Category Archives: Κατράκης Μάνος

Μεγάλη η απουσία του σπουδαίου αγωνιστή καλλιτέχνη

Συμπληρώνονται, σήμερα, 26 χρόνια (2/9/1984) από την πικρή, θλιβερή απώλεια του μεγάλου ηθοποιού, του αλησμόνητου, ακριβού συντρόφου μας, Μάνου Κατράκη. Ο Μάνος Κατράκης, υπόδειγμα γενναίου αγωνιστή, ασυμβίβαστου και συνειδητού κομμουνιστή και μοναδικά υπέροχου καλλιτέχνη, δίδαξε και «ποίησε» ήθος πάνω στη θεατρική, αλλά και στην καθημερινή «σκηνή» του αγώνα, στο Μακρονήσι, τον Αϊ – Στράτη, την Ικαρία. Οσοι τον γνώρισαν μιλούν για την παλικαριά του Μάνου Κατράκη να αγαπά και να μοχθεί για τη ζωή, τον αγώνα, την τέχνη. Δυνατός, εργατικός, σεμνός, αταλάντευτος, επέλεξε το δύσκολο δρόμο και στη ζωή και στην τέχνη. Οι προσωπικές του αγωνίες ήταν οι αγωνίες του λαού και η ανησυχία του ήταν η ανησυχία του παθιασμένου εργάτη της τέχνης.

Ο Μάνος Κατράκης, από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο θέατρο το 1928, φανέρωσε το υποκριτικό του ταλέντο και ανέβηκε γρήγορα την κλίμακα της θεατρικής ιεραρχίας, για να καταλάβει δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς μας. Περισσότερα από 50 χρόνια συνεχούς προσφοράς στο θέατρο, με στόχους υψηλούς, με ερμηνείες συγκλονιστικές, με βραβεία και κριτικούς επαίνους. Με το μεγαλόπρεπο ανάστημά του και τη βαθιά κρυστάλλινη φωνή του απέδειξε τις υποκριτικές του ικανότητες κυρίως σε ρόλους τραγικούς, όπως στον «Προμηθέα Δεσμώτη» που παρουσίασε τελευταία φορά το 1976. Το θέατρο είναι φτωχότερο χωρίς αυτόν και μεγάλη η απουσία στο δρόμο του αγώνα. Μας λείπει σήμερα η συμμετοχή του, σ’ αυτό τον αγώνα που δεν έχει τέλος.

  • ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 2 Σεπτέμβρη 2010

ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ… στη φωνή του ακέριος ο λαός

  • 25 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του αγωνιστή κομμουνιστή καλλιτέχνη
Με τον ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο

«Σύντροφε Μάνο, κρητικόπουλο, Ερωτόκριτέ μας, άξιε γιε της Ρωμιοσύνης/ Ερωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά και αγάπη/ στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη/ μες στη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του/ μες στη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη φιλία του κόσμου./ Σύντροφε Μάνο εσένανε σου πρέπουν αψηλόκορφοι ύμνοι σαν τον πάππο σου τον ψηλορείτη/ λόγια τρανά για την αντρειά σου και την τέχνη σου/ καθώς αυτά στις ραψωδίες του Ομήρου/ όμως εγώ φτωχές ακούω τις λέξεις μου μπροστά στην ελατόφυτη καρδιά σου/ κι έτσι μονάχα δέκα στίχους σου αφιέρωσα κι ένα μεγάλο «Γεια σου ορέ ΛεβεντοΜάνο»/ ένα μεγάλο «Γεια σου» που αναβλύζει απ’ τις καρδιές και από το στόμα όλων των συντρόφων». (Γιάννης Ρίτσος 14 IV 81).Κάθε χρόνο αυτή την μέρα, κι ας έχουν περάσει είκοσι πέντε χρόνια από την πικρή απώλεια του μεγάλου ηθοποιού, του αλησμόνητου και ακριβού συντρόφου μας, μας έρχεται στο νου το ποίημα αυτό του Γιάννη Ρίτσου που έγραψε για τον Μάνο Κατράκη.

Αλλωστε, η παρακαταθήκη του, πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική, δε χάνεται στο χρόνο, όταν έχει ευλογηθεί, από εκτίμηση, σεβασμό και αγάπη. Ο Μάνος Κατράκης δίδαξε και «εποίησε» ήθος πάνω στη θεατρική σκηνή, αλλά και στην καθημερινή «σκηνή» του αγώνα, στο Μακρονήσι, στον Αϊ – Στράτη, στην Ικαρία. Και το θέατρο είναι φτωχότερο χωρίς αυτόν, αλλά και η απουσία του μεγάλη από το δρόμο του αγώνα. Μας λείπει σήμερα η συμμετοχή του σ’ αυτόν τον αγώνα που δεν έχει τέλος. Η παλικαριά του Μάνου Κατράκη, η αγάπη και ο μόχθος για τη ζωή, τον αγώνα, την τέχνη, η δύναμή του, η εργατικότητά του, η σεμνότητά του, η αταλάντευτη πολιτική του στάση, είναι μερικά από τα επίγεια χαρίσματά του, που θα κατοικούν πάντα στη μνήμη μας, διατηρώντας ανεξίτηλη την εικόνα που ούτε ο θάνατος μπορεί να αλλοιώσει. [Ριζοσπάστης, 02/09/2009]

Μελίνα Μερκούρη, Μάνος Κατράκης, Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Χορν: Στο πέρασμά τους δημιούργησαν Ιστορία και έργο


Μελίνα Μερκούρη
  • «Ολοι πιστεύουν» – έγραφε ο Αλέξης Μινωτής στο βιβλίο «πορεύεσθαι κατά τέχνην» – «πως σαν ο ηθοποιός πεθαίνει, πεθαίνει και το έργο του. «Οι ηθοποιοί είναι τα εφήμερα χρονικά της εποχής» είχε πει ο Σαίξπηρ. Δε μένει μεταθανάτια μαρτυρία της παρουσίας τους στο γήινο κόσμο. Μόνο αναμνήσεις και βιογραφικά, κι ακόμα στον καιρό μας κινηματογραφικά και τηλεοπτικά τεκμήρια ή και ηχογραφικά της φωνής τους. Ομως, αυτά δεν είναι παρά θρύμματα μόνον από την τέχνη και την προσωπικότητά τους, όταν μάλιστα τα μεγέθη είναι μεγάλα. Οι λογοτέχνες και οι εικαστικοί τεχνίτες, αν είναι σπουδαίοι, επιζούν μέσα στο έργο που αφήνουν «εσαεί». Του ηθοποιού η τέχνη σβήνει μαζί του, όταν παύει να συμμετέχει στη σκηνική δημιουργία…».
  • Κρύβουν μια μεγάλη αλήθεια αυτά τα λόγια. Αλλά μένει σε μας να μην τους ξεχνάμε, να μνημονεύουμε το πέρασμά τους και το γεγονός ότι «δεν άνθισαν ματαίως». Αυτή τη δυνατότητα μας τη δίνει η εδώ και επτά χρόνια αναβίωση της «Ημέρας του Ηθοποιού», που μπορεί τους μεγάλους ηθοποιούς που έφυγαν, να τους «διαρκεί», να τους καθιστά ζωντανές ψυχές πάντα, όπως ήταν τότε που ζούσαν στη σκηνή, «εμπιστευμένοι» να φωτίζουν, να δίνουν πνοή και υπόσταση στα εφήμερα πλάσματα της ποιητικής ανάγκης, τα γεμάτα από αιώνια ουσία.
Σκιά ο ηθοποιός
  • Πρόκειται για μια ετήσια εκδήλωση, που η θεσμοθέτησή της απέβλεπε στην ευρύτερη γνωστοποίηση του πνευματικού και πολιτιστικού λειτουργήματος του ηθοποιού και στην τιμητική αναφορά «απόντων», αλλά ιδιαίτερα σημαντικών ηθοποιών και της ανεπανάληπτης προσφοράς τους, σε εποχές που η τεχνολογία δεν έδινε τη δυνατότητα καταγραφής της τέχνης τους, στερώντας τους τη «δάφνη» της αθανασίας.
Μάνος Κατράκης
  • Η κατάργηση του εορτασμού, από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, έγινε μαζί με την κατάργηση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και έκτοτε μέχρι που επανασυστάθηκε το καινούριο σωματείο, δεν υπήρξε δυνατότητα να γίνει. Οι ηθοποιοί, όμως, συνεχιστές του λειτουργήματος, θεώρησαν ανεπίτρεπτη τη διακοπή της «Ημέρας του Ηθοποιού» και αναγκαία τη συνέχισή της, γι’ αυτό έκαναν το πρώτο βήμα πριν από 7 χρόνια για τη δημόσια απόδοση τιμής στους πανάξιους, που έχουν περάσει στο παρελθόν του νεοελληνικού θεάτρου.
  • Σε τέσσερις μεγάλους ηθοποιούς που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα και θα μείνουν για πάντα κοντά μας, τον Μάνο Κατράκη, την Ελλη Λαμπέτη, την Μελίνα Μερκούρη και τον Δημήτρη Χορν, είναι αφιερωμένη η φετινή «Ημέρα του Ηθοποιού» που διοργανώνει το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών.
  • Και φέτος η γιορτή θα πραγματοποιηθεί στο θέατρο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, τη Δευτέρα 5 Οκτώβρη, με την ηθική και οικονομική συμπαράσταση του ΥΠΠΟ, του Δήμου Αθηναίων και του Φεστιβάλ Αθηνών. Τη σκηνοθετική επιμέλεια της εκδήλωσης έχει αναλάβει ο Σπύρος Ευαγγελάτος, τα σκηνικά, τη διαμόρφωση χώρου και την επιμέλεια κοστουμιών η Λαλούλα Χρυσικοπούλου, βοηθός σκηνοθέτη η Κλεοπάτρα Ροντήρη.
  • Τα video-αφιερώματα στους τέσσερις, επιμελήθηκε ο Λεωνίδας Βαρδαρός και σκηνοθέτησαν οι: Νίκος Ξυθάλης, Τάκης Σακελλαρίου και Κώστας Σταματόπουλος. Την εκδήλωση θα παρουσιάσει η Καίτη Ιμπροχώρη και κύριος ομιλητής θα είναι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος.
  • Για τον Μάνο Κατράκη θα μιλήσει η Αννα Μακράκη, για την Ελλη Λαμπέτη η Βέρα Κρούσκα, για τη Μελίνα Μερκούρη ο Κωνσταντίνος Αλαβάνος και ο Γιώργος Γεωγλερής για τον Δημήτρη Χορν. Αποσπάσματα από έργα στα οποία πρωταγωνίστησαν οι τέσσερις θα ερμηνεύσουν οι: Χρήστος Καλαβρούζος, Εύα Κοταμανίδου, Μαρίνα Ασλάνογλου και Γιώργος Κιμούλης.
Ελλη Λαμπέτη
  • Χαιρετισμό θα απευθύνουν ο υπ. Πολιτισμού Αντώνης Σαμαράς, ο Δήμαρχος Αθηναίων Νικήτας Κακλαμάνης και ο Πρόεδρος του ΣΕΗ Λεωνίδας Βαρδαρός. Οργάνωση παραγωγής Ντίνα Δημητροπούλου.
Μάνος Κατράκης
  • Οι άνθρωποι, που στο πέρασμά τους από τη ζωή, δημιούργησαν Ιστορία και έργο, οι άνθρωποι που άφησαν παρακαταθήκη πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική, δεν ξεχνιούνται ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους ανήκει ο Μάνος Κατράκης, ο οποίος υπήρξε υπόδειγμα γενναίου αγωνιστή, σταθερού, ασυμβίβαστου και συνειδητού κομμουνιστή και μοναδικά υπέροχου καλλιτέχνη. Δίδαξε και «ποίησε» ήθος πάνω στη θεατρική σκηνή, αλλά και στην καθημερινή «σκηνή» του αγώνα, στο Μακρονήσι, τον Αϊ – Στράτη, την Ικαρία.
  • Οσοι τον γνώρισαν μιλούν για την παλικαριά του Μάνου Κατράκη, να αγαπά και να μοχθεί για τη ζωή, τον αγώνα, την τέχνη. Δυνατός, εργατικός, σεμνός και αταλάντευτος, επέλεξε το δύσκολο δρόμο και στη ζωή και στην τέχνη. Οι προσωπικές του αγωνίες ήταν οι αγωνίες του λαού και η ανησυχία του ήταν η ανησυχία του παθιασμένου εργάτη της τέχνης.
  • Ο Μάνος Κατράκης από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο θέατρο το 1928, φανέρωσε το υποκριτικό του ταλέντο και ανέβηκε γρήγορα την κλίμακα της θεατρικής ιεραρχίας, για να καταλάβει μια δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς μας.
  • Περισσότερα από 50 χρόνια συνεχούς προσφοράς στο θέατρο, με στόχους υψηλούς, με ερμηνείες συγκλονιστικές, με βραβεία και κριτικούς επαίνους. Με το μεγαλόπρεπο ανάστημά του και τη βαριά κρυστάλλινη φωνή του απέδειξε τις υποκριτικές του ικανότητες κυρίως σε ρόλους τραγικούς, όπως στον «Προμηθέα Δεσμώτη» που παρουσίασε τελευταία φορά το 1976. Πρωταγωνίστησε σε πολύ σημαντικούς ρόλους σπουδαίων έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου και σημάδεψε με το παίξιμό του μερικά από τα αρχαία κλασικά δράματα («Ιούλιος Καίσαρας», «Εμπορος της Βενετίας», «Οθέλλος», «Πέερ Γκυντ», «Δον Κιχώτης», «Βασιλεύς Ληρ», «Αντιγόνη», «Μήδεια», «Οιδίπους Τύραννος», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Πέρσαι»). Επίσης πρωταγωνίστησε στα περισσότερα από τα φιλμ του παλιού, καλού ελληνικού κινηματογράφου.
Δημήτρης Χορν
  • Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα τραγικά χρόνια του εμφυλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Απολύεται από το Εθνικό για τις ιδέες του, συλλαμβάνεται, του ζητούν να υπογράψει δήλωση, αρνείται και εξορίζεται στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Αϊ – Στράτη, μέχρι το 1952. Αλλά και αργότερα, ήταν πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους λαϊκούς αγώνες και πάντα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, μέχρι το θάνατό του. Σε εποχές γενικού ξεπουλήματος, ο Μάνος Κατράκης, είτε με το λόγο του «Προμηθέα», είτε με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις διεκδικήσεις του ΚΚΕ, τίποτε άλλο δεν επιζητούσε από το να υπηρετήσει τον άνθρωπο.
Ελλη Λαμπέτη
  • «Είχα πολλά να κάνω στη δουλειά μου και δεν τα έκανα… Πέντε τάλαντα μου έδωσε ο θεός και τα πέντε του τα επιστρέφω. Δεν τα αξιοποίησα. Δεν καλλιέργησα το ταλέντο μου για να καρποφορήσει όπως έπρεπε».
  • Τα λόγια αυτά ανήκουν σε μια από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ηθοποιούς, την Ελλη Λαμπέτη. Μια ακόμη ένδειξη του μεγαλείου της. Η Ελλη Λούκου, κόρη της Αναστασίας και του Κωνσταντίνου Λούκου, γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1926 στα Βίλλια της Αττικής. Λίγα λεπτά πριν η μητέρα της είχε φέρει στον κόσμο τον δίδυμο αδερφό της Ελλης, Τάκη. Η οικογένεια του Κωνσταντίνου Λούκου είχε ήδη άλλα τέσσερα κορίτσια, τη Φωτεινή, την Κούλα, την Ειρήνη και την Αντιγόνη.
  • Από έξι χρόνων ήξερε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός αλλά δεν το αποκάλυπτε σε κανέναν, το 1941 όμως αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Απορρίφθηκε. Λίγο αργότερα παρουσιάστηκε μπροστά στην επιτροπή της σχολής Κοτοπούλη. Απορρίφθηκε και πάλι. Χρειάστηκε η μεσολάβηση του Σπύρου Μελά για να πειστεί η Μαρίκα Κατοπούλη να δεχτεί στη σχολή την Ελλη Λούκου που είχε πλέον αλλάξει το όνομά της σε Λαμπέτη. Λίγο αργότερα, ανακοίνωσε στην οικογένειά της ότι θα γινόταν ηθοποιός. Χάρη στην πίστη τελικά της Μαρίκας Κοτοπούλη, χρίστηκε πρωταγωνίστρια ερμηνεύοντας τη Χάννελε στο έργο «Η Χάννελε πάει στον Παράδεισο». Η ερμηνεία της έκανε πολλούς κριτικούς να της γράψουν λόγια διθυραμβικά.
  • Ως το 1945 η Λαμπέτη συνεργάστηκε με την Μαρίκα Κοτοπούλη και τον Κώστα Μουσούρη, ενώ τη διετία 1946-48 βρέθηκε στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν ερμηνεύοντας ρόλους όπως η Λάουρα στον Γυάλινο Κόσμο του Τένεσι Ουίλιαμς, η νύφη στο Ματωμένο Γάμο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, η Βιργινία στο Φιόρο του Λεβάντε του Ξενόπουλου κ.ά. Το 1949 στο θέατρο της πλατείας Αγ. Γεωργίου Καρύτση, δίπλα στον Κώστα Μουσούρη, ερμηνεύει τον ρόλο της κληρονόμου στο ομώνυμο έργο Ρουθ του Αύγουστου Γκαιτς. Είναι η ώρα της μεγάλης αναγνώρισης. Η ερμηνεία της στην Κληρονόμο και στην Πεγκ (Πεγκ καρδούλα μου, του Τζον Χάρτλεϊ Μάνερς) χάρισαν στη Λαμπέτη το Επαθλο Μαρίκας Κοτοπούλη (1951). Το 1952 άρχισε τη θιασαρχική της πορεία συγκροτώντας θίασο με τους Γιώργο Παππά και Δημήτρη Χορν. Η συνεργασία τους κράτησε μέχρι και το 1955. Στη συνέχεια η Λαμπέτη και ο Χορν συγκρότησαν θίασο με τον Κώστα Μουσούρη και ένα χρόνο μετά η Ελλη και ο Δημήτρης, μόνοι πλέον, συγκρότησαν το δικό τους θίασο.
  • Η σχέση της Ελλης Λαμπέτη με τον κινηματογράφο κάθε άλλο παρά σχέση στοργής υπήρξε. Αν και οι ερμηνείες της σε ταινίες όπως: «Κυριακάτικο ξύπνημα» (του Μιχάλη Κακογιάννη, 1954), «Κάλπικη Λίρα» (του Γιώργου Τζαβέλλα, 1955), «Το κορίτσι με τα μαύρα» (του Μιχάλη Κακογιάννη, 1956), και «Το τελευταίο ψέμα» (του Μιχάλη Κακογιάννη, 1958) υπήρξαν εξαιρετικές, η Λαμπέτη δεν αγαπούσε την μεγάλη οθόνη, «πάντα αισθανόμουν ότι σκοτώνω κάτι κάθε φορά που έκανα μια ταινία» έλεγε. Η Ελλη Λαμπέτη έφυγε στις 2 Σεπτεμβρίου 1983.
Δημήτρης Χορν
  • «Το επάγγελμα του ηθοποιού είναι το πιο ερημικό. ΕΦΗΜΕΡΟ! Ολοι οι εκτελεστές ΦΕΥΓΑΛΕΟΙ». Ποιος είχε αυτή την αυτογνωσία; Ενα «γέννημα και θρέμμα του θεάτρου», το οποίο προσωποποιούσε, κυριολεκτικά, το «ηθοποιός σημαίνει φως». Ο λαμπερότερος από τη γενιά των παλιών μεγάλων ηθοποιών, αλλά και ο πιο τολμηρά αυτοκριτικός για τη δουλειά του. Ενας άνθρωπος ευαίσθητος, σκεπτόμενος, με σεβασμό στις μεγάλες πνευματικές αξίες και ευφυέστατος, με μοναδικής χάρης, χιούμορ – συχνότατα αυτοσαρκαστικό.
  • Παιδί του αυστριακής καταγωγής, γεννημένου στην Ελλάδα, δραματουργού Παντελή Χορν (από τους σπουδαίους πρωτεργάτες της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας), βαφτιστήρι της Κυβέλης, ο Δημήτρης Χορν γεννήθηκε το 1921. Οκτώ μηνών πρωτοβγήκε στη σκηνή, «παίζοντας» στην αγκαλιά της Κυβέλης στο έργο του πατέρα του «Γειτόνισσες». Δίχρονος έπαιξε στην «Νταλμανοπούλα», επίσης του πατέρα του. Υστερα στην ιψενική «Νόρα».
  • Μαθητής του δημοτικού φανέρωσε το ραφινάτο κωμικό ταλέντο του, παίζοντας στο έργο «Βιολαντώ», το γελωτοποιό «Μπουμπουρίκο». Στα γυμνασιακά χρόνια, στο Κολέγιο Αθηνών, συμμετείχε στις μαθητικές παραστάσεις που ανέβαζε ο καθηγητής των Αγγλικών Κάρολος Κουν. Δεκατετράχρονος έπαιξε στη «Μαμά Κολιμπρί» του Μπατάιγ, πλάι στην Κοτοπούλη. Αυτή η παράσταση καθόρισε την επιλογή του: «Δεν πεθύμησα ποτέ να γίνω τίποτα άλλο από ηθοποιός».
  • Επί Μεταξά, δίνει εξετάσεις στη Σχολή του Εθνικού, απαγγέλλοντας τους απαγορευμένους «Μοιραίους» του Βάρναλη. Την επομένη, συναντά στο δρόμο τον Αιμίλιο Βεάκη (ήταν καθηγητής της σχολής), ο οποίος του λέει: «Δεν ξέρεις πόσο μας δρόσισες απ’ αυτή την ανομβρία».
  • Ευτύχησε να διδαχθεί το κλασικό θέατρο από μεγάλους δασκάλους – Παπαγεωργίου, Βεάκης, Μουζενίδης, Ροντήρης – στη σχολή του Εθνικού, όπου άρχισε η σταδιοδρομία του με την οπερέτα του Γ. Στράους «Νυχτερίδα». Το δεύτερο, επίσης τραγουδιστικό, ρόλο του, τον έπαιξε δίπλα στην πρωτοεμφανιζόμενη τότε «αποκάλυψη», την Μαρία Κάλλας. Ο ρόλος που περισσότερο αγάπησε, «γιατί είναι βαθιά μελαγχολικός», ήταν ο «Τρελός» στη σαιξπηρική «Δωδέκατη νύχτα», για τον οποίο έλεγε, αποκαλύπτοντας και την ψυχοπνευματική λειτουργία του: «Ενας ρόλος που δεν πρόδωσα, τον οποίο νομίζω ότι κάνω και στη ζωή. Νομίζω πως είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει. Ο μόνος ρόλος που δεν αισθάνομαι ενοχές απέναντί του».
Μελίνα Μερκούρη
  • Η Μελίνα Μερκούρη (Αθήνα, 18 Οκτωβρίου 1920 – Νέα Υόρκη, 6 Μαρτίου 1994) καταγόταν από οικογένεια πολιτικών. Ηθοποιός βραβευμένη με διεθνή βραβεία και παγκόσμιας ακτινοβολίας προσωπικότητα, διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού όλων των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ.
  • Το Σεπτέμβρη του 1938 γίνεται δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με συμμαθητές, μεταξύ άλλων, τη Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό κ.ά. Πρωτοεμφανίζεται στη θεατρική σκηνή το 1944 στο Θέατρο Βρετάνια με το θίασο των Γιώργου Παππά και Αντώνη Γιαννίδη, με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της Λευτεριάς». Από το 1951 αρχίζει να πρωταγωνιστεί παράλληλα και στην Γαλλική θεατρική σκηνή, όπου έγινε μούσα ενός από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς, του Μαρσέλ Ασάρ. Συνεχίζει την παράλληλη πορεία της και στις δύο σκηνές.
  • Το 1960 παίζει με το θέατρο Τέχνης το «Γλυκό πουλί της νιότης» με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Γιάννη Φέρτη. Επόμενος σημαντικός σταθμός στην θεατρική της καριέρα είναι το «Illya Darling» που ανεβάζει, με προπωλημένα όλα τα εισιτήρια των παραστάσεων και με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στο Broadway στις ΗΠΑ, ενώ είχε ήδη κάνει περιοδεία σε ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το έργο είναι η θεατρική διασκευή του κινηματογραφικού έργου «Never on Sunday» (Ποτέ την Κυριακή), που της είχε χαρίσει παγκόσμια αναγνώριση. Το 1975 και ενώ έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, ανεβάζει στο θέατρο Κάππα με τον Νίκο Κούρκουλο την «Οπερα της πεντάρας», το 1976 την «Μήδεια» με το ΚΘΒΕ, ενώ το 1978 το «Συντροφιά με τον Μπρεχτ» από το Ελληνικό θέατρο του Μάνου Κατράκη, παράσταση για την οποία γράφτηκε από το Θάνο Μικρούτσικο το «Αννα μην κλαις», για να τραγουδηθεί από τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιάννη Κούτρα.
  • Τέλος το 1980 ξανανέβασε το «Γλυκό πουλί της νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά την θεατρική της καριέρα με το «Ορέστεια», στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Θέατρο Τέχνης.
  • Σημαντική ήταν και η πορεία της στον διεθνή και ελληνικό κινηματογράφο. Της χάρισε αρκετά βραβεία με κορυφαίο το βραβείο πρώτης γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ των Καννών και επίσης μία υποψηφιότητα για Οσκαρ για το «Ποτέ την Κυριακή», το οποίο έχασε απ’ την Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1960. Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε με ένα θεατρικό έργο που είχε γραφτεί από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ειδικά για τη Μελίνα Μερκούρη, το «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», που στην ταινία είχε τον τίτλο «Στέλλα» (1955). Το 1956, συνεργάζεται με το μεγάλο έρωτα της ζωής της, τοv Ζιλ Ντασσέν και γυρίζουν την ταινία «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη και ακολούθησαν πολλές ακόμη.
  • Ριζοσπάστης, 30/08/2009, Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

Σημάδεψαν τον 20ό αιώνα – τέσσερις ηθοποιοί…

Μάνος Κατράκης
Μελίνα Μερκούρη
  • Σε τέσσερις μεγάλους ηθοποιούς που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα και θα μείνουν για πάντα κοντά μας, τον Μάνο Κατράκη, την Ελλη Λαμπέτη, την Μελίνα Μερκούρη και τον Δημήτρη Χορν, είναι αφιερωμένη η «Ημέρα του Ηθοποιού» που διοργανώνει για 7η χρονιά το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Και φέτος η γιορτή θα πραγματοποιηθεί στο θέατρο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, τη Δευτέρα 5 Οκτώβρη, με την ηθική και οικονομική συμπαράσταση του ΥΠΠΟ, του Δήμου Αθηναίων και του Φεστιβάλ Αθηνών. Το ΔΣ του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών αναβιώνει την «Ημέρα του Ηθοποιού», μια ετήσια εκδήλωση που η θεσμοθέτησή της απέβλεπε στην ευρύτερη γνωστοποίηση του πνευματικού και πολιτιστικού λειτουργήματος του ηθοποιού και στην τιμητική αναφορά ιδιαίτερα σημαντικών «απόντων» ηθοποιών και της ανεπανάληπτης προσφοράς τους, σε εποχές που η τεχνολογία δεν έδινε τη δυνατότητα καταγραφής της τέχνης τους, στερώντας τους τη «δάφνη» της αθανασίας. Ετσι η αναβίωση της «Ημέρας του Ηθοποιού», μπορεί τους μεγάλους ηθοποιούς που έφυγαν, να τους «διαρκεί», ζωντανές ψυχές πάντα, όπως ήταν τότε που ζούσαν στη σκηνή, «εμπιστευμένοι» να φωτίζουν, να δίνουν πνοή και υπόσταση στα εφήμερα πλάσματα της ποιητικής ανάγκης, τα γεμάτα από αιώνια ουσία. Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής είναι ο Βασίλης Κολοβός και μέλη οι: Βασίλης Ανδρεόπουλος, Καίτη Ιμπροχώρη, Γιάννης Καραχισαρίδης, Ρήγας Αξελός, Νότης Περγιάλης, Εύα Κοταμανίδου, Κίττυ Αρσένη, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Αιμιλία Υψηλάντη, Νίκος Βασταρδής, Χρήστος Καλαβρούζος, Αννα Φόνσου, Γιάννης Βούρος, Λυκούργος Καλλέργης.
Λαμπέτη – Χορν


ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ: Ο αγωνιστής της υποκριτικής

Ο αγωνιστής της υποκριτικής

Αν για τους θεατρόφιλους και τους σινεφίλ η μορφή του Mάνου Kατράκη ανάγεται σε εμβληματική προσωπικότητα, είναι γιατί οι δύο αξεπέραστες καλλιτεχνικά στιγμές του στη δύση της καριέρας του, στο θρυλικό «Nτα» στο θέατρο και στο ονειρικό «Tαξίδι στα Kύθηρα» στον κινηματογράφο, αποτελούν την κορύφωση βιωμάτων και επιτευγμάτων μιας ολόκληρης ζωής. Κι αυτό συνέβη μέσα από δύο έργα -όπου στο μεν θεατρικό η τρυφερότητα και το χιούμορ απάλυναν τον φόβο του θανάτου, στη δε ταινία μέσα από τον μύθο Kατράκη εξατομικευόταν η τραγωδία του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού- τα οποία γεφύρωναν συγκινησιακά και πολιτικά τις γενιές της Kατοχής και της μεταπολίτευσης. Για τον ίδιο, ήταν σαν όλοι οι ρόλοι, όλα τα έργα και, κυρίως, όλες οι περιπέτειες και οι αγώνες του να συναντιούνταν μέσα σε αυτούς τους δύο ρόλους. Σαν ολόκληρη η διαδρομή του να ‘χε βρει την Iθάκη της.

Mε συμμάχους τα εκφραστικά του μέσα -σώμα, φωνή, βλέμμα- μάγευε επί πέντε και πλέον δεκαετίες το ελληνικό κοινό. Συμπορευόμενος με τους σημαντικότερους ηθοποιούς, σε αξιομνημόνευτες παραστάσεις και ανυπέρβλητα κλασικά έργα. Παρών σε όλη την εξέλιξη του θεάτρου μας, εν μέσω πολέμων, ταραχών και κοινωνικών ανακατατάξεων. Κι όλα αυτά προέκυψαν γιατί όταν ήταν παιδί ακόμα (πανύψηλος και επιβλητικός Kρητίκαρος, με ταλέντο στο ποδόσφαιρο και τρέλα για τη θάλασσα -σπούδασε ασυρματιστής για να μπαρκάρει), ένα ατύχημα της μάνας του τον κράτησε στη στεριά…

Kι έτσι, εν έτει 1928, ο σκηνοθέτης Kώστας Λελούδας τον εντόπισε στις αλάνες και τον έκανε πρωταγωνιστή του στην ταινία «Λάβαρο του ’21». Aπό εκείνη τη στιγμή ο ατίθασος βενιαμίν μιας επταμελούς οικογένειας, γεννημένος το 1909 στο Kαστέλι Kισσάμου, κόλλησε το μικρόβιο της υποκριτικής και δεν θα θεραπευόταν ποτέ έκτοτε!

Eντελώς τυχαία, λοιπόν, χωρίς ιδιαίτερες σπουδές, βρέθηκε στον «Θίασο των νέων» στο Παγκράτι να παίζει τους πιο απίθανους μικρούς και μεγάλους ρόλους σε ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο. Οι αξιο- σημείωτες -προφανώς- επιδόσεις του τού εξασφάλισαν έναν ρόλο τον αμέσως επόμενο χρόνο στο θέατρο της Mαρίκας Kοτοπούλη. Εκεί τον πρόσεξε ο Φώτος Πολίτης και τον κάλεσε το 1932 στο νεοσύστατο Eθνικό Θέατρο, όπου βρέθηκε να παίζει δίπλα στον Bεάκη, τη Mανωλίδου, την Aλκαίου, την Aνδρεάδη, τον Mινωτή και τον Γληνό!

Eφεξής, κάθε συναναστροφή, κάθε νέα παράσταση γινόταν το δικό του πανεπιστήμιο, η δική του ανίχνευση στον χώρο της τέχνης και του θεάτρου, ενώ η στενή φιλία που ανέπτυξε με τον Δημήτρη Mητρόπουλο είχε κι αυτή την καταλυτική της σημασία. Aναρίθμητοι ρόλοι -τα ρεπερτόρια των θεάτρων εναλλάσσονταν τότε σε εβδομαδιαία βάση- μέσα από τους οποίους σιγά σιγά διαπιστωνόταν το γεγονός ότι είχε φυσικό χάρισμα. Eπί σκηνής η παρουσία του κυριαρχούσε. Kάτι που τον ακολούθησε ώς το τέλος.

Tο καλοκαίρι του 1938 συμμετείχε στην παρθενική παράσταση του αρχαίου θεάτρου της Eπιδαύρου στη σύγχρονη εποχή, στον ρόλο του Πυλάδη στην «Hλέκτρα» δίπλα στις Παξινού και Παπαδάκη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Pοντίρη. Την επόμενη χρονιά στην ίδια παράσταση έπαιξε τον Oρέστη. Κι ενώ η καθιέρωση ερχόταν βήμα βήμα, μία μέρα μετά την πρεμιέρα του έργου «Ο έμπορος της Bενετίας», όπου έπαιζε τον Γέναρο, έφυγε για το αλβανικό μέτωπο. Ηταν 28 Oκτωβρίου 1940. Eζησε όλη τη φρίκη των πεδίων των μαχών και κηρύχθηκε αγνοούμενος. Η μάνα του, η Eιρήνη, η μεγάλη του αδυναμία, καρτερικά τον περίμενε πίσω. Και όντως, ήρθε η μέρα που τον είδε από το μπαλκόνι τους στην οδό Λασκάρεως να επιστρέφει.

Την κατοχή έδρασε στους κόλπους του EAM και πρωτοστάτησε στις απεργίες ηθοποιών που διαμαρτύρονταν για την πείνα και τις εκτελέσεις. Μεταξύ 1943 και ’45 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη ως μέλος του Kρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης, σε μια προσπάθεια πατριωτών να αναχαιτίσουν την εισβολή της βουλγαρικής προπαγάνδας, η οποία μέσω βουλγαρόφωνου θεάτρου προσπαθούσε να επωφεληθεί της πολιτικής ανωμαλίας. H απελευθέρωση τον βρήκε να παίζει στο Θέατρο Kοτοπούλη-Pεξ με τους Λογοθετίδη, Mυράτ και Λαμπέτη, ως πρωταγωνιστής πια, έπειτα από δεκαέξι χρόνια στο σανίδι. Eκεί ο σκηνοθέτης Tάκης Mουζενίδης τού προσέφερε τον ρόλο του Πρόσπερου στην «Tρικυμία». Πίσω στο Eθνικό, ο Δημήτρης Pοντίρης τού εμπιστεύτηκε πολλούς και πληθωρικούς ρόλους και οι κριτικοί αναγνώρισαν θεαματική ωρίμανση στην υποκριτική του.

Oλη αυτή η ανοδική πορεία θα διακοπτόταν το 1947 για να ακολουθήσει ο Κατράκης τη μοίρα όλων όσοι αρνήθηκαν να υπογράψουν δηλώσεις μετάνοιας και πήραν τον δρόμο προς τα «κολαστήρια» ?Iκαρία, Mακρόνησο, Aϊ-Στράτη. Eκεί συναναστράφηκε και συνδέθηκε με τις σημαντικότερες προσωπικότητες της αριστερής διανόησης και ανέπτυξε μοναδική και με διάρκεια στον χρόνο φιλία με τον Γιάννη Pίτσο. Mε τον ποιητή και με τον συνάδελφό του από το Eθνικό Tζαβαλά Kαρούσο οργάνωναν στην εξορία παραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις πολιτισμού, ενώ τον ελεύθερό του χρόνο τον αφιέρωνε στη μελέτη.

Oταν επέστρεψε στην Aθήνα, τον Φεβρουάριο του 1952, ήταν πια ένας ολοκληρωμένος ιδεολογικά άντρας και καλλιτέχνης. Tα επόμενα χρόνια άλλαξε αρκετούς θιάσους παίζοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους στο πλευρό σημαντικών ονομάτων της εποχής. Το 1954 και αφού είχε ήδη στο ενεργητικό του δύο αποτυχημένους γάμους και ένα θυελλώδες ειδύλλιο με την Aλίκη Γεωργούλη, γνώρισε τη χορεύτρια Λίντα Aλμα, τη γυναίκα με την οποία έμελλε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του.

Εναν χρόνο μετά ίδρυσε -με καλλιτεχνικό σύμβουλο τον Mάριο Πλωρίτη- το Eλληνικό Λαϊκό Θέατρο, το οποίο σηματοδότησε και καθόρισε ολόκληρη την περαιτέρω θεατρική πορεία του με αξέχαστες ερμηνείες από τον ίδιο αλλά και από πλειάδα ηθοποιών που απάρτιζαν τις πολυπληθείς παραστάσεις του στο θερινό θέατρο του Πεδίου του Aρεως και σε διάφορες σκηνές τον χειμώνα. Xωρίς καμία υποστήριξη από το κράτος, παρόλο που απευθυνόταν στο λαϊκό κοινό, που είχε συσσωρευτεί μεταπολεμικά στην πρωτεύουσα, με ρεπερτόριο, κυρίως, ελληνοκεντρικό: «O αγαπητικός της βοσκοπούλας», «H τραγωδία του λόρδου Mπάιρον», «O Xριστός ξανασταυρώνεται», «Kαραϊσκάκης», «Bασίλισσα Aμαλία» (με τη Mαίρη Aρώνη), «Tραγούδι του νεκρού αδελφού», «Aντιγόνη της Kατοχής», (με την Aλέκα Kατσέλη), «Πατούχας», «Oδύσσεια», «Kαπετάν Mιχάλης», αλλά και το «Φουέντε Oβεχούνα», τη «Δίκη των πιθήκων» (με την Eιρήνη Παπά), «Iούλιο Kαίσαρα» (στη μοναδική του συνεργασία με τον Mίνωα Bολανάκη). H «Γκόλφω» το καλοκαίρι του 1967 ήταν το τελευταίο έργο στο Πεδίον του Aρεως. H Χούντα τού πήρε την άδεια και δεν θα επέστρεφε ποτέ σε αυτό. Oύτε καν με τη μεταπολίτευση. Kαίριο πλήγμα που του κόστισε τις πρώτες επιπλοκές στην υγεία του.

Kι ενώ εν μέσω δικτατορίας, την άνοιξη του 1971, ανεβάζει «Bασιλιά Λιρ», ο θίασος σταδιακά οδηγήθηκε σε μαρασμό. Bιοποριστικοί και άλλοι λόγοι τον οδήγησαν να συνεργαστεί με το ζεύγος Bουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ, αλλά αμέσως μετά ο Mουζενίδης τον έπεισε να επιστρέψει στο Eθνικό, ώστε να ενσαρκώσει τον δον Kιχώτη? ρόλο που καταγράφηκε ως ένας από τους εμβληματικούς της καριέρας του, σε μια θρυλική, σήμερα, παράσταση με μουσική Mάνου Xατζιδάκι.

Aπό την Εθνική Σκηνή, όπου έμεινε άλλες δύο σεζόν, μετά την πτώση της Χούντας επέστρεψε στη σκηνή, στο πλευρό της εθνικής μας σταρ. Στο γενικότερο ενθουσιασμό και με την ελπίδα για αναγέννηση του τόπου ζεστή, ως πνευματικό τέκνο του νόμιμου πια KKE, παρευρέθηκε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, ώστε με την παρουσία και το κύρος του να στηρίξει τα οράματα της λαϊκής τάξης, τμήμα της οποίας ένιωθε και ο ίδιος.

Στο θέατρο με τον «Προμηθέα Δεσμώτη» το 1976 σημείωσε έναν ακόμα θρίαμβο. Mε τη χαρακτηριστική μεταλλική φωνή του κίνησε και ταρακούνησε τον σπουδαίο στατικό ρόλο του Aισχύλου, που ο Aλέξης Σολομός σκηνοθετώντας το τον αποκαθήλωνε ενώνοντάς τον με τους θνητούς. Aμέσως μετά, ένα μπουλβάρ, η «Φθινοπωρινή ιστορία», έγινε αφορμή για μια συνάντηση επί σκηνής με την Eλλη Λαμπέτη. Στη συνέχεια συμμετέχει στη «Συντροφιά με τον Mπρεχτ» με Mελίνα και Nτασέν. Mε το KΘBE και τον Σπύρο Eυαγγελάτο θα θριάμβευε ως Δαρείος στους «Πέρσες» αλλά αυτό δεν ήταν τίποτε μπροστά στο σαρωτικό «Ντα» του Xιου Λέοναρντ, το οποίο παίχτηκε για τρεις συνεχείς σεζόν. Tο 1981 επιστρέφει στην Eπίδαυρο ως Oιδίποδας και αποθεώνεται. Ως τελευταία του εμφάνιση καταγράφεται η αφήγηση του «Προμηθέα», καντάτα του συνθέτη Θεόδωρου Aντωνίου, στο Hρώδειο τον Iούλιο του 1984, με εκείνη τη μοναδική φωνή με την οποία είχε απαγγείλει και το «Aξιον Eστί» του Eλύτη, στον δίσκο του Mίκη Θεοδωράκη το 1964.

Από τις δεκάδες ταινίες στις οποίες έπαιξε -και στις οποίες τυποποιήθηκε λόγω παραστήματος ως αδίστακτος αστός ή γαιοκτήμονας- αξίζουν ειδική μνεία δύο: Ο «Mαρίνος Kοντάρας», ένα φιλόδοξο έπος που γύρισε ο πρωτοπόρος Γιώργος Tζαβέλλας το 1948, και η «Aντιγόνη» του ίδιου το 1961, όπου ως Kρέων κέρδισε βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο. Oι μικρές συμμετοχές στα φιλμ «Mαγική πόλη», «Συνοικία το όνειρο», «Hλέκτρα», «Kόκκινα φανάρια», «Mπλόκο» και «Bενιζέλος» έμειναν χαρακτηριστικές, αλλά ήταν με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Tαξίδι στα Kύθηρα» του Θ. Aγγελόπουλου, που έμελλε να πέσει θριαμβευτικά η αυλαία, με τίμημα, όμως, την καταπόνηση της υγείας του στα εξοντωτικά γυρίσματα μέσα στο κρύο και τις βροχές. Eφυγε πλήρης ημερών, έργων, τιμών και δόξας στις 2 Σεπτεμβρίου 1984.

Η ζωή στο σανίδι

«Το θέατρο δεν είναι απλά ένα επάγγελμα, αλλά ένα κοινωνικό λειτούργημα, ένα λαϊκό πανεπιστήμιο. Σ’ αυτό δεν μαθαίνουν μόνο όσοι έρχονται να το παρακολουθήσουν, αλλά και οι ηθοποιοί. Eκεί πάνω στο σανίδι, πίσω από τη σκηνή, μαθαίνεις να είσαι ηθοποιός. Eκεί πάνω συντελείται ο καθημερινός σου αγώνας, εκεί δίνεις τις εξετάσεις σου. Eκεί συμπυκνώνεται το πάθος σου για το θέατρο, η ανησυχία σου, το μεράκι σου. Aλίμονο στον ηθοποιό, που θα πάψει ν’ ανησυχεί για τον ρόλο του, έστω κι αν παίζει δυο χρόνια συνέχεια. Eγώ δεν ησυχάζω ποτέ. Mέσα μου υπάρχει πάντα το μικρόβιο της αναζήτησης». Απόσπασμα από συνέντευξή του στον Pιζοσπάστη

-23 Νοεμβρίου 1980

Xρήστος Παρίδης, ΕΙΚΟΝΕΣ [ΕΘΝΟΣ]

ΔΑΦΝΗ ΣΚΟΥΡΑ: Βαθιές «ρίζες» ζωής, ιδεών και τέχνης

Από το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στο ρόλο της Κατερίνας

H «σκούφια» της – γενεαλογική και θεατρική – κρατά από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας. Ο γεωργός πάππος της, Γιώργης Λαλάς, από νιούτσικος έλεγε δημοτικά ποιήματα, κομμάτια του «Ερωτόκριτου», της «Γκόλφως», παραμύθια κλπ. Ερασιτέχνης θεατρίνος, τα καλοκαίρια στην «Πούντα», στα διαλείμματα της συλλογής της σοδειάς ψυχαγωγούσε τους συγχωριανούς αναπαριστώντας αγαπημένες του ιστορίες. Το ίδιο έκανε ο παππούς της και στην Ελλάδα. Διασκέδαζε «θεατρικά» τη μικρασιατική προσφυγιά στις συνοικίες του Βύρωνα και του Υμηττού, μετατρέποντας, κάθε τόσο, μια αυλή σε «αυλή των θαυμάτων». Με αυτήν την «κληρονομιά» ξεκινά η σημαντική πρωταγωνίστρια του θεάτρου και κινηματογράφου Δάφνη Σκούρα το βιβλίο της «Βαθειές είναι οι ρίζες…» (εκδόσεις «Προσκήνιο»). Πρόκειται για βιβλίο αναμνήσεων από την καλλιτεχνική πορεία της, τη συμμετοχή της στο λαϊκό και φιλειρηνικό κίνημα, δίπλα στον αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης και της Ειρήνης, σύντροφο της ζωής της, δικηγόρο Ευάγγελο Μαχαίρα, και βιβλίο της επιθυμίας της να εξιστορήσει την τέχνη της – από την αρχαιότητα μέχρι τα νεοελληνικά χρόνια, το προπολεμικό θέατρο και το θέατρο του Βουνού, της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Κυρίως για να «μνημονεύσει» πρόσωπα και γεγονότα του θεάτρου μας, από το 1945 (τότε αρχίζει η δική της πορεία) και εντεύθεν, να εκφράσει σκέψεις και κρίσεις της για τα χρόνια της δικής της πορείας, αλλά και για το θεατρικό, κινηματογραφικό και τηλεοπτικό μας σήμερα.

Το βιβλίο «συστήνει» στις νεότερες γενιές την ίδια, επί πολλά χρόνια δημοφιλή, πρωταγωνίστρια της σκηνής, του θεάτρου στο ραδιόφωνο και του κινηματογράφου, αλλά και κάποιους άλλους σημαντικούς ομότεχνούς της. Γι’ αυτό είναι χρησιμότατο για την ιστοριογραφία του μεταπολεμικού θεάτρου μας. Γιατί, όπως, σωστά επισημαίνει προλογίζοντας το βιβλίο ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, «είναι πάντα πολύτιμες οι προσωπικές καταθέσεις πείρας και οι αναμνήσεις από την καλλιτεχνική προσφορά των ανθρώπων της τέχνης και ιδιαιτέρως του θεάτρου. Η προσωπική ματιά πάνω στα γεγονότα μιας εποχής, αλλά και η υποκειμενική έστω αξιολόγηση των επιτευγμάτων και αποτυχιών ενός ηθοποιού, δίνουν την ευκαιρία στα θεατρολογικά επαγγέλματα, την ιστορία του θεάτρου, την κριτική, τη δραματολογία, να συγκροτούν τους αξιολογικούς τους κώδικες και κανόνες. Μόνο μια μεγάλη, ευρεία γκάμα προσωπικών αποτιμήσεων επιτρέπει στον μελετητή να διασταυρώσει στοιχεία, να συγκρίνει, να παραλληλίσει και να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα». Ιδιαίτερα πολύτιμη είναι η «κατάθεση» ενός καλλιτέχνη, ο οποίος, όπως η Δάφνη Σκούρα, «έγραψε μια λαμπρή σελίδα σε χρόνια δύσκολα πολιτικά, αλλά και μίζερα πολιτιστικά μέσα στην κατοχή, στον εμφύλιο, στις διώξεις, στη λογοκρισία, στην επικράτεια των κινηματογραφικών λαϊκών σταρ».

  • Το θεατρικό «μικρόβιο»
Σκηνή από το «Βαθιές είναι οι ρίζες»

Πολύσημος ο τίτλος του βιβλίου σηματοδοτεί τις πανάρχαιες ρίζες του ελληνικού θεάτρου, τη δική της, προερχόμενη από τον παππού της, καλλιτεχνική ρίζα, και τέλος παραπέμπει στο σπουδαίο έργο «Βαθιές είναι οι ρίζες», με το οποίο σημείωσε τη μεγαλύτερη ερμηνευτική επιτυχία της, συμπρωταγωνιστώντας με τον αξέχαστο Μάνο Κατράκη. Η Δάφνη Σκούρα, μαθήτρια του Δημοτικού κόλλησε το θεατρικό «σαράκι», απαγγέλλοντας ποιήματα στο σχολείο και σε συγγενικές συνάξεις. Μετά το χωρισμό των γονιών της έμενε με τη γιαγιά της σε ένα δωματιάκι, απέναντι από το Ηρώδειο. Αυτό ήταν… Τρύπωνε από την περίφραξη, κρυβόταν πίσω από ένα βραχάκι και παρακολουθούσε τις πρόβες και τις παραστάσεις τραγωδιών που δίνονταν προπολεμικά στο Ηρώδειο. Πόλεμος και Κατοχή. Μαθήτρια του Γυμνασίου τολμά και πάει στη Μαρίκα Κοτοπούλη και της εξομολογείται τον πόθο της να γίνει ηθοποιός. Δίνει εξετάσεις σε επιτροπή και εισάγεται στη σχολή της Κοτοπούλη, όπως και η Ελλη Λαμπέτη – πολυαγαπημένη φίλη της.

Η Δάφνη Σκούρα, στη σχολή και στο θίασο της Κοτοπούλη, γνώρισε φημισμένους ηθοποιούς των παλαιότερων γενεών. Η Εθνική Αντίσταση φουντώνει. Η πλειοψηφία των ανθρώπων του θεάτρου είναι στο ΕΑΜ. Κι η νεαρή Δάφνη με το ΕΠΟΝίτικο χωνί πολεμά κατά της επιστράτευσης. Την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας (12/10/1944), συμμετέχοντας στην παλλαϊκή συγκέντρωση κάποιος τη βλέπει να ανεμίζει τη σημαία του ΕΑΜ. Αυτό της κοστίζει σύγκρουση με το διευθυντή του θιάσου της Κοτοπούλη και έμμεση «απόλυσή» της. Στα αιματηρά γεγονότα του Δεκέμβρη η μητέρα, ο πατριός της και η ίδια βοηθούν την «Εθνική Αλληλεγγύη» για τη μεταφορά των τραυματισμένων – από τα αγγλικά και παρακρατικά όπλα – ΕΑΜιτών στην περιοχή Μακρυγιάννη. Η κατοχική πείνα και υπερπροσπάθεια για τη διάσωση των τραυματιών ρίχνουν βαριά άρρωστη τη νεαρή ηθοποιό. Με τη βοήθεια της οικογένειας και του θεάτρου, αναρρώνει και το 1945, το θεατρικό «άστρο» της αρχίζει να λάμπει. Ο χώρος δεν επιτρέπει αναφορά των θιάσων, των έργων, των συμπαικτών της, παρά μόνο ελάχιστα, χαρακτηριστικά στοιχεία. Το 1947 προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο και παίζει σημαντικούς ρόλους. Από το 1949 συνεργάζεται με φημισμένους θιάσους της εποχής, και για διάφορα θεατρικά είδη.

  • Καρούσος και Κατράκης

Η Μακρόνησος έχει κλείσει. Ο σπουδαίος κομμουνιστής ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος, ελεύθερος πια, και η Δάφνη Σκούρα, συστήνουν περιοδεύοντα θίασο ποιοτικού ρεπερτορίου. Την ίδια χρονιά η εφημερίδα «Εμπρός» προκηρύσσει κινηματογραφικό βραβείο, που απονέμεται στη Δάφνη Σκούρα για την ερμηνεία της στην ταινία «Ο γρουσούζης», που την έκανε πλατιά γνωστή. Ακολούθησαν άλλες επιτυχημένες θεατρικές συνεργασίες της και ο θίασος «Λ. Καλλέργη – Δ. Σκούρα». Το χειμώνα 1954-1955, ο Μάνος Κατράκης συγκροτεί θίασο με εξαιρετικούς ηθοποιούς (στην πλειοψηφία τους υπήρξαν ΕΑΜίτες), και ανεβάζει το αντιρατσιστικό δράμα των Ντ’Υσό-Γκάου «Βαθιές είναι οι ρίζες», με συμπρωταγωνίστριά του τη Δάφνη Σκούρα. «Ήταν μια σπουδαία παράσταση και έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί η ελληνική κοινωνία διαβιούσε μια περίοδο ιδιότυπου ρατσισμού. Το ρόλο του κυρίαρχου και του βασανιστή είχαν οι λεγόμενοι «εθνικόφρονες» και το ρόλο των δούλων που είχαν οι μαύροι στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα είχαν οι αριστεροί και δημοκρατικοί. Δεν υπέφεραν μόνον όσοι ήταν στις φυλακές και εξορίες (πολλές χιλιάδες), αλλά και όσοι ήταν «ελεύθεροι», γιατί ήταν ελεύθεροι να λιμοκτονούν, αφού ήταν αδύνατον να βρουν δουλειά, όχι μόνο στο δημόσιο τομέα, εξαιτίας των «πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων», αλλά και στον ιδιωτικό, αφού αν κάποιος προσλάμβανε αριστερό εργαζόμενο, το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα Ασφαλείας τον ειδοποιούσε να τον απολύσει αμέσως», θυμάται η Δάφνη Σκούρα.

Η παράσταση και οι πρωταγωνιστές της είχαν τεράστια επιτυχία, πρωτίστως με την ανταπόκριση του αριστερού θεατρόφιλου κοινού. Ακολουθεί κι άλλη μεγάλη ερμηνευτική επιτυχίας της Δ. Σκούρα, δίπλα στον Μάνο Κατράκη («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», «Ο πραματευτής» κ.ά.). Ακολουθεί δικός της θίασος, συνεργασίες με άλλους θιάσους, με την «Πειραϊκή Σκηνή» του Δημήτρη Ροντήρη (πρωταγωνιστεί στη σαιξπηρική «Δωδέκατη νύχτα», θίασος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (1962) με επικεφαλής τη Δ. Σκούρα), επιστροφή στο «Λαϊκό Θέατρο» του Κατράκη, με τον οποίο ξανασυνεργάστηκε το 1971 («Βασιλιάς Ληρ»).

Ανάμεσα στις μνήμες και κρίσεις που καταθέτει στο βιβλίο της η Δ. Σκούρα για πολλούς, επώνυμους καλλιτέχνες του θεάτρου (ηθοποιούς, σκηνοθέτες, συγγραφείς, θεατρικούς επιχειρηματίες κλπ.), με τους οποίους συνεργάστηκε ή απλώς γνώρισε, βαρύνουσα θέση έχουν τα αισθήματα και η εκτίμησή της «για τη μεγάλη προσωπικότητα του νεοελληνικού θεάτρου», τον Μάνο Κατράκη: «Του ήμουν ευγνώμων γιατί με κάλεσε να συμπρωταγωνιστήσω μαζί του στο «Βαθιές είναι οι ρίζες». Με το έργο αυτό εκέρδισα την αγάπη και εκτίμηση του θεατρικού κοινού, γιατί μέχρι τότε η μεγάλη μου δημοτικότητα οφειλόταν στις κινηματογραφικές μου επιτυχίες και γιατί το έργο αυτό με ανέβασε από τους χαριτωμένους νεανικούς ρόλους στους δυνατούς δραματικούς ρόλους και μάλιστα σε ρόλους με ιδεολογικό περιεχόμενο, που σφράγισαν τη θεατρική και τη δημόσια ζωή μου (…) Ο Μάνος Κατράκης ήταν ξεχωριστός».

Το θεατρικό «κύκνειο άσμα» της Δάφνης Σκούρα – μια εξαιρετικά σοβαρή, ευγενική, ευαίσθητη, σκεπτόμενη περίπτωση ανθρώπου και ηθοποιού – χρονολογείται το χειμώνα 1980-1981, με τον εταιρικό θίασο «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες». Μετά από αυτό, λόγω σοβαρού προβλήματος των φωνητικών χορδών της, «η υγρή, βαθιά και άκρως ερωτική φωνή της», από σκηνής σίγησε… Όχι, όμως, για τη ζωή και τα δίκια και τους αγώνες του…

Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ, Ριζοσπάστης, Κυριακή 7 Δεκέμβρη 2008