Category Archives: Μπερλίνερ Ανσάμπλ

Αισθητικοποίηση της αποστασιοποίησης

  • Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ, Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Το 2007 οι υπεύθυνοι του Berliner Ensemble ανέθεσαν στον Μπομπ Γουίλσον να σκηνοθετήσει την εμβληματική για τον γερμανικό θεατρικό πολιτισμό «Οπερα της πεντάρας» των Μπρεχτ-Βάιλ.

Η πόρνη Τζένι (Ανγκελα Βίνκλερ) ετοιμάζεται να προδώσει τον Μακίθ (Στέφαν Κουρτ)

Η πόρνη Τζένι (Ανγκελα Βίνκλερ) ετοιμάζεται να προδώσει τον Μακίθ (Στέφαν Κουρτ)

Με δεδομένο το κατ’ εξοχήν απολιτικό προφίλ του Αμερικανού σκηνοθέτη, ήταν μία τολμηρή επιλογή, που δικαιολογημένα πολλοί θα εκτιμούσαν ως και οριακά ριψοκίνδυνη.

Το αποτέλεσμα παρουσιάστηκε στο κοινό τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς αποσπώντας θετικές κριτικές, αλλά και την έγκριση της κόρης του Μπρεχτ. Δύο χρόνια και τέσσερις μήνες αργότερα, η Ελληνική Θεαμάτων, οι ποικίλες προτάσεις της οποίας κερδίζουν αυξανόμενα έδαφος στον αθηναϊκό χώρο του θεάματος, έφερε την πολυσυζητημένη παραγωγή στο «Παλλάς» (14/1/2010). Παρακολουθήσαμε την τρίωρης διάρκειας παράσταση ενδίδοντας συνειδητά και εξ αρχής στην ακατανίκητη σαγήνη ενός θεάματος υψηλής αισθητικής, εμψυχωμένου από τις συμμετοχές μιας πολυπρόσωπης διανομής από συγκλονιστικούς ηθοποιούς τριών διαφορετικών γενεών, συντονισμένων σε μια ερμηνεία συνόλου κουρδισμένη με ακρίβεια ωρολογιακού μηχανισμού.

Οσον αφορά το οπτικό μέρος, η συνάντηση του φορμαλιστή Γουίλσον με τον πολιτικό/διδακτικό Μπρεχτ ισορρόπησε κατ’ αρχήν λειτουργικά, καθώς ο πρώτος στήριξε μια απολύτως ευανάγνωστη εκτύλιξη της δράσης. Βεβαίως, στη σκηνή κυριάρχησε αδιαπραγμάτευτα η γνωστή και αναμενόμενη μανιέρα του τυπικά γουιλσονικού αισθητισμού με τους σαν μάσκες ή ανδρείκελα χαρακτήρες, τη σπασμωδική, ασφυκτικά στιλιζαρισμένη κινησιολογία, τις κλινικής καθαρότητας εικόνες, τα μινιμαλιστικά σκηνικά, τους πλακάτους, μονοχρωματικούς φωτισμούς. Ο σκηνοθέτης εισήγαγε επιπλέον προφανείς αναφορές στο γερμανικό καμπαρέ και τον εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο του μεσοπολέμου, περιβάλλοντας την «Οπερα της πεντάρας» με την εκμαυλιστικά γοητευτική, ιστορικίστικη αχλύ ενός αριστοτεχνικά χρυσωμένου μύθου.

Η διάθλαση του επιθετικά κριτικού μπρεχτικού λόγου και της «εύκολης», γεμάτης νοηματοδοτούσες μουσικές αναφορές παρτιτούρας του Βάιλ μέσα από αυτήν την υπερπολυτελή σκηνική εικόνα λειτούργησε διεγερτικά και στην αριστοτεχνική της υλοποίηση πρόβαλε αναμφίβολα συναρπαστική· άφησε, ωστόσο, μια περίεργη, όχι τυχαία και επίμονη γεύση αντιφατικού και παράδοξου… Δραματουργικά ανεξιχνίαστη πρόβαλε η επιλογή του Γουίλσον να προσδώσει στον ήρωα του υπόκοσμου Μακίθ (Στέφαν Κουρτ) ανδρόγυνο χαρακτήρα, βασισμένο στη φιγούρα της Μαρλένε Ντίντριχ, χαρακτήρα που μας θύμισε εξίσου την παρενδυσιακή εκδοχή της ντίβας από τον Χέλμουτ Μπέργκερ στους «Καταραμένους» του Βισκόντι… Εμμεσος υπομνηματισμός της σχέσης του μπρεχτικού αντι-ήρωα με τις εξουσίες; Ειρωνικό σχόλιο στη ναρκισσιστική αυτοπεποίθηση του μαχαιροβγάλτη εραστή; Σφήνα νοσταλγίας;

Μουσικά η παράσταση υπήρξε τέλεια, όπως τέλεια ήταν και η ισορροπημένη ηχητική ενίσχυση. Η τελευταία ήταν απαραίτητο συστατικό ενός ακροάματος στο οποίο προηχογραφημένοι ήχοι -κροταλίσματα νομισμάτων, συρσίματα κουρτινών, θόρυβοι από κλειδαριές, χτύποι, βηματισμοί, γουργουρητά, σειρήνες αστυνομίας κ.λπ.- έπαιζαν σημαντικό ρόλο ως αφαιρετικές υποδηλώσεις δράσης με επίγευση κωμικού «γκαγκ». Οπως και οι εικαστικές αναφορές του οπτικού μέρους, τα παραπάνω λειτούργησαν ως ηχητικά παιχνίδια/αναφορές στο σύμπαν του μεσοπολεμικού κινηματογράφου. Με ανάλογη λογική το «σκρατς» από 78άρη δίσκο στο ξεκίνημα κάποιων τραγουδιών χρωμάτισε την πρόσληψη με γεύση νοσταλγίας.

Η αναβίωση της ορχηστρικής συνοδείας από την εννεαμελή ορχήστρα διέθετε τις σωστές δόσεις αιχμηρότητας και τραχύτητας. Εκτός από την εκπληκτικής καθαρότητας εκφορά της πρόζας, οι ηθοποιοί/ερμηνευτές απέδωσαν επίσης εξαίρετα τα πασίγνωστα τραγούδια του έργου, αξιοποιώντας τις μη οπερατικές φωνές τους με άκρα μουσικότητα, σύμφωνα με τις οδηγίες του σκηνοθέτη. Αποσκοπώντας συνειδητά στη δημιουργία μιας συνολικής εντύπωσης του τεχνητού ως μέγιστη αντί-θεση προς το (ψευδο)ρεαλιστικό, ο Γουίλσον διαμόρφωσε τις φωνές τους με ακραία καρατερίστικο τρόπο που εν μέρει πέρασε και στο τραγούδι: κακιασμένα σκληρές και στεγνές για το ζεύγος Πίτσαμ (Γίργκεν Χολτς, Τράουσε Χες), τσιριχτές κοριτσίστικες για τις δήθεν αθώες Πόλι και Λούσι (Κριστίνα Ντρέχσλερ, Αννα Γκρέντσερ), εωσφορικά βαθιά αλλά και υποκριτική για τον Μπράουν (Αξελ Βέρνερ), λίγο βραχνή, «φθαρμένη από την αμαρτία» για την Τζένι (Ανγκελα Βίνκλερ) κ.λπ. Διαστέλλοντας συχνά τους χρόνους εκφοράς τόσο του πεζού λόγου όσο και των τραγουδιών, ο σκηνοθέτης άμβλυνε την κινητικότητα και τον κυνισμό κειμένου και μουσικής συμβάλλοντας στην ομαλή γείωση/μεταγραφή του «λαϊκού», καμπαρετζίδικου στοιχείου της «Οπερας» στο ασηπτικό γουιλσονικό σύμπαν.

Η «Οπερα της Πεντάρας» στην Αθήνα. Από την ομάδα του Berliner Ensemble για τέσσερις παραστάσεις

Η ομάδα Berliner Ensemble -του ιστορικού θεάτρου της Γερμανίας και δημιούργημα του ιδίου του Μπρεχτ-, παρουσιάζει στο Παλλάς την «Οπερα της Πεντάρας», μέχρι τις 17 Ιανουαρίου.

Το σπουδαίο έργο των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ, την «Οπερα της Πεντάρας», υποδέχεται, κατευθείαν από το Βερολίνο απόψε στις 9, για τέσσερις παραστάσεις -μέχρι τις 17 Ιανουαρίου-, το θέατρο Παλλάς (Βουκουρεστίου 5). Ο παγκοσμίως αναγνωρισμένος σκηνοθέτης και πρωτοστάτης του πειραματικού θεάτρου, Ρόμπερτ Ουίλσον, δημιουργεί μία παράσταση άψογα σχεδιασμένων σκηνών, σε κινηματογραφική ατμόσφαιρα.

Η μινιμαλιστική και σαφής προσέγγιση του σκηνοθέτη είναι εκθαμβωτική. Η πολυπρόσωπη αυτή παραγωγή των 80 ατόμων, από την ομάδα Berliner Ensemble -του ιστορικού θεάτρου της Γερμανίας και δημιούργημα του ιδίου του Μπρεχτ-, αποτελεί ένα μοναδικό θεατρικό γεγονός.

Η παράσταση -που ανέβηκε αρχικά το Σεπτέμβριο του 2007 στο γερμανικό θέατρο «Φραγμάτων των Ναυπηγών» (Theater am Schiffbauerdamm)-, έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές από το διεθνή Τύπο. Ενώ, μετά τη sold out εμφάνισή τους στο Theatre de la Ville το Σεπτέμβριο 2009, οι παραστάσεις θα επαναληφθούν στο Αμπές, τον Απρίλιο του 2010. Οι Art – Deco φωτισμοί, κομμάτι του δυναμικού οράματος του Ουίλσον, και η ανυπέρβλητη ομάδα Berliner Ensemble, μας χαρίζουν μία νέα οπτική της «Οπερας της Πεντάρας», η οποία εντυπωσιάζει.

  • Η ιστορία

Η δημιουργία των Μπρεχτ και Βάιλ αποτελεί μεταφορά του αγγλικού έργου του 18ου αιώνα «Η όπερα του ζητιάνου», του Τζον Γκέι. Οι χαρακτήρες του έργου βιώνουν μία ιστορία έρωτα και προδοσίας και από το 1928 -όταν το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 31 Αυγούστου, στο Θέατρο του Βερολίνου-, έχουν καταφέρει να κερδίσουν το παγκόσμιο κοινό σε δεκαοκτώ διαφορετικές γλώσσες, ενώ επίσης έχουν στηθεί αρκετές παραλλαγές για τον κινηματογράφο, την όπερα κ.λπ. Το έργο -έχοντας ανέβει 10.000 φορές σημειώνοντας τεράστια επιτυχία-, αποτελεί αναμφισβήτητα ορόσημο του 20ού αιώνα.

Η υπόθεση επικεντρώνεται σε ιστορίες της αστικής τάξης. Ολα ξεκινούν στο βικτωριανό Λονδίνο, όπου πρωταγωνιστής είναι ο περιβόητος Μακίθ. Ο Μπρεχτ παρουσιάζει το μαγαζί του Τζόναθαν Πίτσαμ, του αφεντικού των ζητιάνων του Λονδίνου, που ανακαλύπτει ότι η κόρη του, Πόλι, έχει μπλέξει με τον Μακίθ. Η Πόλι εκείνο το βράδυ παντρεύεται το Μακίθ και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του. Γυρίζοντας σπίτι, ανακοινώνει στους γονείς της το γάμο, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους, καθώς αυτός και ο Μακίθ είναι στενοί φίλοι από το στρατό. Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον Πίτσαμ, που πασχίζει να στείλει τον Μακίθ στην κρεμάλα. Η Πόλι τον ενημερώνει για τις προσπάθειες του πατέρα της κι αυτός αποφασίζει να εγκαταλείψει το Λονδίνο, αφού πρώτα επισκεφθεί την Τζένι, πρώην αγαπημένη του. Ωστόσο, η Τζένι έχει δεχτεί λεφτά από την κυρία Πίτσαμ για να τον καταδώσει.

  • Δύο ανεβάσματα

Στην Ελλάδα, η «Οπερα της Πεντάρας» ταυτίστηκε με τη μεταπολίτευση και την επιστροφή της Μελίνας Μερκούρη στο ρόλο της Τζένι, στην πρεμιέρα του έργου το Νοέμβριο του 1975, με πρωταγωνιστή το Νίκο Κούρκουλο και σκηνοθέτη τον Ζιλ Ντασέν.

Το 1993, η παράσταση παρουσιάστηκε στο θέατρο Αθήναιον, με πρωταγωνιστικό δίδυμο το Λάκη Λαζόπουλο και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, αργότερα στο Θέατρο της Ανοιξης -σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη-, ενώ έχει επίσης ανεβεί δυο φορές από το Θέμη Μουμουλίδη.

  • ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΚΟΥΛΟΥΒΑΡΗΣ, Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, Πεμπτη, 14 Ιανουαριου 2010

Τα σονέτα του Σαίξπηρ στο Berliner Ensemble

  • Μεταδίδει από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος

Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή,

είσαι πιο ωραία γλυκός και πιο σεμνά ζωηρός.

Τα αβρά του Μάη μπουμπούκια καίει μια ριπή

κι έχει μικρή διορία ο πάγκαλος καιρός.

(Η πρώτη στροφή από το 18ο Σονέτο σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα / Βούλας Δαμιανάκου, εκδόσεις Ικαρος)

«Θα περάσουμε μέσα από το Tiergarten;», ρώτησε η φωνή που ακούω κάπου κάπου μέσα στο κεφάλι μου.

«Σήμερα όχι», απάντησα, και πρόσθεσα αποφασιστικά: «Βρέχει και θα πάρουμε το αυτοκίνητο!»

Η φωνή δεν πρόβαλε καμία αντίσταση και για να την ανταμείψω έβαλα να παίζει το «Won’t you walk me through the Tiergarten…», παίρνοντας μια μικρή γεύση τόσο από την ατμόσφαιρα του πάρκου που δάνεισε το όνομά του στον τίτλο του τραγουδιού, όσο και από τη μουσική του Rufus Wainwright.

Θα ‘θελα κι εγώ, είναι αλήθεια, να ξεκινούσα νωρίς από το σπίτι και να έκανα αυτή τη βόλτα στο χειμωνιάτικο τοπίο. Να δω τον ήλιο ανάμεσα στα γυμνά δέντρα, έτσι όπως μόνον ο Βορράς είναι σε θέση να τον προσφέρει, να αναπολήσω την αίσθηση που μου είχε προκαλέσει το πρώτο αντίκρισμα εκείνου του μαγικού εξώφυλλου του Bare Trees των Fleetwood Mac, του περίφημου συγκροτήματος που θα έβλεπα σε συναυλία την επόμενη βδομάδα.

Τώρα πήγαινα (πηγαίναμε;) στο Berliner Ensemble για τα Σονέτα του Σαίξπηρ, την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Robert Wilson και για την οποία έγραψε τη μουσική ο Rufus Wainwright προσθέτοντας το όνομά του στην παρέα των τρισμέγιστων μουσικών Tom Waits, Lou Reed, David Byrne, που έχουν συνεργαστεί με τον διάσημο Αμερικανό σκηνοθέτη.

Ο χώρος, που έγινε παγκόσμια γνωστός ως «θέατρο του Bertolt Brecht», έχει μακρά ιστορία. Κτίστηκε το 1892 (την ίδια εποχή, δηλαδή, με το Reichstag) και τα εγκαίνιά του, ως Theater am Schiffbauerdamm, έγιναν με την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε. Εκτοτε εμπνευσμένοι σκηνοθέτες, όπως ο Max Reinhardt, χρημάτισαν καλλιτεχνικοί διευθυντές του και παραστάσεις, όπως το Ονειρο θερινής νυχτός, άφησαν εποχή. Η πορεία του ακολούθησε τις διάφορες πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις, ώσπου, από το 1954 κι έπειτα, καταξιώθηκε ως έδρα του Berliner Ensemble.

«Μ’ αρέσει που ζω εδώ», είπε η φωνή καθώς διασχίζαμε το ποτάμι και στρίβαμε δεξιά, στη Schiffbauerdamm. Χαμογέλασα πλατιά, πλημμυρισμένος ζεστασιά μέσα στον παλιόκαιρο. Αφήνοντας πίσω το Tiergarten και το Reichstag η περιοχή γινόταν πιο ζωντανή, με ασφυκτικά γεμάτα εστιατόρια, μπαράκια, μπρασερί…

Βρήκα να παρκάρω κάνοντας μία φορά τον γύρο του τετραγώνου. Το εισιτήριο με περίμενε στο ταμείο, αφού είχε πληρωθεί τηλεφωνικώς με την πιστωτική κάρτα. Είκοσι λεπτά πριν από το πρώτο κουδούνι στο ευρύχωρο φουαγέ επικρατεί ησυχία. Ο κόσμος μιλάει χαμηλόφωνα, τα κινητά δεν χτυπάνε. Οπως επιτάσσει ο πολιτισμός. Ακούω ελληνικά καθώς ξεφυλλίζω το πρόγραμμα. Τρεις νεαρές κοπέλες, μάλλον φοιτήτριες, αγοράζουν Τ-shirt με το σήμα του θεάτρου και αποφθέγματα από έργα του Μπρεχτ. Ο δεύτερος εξώστης κοστίζει μόνο 10 ευρώ και η θέα προς τη σκηνή είναι τέλεια.

Ασφαλώς, με βάση το υλικό της δραματουργίας, δεν περιμένει κανείς μια συμβατική παράσταση. Ο Robert Wilson διάλεξε 25 από τα 154 σονέτα του Σαίξπηρ, δανείστηκε στοιχεία από διαφορετικά είδη θεάτρου και συνέθεσε τη δική του κινεζική όπερα, μια μεταμοντέρνα φαντασία στην οποία συνυπάρχουν η παντομίμα, το τσίρκο, το θέατρο σκιών, η comedia dell’ arte… Οι ηθοποιοί, κυρίως η 86χρονη Inge Keller στον ρόλο του ποιητή, η Ruth Gloss ως γελωτοποιός, ο Jurgen Holtz ως βασίλισσα Ελισάβετ Α’ και ο Γιώργος Τσιβάνογλου ως έρωτας, μετατρέπονται σε φιγούρες διαδοχικών ταμπλό μιας σπουδαίας γκαλερί που στεγάζει τη ναϊβιτέ του Henri Rousseau, τον σουρεαλισμό του Rene Magritte αλλά και τον μαγικό ρεαλισμό στην κοινωνική κριτική των Otto Dix και George Grosz. Οι άνδρες παίζουν γυναικείους ρόλους και οι γυναίκες, ανδρικούς. Η πασίγνωστη στη Γερμανία τραβεστί-ντίβα Georgette Dee μονολογεί «400 χρόνια σονέτα, 400 χρόνια έρωτας…», συνδέοντας άλλοτε με σατιρικές πρόζες κι άλλοτε με ηδυπαθή τραγούδια τις διάφορες σκηνές.

Με μονόχρωμα κοστούμια από μπροκάρ, μουσελίνες και βελούδα οι γνώριμες ψηλόλιγνες φιγούρες του σκηνοθέτη στριφογυρίζουν σαν δερβίσηδες σε αργή κίνηση, υποστηριζόμενες από ήχους που ξεκινούν από αναγεννησιακά μαδριγάλια και, μέσω του Kurt Weill, καταλήγουν σε grunge αυτοσχεδιασμούς.

Θυμάμαι τον θεατρικό συγγραφέα Heiner Moller να παραπονιέται, σε μια συνέντευξη που του είχα πάρει λίγο μετά την πτώση του Τείχους, πως «οι Γερμανοί ηθοποιοί παίζουν πολύ εγκεφαλικά, μιλάνε με το στόμα, ενώ θα έπρεπε να μιλάνε και με τα πόδια». Τώρα, βλέποντας την «πλαστικότητά» τους, διαπιστώνω πόσο πρέπει να έχουν αλλάξει οι καιροί, πόσο έχουν εξελιχθεί τα τελευταία 20 χρόνια.

Στο διάλειμμα συνεχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς και μπροστά στην είσοδο του θεάτρου ο Tom Tykwer γυρίζει σκηνές από την καινούρια του ταινία με τίτλο Drei (Τρία). Ετσι, μια άλλη παράσταση ξετυλίγεται ανέλπιστα μπροστά στους θεατές που βγήκαν για να ξεμουδιάσουν και -ελάχιστοι πλέον- να καπνίσουν. Κάποιοι τρώνε ένα φρέσκο Pretzel (αλατισμένο ψωμάκι σε σχήμα κόμπου) και όλοι επιστρέφουν αθόρυβα στις θέσεις τους για τη συνέχεια. Στο τέλος, χειροκροτούν ενθουσιασμένοι.

Η βροχή δεν έχει σταματήσει καθώς φεύγω. Ο αέρας μυρίζει Gluhwein (το γλυκό, ζεστό κρασί με κανέλα και γαρίφαλο, που πίνεται κυρίως στις υπαίθριες, χριστουγεννιάτικες αγορές). Η φωνή μέσα μου έχει σωπάσει, σαν να κατάλαβε πώς πρέπει να ένιωθε η Λένα Πλάτωνος όταν επέμενε «Είμαι ευτυχισμένη…».

ΥΓ.: Σπουδαία και η συναυλία των Fleetwood Mac στο Ο2 World. Ο Lindsey Buckingham αποκαλύφθηκε μπροστά μας ως ένας παραγνωρισμένος θεός της κιθάρας. Καιρός να πάρει τη θέση που του πρέπει.

  • ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

«Οπερα της πεντάρας» με το «Μπερλίνερ Ανσάμπλ»

© Photo LESLEY LESLIE-SPINKS

Στο θέατρο «Παλλάς», θα παρουσιάσει το «Μπερλίνερ Ανσάμπλ» – το περίφημο θέατρο που δημιούργησε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία – την «Οπερα της πεντάρας», σε σκηνοθεσία και φωτισμούς του διάσημου σκηνοθέτη Μπομπ Γουίλσον. Η παράσταση θα δοθεί στις 14,15,16/1 (9μμ) και στις 17/1 (7μμ).Η παράσταση αναμένεται με ξεχωριστό ενδιαφέρον για δύο λόγους: Πρώτον γιατί το σπουδαίο, διεθνώς διάσημο και πολυπαιγμένο έργο του Μπρεχτ (έχουν δοθεί 10.000 παραστάσεις του), με τη μουσική του Κουρτ Βάιλ, βασιζόμενο στη λαϊκή όπερα του Τζον Γκέι «Η όπερα του ζητιάνου» (18ος αιώνας), υλοποίησε την θεωρία και την αισθητική πρόταση του Μπρεχτ για την ανάπτυξη μιας νέου τύπου όπερας, μια «αντιόπερας» που σε πλήρη ιδεολογική και αισθητική αντίθεση με τα οπερετικά γούστα της αστικής τάξης, να διδάσκει και να ψυχαγωγεί το λαό. Και δεύτερον, γιατί ο Γουίλσον «διάβασε» το έργο με ένα δικό του αντισυμβατικά φορμαλιστικό και με το δικό του αποστασιοποιητικό εξπρεσιονιστικό τρόπο, θεωρώντας ότι έτσι αναδείχνεται η διαχρονική δύναμη της καυστικής κριτικής που ασκεί ο Μπρεχτ στην αστική τάξη, στους θεσμούς, στα όργανα, στα μέσα και η πολύμορφη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δημιουργούν, υπηρετούν και διογκώνουν το ασύδοτο και αδυσώπητο μεγάλο κεφάλαιο. Ο διάσημος σκηνοθέτης, πρωτοπόρος του σύγχρονου πειραματικού θεάτρου, δημιουργεί μία παράσταση άψογα σχεδιασμένων σκηνών, κινηματογραφικής ατμόσφαιρας, μινιμαλιστική και ταυτόχρονα θεαματική, όπου τα συμβολικά πρόσωπα που έπλασε ο Μπρεχτ, μετασχηματισμένα σε μάσκες, σχεδόν χωρίς φύλο, κινούνται στο διεφθαρμένο, δολοφονικό «κόσμο» τους, έναν κόσμο που θυμίζει «τσίρκο» αλλά και «φυλακή».

Η πολυπρόσωπη αυτή παραγωγή, στην οποία μετέχουν 80 καλλιτέχνες του «Μπερλίνερ Ανσάμπλ», πρωτοπαρουσιάστηκε το Σεπτέμβριο του 2007, επαινέθηκε από την κριτική και περιοδεύει σε διάφορες χώρες.

Τα εισιτήρια κοστίζουν από 20-120 ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων : Βουκουρεστίου 5, πληροφορίες στο τηλ.: 210-3213100.