- Προηγήθηκαν «Ο κύριος Εμμανουήλ και ο… Ροΐδης» και μετά «Το σπίτι φεύγει», δύο έργα που ανέβασε και έπαιξε ο Σταμάτης Φασουλής. Τώρα ήρθε η σειρά της «Λισαβόνας»: το τρίτο θεατρικό έργο του Αντώνη Νικολή μόλις ανέβηκε στο θέατρο «Στοά» σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου, με τον ίδιον και τη Λήδα Πρωτοψάλτη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Στη «Λισαβόνα» ο Αντώνης Νικολής διερευνά με τρόπο ποιητικό το κενό που αφήνει μέσα μας ο θάνατος. Ο συγγραφέας αγαπά και ταξιδεύει συχνά στη Λισαβόνα. Τελευταία, μάλιστα, μαθαίνει και πορτογαλικά… Εμπνεύστηκε την ιδέα του έργου όταν τον Δεκέμβρη του 1990 βρέθηκε για ένα μήνα στο Λονδίνο να κατοικεί σ’ ένα δωμάτιο ενός αγγλοεβραϊκού σπιτιού στο Κράουτς Εντ.
Μένουν οι αναμνήσεις
- «Την πρώτη μέρα θα κατέβαινα στο κέντρο. Στη στάση ακούω ελληνικά, ένα ζευγάρι εξηντάρηδων. Πιάνω την κουβέντα μαζί τους. Αλεξανδρινοί, πολυταξιδεμένοι, ανήκαν στην κατηγορία ανθρώπων που πάντα με γοήτευαν: ούτε μετανάστες ούτε πρόσφυγες ακριβώς, λούμπεν και πρίγκιπες, επαρχιώτες και πολίτες του κόσμου. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2006, έκτη φορά στη Λισαβόνα, συμβαίνει αυτό που δεν θα φανταζόμουν ποτέ: ενώ περπατώ, ένα ζευγάρι, ο Αντώνης και η Θεανώ, παρεισδύουν σ’ εκείνο το σκηνικό χώρο. Είναι οι Αλεξανδρινοί του ’90, αλλά νοτισμένοι με πολλά άλλα, την ξέρει καλά τη δουλειά της η μνήμη»…
- Ενα ζευγάρι πηγαίνει για χρόνια διακοπές στη Λισαβόνα. Κάποια απ’ αυτές τις εκδρομές διακόπτεται από την είδηση της κόρης που αρρώστηκε ξαφνικά και λίγο αργότερα πέθανε. Υστερα από τέσσερα χρόνια απουσίας συναντούμε ξανά τον Αντώνη και τη Θεανώ στη Λισαβόνα. Μόνο που τώρα είναι αλλιώς. Η πόλη αντιπροσωπεύει την καλή εποχή, τις φωτεινές μέρες, αλλά αυτοί οι ίδιοι πόσο μπορούν να ξεχάσουν; Υπάρχει κανονική ζωή ή μόνο μνήμες;
- Σ’ αυτό το ερώτημα ο Θανάσης Παπαγεωργίου απαντά πλάθοντας στη σκηνή τους άλλους εαυτούς της Θεανώς και του Αντώνη. Αυτούς που δεν φαίνονται, που κρύβονται πίσω από την κοινωνική αναγκαιότητα και την προσπάθεια να συνεχίσουν τη ζωή τους. «Σ’ ένα τέτοιο έργο που στηρίζεται στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι» της ανθρώπινης ψυχής, έπρεπε να τονίσω το στοιχείο του δεύτερου εαυτού, αυτού που παριστάνει τον άνθρωπο που έχει ξεπεράσει το πρόβλημα».
- Ετσι, ό,τι κρύβουν ο Αντώνης και η Θεανώ, ακόμη κι από τον εαυτό τους, το ζούνε οι «άλλοι εαυτοί»: οι ηθοποιοί Εύα Καμινάρη και Δημήτρης Θεοδώρου βρίσκονται συνεχώς στη σκηνή, πανομοιότυπα αντίγραφα, πάντα σιωπηλοί αλλά με κριτικό βλέμμα, δεν θέλουν να κρύψουν, να καλύψουν τίποτα από τον πόνο, την παραίτησή τους. Βγάζουν στην επιφάνεια αυτό που τους βασανίζει, που δεν τους επιτρέπει να χαρούν στην αγαπημένη τους πόλη. Το απλό σκηνικό συνθέτουν άσπρα γεωμετρικά σχήματα (Λέα Κούση), που δημιουργούν το στοιχείο της υπέρβασης μαζί με τις σκιές που ρίχνουν πάνω στο ζευγάρι οι… άλλοι.
- Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ – φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 – 01/03/2009
Σκοτείνιασαν οι… φωτεινές τους μέρες
- Ξεχνιέται ο βαθύς πόνος; Ξαναγυρνάνε στην κανονική ζωή οι άνθρωποι που χτυπήθηκαν αλύπητα; Μπορούνε δύο νεκροί να κάνουν ταξίδια εκτός από τις μνήμες τους; Έχουν μάτια για να δούνε τα γνώριμα στέκια; Αισθήσεις για να δεχτούν οποιαδήποτε ομορφιά; Έχουν άλλη μνήμη εκτός από τη μνήμη του αγαπημένου προσώπου που χάθηκε; Απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα μπορείτε να πάρετε μέσα από το νέο έργο του Αντώνη Νικολή «Λισαβόνα», που παίζεται στο θέατρο «Στοά» (Μπισκίνη 55, Ζωγράφου).
- Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο οποίος και πρωταγωνιστεί συντροφιά με τη Λήδα Πρωτοψάλτη. Τον συγγραφέα έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν από τις συνεργασίες του με το Σταμάτη Φασουλή («Ο κύριος Εμμανουήλ και ο… Ροΐδης» και «Το σπίτι φεύγει»). Το έργο περιγράφει τη ζωή ενός ζευγαριού που επί πολλά χρόνια έκανε τις διακοπές του στη Λισαβόνα. Κάποια από αυτές τις εκδρομές του διακόπηκε από το φοβερό μαντάτο. Η κόρη αρρώστησε σοβαρά. Σε λίγο χάθηκε. Οι εκδρομές διακόπηκαν για τέσσερα χρόνια. Τώρα αποφάσισαν να ξαναπάνε. Αυτοί, δύο νεκροί. Η Λισαβόνα αντιπροσωπεύει την καλή τους εποχή, τις φωτεινές τους μέρες…
- Η Λισαβόνα είναι ο άλλος τόπος στη συνείδηση του ζευγαριού και τους φέρνει ξανά στην επιφάνεια όσα νομίζουν ότι καταχώνιασαν βαθιά μέσα τους. Ένας σκληρός κλαυσίγελος, για να σκεπάσουν με τις φωνές τους τις δυνατές ζαριές από το παιχνίδι της ζωής με το χρόνο. Μ’ έναν ακριβό ποιητικό τρόπο, ο Αντώνης Νικολής προσπαθεί να διερευνήσει το χάος που αφήνει μέσα μας ο θάνατος. Ξεδιπλώνει το έργο του περιπλανώμενος μέσα σε άγνωστα μονοπάτια, προσπαθώντας κι ο ίδιος να ανακαλύψει αυτό που μας δημιουργεί ο πραγματικά μεγάλος πόνος. Αυτός που κανείς δεν μπορεί να τον περιγράψει στον άλλο.
- «Σ’ ένα έργο σαν τη “Λισαβόνα” που στηρίζεται στο “είναι” και στο “φαίνεσθαι” της ανθρώπινης ψυχής, η σκηνοθεσία επέλεξε να υπερτονίσει το “είναι”, πιστεύοντας ότι το “φαίνεσθαι” καλύπτεται και με το παραπάνω από το συγγραφέα. Και επειδή το “είναι” ξέρει καλά να κρύβεται, έριξα όλο το βάρος στην αποκάλυψή του.
- Έτσι, ό,τι κρύβουν ο Αντώνης και η Θεανώ, ακόμη κι από τον εαυτό τους, περιπλανώμενοι στις γειτονιές της Λισαβόνας, το ζούνε τα αντίγραφά τους, ο άλλος τους εαυτός, που δεν θέλει να κρύψει τίποτα, αποκαλύπτοντας αυτό που τους βασανίζει και δεν τους επιτρέπει να χαρούν αυτά που ξέρανε να χαίρονται όσες φορές ερχόντουσαν στην αγαπημένη τους πόλη, που συνδέεται με τα ωραιότερα πράγματα, αλλά και τη σκληρότερη εμπειρία τους», εξηγεί ο Θανάσης Παπαγεωργίου και προσθέτει:
- «Ο εγκλωβισμός των δύο ηρώων μέσα στο αξεπέραστο πρόβλημά τους τούς βουλιάζει όλο και περισσότερο σε μια σκληρή πραγματικότητα που νομίζανε ότι την ελέγχουν, τη στιγμή που ασυνείδητα άγονται και φέρονται απ’ αυτήν. Γρήγορα ανακαλύπτουν, λες και δεν το νιώθανε, ότι ο αληθινός πόνος δεν ξεριζώνεται ποτέ, είναι το ίδιο βαθύς και οδυνηρός όσο και η αγάπη. Νομίζω ότι αυτά τα δύο αισθήματα εμφανίζονται μόνο μια φορά στη ζωή μας σε όλο τους το μεγαλείο, με όλα τα επακόλουθα και μας σφραγίζουν για πάντα, όπως έχουν σφραγίσει τους δύο ήρωες του έργου, που μάταια πασχίζουν να συμβιώσουν μαζί με τη μεγάλη απουσία, την αφόρητη απώλεια».
- ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, Κυριακή, 01 Μαρτίου, 2009