνέπεια και σταθερότητα, ο Αντ. Αντύπας έχει κοντά του τα τελευταία χρόνια μια άτυπη ομάδα. Ανθρωποι που ταιριάζουν μεταξύ τους.
Στον Πίντερ είχε πάντα αδυναμία. «Τα κείμενά του διαθέτουν τα ίδια στοιχεία που έχουν τα κλασικά έργα: ρυθμό, ποίηση, χιούμορ, μουσικότητα, πρόκληση, πολιτική ματιά. Τη μετέωρη ισορροπία μεταξύ αλήθειας και μη αλήθειας. Για μένα είναι κλασικός. Νιώθω υπερηφάνεια που τον γνώρισα. Ακόμη και για τα λόγια που διάλεξε να διαβαστούν στην κηδεία του –από το έργο του, τη “Νεκρή ζώνη”–, έχουν σημασία: “ …φρόντιζε τους ανθρώπους έτσι όπως θα ήθελες κι εσύ να φροντίζουν εσένα, τώρα, εδώ, σ’ αυτό που εσείς αποκαλείτε ζωή σας”.
Ο “Επιστάτης” με ενδιέφερε γιατί είναι μια συνέχεια του “Πάρτι γενεθλίων” και του “Θερμοκηπίου”. Ενας γερο–αλήτης, ο Ντέιβις, που υποδύεται ο Δημήτρης Καταλειφός (παίζει για πρώτη φορά έργο του Πίντερ), βρίσκει καταφύγιο σε ένα ακατάστατο δωμάτιο ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Είναι η εισβολή ενός παρείσακτου σε ένα χώρο, που δύο αδέρφια τον διεκδικούν παρότι νιώθουν και οι ίδιοι μετέωροι. Ο ένας, ο Αστον, ο «καλός Σαμαρείτης», ζει σε μια συναισθηματική απομόνωση, μαστορεύοντας τις μηχανές του και κάνοντας όνειρα για να φτιάξει ένα υπόστεγο στην αυλή. Ο αδερφός του ο Μικ ζει σε έναν ονειρικό – εφιαλτικό κόσμο. Ο εισβολέας δέχεται τη δουλειά που του προσφέρουν τα δύο αδέρφια, αλλά δεν εμπιστεύεται κανέναν, μισεί τους ξένους, τους κρατάει σε απόσταση, νιώθει ότι απειλείται ακόμη και μέσα από την προσφορά, υπονομεύοντας τη σχέση τους προς ίδιον όφελος. Οπως υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης: «Οι σχέσεις των ηρώων καθορίζονται από το παιχνίδι της εξουσίας, της κατοχής και της επιβολής».
Ενας 70χρονος που έχει συνθλίψει η κοινωνία είναι ο επιστάτης. Ο καθένας από τους ήρωες έχει ανάγκη να φαντασιώνεται κάτι διαφορετικό, που δεν θα το φτάσει ποτέ. «Ανέβηκε όταν ο Πίντερ ήταν και ο ίδιος πάμπτωχος. Ζούσε σε ένα μέρος στο δυτικό Λονδίνο σαν να λέγαμε σήμερα μια φτωχή γειτονιά στο Περιστέρι. Γνώριζε αυτούς τους ανθρώπους, έκανε παρέα με άστεγους και μετανάστες. Δεν είναι υπερβολή η ιστορία του επιστάτη. Νεόπτωχοι υπάρχουν, γι’ αυτό έχει σημασία αυτό το έργο».
Η συνέχεια θα δοθεί σε ένα μήνα στην κεντρική σκηνή, όπου θα ανέβουν οι «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ με τη Ράνια Οικονομίδου στον ρόλο της Γουίνι και τον Κώστα Γαλανάκη. Πιστεύει πως αυτά τα δύο έργα τα συνδέει η υπόγεια επικοινωνία τους με τα βαθύτερα νοήματα του αρχετυπικού «Περιμένοντας τον Γκοντό». Κορυφαίοι νομπελίστες και οι δύο συγγραφείς, που μιλούν στα έργα τους για την ανθρώπινη μοναξιά, τον θάνατο, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και την ανάγκη για επικοινωνία.
- Λεύκωμα με στιγμές των 20 χρόνων
Ο Πίντερ και ο Μπέκετ μαζί με την επιμονή και την αισιοδοξία του στήριξαν τον Αντώνη Αντύπα τις δύο δεκαετίες που πέρασαν. Στιγμές αυτών των 20 χρόνων θα δούμε στο λεύκωμα που ετοιμάζει η «Μικρή Αρκτος» για το «Απλό». Οταν τον ρωτάς, απαντάει ότι δούλεψε σε ό,τι πίστεψε. Ο Κ. Γεωργουσόπουλος σημειώνει πως το μεγάλο προσόν του Αντύπα είναι ότι δεν φιλοδόξησε να δημιουργήσει αναγνωρίσιμο σκηνοθετικό, αποκλειστικό προσωπικό ύφος. «Ετσι απέφυγε να φτιάχνει, όπως πολλοί δικοί μας και ξένοι, ένα κρεβάτι του Προκρούστη και να υποχρεώνει τα έργα, κόβοντας και τεντώνοντας, να υπακούουν στα μέτρα του και τα σταθμά του. Απέφυγε, με απλά λόγια, να κολλήσει την αρρώστια του σκηνοθετισμού, δηλαδή να προβάλλει το εγώ του και να αλλοιώνει τα κείμενα, σύμφωνα με τα προσωπικά του γούστα». Ο Δημήτρης Μαρωνίτης στέκεται στην απλότητα. «Η πραγματική απλότητα δεν χαρίζεται βέβαια δωρεάν, ούτε προκαταβολικά. Αποκαλύπτεται στο τέρμα μιας επίμονης δοκιμής, που νοείται ως εξαντλητική, και συχνά επώδυνη, δοκιμασία, όπως ομολογείται στον Ερωτικό Λόγο του Σεφέρη με το καταληκτικό ημιστίχιο: ο κόσμος είναι απλός. Ομόλογη απλότητα υπόσχεται και κατορθώνει ο Αντώνης Αντύπας στην εικοσάχρονη θεατρική του δοκιμή – από την άποψη αυτή, αποτελεί μάλλον εξαίρεση στην ενοχλητική εκζήτηση, που στιγματίζει πολλές θεατρικές επιδείξεις των ημερών μας».