Μια κωμωδία του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, που ούτε οι Βρετανοί δεν πολυανεβάζουν, πρόσφερε σε ταλαντούχα ελληνική ομάδα την ευκαιρία να σατιρίσει τον πλούτο και την εξουσία μετά μουσικής. Πήγαμε στο Μέγαρο, είδαμε πρόβα και σας προετοιμάζουμε για την πρεμιέρα της Τρίτης
«Απογευματάκι, λοιπόν;» «Απογευματάκι». Πόσες φορές είναι δυνατόν να δοκιμαστεί η παρεμβολή μιας πιανιστικής «τρίλιας» στον θεατρικό διάλογο ενός πρωταγωνιστικού ζεύγους που συμφωνεί να ξαναϊδωθεί ύστερα από έξι μήνες, κάποιο απογευματάκι; Προφανώς αμέτρητες, αν ένας θίασος προτίθεται να παρουσιάσει ως μουσική κωμωδία την «Εκατομμυριούχο» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, ένα έργο δηλαδή που η σχέση του με τη μουσική περιοριζόταν μέχρι σήμερα στο ένα και μοναδικό τραγούδι «Goodness Gracious Me», που ερμήνευαν η Σοφία Λόρεν και ο Πίτερ Σέλερς στην μάλλον ατυχή κινηματογραφική μεταφορά του, το 1960.
Η παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής (στις 6, 7, 8, 10, 11 και 12 Οκτωβρίου), με τη Νόνικα Γαληνέα στον πρωταγωνιστικό ρόλο της «Επιφάνια», συμπρωταγωνιστή της τον Γιάννη Μπέζο, κι ακόμα τον Σωτήρη Χατζάκη στη δραματουργική επεξεργασία και τη σκηνοθεσία, τον Σταμάτη Κραουνάκη στη μουσική και τη Λίνα Νικολακοπούλου στους στίχους και την επιμέλεια των κειμένων, σηματοδοτεί δύο πρωτιές: το έργο που έγραψε ο σπουδαίος Ιρλανδός συγγραφέας το 1935 δεν έχει ξανανεβεί στην Ελλάδα. Και βέβαια δεν έχει παρουσιαστεί ουδέποτε αλλού ως μιούζικαλ.
Το τολμηρό εγχείρημα έχει όμως έναν απρόσμενο αν και όχι ακριβώς επιθυμητό «σύμμαχο»: τη διεθνή οικονομική κρίση. Γεγονός που κάνει εξαιρετικά επίκαιρες φράσεις όπως «Η θρησκεία μου; Είμαι εκατομμυριούχος» ή «Εγώ έκανα δουλειές με τα λεφτά των αλλωνών», που έβαλε στο στόμα των ηρώων του ο σοσιαλιστής και μαέστρος της ευφυούς ατάκας Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, ή την άλλη, «Ο νόμος είναι ίσος για όλους μας, εμείς όμως δεν είμαστε όλοι ίσοι ενώπιον του νόμου» από το προλογικό σημείωμα του συγγραφέα.
Η ομάδα των συντελεστών δούλεψε σκληρά στις πρόβες («η συνέπεια και η αφοσίωση της Νόνικας Γαληνέα, οι εργατοώρες που αφιέρωσαν όλοι τους, είναι παράδειγμα…», επισημαίνει ο Χατζάκης), ανεβάζοντας ουσιαστικά δύο έργα σε ένα: το μουσικό μέρος, ένα «κέντημα» που έγινε εξαρχής, δεν παρεμβαίνει στη δράση, αλλά είτε προηγείται είτε ακολουθεί τις σκηνές.
Και η πρόζα; Το έργο γράφτηκε στην καρδιά μιας άλλης διεθνούς οικονομικής κρίσης, αυτής του Μεσοπολέμου, από τον Νομπελίστα Ιρλανδό δραματουργό, που θέλησε να θίξει μέσω της σάτιρας την παραδοξότητα της εξουσίας και του πλουτισμού. Κεντρική ηρωίδα η Επιφάνια Σατράπη ντι Πάρεργα, το γένος Μιλιόνι (Νόνικα Γαληνέα) ή αλλιώς η πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου, που αναζητεί σύζυγο για να ευτυχήσει. Αυτός, όμως, πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που όρισε ο πατέρας της. Ο πρώτος σύζυγός της, ο μποξέρ Σαμψών (Αλέξανδρος Μυλωνάς) ανταποκρίθηκε αρχικά στις απαιτήσεις της, δεν άντεξε όμως το χαρακτήρα της και κατέφυγε στην τρυφερότητα μιας ερωμένης (Μελίνα Τανάγρη). Ο εραστής της (Χρήστος Ευθυμίου) αποδεικνύεται επίσης κατώτερος των περιστάσεων. Ο δικηγόρος (Αρτό Απαρτιάν) στον οποίο καταφεύγει, είναι επίσης κυνικός και ιδιοτελής. Ο μετρ (Μπάμπης Γιωτόπουλος), προορισμένος να κολακεύει την εξουσία. Ο μόνος που μπορεί να αμφισβητήσει την παντοδυναμία της Επιφάνια είναι ένας ιδεαλιστής γιατρός (Γιάννης Μπέζος) που απαξιώνει το χρήμα. Ο έρωτας θα αντιστρέψει τους όρους και θα κάνει την Επιφάνια να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει τα αντίθετα απ’ αυτά που ζητάει από τους άλλους…
Σ’ αυτό τον καμβά παρεισφρέουν καινούρια τραγούδια και καινούρια μουσική. Τα ακούσαμε εισβάλλοντας κι εμείς ένα απόγευμα Σαββάτου στην πρόβα, «υποκλέπτοντας» σκηνές, ατάκες και δηλώσεις. *
Οι πρωταγωνιστές: ο έρως χρήμα δεν κοιτά
ΝΟΝΙΚΑ ΓΑΛΗΝΕΑ: «Εχω κάνει σπουδή στην Επιφάνια»
Ο ρόλος της είναι ξεκαρδιστικός, αλλά και γι’ αυτό εξαιρετικά δύσκολος: ο χαρακτήρας αλλάζει διάθεση κάθε στιγμή, περνώντας από την υστερία στη γυναικεία γοητεία, από την άσκηση μιας παντοδύναμης εξουσίας με ανδρικούς όρους στις πιο θηλυκές μεθόδους κατάκτησης. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο ούτε καν για την έμπειρη Γαληνέα. Υπέρκομψη, όπως πάντα, μας εξηγεί…
- Η «Εκατομμυριούχος» είναι σάτιρα. Είχατε καιρό να παίξετε σε μια κωμωδία.
«Και ήταν ανάγκη μου. Διαπιστώνω πάντως, ξανά, πόσο δύσκολο είδος είναι. Ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα. Αλλά όσες φορές έχω δυσκολευτεί στη ζωή μου, μου βγήκε σε καλό».
- Ελλοχεύει στο χαρακτήρα της Επιφάνια το δράμα;
«Ούτε για μια στιγμή. Η Επιφάνια έχει την ψυχολογία του νικητή, τη δική της «ηθική» και στην ουσία είναι ίδια ο πατέρας της. Ούτε καν διανοείται την αποτυχία…».
- Είναι μια πανίσχυρη γυναικεία προσωπικότητα…
«Πάρα πολύ. Είναι μια γυναίκα που μπορεί να είναι από λατρευτή έως αφόρητη».
- Δεν έχετε κοινά στοιχεία;
«Ευτυχώς ή δυστυχώς, κανένα».
- Μου δίνετε την εντύπωση ότι είστε μια ισχυρή γυναικεία προσωπικότητα.
«Αυτό είναι κάτι που μου το λένε συχνά και το ακούω με πολλή χαρά. Κι όμως. Ποτέ δεν μπόρεσα να το διαπιστώσω. Βρίσκω αντίθετα ότι είμαι γεμάτη αδυναμίες, τις οποίες υποχρεώνω τον εαυτό μου να νικήσει».
- Εχετε γνωρίσει στη ζωή σας την Επιφάνια;
«Ναι. Την ξέρω πολύ καλά αυτή τη γυναίκα, όπως ξέρω σε βάθος και την ψυχολογία της. Εχω κάνει σπουδή σ’ αυτήν. Αλλά εδώ δεν μιμούμαι αυτήν που ξέρω -προσπαθώ να βγάλω το ρόλο από τον εαυτό μου και τα δικά μου μέσα».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΖΟΣ: «Γιατί όχι και ένα νεοελληνικό μιούζικαλ;»
Ο Γιάννης Μπέζος, διαθέτοντας μία καλή φωνή, μπορεί να διατηρεί χρόνια τώρα το ενδιαφέρον του για το μουσικό θέατρο.
«Λειτουργεί σαν καταλύτης στην υπόθεση και είναι ένας ρόλος παραπληρωματικός με αυτόν της Επιφάνια. Είναι ιδεαλιστής, αριστερός, ένας γιατρός χωρίς σύνορα και χωρίς φακελάκια, που πέφτει θύμα τού έρωτα. Κι από κει και πέρα τα πράγματα εξελίσσονται με τη λογική του μπουλβάρ…».
- Η μεταγραφή του έργου σε μιούζικαλ πώς σας φάνηκε;
«Μα ένα τέτοιο έργο δεν νομίζω ότι θα είχε κανένα νόημα χωρίς τις σύγχρονες μουσικές και τα τραγούδια. Οι άνθρωποι δεν γοητεύονται από το παρελθόν, αν δεν τους θυμίζει κάτι από το σήμερα».
Η Ελλάδα δεν έχει παράδοση στο μουσικό θέατρο. Εσείς ωστόσο διατηρείτε το ενδιαφέρον σας για τέτοιου είδους παραστάσεις.
«Πράγματι. Εμείς ό,τι είχαμε να κάνουμε στο μουσικό θέατρο το κάναμε μέσω της επιθεώρησης ή της οπερέτας -που κι αυτή δάνειο ήταν. Δεν νομίζω ότι ενδιαφέρει το ελληνικό κοινό ένα μιούζικαλ στο ρυθμό της αμερικανικής μουσικής σκηνής. Αντίθετα, νομίζω ότι πάντα ενδιαφέρει όταν γίνεται από Ελληνες δημιουργούς. Γιατί όχι κι ένα αυτούσιο ελληνικό μουσικό έργο, με ελληνικότητα στον ήχο, στις ενορχηστρώσεις και στο θέμα; Εγώ θα το ευχόμουν…».
- info: «Η Εκατομμυριούχος» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο παρουσιάζεται στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής στις 6, 7, 8, 10, 11 και 12 Οκτωβρίου. Σκηνικά και κοστούμια Γιάννης Μετζικώφ, ενορχηστρώσεις Γιώργος Ζαχαρίου, βίντεο Γρηγόρης Καραντινάκης, φωτισμοί Αντώνης Παπαναγιωτόπουλος. Τη μουσική προετοιμασία έκανε ο Αρης Βλάχος και βοηθός σκηνοθέτη είναι η Λίνα Ζαρκαδούλα. Παίζουν: Νόνικα Γαληνέα, Γιάννης Μπέζος, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Μελίνα Τανάγρη, Αρτό Απαρτιάν, Μπάμπης Γιωτόπουλος, Χρήστος Ευθυμίου και οι Χρήστος Μουστάκας, Jerome Kaluta, Κώστας Μπουγιώτης. Εισιτήρια: 40 ευρώ , 25 ευρώ και 9 ευρώ (φοιτητικό). Προπωλούνται στα ταμεία του Μεγάρου.
Ο σκηνοθέτης: Υπάρχουν κι αριστερά μπουλβάρ
Η πρώτη σκηνή του έργου, στο δικηγορικό γραφείο, εξελίσσεται όσο ο Σωτήρης Χατζάκης παρακολουθεί, επεμβαίνοντας ελάχιστα.
Η Επιφάνεια παθαίνει υστερική κρίση δοκιμάζοντας τα νεύρα του δικηγόρου της, ενώ η Μελίνα Τανάγρη, καθώς προετοιμάζεται για τη σκηνή της, προλαβαίνει να εξομολογηθεί ψιθυριστά πόσο άγχος έχει. Αν και η παρουσία της από τους σαββοπουλικούς Αχαρνής κι έπειτα, κυρίως με θεατρικού τύπου μουσικές παραστάσεις έχει συνδυαστεί, αυτή είναι η πρώτη φορά που συμμετέχει σε μια κανονική θεατρική παράσταση: «Δεν το είχα ακριβώς συνειδητοποιήσει όταν μου έγινε πρόταση κι όταν το συνειδητοποίησα ήταν ήδη αργά για να κάνω πίσω. Δεν ήξερα τι με περιμένει και τώρα ζω σε συνθήκες κανονικής μαθητείας. Αλλά αυτό είναι και το ωραίο», λέει.
Λίγο αργότερα απομονώνουμε για λίγο και τον Σωτήρη Χατζάκη.
- Πόσο επίκαιρο αποδεικνύεται ένα έργο που ένας ήρωάς του ομολογεί ότι έκανε δουλειές με τα λεφτά των άλλων;
«Ενα κανονικό golden boy, δηλαδή. Και θίγονται κι άλλα: η αντισυνταγματική και παράνομη λειτουργία των τραπεζών, η μολυσματική ηθική της οικονομίας της αγοράς. Να σας πω κι άλλη μια ανατριχιαστικά επίκαιρη ατάκα που λέει η Επιφάνεια; «Οσο υπάρχουν μικρόβια, οι φαρμακευτικές εταιρείες θα θριαμβεύουν»! Αυτό το έργο είναι μια καταλυτική σάτιρα της ολοκληρωτικής επιροής του χρήματος πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, μέσα όμως από τη λογική του μπουλβάρ, που με την ελαφράδα και την ευθυμία του υποκρύπτει το σκοτεινό ορυκτό του Σο. Ρηξικέλευθος ο ίδιος και πολιτικά τοποθετημένος στην Αριστερά, χρησιμοποιεί τον κώδικα του αστικού θεάτρου για να περάσει τις θέσεις του».
- Εδώ και χρόνια το ρεπερτόριο του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο δεν πολυανεβαίνει στις ελληνικές σκηνές…
«Αυτές υπήρξαν οι βλαβερές παρενέργειες της Αριστεράς. Εργα σαν κι αυτό τα θεωρήσαμε μια εποχή συντηρητικό είδος. Και παρακινημένοι από τη νεανική μας ορμή και την πολιτική μας υπερβολή, τα αγνοήσαμε ή και τα θεωρήσαμε «εχθρικά», αγνοώντας τι υπάρχει στο δεύτερο επίπεδο της γραφής τους. Ετσι δεν άνθησε και το μπουλβάρ, το οποίο έχει πολλά να πει. Ενα άλλο τρανταχτό παράδειγμα ήταν ότι σκοτώσαμε την καθαρεύουσα, θεωρώντας συντηρητικό αυτό το ανεπανάληπτο γλωσσικό γλυπτό. Ή ότι κάτω από την επιρροή του σπουδαίου πράγματι ρεμπέτικου, δεν κατορθώσαμε να αναγνωρίσουμε την αξία του Σουγιούλ, του Αττίκ, του Χαιρόπουλου. Η Ελλάδα όμως δεν είναι μόνο Ανατολή – σας το λέω εγώ που είμαι καταχωρισμένος ως κατεξοχήν «ανατολικός». Είναι μια χώρα «σταυρωμένη» ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση».
Ο συνθέτης: από καμπαρέ μέχρι οπερέτα
Τρία παιδιά από τη «Σπείρα-Σπείρα» κηρύσσουν την έναρξη της παράστασης, με το πρώτο τραγούδι να αποθεώνει το χρήμα, συμπυκνώνοντας έτσι το στίγμα του έργου.
Jerome Kaluta, Χρήστος Μουστάκας, Κώστας Μπουγιώτης, ο σατιρικός χορός της παράστασης
Οι Χρήστος Μουστάκας, Jerome Kaluta, Κώστας Μπουγιώτης είναι το τρίο-Sos ενός σατιρικού Χορού που λειτουργεί ως γέφυρα ανά σκηνή. Στην πρώτη υποδύονται τους βοηθούς του δικηγόρου της Επιφάνειας, στη δεύτερη τα γκαρσόνια, στην τρίτη τις εργάτριες μιας βιοτεχνίας και στην τέταρτη τους βοηθούς τού μπάτλερ. Η παρουσία τους προλογίζει κάθε σκηνή μ’ ένα κατάλληλο τραγούδι.
Το πρώτο έχει μουσικά και στιχουργικά δάνεια από το «Φάντασμα της Οπερας», που εδώ όμως μετονομάζεται σε «Phantom of Democracy». Δάνεια έχει επίσης κι από το περίφημο «Καμπαρέ». Εξ ου και η ερμηνεία, που εμπνέεται από τον περίεργο Χορό του «Money-Money».
Γενικώς, για τη μουσική ο Σταμάτης Κραουνάκης δανείστηκε στοιχεία «λίγο από Rolling Stones, Beatles αλλά και Θεόφραστο Σακελλαρίδη». Αλλά κι η δική του μουσική κινήθηκε σε κλίμα λίγο ρετρό, που φλερτάρει πότε με την οπερέτα, πότε με τις καντσονέτες και πότε με το καμπαρέ. «Κατ’ αρχήν έκανα», εξηγεί, «μεγάλη έρευνα για τον Τζορτζ Μπέρναρντ Σο και την εποχή του. Ο,τι συγκέντρωσα από στοιχεία, τα έδωσα στη Νόνικα και στη Λίνα. Η Λίνα μου έδωσε μετά κάποια αρχικά κομμάτια, πάνω στα οποία έγραψα μουσικές, χωρίς ακόμα να ξέρω πού θα πάει καθεμία. Σιγά σιγά διαμορφώθηκε η οριστική μορφή. Μας οδήγησαν αρκετά οι ρόλοι. Π.χ. το τραγούδι της δεύτερης σκηνής είναι η περιγραφή του χαρακτήρα της Επιφάνειας («Αχ μοναξιά, να νικάω πάντα εγώ, θηλυκό μου μυαλό…»). Η Λίνα διατήρησε το πνεύμα της κωμωδίας και παράλληλα μια μπρεχτική λιτότητα, που κάνει ένα σχόλιο για την οικονομία, τη φτώχεια και όσους ζουν μέσα στα λεφτά ή χωρίς αυτά».
Ως μια τολμηρή παράβαση, στην οποία λέγονται ξεκάθαρα πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν στην πρόζα, αντιμετωπίζει το μουσικό μέρος κι ο Σωτήρης Χατζάκης. «Οι στίχοι της Νικολακοπούλου», λέει, «καταγγέλλουν, σατιρίζουν, κλείνουν το μάτι πονηρά και προεκτείνουν το πνεύμα του Σο στο σήμερα».