Ενας φέρελπις τηλεοπτικός ρεπόρτερ εισβάλλει στο κρησφύγετο των σκίνχεντ κυνηγώντας το μεγάλο σουξέ. Φιλόδοξος, κοστουμάτος, με πολιτικά ορθή άποψη θα οδηγήσει την συνέντευξη σε… βάθος. Σε τόσο βάθος που γίνεται κίτρινη. Χρώμα που θα κάνει τους σκίνχεντ να ξεχάσουν τους καλούς τρόπους μπροστά στο γυαλί… Και θ’ αρχίσει το μακελειό. Το τολμηρό έργο του Ισπανού Γκιγέρμο Ερας «Ροτβάιλερ» σκηνοθετεί η Ελένη Σκότη στο θέατρο «Επί Κολωνώ».
Ενα κλειστοφοβικό σκηνικό, εικόνες που προβάλλονται στον τοίχο και αραδιασμένα βαρέλια συνθέτουν την ατμόσφαιρα του «Ροτβάιλερ».
|
Αλλά ποιοι είναι οι σκίνχεντ; Το «κίνημα» έλκει την καταγωγή του από την εργατική τάξη. Οπαδοί του υπήρξαν κυρίως Αφροαμερικανοί, φανατικοί της ρέγκε, που στο πέρασμα των χρόνων ένα μεγάλο κομμάτι τους αποσχίστηκε αναπτύσσοντας ιδιάζοντα «ιδεολογικό» προσανατολισμό. Σταδιακά πέρασαν στο νεοναζισμό κι έβαλαν στο στόχαστρο ξένους, μετανάστες, κάθε έναν μη λευκό. Το ντύσιμό τους, μια ιδιότυπη στολή πολέμου: μπλουζάκια «Φρεντ Πέρι», μπότες «Ντοκ Μάρτιν» με λευκά κορδόνια και σίδερο επενδυμένα στο μπροστινό μέρος ώστε να κτυπούν αποτελεσματικά, τζιν παντελόνια «Λιβάις» με σηκωμένα μπατζάκια για να φαίνονται απειλητικά οι μπότες. Τα κεφάλια είναι ξυρισμένα για να μην τους αρπάζει κανείς από τα μαλλιά και τα μάρκας «Φλάι» μπουφάν τους, ειδικά για τη μάχη, γλιστρούν σε οποιοδήποτε άγγιγμα χεριών. Οι τιράντες ανέκαθεν χρησίμευαν για να κρατούν τα παντελόνια ψηλά όταν βάραιναν απ’ τα όπλα που κουβαλούσαν… Οι σκίνχεντ χαράζουν στο δέρμα τους την ιδεολογία τους με τατουάζ ναζιστικών συμβόλων.
Οι μπότες, μάλιστα, του Δημήτρη Λάλου που ερμηνεύει τον Ροτβάιλερ είναι αυθεντικές και πρέπει να έχουν ρίξει κάμποσες κλοτσιές αφού προέρχονται από πρώην σκίνχεντ ανανήψαντα και σημερινό φοιτητή κοινωνιολογίας στην Πάντειο…
Σε ζωντανή σύνδεση
Το «Ροτβάιλερ» ήταν ένα κείμενο 25 σελίδων που δεν ευνοούσε τη θεατρική εξέλιξη, αφού δεν υπήρχε πλοκή σε στάδια εξέλιξης ούτε ολοκληρωμένοι χαρακτήρες. Ομως, το εξαιρετικά σύγχρονο θέμα του, ο ρατσισμός, καθώς και ο αμφισβητούμενος ρόλος των τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης αποτέλεσαν εστίες ενδιαφέροντος για την ομάδα της Ελένης Σκότη. Επεξεργάστηκαν το κείμενο, πρόσθεσαν και αφαίρεσαν κομμάτια, ανέπτυξαν ρόλους, σχέσεις, δημιούργησαν καταστάσεις. Το έργο βγήκε απ’ το στούντιο όπου το τοποθετούσε ο συγγραφέας και μεταφέρθηκε σε άλλο τόπο δράσης: στη γιάφκα των σκίνχεντ, το υπόγειο ενός παλιού εργοστασίου (σκηνικό Νίκου Χατζηνικολάου). Μοναδικά έπιπλα κάμποσα αραδιασμένα βαρέλια, ένα ψυγείο, ένας σάκος του μποξ, ένα παλιό στρώμα, ενώ μια σιδερένια σκάλα οδηγεί στη μοναδική έξοδο. Οι τοίχοι της σκηνής στρώθηκαν με τσιμέντο και στην οροφή ένας φεγγίτης φωτίζει αμυδρά το κλειστοφοβικό υπόγειο.
Στην παράσταση ο κόσμος των σκίνχεντ συμπλέει μ’ αυτόν της τηλεόρασης σε δραματουργικό και σε εικαστικό επίπεδο. Το έργο ξεκινά με τους νεοναζί να επιδίδονται σ’ ένα ρεσιτάλ απίθανων ρατσιστικών ανεκδότων. Ο δημοσιογράφος έρχεται στο ραντεβού και η συνέντευξη, που μεταδίδεται απευθείας, αρχίζει. Η τηλεοπτική εικόνα προβάλλεται στον τοίχο, αφού ο εικονολήπτης Χουάν (Γιάννης Τρίμμης) που συνοδεύει τον ρεπόρτερ μεταδίδει ζωντανά και για τους θεατές της παράστασης…
Τέσσερις άντρες στη σκηνή και στην οθόνη με ρόλους μοιρασμένους. Δύο σκίνχεντ, ο δημοσιογράφος και ο κάμεραμαν. Τέσσερις ηθοποιοί που φυσιογνωμικά και ενδυματολογικά πείθουν απόλυτα για τις επαγγελματικές τους ιδιότητες, ακόμα και για τις ιδεολογίες τους. «Φώτα και Σκιές» είναι ο τίτλος της εκπομπής που ο δημοσιογράφος ετοιμάζεται να στήσει μέσα στο σκοτεινό υπόγειο. Στο ίδιο υπόγειο και λίγο πριν από την πρεμιέρα του έργου κάναμε τη δική μας συνέντευξη με τη σκηνοθέτρια Ελένη Σκότη και τους ηθοποιούς.
Δημήτρης Καπετανάκος: «Ονομάζομαι Ράφα και δεν είμαι καθόλου καλά… Αν ο Ροτβάιλερ είναι ο θεωρητικός της παρέας εγώ είμαι ο ΚΔΟΑ (Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Αγνοια), ο τυπικός οργισμένος νέος που θέλει να εκτονωθεί μοιράζοντας ξύλο. Με προσηλύτισε βλέποντας πάνω μου αυτόν ακριβώς το μεγάλο θυμό που δεν έβρισκε κανάλι έκφρασης. Τώρα ξέρω ότι έχω ένα σκοπό, να επιτεθώ, να κτυπήσω».
Δημήτρης Λάλος: «Είμαι ο Ροτβάιλερ, ιδεολόγος, πνευματικός ηγέτης. Γι’ αυτό και δέχομαι να μιλήσω στην τηλεόραση. Βασικά ανεβάζω τις θέσεις μας στο Ιντερνετ, αλλά και η τηλεόραση αποτελεί χρήσιμο βήμα προπαγάνδας. Στόχος είναι ο προσηλυτισμός καινούριου κόσμου. Οι ξένοι πρέπει να πάρουν πόδι. Μας παίρνουν τις δουλειές, τις γυναίκες, μας κλέβουν, μας βρομίζουν τη χώρα. Γι’ αυτό βγαίνουμε στους δρόμους. Ενας βαράει κι άλλος τραβάει με κάμερα. Οργανωμένα πράγματα… Η «Αποκάλυψη» είναι το αγαπημένο μου βιβλίο. Ο λευκός καβαλάρης έρχεται και μέσω της άριας φυλής θα θριαμβεύσει»…
Γιάννης Ράμος: «Είμαι ο Χάιμε, ένας πολύ φιλόδοξος δημοσιογράφος. Εχω γνώσεις, κουλτούρα, αλλά κύριο μέλημά μου είναι η αναρρίχηση στην κορυφή. Η συνέντευξη αφορά την κοσμοθεωρία και τη δράση των σκίνχεντ, τη χρησιμοποίησή τους στα γήπεδα, την ενδεχόμενη ταύτισή τους με την ΕΤΑ κ.λπ. Ξέρω να πλασάρω τον εαυτό μου, να δημιουργώ συγκίνηση, να κάνω το κοινό μου να ταυτίζεται. Είμαι αριβίστας, κίτρινος δημοσιογράφος και ικανός να πατήσω επί πτωμάτων. Αυτή η ανάγκη μού αφαιρεί κάθε συναίσθημα φόβου. Γι’ αυτό μπορώ να προκαλώ τους σκίνχεντ».
Δημήτρης Λάλος: «Εμείς είμαστε συνεπείς στην ιδεολογία μας… Καθίκια για μερικούς, αλλά ειλικρινείς. Ο δημοσιογράφος όμως είναι σκανδαλωδώς υποκριτής. Διαπίστωση που σταδιακά μάς φτιάχνει κλίμα… Οταν γίνεται διάλειμμα για διαφημίσεις βγάζει τον πραγματικό του εαυτό. Παραγγέλνει το ελαφρύ γεύμα του, φροντίζει την εικόνα του. Ουσιαστικά το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι τα νούμερα τηλεθέασης και ξέρει καλά πώς να τ’ ανεβάζει».
Ελένη Σκότη: «Εγιναν πολλές αλλαγές, σε γνώση του συγγραφέα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα προέκυπτε από το είδος της συνέντευξης: ερώτηση-απάντηση, και στο τέλος ένα ξέσπασμα. Προσθέσαμε σκηνές, μεταφέραμε τη δράση εκτός στούντιο, καταφέρνοντας έτσι να φτιάξουμε σκηνική δράση, έμπνευση για πλοκή. Οταν έγινε οντισιόν δεν γνωρίζαμε ότι ο ηθοποιός που ερμηνεύει τον εικονολήπτη τυχαίνει να γνωρίζει από κάμερα, κι αυτό το στοιχείο μας βοήθησε πολύ. Στα διαφημιστικά διαλείμματα, όταν κλείνει η κάμερα, βλέπουμε ένα ενδιαφέρον παρασκήνιο μέσα στο υπόγειο».
Η ανατροπή συντελείται όταν ο δημοσιογράφος αρχίζει να βγάζει στον αέρα προσωπικά δεδομένα του αρχηγού των σκίνχεντ. Βλέπουμε στην οθόνη την πρώην κοπέλα του, τον παλιό καθηγητή του, και σε τηλεφωνική σύνδεση τη μητέρα του, που έχει να τη δει πολλά χρόνια. Η κατάσταση γίνεται πολύ… κίτρινη. Ο σκίνχεντ προσπαθεί να αντεπεξέλθει στις μελό εξελίξεις αλλά ο δημοσιογράφος είναι αποφασισμένος να «ευαισθητοποιήσει» άπαντες. Ο σκίνχεντ εξαγριώνεται και τα πράγματα ξεφεύγουν απ’ τον έλεγχο.
Πρωταγωνιστικό πρόσωπο γίνεται ο εικονολήπτης, που μέχρι τώρα σιωπούσε και κατέγραφε. Η έκρηξή του πυροδοτεί το τραγικό φινάλε, που διαδραματίζεται ζωντανά μπροστά στην κάμερα. Η τηλεθέαση έχει πιάσει κόκκινο. Η κάμερα κλείνει, δευτερόλεπτα πριν την κορύφωση του μακελειού. Πέφτει ο τίτλος της εκπομπής και ο κατάλογος των χορηγών. Θα διασωθεί άραγε από το μένος των νεοναζί ο δαιμόνιος ρεπόρτερ;
«Δοκιμάσαμε δεκάδες φινάλε μέχρι να καταλήξουμε», συνεχίζει η ίδια. «Προβληματιστήκαμε όχι μόνο σε δραματουργικό αλλά και σε αισθητικό επίπεδο, δεδομένου ότι δράσεις γίνονται και στην οθόνη και στη σκηνή. Επίσης φροντίσαμε να μη «γείρει» υπέρ του σκίνχεντ και φυσικά υπέρ του δημοσιογράφου ηρωοποιώντας τους. Νομίζω ότι τα καταφέραμε».
Μια παράσταση που εμπλέκει το θέατρο, την πολιτική, την κοινωνία και την τηλεόραση. Αλήθεια, πώς θα αντιδρούσε ένας μέσος τηλεθεατής;
«Ενας υγιής θεατής αγανακτεί τόσο με τον σκίνχεντ όσο και με τον δημοσιογράφο», τονίζει ο Δ. Λάλος. «Ξέρουμε όμως ότι κανείς δεν θα πατήσει το of για να κλείσει τον δέκτη του. Θα καταδικάσει την τηλεόραση, αλλά είμαι σίγουρος, δυστυχώς, ότι την επόμενη εβδομάδα θα πάρει ξανά θέση μπροστά στην «αποκαλυπτική» εκπομπή «Φώτα και σκιές». Δεν θα χάσει λεπτό!»
Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 – 21/12/2008