Category Archives: Ουίλιαμς Τενεσί

Ο θηλυκός κόσμος του Τένεσι Ουίλιαμς

 

  • ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ, Επτά, Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Αρχισε τη συγγραφική του καριέρα στα 28 του χρόνια, στα 34 βρήκε τον ατομικό του λόγο με τον «Γυάλινο κόσμο», στα 36 έγινε ο υπ’ αριθμόν ένα δραματικός συγγραφέας της γενιάς του με το «Λεωφορείο ο πόθος», στα 44 έγραψε την τελευταία εμπορική του επιτυχία («Νύχτα της Ιγκουάνα»), στα 70 το τελευταίο του θεατρικό έργο («Now, the Cats With Jewelled Claws») και στα 72 πέθανε από ένα πώμα μπουκαλιού που σφηνώθηκε στον λαιμό του, ολομόναχος σ’ ένα άξενο δωμάτιο ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης, της πόλης που τον ανέδειξε αλλά και τιμώρησε, καταβροχθισμένος από τα θραύσματα του ραγισμένου κόσμου του.

Αυτός είναι ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο «καταραμένος ποιητής» (poete maudit) του αμερικανικού θεάτρου, ο καλλιτέχνης που έκανε τη ζωή του θέατρο και τα πάθη του τραυματισμένου «Εγώ» του ρυθμιστές της σκηνικής του γλώσσας. Ο καλλιτέχνης που, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον αμερικανό δραματικό συγγραφέα, έσπρωξε τον εγχώριο ρεαλισμό πέρα από την καταγραφή της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, προς το συναίσθημα και τον ψυχισμό.

  • ΣΕΞ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ

Χωρίς ιδιαίτερες αφηγηματικές ικανότητες ή βαθυστόχαστες και πρωτότυπες ιδέες, χωρίς ξεκάθαρη εικόνα για πολλούς από τους χαρακτήρες του (συχνά δεν ξέρει τι να τους κάνει), χωρίς ιδιαίτερους κοινωνικούς ή ιδεολογικούς προβληματισμούς (σ’ αντίθεση με τον άλλο μεγάλο της εποχής του, τον Αρθουρ Μίλερ), θα περίμενε κανείς μια πλήρη αποτυχία ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια «χρυσή μετριότητα». Κι όμως, το έργο του όχι μόνον επιπλέει, αλλά και ορθώνεται μπροστά μας σαν μια καταξιωμένη ποιητική μαρτυρία θαυμαστής ευαισθησίας και σκηνικής αρτιότητας. Αρκεί να πούμε ότι είναι ο δημοφιλέστερος αμερικανός δραματικός συγγραφέας στην Ευρώπη. Σε 110 υπολογίζω τις παραγωγές των έργων του στην Ελλάδα, με πρώτο τον «Γυάλινο κόσμο». Μακράν δεύτερος ο Ε. Ο’ Νιλ με 35 παραγωγές και τρίτος ο Αλμπι. Δεν θυμάμαι θεατρική σεζόν που να μην έχει να παρουσιάσει έστω και έναν Ουίλιαμς.

Φέτος, το Εθνικό θέατρο επέλεξε το «Γλυκό πουλί της νιότης» (σκην. Ε. Θεοδώρου), για να γιορτάσει έτσι και τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Μια εύστοχη επιλογή, καθώς πρόκειται για ένα έργο-συμπερίληψη των βασικών χαρακτηριστικών (ακόμη και ελαττωμάτων) της δραματουργίας του. Εκεί τέμνονται το συναίσθημα με τον βαθύ υπολογισμό, το ηθικό δέος και το καλλιτεχνικό δέον, ο ατομικός λόγος και ο κοινός, η ποίηση και η φλυαρία, η ευλογία του έρωτα και ο αναθεματισμός του.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κανένας άλλος αμερικανός δραματικός συγγραφέας δεν είναι τόσο επικεντρωμένος στο σεξ όσο αυτός. Και το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ οδηγεί τους ήρωές του στον δρόμο της σάρκας, στο τέλος τούς τιμωρεί παραδειγματικά για τις επιλογές τους. Με τον τρόπο του είναι σαν να αποτίει φόρο τιμής στον καλβινιστή Θεό του γενέθλιου τόπου του, έναν Θεό τιμωρό. Από την άλλη, πάλι με τον τρόπο του, είναι σαν να αποτίει φόρο τιμής στη Μέκκα του αμερικανικού θεάτρου, το μεσοαστικό Μπρόντγουεϊ.

  • ΘΥΣΙΑ ΣΤΟ ΒΩΜΟ ΤΗΣ ΦΗΜΗΣ

Είναι γνωστό πως ο Ουίλιαμς, από την αρχή της καριέρας του, αποζητούσε το μεγάλο κοινό. «Οσο μεγαλύτερο το κοινό τόσο το καλύτερο», συνήθιζε να λέει. Ακόμη και αυτοί οι γκροτέσκοι χαρακτήρες που δημιουργεί (και δεν είναι λίγοι), εμπίπτουν σ’ αυτή τη λογική του φλερτ με τον ορίζοντα των προσδοκιών του μεγάλου κοινού. Είναι σαν να ζητά απ’ αυτό να μην τους κρίνει με αυστηρώς αποδεκτά μέτρα και σταθμά, αλλά να τους δει ως «άλλες», ειδικές περιπτώσεις (άρα, με συγκατάβαση). Η τρέλα της Μπλανς ζητάει μια ειδική αντιμετώπιση, όπως και οι εμμονές της Σεραφίνα («Τριαντάφυλλο στο στήθος»), ο γυάλινος κόσμος της Λόρα κ.ο.κ. Ο Ουίλιαμς, γενικά, ήξερε να επιβιώνει στο μεταίχμιο της σύμβασης και της ανατροπής της. Η θεατρική του καριέρα ήταν ένα συνεχές σλάλομ μεταξύ του αποδεκτού και του μη αποδεκτού, γεγονός που τον βοήθησε να δημιουργήσει ιδιόμορφα σκηνικά πλάσματα, στα οποία διοχέτευσε τις ευαισθησίες των πολλών από τη μια και τις δικές του απόψεις περί διαφορετικότητας, από την άλλη.

  • ΓΥΝΑΙΚΟΚΡΑΤΙΑ

Στα έργα του λειτουργεί συνήθως ένα τρίγωνο, όπου στην κορυφή βρίσκεται ένας άντρας (τρόπαιο και θύμα μαζί) και, στη βάση, δύο γυναίκες (αρπακτικές και θερμόαιμες) έτοιμες για όλα. Απ’ όλα τα γυναικεία πορτρέτα που δημιούργησε, ο ίδιος ομολογεί πως με την Αλμα («Καλοκαίρι και καταχνιά») ταυτίζεται πιο πολύ γιατί, όπως αυτή, έτσι και ο ίδιος ξύπνησε αργά στη ζωή του. Από μια ηρωίδα του στιλ των ηρωίδων ενός Κορνέιγ (αφοσιωμένη στην αγάπη, το καθήκον, την έντιμη ζωή), μεταμορφώνεται σε μια παρουσία με το προσωπείο των dramatis personae του Ρακίνα (παραδομένη στις έξεις και τις ορέξεις της).

Γενικά, το θεατρικό σύμπαν του Ουίλιαμς είναι ένας κόσμος δυνατών και επιθετικών γυναικών και σεξουαλικά αβέβαιων ανδρών, ανίκανων να δημιουργήσουν ζωή, ικανών όμως να πάρουν ζωή. Δεν υπάρχει χώρος για τον γάμο σ’ αυτή την κοινωνία με τις Αμαζόνες, όπου η βασική λειτουργία του άνδρα είναι να λειτουργεί ως διαθέσιμο πέος, όπως διαπιστώνει κανείς στο «Γλυκό πουλί της νιότης», όπου η οικονομικά ευκατάστατη Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο είναι εκείνη που θέτει τους όρους της συνδιαλλαγής. Μάταια προσπαθεί ο Τσανς, ο ζιγκολό και εραστής της, να της επιβληθεί. «Είμαι πιο παλιά πουτάνα σ’ αυτό το παιχνίδι», του λέει και του κόβει τη φόρα. Αυτή η αδυναμία να ελέγξει καταστάσεις τον ευνουχίζει, με τον ίδιο τρόπο που ο χρόνος ευνουχίζει τις γυναίκες, όπως του υπενθυμίζει η Αλεξάνδρα, αλλά και το νυστέρι του γιατρού ευνουχίζει τη Χέβενλι, όταν της αφαιρεί τη μήτρα (το τίμημα της σχέσης της με τον Τσανς).

Δεν υπάρχει εύκολη εξίσωση ανάμεσα στον συγγραφέα και τα λάγνα θηλυκά του. Ο ίδιος είπε κάποτε ότι ταυτίζεται περισσότερο με τις γυναίκες των έργων του, γιατί υπήρξαν γι’ αυτόν πηγή έμπνευσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα θηλυκά του είναι θηλυπρεπείς άνδρες σε μεταμφίεση (drag) ή ότι ο Ουίλιαμς μας κοροϊδεύει προτάσσοντας στο προσκήνιο έναν χαρακτήρα, όπως η Μπλανς, με το προσωπείο και όχι το σώμα μιας γυναίκας.

Η Μπλανς (ή η όποια Μπλανς) είναι ένα απόβλητο της συμβατικής κοινωνίας που, ανίκανη να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, βυθίζεται όλο και πιο πολύ στις γειτονιές του φανταστικού της κόσμου, εκεί όπου οι πληγές δεν πονούν και οι ρυτίδες δεν φαίνονται. Γι’ αυτήν, όπως και για όλους τους ήρωες-παραβάτες του Ουίλιαμς, δεν υπάρχει απόδραση. Είναι καταδικασμένοι να ζουν μέσα στο και για το «βρόμικο» σώμα τους.

Ο Ουίλιαμς γράφει σαν ένας διχασμένος μποέμ, ένας ασταθής πουριτανός που κατόρθωσε να παντρέψει το σεξ με τον θάνατο, χωρίς το happy end μιας τελικής υπέρβασης ή απελευθέρωσης. Θα περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να σπάσει τον κώδικα σιωπής και να μιλήσει πλέον ανοιχτά για τη διαφορετικότητά του. Βέβαια, όταν το έκανε ήξερε πως το Μπρόντγουεϊ του είχε ήδη κλείσει για πάντα την πόρτα. Δεν είχε να χάσει τίποτε. Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν μπορεί να του αρνηθεί μια εξέχουσα θέση στη θεατρική ιστορία της χώρας του (και όχι μόνο). Με το έργο του (κυρίως το πρώιμο) βοήθησε, όσο κανένας άλλος, το αμερικανικό θέατρο να εγκαταλείψει το ερώτημα «Τι έγινε;» ή «Γιατί έγινε;» και να στραφεί στις συνέπειες του συμβάντος, δηλαδή εντός.

  • ΕΠΑΝΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

Σήμερα, τόσο η θεωρία του φεμινισμού όσο και η θεωρία της διαφορετικότητας, της περφόρμανς και της διαπολιτισμικότητας, έχουν ανοίξει τον δρόμο για νέες αναγνωστικές προτάσεις, οι πιο πολλές από τις οποίες στρέφονται σ’ αυτό που θεωρούν ως ανομολόγητη ομοφυλοφιλία των χαρακτήρων. Τα αποτελέσματα, ανάμεικτα. Στο μιούζικαλ «Bellle Reprieve», λ.χ. βασισμένο στο «Λεωφορείο ο Πόθος» (συμπαραγωγή του γνωστού νεοϋορκέζικου λεσβιακού σχήματος Split Britches και του λονδρέζικου Bloolips), οι συντελεστές έκοψαν κι έραψαν το έργο ώστε να του φορέσουν το κοστούμι της σεξουαλικής διαφορετικότητάς τους. Κατάληξη: μια παρωδία της πλάκας. Στη σαφώς πιο σοβαρή πολυφυλετική παράσταση της «Λυσσασμένης γάτας» (Νέα Υόρκη, 2008), το επίκεντρο ήταν η πολυπρισματική προβολή του εσωτερικού κόσμου διαφορετικών ατόμων ιδιαίτερου ψυχισμού. Αποψη που εν μέρει κυριάρχησε και στην παράσταση του έργου «Λεωφορείο ο Πόθος» που είδαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών (2010), σε σκηνοθεσία Βαρλικόφσκι. Η Μπλανς (της Ιζαμπέλ Ιπέρ), δεν ήταν αυτό που ξέρουμε: γλυκομίλητη, μελοδραματική και νάρκισσος. Ηταν μια φιγούρα ψυχικά ταραγμένη και μόνη, σε μια στάση λεωφορείου. Η απόλυτη μοναξιά, που έπαιξε ανάμεσα στην εικόνα και το σώμα και που στήριξε μια πληθώρα από videowall που δεν λειτούργησαν ως αγκωνάρι στον λόγο, αλλά ως ισότιμος «συνταξιδιώτης». Μία σωματική και εγκεφαλική ανάγνωση, αρκούντως υπερβολική, που άνοιξε τους ορίζοντες του έργου στο αθέατο δράμα ενός μυαλού που βρίσκεται στον προθάλαμο του ψυχιατρείου. Από τη mise en scene στη mise en abyme.

«Όχι για Αηδόνια» του Τενεσί Ουίλιαμς

«ΟΧΙ ΓΙΑ ΑΗΔΟΝΙΑ» του Τενεσί Ουίλιαμς

Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν
Σκηνικά-Κοστούμια: Χριστίνα Κωστέα
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Κινησιολογία: Φρόσω Κορρού
Βοηθός σκηνοθέτη: Άθως Αντωνίου
Βοηθός σκηνογράφου: Λήδα Δοκουμετζίδη
Φωτογραφίες: Δημήτρης Ευλαμπίδης

Παίζουν: Αντώνης Μπαμπούνης, Κωνσταντίνος Φάμης, Ολυμπία Σκορδίλη, Δέσποινα Ησαΐα, Πάνης Καλοφωλιάς, Γιώργος Γεμελιάρης, Γιώργος Πολυχρονόπουλος, Μάκης Κατσούλης, Δημήτρης Αλιμπέρτης, Ρωμανός Μαρούδης, Γιάννης Αθανασόπουλος.

Από 12 Απριλίου μέχρι 08 Ιουνίου 2010

Εταιρεία Θεάτρου Υπερίων

Θέατρο «Αργώ», Ελευσινίων 15, Μεταξουργείο, τηλ. 210 5201684

Το «Όχι για αηδόνια» είναι το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του Γουίλλιαμς που υπέγραψε ως «Τεννεσσή». Το κείμενο βρισκόταν στα αρχεία του Γουίλλιαμς στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν για περισσότερα από πενήντα χρόνια, ώσπου η Λαίδη Μαρία Σαιντ Τζαστ, θεματοφύλακας του κεφαλαίου της αδερφής του συγγραφέα (όπως υποδείκνυε η διαθήκη του Τεννεσσή), παρουσίασε το κείμενο στη Βανέσσα Ρέντγκρεηβ, η οποία ενθουσιάστηκε και οργάνωσε την παγκόσμια πρεμιέρα του έργου στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας το 1998: «Έργο ολοκληρωμένο και σπαρακτικό που θυμίζει Γουίλλιαμς χωρίς να είναι ακριβώς Γουίλλιαμς», λέει η ηθοποιός. Το γεγονός ότι το έργο δεν είχε δημοσιευτεί και δεν είχε παιχτεί για πολλά χρόνια οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έντονη βία που το χαρακτηρίζει.

Το έργο αυτό –σίγουρα το πιο κινηματογραφικό του– γράφτηκε από τον εικοσιεφτάχρονο φοιτητή Γουίλλιαμς ως εργασία στο μάθημα θεατρικής γραφής και βασιζόταν σε αληθινό περιστατικό που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες.

Σε μια υψίστης ασφαλείας φυλακή στην Πενσυλβανία, εικοσιπέντε κρατούμενοι που ξεκίνησαν απεργία πείνας εξαιτίας της μονότονης σίτισής τους φυλακίστηκαν σ’ ένα κελί με καυτούς ατμούς που λεγόταν Κλόνταϊκ. Καθώς η ζέστη ανέβαινε στο κελί, τέσσερις απ’ αυτούς κυριολεκτικά ψήθηκαν ζωντανοί. Η Αμερική τρομοκρατήθηκε. Ο Τεννεσσή εξέφρασε τα αισθήματά του όπως πάντα μέσα απ’ τα γραπτά του. Στο κείμενό του καθρεφτίζεται η οργή και το σοκ ολόκληρης της Αμερικής. Κάτω απ’ τις γραμμές του ο θεατής εντοπίζει έναν νεαρό Γουίλλιαμς ως πολιτικό συγγραφέα παθιασμένο με την κοινωνική αδικία.

Γραμμένο τη δεκαετία του 1930, έργο της νεότητας του συγγραφέα, αφηγείται τη ζωή ενός φυλακισμένου σε μια φυλακή της Αμερικής το καλοκαίρι του 1938. Ο Γουίλλιαμς στο «Όχι για αηδόνια» περιγράφει τις άθλιες συνθήκες κράτησης και την παρακμή του σωφρονιστικού συστήματος, ασκώντας κριτική σε κάθε μορφή εξουσίας. Σε αυτό το έργο δεν υπάρχουν οι εκκεντρικοί ήρωες των μετέπειτα έργων του Γουίλλιαμς, αλλά άνθρωποι απλοί και καθημερινοί που ανήκουν στο περιθώριο της κοινωνίας και διεκδικούν το δικαίωμά τους να ζήσουν αναζητώντας την προσωπική τους ελευθερία. Παρά τη βία και τη σκληρότητα που διέπει όλο το έργο, δε λείπει η ποίηση και ο λυρισμός που διακρίνει τη δραματουργία του Γουίλλιαμς.

Νέες θεατρικές προσκλήσεις

«Αύριο πάλι»
Στη νέα σκηνή του «Απλού Θεάτρου», από σήμερα (7μμ) η ομάδα «Ρέον» παρουσιάζει το μονολογικό έργο του Δημήτρη Τσεκούρα «Η Μπέμπα», σε σκηνοθεσία Ορέστη Τάτση, σκηνικά – κοστούμια Κωνσταντίνου Ζαμάνη, μουσική σύνθεση ήχων Θοδωρή Αμπατζή, φωτισμούς Σοφίας Αλεξιάδου, κίνηση Πωλίνας Κρεμαστά. Παίζει η Ναταλία Στυλιανού. Το έργο μέσα από εννέα εικόνες, παρακολουθεί τη γυναίκα σε οκτώ διαφορετικές ηλικίες, με έσχατη τα γηρατειά, όπου η γυναίκα, ενώ γεννώντας «ποιεί» τον κόσμο, φθάνει στο σημείο να ψελλίζει ακατανόητες και άχρονες λέξεις, σαν νήπιο… Παραστάσεις Πέμπτη – Σάββατο (7μμ), Τρίτη, Τετάρτη, Κυριακή (9.45μμ).
  • Ο θίασος «Υπερίων» ανεβάζει (12/4-8/6) στο θέατρο «Αργώ» το άπαιχτο στην Ελλάδα νεανικό έργο του Τενεσί Ουίλιαμς «Οχι για αηδόνια», που διέσωσε από τη λήθη η ηθοποιός Βανέσα Ρέντγκρεϊβ. Γραμμένο το 1938, αφηγείται τη ζωή ενός κρατουμένου σε αμερικανική φυλακή. Περιγράφει τις άθλιες συνθήκες κράτησης και την παρακμή του σωφρονιστικού συστήματος, ασκώντας κριτική σε κάθε μορφή εξουσίας. Ανθρωποι περιθωριοποιημένοι από την κοινωνία, διεκδικούν το δικαίωμα της προσωπικής τους ελευθερίας. Παρά τη βία και τη σκληρότητα που διέπει το έργο, δε λείπει η ποίηση και ο λυρισμός που διακρίνει τη δραματουργία του Ουίλιαμς. Μετάφραση – σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν, σκηνικά – κοστούμια: Χριστίνα Κωστέα, μουσική: Δημήτρης Μαραμής, φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη, κινησιολογία: Φρόσω Κορρού. Παίζουν: Αντώνης Μπαμπούνης, Κωνσταντίνος Φάμης, Ολυμπία Σκορδίλη, Δέσποινα Ησαΐα, Πάνης Καλοφωλιάς, Γιώργος Γεμελιάρης, Γιώργος Πολυχρονόπουλος, Μάκης Κατσούλης, Δημήτρης Αλιμπέρτης, Ρωμανός Μαρούδης.
  • Στη Β’ σκηνή του θεάτρου «Αλμα» τη Δευτέρα θα ανεβαστεί το έργο του πρωτοεμφανιζόμενου Τομάζο Παγώνη «Αύριο πάλι». Ο σύγχρονος άνθρωπος, όπως ο μυθικός Σίσυφος, προσπαθεί να βρει απαντήσεις μέσα σε ένα σκοτεινό υπόγειο, δεκατρείς ορόφους κάτω απ’ τη γη. Τέσσερις φοιτητές πολιτικών επιστημών αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν το ανθρώπινο πείραμά του. Ο σουρεαλισμός συναντά το ρεαλισμό, ο μύθος την πραγματικότητα, σε μια προσπάθεια των προσώπων να ξεφύγουν από τα λάθη του παρελθόντος, να γράψουν τη δική τους αλήθεια. Σκηνοθεσία Αλκυώνης Βαλσάρη, σκηνικά Καλλιόπης Ζαφειροπούλου, κοστούμια Αννας Στρούζα, φωτισμοί Μπάμπη Αρώνη, μουσική επιμέλεια Αντώνη Αντωνάκου – Τζούλις Τσόλκα. Παίζουν: Αντώνης Αντωνάκος, Αντώνης Ζιώγας, Σπύρος Σιδέρης, Αννα Στάτσκαγια, Τζούλι Τσόλκα. (Παραστάσεις μέχρι τέλος Μάη, κάθε Δευτέρα – Τρίτη 9.45μμ).
  • «Η Μπέμπα»

    Στο θέατρο «Ράγες» η ομάδα ««MINUS[two]» ανέβασε το έργο της Στέλλας Μαρή «Forever yours ή π²». Ενα ερωτικό τρίγωνο. Δύο άντρες (Φίλιππος Φραγκούλης, Σωτήρης Χατζηνικολάου) και μία γυναίκα (Στέλλα Μαρή) ερωτεύονται, πονούν, προδίδουν, συγχωρούν, δικαιώνονται. Το «βάρος» της αρχής του παιχνιδιού σηκώνει ο Αλεχάντρο Γιάχια Μαχντάουι, υπό το άγρυπνο βλέμμα της συντονίστριας του παιχνιδιού (Αννα Μιχελή). Σκηνοθεσία Στέλλας Μαρή, κίνηση Γιάννη Μάντση, video, 3ddesign και animation Περικλή Καραθανάση – Βίκυς Γκαδανίδου, ήχοι Αλβίνου Βασιλειάδη, σκηνογραφία Γιώργου Σταματάκη, κοστούμια Ελένης Παππά, φωτισμοί Εβίνας Βασιλακοπούλου.

Τένεσι Ουίλιαμς «Λυσσασμένη γάτα» στο Novello Theatre [Λονδίνο]

  • Novello Theatre
  • www. novellotheatre. com

Cat On A Hot Tin Roof

«Cat on a Hot Tin Roof». Η «Λυσσασμένη γάτα», ένα από τα πιο δημοφιλή και πολυπαιγμένα έργα του Τένεσι Ουίλιαμς, παρουσιάζεται με όλους τους ρόλους να ερμηνεύονται από μαύρους ηθοποιούς. Η νέα αυτή παραγωγή, σκηνοθετημένη από την Ντέμπι Αλεν (γνωστή από το «Fame»), μεταφέρθηκε στο Λονδίνο από το Μπρόντγουεϊ και σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Ο βετεράνος Αμερικανός ηθοποιός Τζέιμς Ερλ Τζόουνς υποδύεται τον πατέρα, τον Big Daddy, αποσπώντας υμνητικές κριτικές για την «επιβλητική τραχύτητα» της ερμηνείας του. Πολύ καλή υποδοχή από τους κριτικούς έχουν επίσης η Σάανα Λέιθαν, εκρηκτική στον ρόλο της Μάγκι, ο Αντριαν Λέστερ που υποδύεται τον Μπρικ και η Φελίσια Ρασάντ στον ρόλο της Big Mama. Εως τις 10 Απριλίου. [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/12/2009]

View trailer

Featuring a dynamic all black cast led by Academy Award nominee and two-time Tony winner James Earl Jones, Tony Award winner Phylicia Rashad, Olivier Award winner Adrian Lester and Tony Award nominee Sanaa Lathan.

The production is directed by renowned Emmy and Golden Globe Award winning director, actor and choreographer Debbie Allen, who is best known for playing Lydia Grant in the original film and television series of Fame.

In Cat on a Hot Tin Roof, a powerful Southern family gathers at a birthday celebration for patriarch Big Daddy (Jones), who does not know that he is dying of cancer. In a scramble to secure their part of his estate, family members hide the truth about his diagnosis from him and Big Mama (Rashad).

Tensions mount between alcoholic former football hero Brick (Lester) and his beautiful but sexually frustrated wife Maggie «the Cat» (Sanaa). As their troubled relationship comes to a stormy and steamy climax, a shockwave of secrets is finally revealed.

Brimming with trademark emotional intensity and insightful wit, Cat on a Hot Tin Roof  is an American treasure. Don’t miss this bold new staging of Tenessee Williams’ rich and timeless family portrait.

Creators
Directed by Debbie Allen
Set Design by Ray Klausen
Costume Design by Jane Greenwood
Lighting Design by William Grant
Written by Tennessee Williams

Cast
James Earl Jones as Big Daddy
Phylicia Rashad as Big Mama
Adrian Lester as Brick
Sanaa Lathan as Maggie
Richard Blackwood
Derek Griffiths
Nina Sosanya
Joseph Mydell
Peter De Jersey
Guy Burgess
Claudia Cadette
Susan Lawson-Reynolds
Yvonne Gidden

Cat On A Hot Tin Roof Shop

Dates
Previews from: 21 November 2009
Opens: 1 December 2009
Limited engagement until: 10 April 2010

Dangerous Liaisons

  • Tennessee Williams and David Mamet on the damage that we do.

Southern belle: Cate Blanchett is pitch perfect as Blanche DuBois in “A Streetcar Named Desire.” Photograph by Brigitte Lacombe.

Southern belle: Cate Blanchett is pitch perfect as Blanche DuBois in “A Streetcar Named Desire.” Photograph by Brigitte Lacombe.

When we first encounter Cate Blanchett as Blanche DuBois in the Sydney Theatre Company’s thrilling production of Tennessee Williams’s “A Streetcar Named Desire” (directed by Liv Ullmann, at the Brooklyn Academy of Music), she is literally backed into a corner, sitting on her small valise at the shadowy edge of the stage. As the Ink Spots’ “If I Didn’t Care” plays, Blanche takes a short, almost imperceptible breath, then sets off, in a white suit and a floppy white sun hat, for 632 Elysian Fields, where her younger sister, Stella Kowalski (the excellent Robin McLeavy), lives with her husband, Stanley (Joel Edgerton). Blanche’s eyes flutter, and the valise shifts in her hand, almost too heavy for her taut, bony frame to carry. Even before we know her story, her nervy bearing tells us something about her history of abdication. As the play unfolds, the extent of her losses becomes clear: she has lost her husband, her family home, her job, her good name, her purity, and, ultimately, her sanity. This will be her last stand.

Blanche is the Everest of modern American drama, a peak of psychological complexity and emotional range, which many stars have attempted and few have conquered. Of the performances I’ve seen in recent years, Jessica Lange’s lacked theatrical amperage, Natasha Richardson’s was too buff, and Rachel Weisz’s, in this year’s overpraised Donmar Warehouse production in London, was too callow. The challenge for the actress taking on Blanche lies in fathoming her spiritual exhaustion, her paradoxical combination of backbone and collapse. Blanche has worn herself out, bearing her burden of guilt and grief, and facing down the world with a masquerade of Southern gaiety and grace. She is looking—as Williams himself was when he wrote the play—for “a cleft in the rock of the world that I could hide in.”

Blanchett, with her alert mind, her informed heart, and her lithe, patrician silhouette, gets it right from the first beat. “I’ve got to keep hold of myself,” Blanche says, her spirits sinking with disappointment at the threadbare squalor of the one-room apartment her sister shares with her working-class husband. “Only Poe! Only Mr. Edgar Allan Poe!—could do it justice! Out here I suppose is the ghoul-haunted woodland of Weir!” she drawls to Stella, flapping her long birdlike fingers in the direction of the window and the railroad tracks beyond. Blanchett doesn’t make the usual mistake of foreshadowing Blanche’s end at the play’s beginning; she allows Blanche a slow, fascinating decline. And she is compelling both as a brazen flirt and as an amusing bitch. When Stella explains that Stanley is Polish, for instance, Blanche replies, “They’re something like the Irish, aren’t they? Only not so—highbrow.” It’s part of Blanchett’s great accomplishment that she makes Blanche’s self-loathing as transparent and dramatic as her self-regard. She hits every rueful note of humor and regret in Williams’s dialogue. In one desperate scene, in which Blanche explains her sordid past to Stanley’s friend Mitch (Tim Richards), who has been disabused of his romantic interest in her, she takes a slug of Southern Comfort. “Southern Comfort!” she exclaims. “What is that, I wonder?” Dishevelled, sitting on the floor by the front door, she fesses up to Mitch. “Yes, I had many intimacies with strangers,” she says, in a voice fatigued by heartbreak. I don’t expect to see a better performance of this role in my lifetime.

I will, however, see a better set. Although Ullmann gives the production many masterly touches—there is no Big Easy folderol here and almost no allegorical flimflammery—she has allowed Ralph Myers to lumber his set with an ungainly fire escape, which cramps the left side of the stage and inhibits important scenes played there, and with a sort of lumpish second story of mostly black cinder block. The set has not a whiff of lyrical New Orleans about it; the play might as well be taking place in downtown Cleveland. The bathroom where Blanche takes the long, luxurious soaks that so enrage Stanley is a makeshift construction inside the main room. All the couple’s arguments about Blanche and her parlous situation happen no more than a yard away from where she’s making her ablutions; it takes a powerful suspension of disbelief to imagine that she can’t hear everything that’s being said. The design’s one substantial asset is the way it maximizes the sense of claustrophobia, turning the apartment into a little cave of carnality.

The cunning and dynamic Stanley is the phallic force at the center of Williams’s tragedy. Edgerton, with his particular low-key roughness, is superb in the role, and although he doesn’t have Marlon Brando’s sexual charisma—who could?—he manages the rare feat of shedding that iconic shadow. Edgerton is not a big man or an especially brawny one. He has small, watchful eyes. His face belies a brusque and wary nature that veers between cruelty and sentimentality. In one memorable scene, when Stella asks Stanley to clear his plate after the fiasco of Blanche’s birthday party, Edgerton’s Stanley spits food in her face; in another, he sits, sopping wet, on the edge of the tub that his poker-playing buddies tossed him into, in poignant drunken remorse over having punched his pregnant wife in the face.

Ullmann’s direction delivers so much pleasure that it’s a shame that, at the finale, she doesn’t deliver the play’s meaning. In her staging of the rape scene that drives Blanche over the edge, Blanche collapses on the bed, only to have her degradation prettified by an invented postcoital dumb show. When, some weeks later, the demented Blanche is taken to a sanitarium, she doesn’t, contrary to Williams’s stage directions, get herself up in the regalia of normalcy, a performance of dignity that, in other stagings, gives genuine pathos to her exit. Instead, still in her slip and bare feet, clutching the doctor with both hands, Blanche is led into the bright light of day like a loony Daisy Mae from “Li’l Abner” ’s Dogpatch. Ullmann’s reductive decisions build to vulgar sentimentality, with Blanche isolated in a spotlight and lost in her own internal music as the curtain falls. Although this doesn’t spoil the evening, it’s a woeful miscalculation. Williams’s play ends not with Blanche but with the Kowalskis’ sexual reconciliation. The final image—unseen on Ullmann’s stage—has, in a sort of Renaissance pictorial grouping, Stella holding her baby, while Stanley kneels at her feet. She sobs as he undoes the buttons of her blouse and murmurs, “Now, now, love.” Blanche has been sacrificed to the Kowalskis’ desire and collusion. The play ends with a line never heard in this production. “This game is seven-card stud,” one of Stanley’s poker-playing buddies says, dealing a new hand. The game of life, Williams is telling us, goes on at all costs.

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΚΕΪ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Tennessee Williams in robe

ΠΑΡΙΣΙ. Επί ευρωπαϊκού εδάφους οι συνεπέστεροι θεράποντες του Τενεσί Γουίλιαμς, με τα συχνά ανεβάσματα έργων του, φαίνονταν ως τώρα να είναι οι Βρετανοί, αν και ο αμερικανός συγγραφέας μάλλον δεν τους συμπαθούσε (ars…brevis, 6.5.2007). Τον τελευταίο καιρό όμως τα σκήπτρα δείχνουν να περνούν από την άλλη πλευρά της Μάγχης. Ούτε λίγα ούτε πολλά, πέντε έργα του Τενεσί Γουίλιαμς παίζονται ή πρόκειται σύντομα να παιχτούν σε διάφορα σημεία της γαλλικής επικράτειας, στο Στρασβούργο, στην Γκρενόμπλ, αλλού, με τελική κατάληξη, τα περισσότερα, την πρωτεύουσα: Vieux carr, Γυάλινος κόσμος, Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, Η νύχτα της Ιγκουάνα, Λεωφορείον ο Πόθος. Ο γαλλικός Τύπος επισημαίνει το γεγονός ότι αυτές οι παραστάσεις ανεβαίνουν σε κρατικά θέατρα, αλλά οι λόγοι της «επιδημίας» είναι προφανώς διάφοροι.

Λόγου χάριν, ο αμερικανικός θίασος Wooster Group, ο οποίος ήδη παρουσιάζει το αυτοβιογραφικό Vieux carr στο Στρασβούργο, ενδιαφέρθηκε για το έργο επειδή περιέχει αναφορές για το πώς ο Τενεσί Γουίλιαμς ανακάλυψε την ομοφυλοφιλία του, πράγμα που το συνδέει με το κίνημα απελευθέρωσης των γκέι και με την επίδρασή του στους καλλιτέχνες. Από την άλλη ο σκηνοθέτης του Γυάλινου κόσμου Ζακ Νισέ, ο οποίος, είπε, ουδέποτε είχε διανοηθεί να ανεβάσει Τενεσί Γουίλιαμς, ξαναδιάβασε το έργο λόγω της οικονομικής κρίσης: «Μια άλλη κρίση» είπε ο Νισέ «διαπερνά το έργο, η κρίση του 1929 με τη συνέχειά της. Βλέπουμε μια μονογονεϊκή οικογένεια με μια ηρωική μητέρα που προσπαθεί να εξασφαλίσει ένα μέλλον στα παιδιά της. Ο Γυάλινος κόσμος μιλάει για τους φόβους μας». [ars… brevis, Αναστασία Ζενάκου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 08/11/2009]

Τενεσί Ουίλιαμς «Προς κατεδάφιση», Λάμπρου Μάλαμα «Η ερωτοπαρμένη», Ντάριο Φο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»

  • Στο χώρο «ART HOUSE THEATRE CLUB» (Κωνσταντινουπόλεως 46, Κεραμεικός) παρουσιάζεται από σήμερα (9.15 μ.μ.) το μονόπρακτο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς «Προς κατεδάφιση», σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Χατζάκη, μουσική Χρίστου Θεοδώρου, λιμπρέτο Διαμαντή Γκιζιώτη, κινησιολογία Ελενας Γεροδήμου, ενορχήστρωση Γιάννη Γιαννάκου, φωτισμούς Κωστή Ζάγκα. Παίζουν: Βικτωρία Ταγκούλη, Χάρης Αττώνης. Στη ζωντανή ορχήστρα μετέχουν οι: Χρίστος Θεοδώρου, Sam Marlieri, Συμέλα Εμμανουηλίδου, Aντρέας Κολπονδίνος, Γιώργος Κυριακίδης, Γιώτα Βερυκίου, Κώστας Αρσένης και ο D.J. Jimmy Jib.
  • Στον ποιητή και μεταφραστή Στρατή Πασχάλη απονεμήθηκε το Βραβείο Θεατρικής Μετάφρασης «Μάριος Πλωρίτης», που καθιέρωσε το Θεατρικό Εργαστήρι Ορεστιάδας «Διόνυσος». Ο Σ. Πασχάλης βραβεύθηκε για τη μετάφραση του έργου του Εντμόντ Ροστάν «Συρανό ντε Μπερζεράκ», που ανέβασε το ΚΘΒΕ.
  • Στις 13 Ιούνη στη θεατρική αίθουσα του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης δόθηκε η πρεμιέρα της κωμωδίας του Λάμπρου Μάλαμα «Η ερωτοπαρμένη». Το έργο ανέβασε ο ομογενειακός ερασιστεχνικός θίασος «Οι άλλοι», σε σκηνοθεσία Γιάννη Δημακάκου. Παίζουν: Γιάννης Δημακάκος, Γιώργος Κατσουράκης, Χρήστος Μύρων, Ευθυμία Κουβαρντά, Γωγώ Κωνσταντίνου, Αντώνης Μπαλούκας, Τόνια Γιαννοπούλου, Κων/νος Τριμούλης, Αικατερίνη Μπαλούκα, Αμαλία Κοσκινά.
  • Η επίκαιρη σάτιρα του Ντάριο Φο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω», που παρουσιάστηκε με επιτυχία το χειμώνα στο θέατρο «Αλέκος Αλεξανδράκης», σε παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου και των θεατρικών επιχειρήσεων Λεμπέση, θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα, από τις 23/6. Εργο κοινωνικής διαμαρτυρίας και ταυτόχρονα υπέροχη φάρσα, με καταβολές από την κομέντια ντελ άρτε, το «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» παρουσιάζεται σε διασκευή Γιάννη Καραχισαρίδη, σκηνοθεσία Κώστα Αρζόγλου, σκηνικά – κοστούμια Χριστίνας Κωστέα. Παίζουν: Πάνος Σκουρολιάκος, Μαριάννα Τουμασάτου, Ηρώ Λούπη, Νίκος Ορφανός, Περικλής Αλμπάνης, Δημήτρης Λιακόπουλος.

«Κατεδάφιση» στις ράγες του τρένου

 

Οι ήρωες του έργου «Προς  κατεδάφιση» του Τενεσί Γουίλιαμς  ξετυλίγουν το παρελθόν τους στις  ράγες του τρένου

Στις ράγες του τρένου στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, στον Κεραμεικό, η μικρή Γουίλι θα συναντήσει τον Τομ για να αφηγηθεί την ιστορία της, στιγματισμένη από τον θάνατο της αδελφής της Άλβας, υπό τους ήχους πενταμελούς ορχήστρας. Το μονόπρακτο έργο «Προς κατεδάφιση» του Τενεσί Γουίλιαμς έντυσαν με ζωντανή μουσική ο συνθέτης Χρίστος Θεοδώρου και ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Χατζάκης. Και το παρουσιάζουν σε μορφή μιούζικαλ στο «Αrt Ηouse» και στον φυσικό του χώρο (σε ράγες τρένου), στις 18 Ιουνίου. «Πέντε χρόνια πριν, ο Σταμάτης Κραουνάκης έδωσε την ιδέα να μετατραπεί το έργο σε μιούζικαλ. Η συγκίνηση και η μέσα από τη μουσική ανάδειξη του χαρακτήρα της ηρωίδας, είναι οι βασικοί στόχοι. Η επιλογή των γραμμών του τρένου από τον Γρηγόρη Χατζάκη ως χώρου παρουσίασης του έργου πιστεύω ότι συμβάλλει καθοριστικά στο τελικό αποτέλεσμα», σημειώνει ο Χρίστος Θεοδώρου. Εγκαταλελειμμένη και μόνη, η Γουίλι (Βικτωρία Ταγκούλη) θα εξομολογηθεί στον Τομ (Χάρης Αττώνης) την προσκόλλησή της στο παρελθόν και την ταύτιση με τη νεκρή αδερφή της. Το έργο «Προς κατεδάφιση»- διάρκειας 20 λεπτώνμεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1966 σε σκηνοθεσία Σίντνεϊ Πόλακ, με τη Νάταλι Γουντ (προτάθηκε για Χρυσή Σφαίρα), τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και τον Τσαρλς Μπρόνσον.

ΙΝFΟ

Προς κατεδάφιση» στο «Αrt Ηouse» (Κωνσταντινουπόλεως 46, Κεραμεικός, τηλ. 6984-
611.535) από 18 έως 30 Ιουνίου, καθημερινά στις 21.30. Εισιτήρια: 20 και 15 (φοιτητικό) ευρώ

ΤΑ ΝΕΑ: Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Κλασικός Ουίλιαμς από τον Σπύρο Ευαγγελάτο στο «Αμφιθέατρο»

Χ�λμη, Κουρλαμπάς και Ασλάνογλου «φωτίζουν» με τις ερμηνείες τους το αριστούργημα του Ουίλιαμς «Ξαφνικά π�ρσι το καλοκαίρι», στο «Αμφι-θ�ατρο».

Χέλμη, Κουρλαμπάς και Ασλάνογλου «φωτίζουν» με τις ερμηνείες τους το αριστούργημα του Ουίλιαμς «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», στο «Αμφι-θέατρο».

Ενα από τα κορυφαία έργα του αμερικανικού -και όχι μόνο- θεάτρου είναι το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι». Το δράμα του «ποιητή των κολασμένων» Τένεσι Ουίλιαμς ευτυχεί στο ανέβασμά του από τον Σπύρο Ευαγγελάτο στο «Αμφιθέατρο». Σαν σ’ ένα θερμοκήπιο ανάμεσα στα πολυαγαπημένα φυτά του γιου της Σεμπάστιαν ζει η μητέρα του, κυρία Βέναμπλ.

Εκείνος έχει χαθεί, δεν υπάρχει πια. Κι εκείνη, που λάτρευε παθολογικά τον γιο της, αρνείται να δει την πραγματικότητα και ρίχνει το φταίξιμο της δολοφονίας του στην ανιψιά της που τον συνόδευσε σε ένα επικίνδυνο ταξίδι του… Θέλει να την κλείσει στο ψυχιατρείο για να πάψει να λέει την ιστορία της, μα όταν αυτή έρχεται η ώρα να ακουστεί, όλα ανατρέπονται…

Το αριστουργηματικό έργο του Ουίλιαμς έχει μεταφραστεί έξοχα από τον αείμνηστο Μάριο Πλωρίτη. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος «φωτίζει» όλες τις πτυχές του και κυρίως την ακριβή ποίησή του.

Εχει ένα κλασικό, καθαρό κοίταγμα, δεν καπελώνει το έργο με… σκηνοθετίτιδες και το κοινό απολαμβάνει την ουσία χωρίς κανένα περιττό περιτύλιγμα -κάτι που πολύ μας έχει λείψει στις πλείστες «πειραγμένες» αναγνώσεις που βλέπουμε τελευταία.

Η Κατερίνα Χέλμη πραγματοποιεί μια από τις πληρέστερες ερμηνείες της καριέρας της παίζοντας τη δεσποτική μητέρα που αρνείται πεισματικά να παραδεχτεί την αλήθεια. Η Μαρίνα Ασλάνογλου πετυχαίνει μια ερμηνεία-κέντημα παίζοντας την Κάθριν. Εχει αμεσότητα, μέτρο, αλήθεια και σπάνια εσωτερικότητα.

Πλάι τους πολύ καλοί είναι ο Θανάσης Κουρλαμπάς, η Ζωή Ρηγοπούλου, ο Λευτέρης Πολυχρόνης, η Μαριάνθη Κυρίου και η Πόπη Λυμπεροπούλου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

  • Που: «Αμφι-θέατρο», Αδριανού 111, Πλάκα.
  • Πότε: Τετάρτη 7.00 μ.μ., Πέμπτη – Σάββατο 9.00 μ.μ., Κυριακή 7.00 μ.μ.
  • Εισιτήρια: 24 ευρώ, 20 ευρώ (λαϊκή), 17 ευρώ (φοιτητικό).
  • Τηλέφωνο: 210-3233644

Βασίλης Μπουζιώτης, Έθνος, 24/01/2009

«Γυάλινος Κόσμος» στο Θέατρο Αμαλία

«Γυάλινος Κόσμος» στο Θ�ατρο Αμαλία

Με τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς συνεχίζονται από απόψε οι παραστάσεις της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» στο Θέατρο Αμαλία της Θεσσαλονίκης.

Εντονα αυτοβιογραφικό έργο ο «Γυάλινος Κόσμος», μια ελεγεία για το ανέφικτο της ευτυχίας και τη σύγκρουση ψευδαισθήσεων και πραγματικότητας, αποτελεί το δημοφιλέστερο του Τ. Ουίλιαμς στη χώρα μας, αφού από το 1946 που το παρουσίασε ο Κάρολος Κουν έχει ανεβεί περισσότερες από 20 φορές. Η μετάφραση του έργου είναι του Ερ. Μπελιέ, τη σκηνοθεσία για την «Τέχνη» έκανε ο Ν. Χουρμουζιάδης, τα σκηνικά η Λ. Καρακώστα, τα κοστούμια ο Π. Λαμπριανίδης και παίζουν οι ηθοποιοί: Μ. Κυριάκογλου, Ν. Παπαγαβριήλ, Π. Τσινικόρης, Κ. Δανιηλίδης. Οι παραστάσεις θα δίνονται κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 21.00 και την Κυριακή στις 19.00.