- Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος τολμά και παρουσιάζει τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε μια μικρή αίθουσα 130 θέσεων με 13 ηθοποιούς
- Της Γιωτας Συκκα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 17 Iανoυαρίου 2010
Η Εκάβη θρηνεί πεσμένη στο έδαφος. Η Τροία καίγεται. Η Ανδρομάχη μοιρολογεί ζωντανό τον Αστυάνακτα. Οι Αχαιοί τον γκρεμίζουν από τα τείχη. Οι τραγικοί αποχαιρετισμοί δεν έχουν τέλος… Πώς θα χωρέσουν όλα αυτά σε τέσσερις τοίχους; Αν και οι «Τρωάδες» θεωρούνται το σκηνικά θεαματικότερο έργο του Ευριπίδη, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος τολμά και το παρουσιάζει σε μια μικρή κλειστή αίθουσα 130 θέσεων με 13 ηθοποιούς. Στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. «Μα δεν είναι το θέαμα που λείπει», προλαβαίνει τους ενδοιασμούς. Οταν ο Κόπολα στο σινεμά μέσα από το «Αποκάλυψη τώρα» μας έχει δείξει όλες τις καταστροφές που μπορεί να συλλάβει ο νους, δεν έχει νόημα να εντυπωσιάσεις με το θέαμα. Οι εποχές που ο κινηματογράφος δεν είχε τέτοιες δυνατότητες και στο θέατρο με τον ήχο μιας λαμαρίνας έκανες θαύματα, πέρασαν. Στη σκηνή χρειάζεται λιτότητα». Αυτή τη γραμμή ακολουθεί. Και δεν φοβάται καθόλου τον κλειστό χώρο: «Σε όλο τον κόσμο οι τραγωδίες παίζονται σε κλειστούς χώρους και αρέσει στο κοινό. Νομίζω, μάλιστα, ότι έτσι μπορείς να βρεις μεγαλύτερη ποιότητα στα εκφραστικά σου μέσα αν δεν προσπαθείς να ακουστείς στο ανοιχτό θέατρο».
Ομως και ο τρόπος που αντιμετώπισε το έργο με την πρωταγωνίστριά του, την Λυδία Κονιόρδου, είναι πέρα από τα συνηθισμένα. Eίδε τον ξεριζωμένο άνθρωπο μέσα σε όλη του την αξιοπρέπεια. «Και την ανάγκη να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της πατρίδας και των νεκρών του». Κι όλα αυτά, με μια καινούργια μετάφραση από τον Παντελή Μπουκάλα με τον οποίο είχαν συνεργαστεί και στους «Αχαρνείς».
Λυδία Κονιόρδου: Νιώθω ένας μικρός Νώε που φτιάχνει κιβωτούς
«Τις πνευματικές ιδιότητες που αναδεικνύονται μέσα από τον ακραίο ανθρώπινο πόνο. Αυτό μου ζήτησε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος να τονίσω στην παράσταση. Και με βρήκε σύμφωνη. Ιδιότητες που έχουν έναν αιρετικό ανατρεπτικό χαρακτήρα που είναι πολύ συνδεδεμένος με την σημερινή εποχή», λέει η Λυδία Κονιόρδου που υποδύεται την Εκάβη. Δεν είναι από τους ρόλους που είχε στο νου της. «Τη Μήδεια ήθελα να παίξω όσο είχα βιολογικές δυνάμεις», την κέρδισε όμως αμέσως ο σαρκασμός της: «Πολλές φορές αισθάνομαι ότι η Εκάβη είναι ο Ευριπίδης που μέσα από το πρόσχημα της καταστροφής μπορεί να λέει ακραία πράγματα. Το έργο, άλλωστε, γράφτηκε για να αφυπνιστούν οι πολίτες κι όχι για μια πρόσκαιρη συγκίνηση».
– Ποια είναι η Εκάβη στην εποχή μας;
– Γυναίκες που ωθούνται στα άκρα μέσα από άδικες πολιτικές ή λεηλασίες των τόπων τους. Που χάνουν ό,τι έχουν και δεν έχουν. Είναι η γυναίκα που νοιάζεται για το συλλογικό. Εκάβες και Τρωαδίτισσες σε μικρές ατομικές ιστορίες. Ας δούμε δίπλα μας με προσοχή. Μια τέτοια δεν ήταν και η ιστορία της Ελλης Παππά; Στα ντοκιμαντέρ που προβλήθηκαν με αφορμή τον θάνατό της, όταν έλεγε πως έζησε για την εκδίκηση, δηλαδή για τη μνήμη, ένιωθα ότι έβλεπα την ηρωίδα του Ευριπίδη.
– Πώς ξεφεύγει ένας ηθοποιός από στερεότυπα, φόρμες και σχήματα στο αρχαίο δράμα;
– Δεν υπάρχει ένας τρόπος παιξίματος. Κάθε καινούργια παράσταση είναι πειραματισμός είτε παίζεται με μαιάνδρους είτε με μπλου τζιν. Οποιος δεν θέλει να δει αυτή την αλήθεια, θέλει να παραμένει ημιμαθής. Δεν ξέρουμε πώς παίζονταν αυτές οι παραστάσεις. Ούτε πώς προφερόταν το αρχαίο κείμενο. Πρέπει, λοιπόν, να δώσουμε ζωή σε κάτι που έχουμε χάσει τον ζωντανό του ήχο. Επομένως μέσα από τη μελέτη, την έρευνα και τα σπαράγματα πρέπει να ανασυνθέσουμε το πνεύμα που αναδύεται μέσα από αυτά τα κείμενα. Κάθε δημιουργός βρίσκει μια γωνιά της αλήθειας. Βάζει ένα λιθαράκι στην έρευνα. Κάθε προσέγγιση που γίνεται με σοβαρότητα κι όχι με σκοπό να προκαλέσει είναι πολύτιμη κι ας μην είναι πάντα ολοκληρωμένη. Μην ξεχνάμε ότι δεν υπάρχει πια ένας μόνιμος θίασος αρχαίου δράματος, όπως υπήρχε παλιά στου Κουν ή στο Εθνικό.
– Και είναι κακό αυτό;
– Χάνεται πολύτιμος χρόνος από τις πρόβες ώστε να αποκτήσουν ηθοποιοί και συνεργάτες μια κοινή γλώσσα.
– Το κοινό τι ζητάει σε αυτές τις παραστάσεις;
– Η εποχή μας έχει μια τεράστια οργή. Επειδή όλοι εξαρτιόμαστε από κάτι (δουλειά, αφεντικό, οικογένεια), δεν αντέχουμε να ρισκάρουμε προσωπικές ανατροπές, γινόμαστε εμπαθείς και φανατικοί. Ο κόσμος ενδιαφέρεται να δει αυτά τα έργα, απλώς υπερισχύουν οι κραυγές κάποιων που νομίζουν ότι κινδυνεύει η ταυτότητά τους. Πιστεύουν ότι θα διατηρήσουν την ελληνικότητά τους αλλά αυτή διατηρείται με την τόλμη του πνεύματος και την ανησυχία.
– Τελειώνοντας την Αγγλική Φιλολογία και ύστερα τη δραματική σχολή του Εθνικού, από το 1977 έχετε παίξει πολλούς ρόλους, έχετε συνεργαστεί με το Θέατρο Τέχνης, το Εθνικό, την «Πολιτεία», τη «Νέα Σκηνή» του Λ. Βογιατζή, σημαντικά ΔΗΠΕΘΕ. Υπάρχει κάτι που σας ξέφυγε;
– Αισθάνομαι τυχερή και ευγνώμων, ευλογία που βρέθηκαν δίπλα μου ο Κουν, η Ασπασία Παπαθανασίου, ο Τσιάνος… Για τις εμπειρίες όπως αυτή της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη ή της «Μήδειας» με τον Βασίλιεφ. Αυτά μου δημιούργησαν μιαν αίσθηση πληρότητας. Ακόμη και για πράγματα που δεν έκανα. Ισως επειδή έπαιξα σε 12 χορούς είχα πάντα την αίσθηση ότι έπαιξα τους κύριους ρόλους των έργων. Αλλωστε, μέσα από τον χορό αναδύονται οι ρόλοι και τα πρόσωπα. Γι’ αυτό δεν έχω απωθημένα. Νιώθω ότι κυκλοφορώ με αυτά τα πρόσωπα και είναι θέμα συγκυριών να τα εξωτερικεύσω σε μια παράσταση. Θα ήθελα, πάντως, να ασχοληθώ περισσότερο με τον Μπέκετ. Νομίζω ότι είναι το αντίστοιχο των αρχαίων ποιητών στη σημερινή εποχή.
– Μείνατε εννιά χρόνια πιστή στον Κουν χάνοντας ευκαιρίες και προτάσεις για δουλειές σε άλλους χώρους. Μετανιώσατε γι’ αυτή την αφοσίωση;
– Ο Κουν απαγόρευε ζητώντας την αφοσίωση. Για να καταφέρεις κάτι, πρέπει να αφοσιωθείς, να ασκηθείς. Οχι να τρέχεις σε ταινίες, σίριαλ και τηλεπαιχνίδια. Βεβαίως, ένας ηθοποιός από το λεγόμενο εμπορικό θέατρο μπορεί να παίξει αρχαίο δράμα αρκεί να ασκηθεί, να μην κάνει τίποτε άλλο για ένα χρόνο. Τίποτα δεν γίνεται χωρίς προετοιμασία και κόπο.
– Αυτά λέτε και στους μαθητές σας στο Ωδείο Αθηνών;
– Η εποχή μας είναι δύσκολη. Υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί, υπάρχουν όμως και πολλές δουλειές. Η προσφορά και η ζήτηση είναι αντίστοιχη. Κάποτε ήταν λιγότεροι οι ηθοποιοί, λιγότεροι όμως και οι χώροι. Ωστόσο, πολύτιμο ταλέντο χάνεται στην προσπάθεια των παιδιών να παραμείνουν στην πιάτσα. Στις δημόσιες σχέσεις και στην τακτική καριέρας. Στρέφονται στο θέατρο για να εκφραστούν αλλά αλληθωρίζουν σε πράγματα που θεωρούν ότι θα τους εξασφαλίσουν ευκολίες για την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Ωστόσο, όταν κάποιος ξεχωρίσει με τη δουλειά του, η καριέρα έρχεται από μόνη της. Το καλό πράγμα δεν κρύβεται. Φωνάζει. Γι’ αυτό τρέχουν όλοι να το αρπάξουν. Είναι το κυνήγι των νέων κεφαλών. Αυτός είναι ο κίνδυνος για τους ταλαντούχους. Τους αρπάζει το σύστημα και ύστερα τους πετάει σαν λεμονόκουπες για τις επόμενες κεφαλές. Μόνο όσοι έχουν σωφροσύνη έχουν διάρκεια.
Σκουπίδια
– Τι σας θέλγει περισσότερο: η ερμηνεία, η σκηνοθεσία, η διοίκηση, η διδασκαλία, η οικολογία;
– Ζούμε σε μιαν εποχή που πράγματα τα οποία άντεξαν αιώνες χάνονται σε μια νύχτα. Αισθάνομαι ότι είμαι ένας μικρός Νώε που με οποιαδήποτε δραστηριότητά μου προσπαθώ να φτιάξω κιβωτούς γι’ αυτά τα μικρά διαμάντια που σκεπάζουν τα σκουπίδια του σύγχρονου πολιτισμού. Απ’ οποιοδήποτε πόστο κι αν βρίσκομαι, είτε αυτό είναι το θέατρο, η οικολογία, η διδασκαλία, το Κέντρο Αρχαίου Δράματος.
– Και μέσω της πολιτικής;
– Στο μυαλό μου όλα αυτά είναι ένα. Η σχέση μου άλλωστε με το θέατρο ήταν πάντα πολιτική, στρατευμένη. Με την έννοια της αφύπνισης της συνείδησης και όχι της προπαγάνδας. Ποτέ δεν υπήρξε για μένα θέατρο για το θέατρο ή τέχνη για την τέχνη. Από τα φοιτητικά μου χρόνια αναζητούσα την πολιτική ματιά. Εκείνη η συναισθηματική παρορμητική μου στάση επιβεβαιώνεται με τα χρόνια. Φυσικά υπάρχει και η πλάνη. Τη γνωρίσαμε κι αυτή. Πάνω απ’ όλα όμως, είναι η παιδεία. Μέσω αυτής μπορούμε να διατηρήσουμε ζωντανές ιδέες και σκέψεις που χάνονται. Την χειροποίητη παράδοση που κινδυνεύει. Μόνο μέσα από την παιδεία μπορείς να δημιουργήσεις νέους μαστόροους. Συχνά οι νέοι νομίζουν ότι δεν χρειάζονται τα εργαλεία των παλιών. Δυστυχώς χάνουν χρόνο σκοντάφτοντας και μπουσουλώντας.
Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος: «Το κλάμα είναι εύκολη διέξοδος»
«Οταν χρόνια πριν επισκέφθηκα στο Βερολίνο το μουσείο του πόνου, μου έκανε εντύπωση τι έχει σκαρφιστεί το ανθρώπινο μυαλό για να βασανίσει, να εκδικηθεί, να τιμωρήσει και να ταπεινώσει συνανθρώπους του. Οτι τελικά ο άνθρωπος παραμένει άγριο ζώο και αυτό θέλει να είναι.
Το είδα και στις Τρωάδες, ένα αντιπολεμικό έργο. Κυρίως μια οργισμένη κριτική για την κατάντια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ο Ευριπίδης μέσα από τον μύθο των Τρωάδων προειδοποιεί τους Ελληνες ότι δεν μπορούν να συμπεριφέρονται σαν υπερδύναμη. Μιλάει για την σφαγή της Μήλου, την αλαζονεία των Ελλήνων και προειδοποιεί τι πρόκειται να ακολουθήσει με την εκστρατεία τους στη Σικελία. Καταγγέλλει την παρακμή των αξιών της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Αμφισβητεί τα πάντα. Την ποιότητα της Δημοκρατίας, την ηθική του πολέμου, ακόμα και την ύπαρξη των θεών, με τον χαρακτηριστικό του ειρωνικό τρόπο.
Θα μπορούσε να βγάλει ένα λόγο για όλα αυτά. Αυτός όμως έγραψε ένα σπουδαίο κείμενο, γνωρίζοντας απόλυτα την ανθρώπινη ψυχή και τις συμπεριφορές. Σε αυτό το ανθρώπινο επίπεδο νομίζω ότι αυτή η παράσταση έχει μια βαθύτερη σύνδεση με τις γυναίκες του «Κοινού Λόγου» που ανέβασα χρόνια πριν».
Κι αν παλιότεροι μελετητές για τις «Τρωάδες» είχαν σημειώσει πως είναι πρόδρομος του θεάτρου ντοκουμέντο, ο Β. Θεοδωρόπουλος διορθώνει: «Είναι πρόδρομος του θεάτρου του 20ού αιώνα. Ανήκουν στο σύγχρονο θέατρο. Εχει μιαν αφαίρεση ο Ευριπίδης που μπορούμε να την καταλάβουμε καλύτερα στην εποχή μας παρά στον 18ο και 19ο αιώνα».
Σκηνικά όλα αυτά αποδίδονται λιτά. Δεν πρέπει να εξαντληθεί αυτό το έργο στο κλάμα, λέει ο σκηνοθέτης: «Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να σκληρύνουν για να αντέξουν. Το κλάμα είναι εύκολη διέξοδος».
Μια οργισμένη κριτική για την κατάντια της Δημοκρατίας
Μαύρα φορέματα, βαριά παλτά και για τους άντρες μαύρα επίσης στρατιωτικού ύφους ρούχα. Είναι τα κοστούμια που σχεδίασε ο Αγγελος Μέντης όπως και το σκηνικό γι’ αυτό τον κλειστό χώρο στον οποίο βλέπουμε τις «Τρωάδες», με τις μουσικές του Τάκη Φαραζή που γράφτηκαν πάνω σε πολυφωνικά μοτίβα (χωρίς να θυμίζουν αποκλειστικά ηπειρώτικους σκοπούς), να σφραγίζουν την παράσταση. Από τις πιο δημοφιλείς σωζόμενες τραγωδίες που μιλούν για τα δεινά του πολέμου και τη συμφορά της προσφυγιάς, που ακόμη ντροπιάζουν την εποχή μας. Στο 415 π. Χ. ο Ευριπίδης μιλάει για όλα αυτά μέσα από τη ματιά των αιχμάλωτων γυναικών της Τροίας, που ετοιμάζονται, σκλάβες, να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να ακολουθήσουν τους νικητές Ελληνες σε μια νέα, άγνωστη πατρίδα.
«Αν οι βασικές αξίες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας είναι αυτές που ξέρουμε (και) από τον Επιτάφιο του Περικλή (μέσω Θουκυδίδη), οι Τρωάδες δεν είναι μόνο ένα αντιπολεμικό έργο κι ένα τραγούδι για τον ξεριζωμό. Είναι κυρίως μια οργισμένη κριτική για την κατάντια αυτής της Δημοκρατίας. Μιας Δημοκρατίας που ισχύει -όσο ισχύει- και την απολαμβάνουν εντός των τειχών. Δημοκρατία είναι όμως το καθεστώς που σέβεται και τον άλλον, τον ξένο, τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του διπλανού. Και ο Ευριπίδης (που έχει κατηγορηθεί για μισογυνισμό!) βάζει γυναίκες να υπερασπιστούν αυτές τις αξίες, την Εκάβη που εκφωνεί τον δικό της δημόσιο Επιτάφιο λόγο μπροστά στον νεκρό Αστυάνακτα, την Κασσάνδρα, μια «μαινάδα» με συγκροτημένο πολιτικό λόγο, την Ανδρομάχη, τις γυναίκες της Τροίας», σημειώνει ο σκηνοθέτης Β. Θεοδωρόπουλος.
Εκτός από την Λυδία Κονιόρδου παίζουν οι: Γιάννης Τσορτέκης (Ταλθύβιος), Μαρία Καλλιμάνη (Ανδρομάχη), Μαρία Κίτσου (Κασσάνδρα), Μιχάλης Οικονόμου (Μενέλαος), Ιωάννα Κανελλοπούλου (Αθηνά), Αμαλία Τσεκούρα (Ελένη), Ορέστης Τζιόβας (Ποσειδώνας), Δήμητρα Λαρεντζάκη, Αιμιλία Βάλβη, Ειρήνη Τζανετουλάκου, Ελίτα Κουνάδη και ο μικρός Μιχάλης Καφούσιας. Η επιμέλεια κίνησης είναι της Αγγελικής Στελλάτου.