Δύο ιστορικά πρόσωπα, άσπονδες εχθρές, που για τον θρόνο της Αγγλίας πολέμησαν μέχρις εσχάτων η μία την άλλη: Μαρία Στιούαρτ και βασίλισσα Ελισάβετ. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, της εξουσίας.
Αγλαΐα Παππά και Σοφία Χιλ στην παράσταση «Μαρία Στιούαρτ».
Με αφορμή το κλασικό κείμενο του Φρίντριχ Σίλερ «Μαρία Στιούαρτ», ο Θόδωρος Τερζόπουλος στήνει μια παράσταση που απογειώνει τη θυελλώδη σχέση των δύο γυναικών. Κολλημένες σ’ ένα υπερυψωμένο σκηνικό, η Σοφία Χιλ και η Αγλαΐα Παππά έρπουν η μία προς την άλλη σαν φίδια, έλκονται και απωθούνται μέχρι να συναντηθούν στην κορυφή και να συγχωνευθούν σ’ ένα δικέφαλο τέρας.
Το σκηνικό έξω από κάθε θεατρική σύμβαση όπως και η κίνηση των ηθοποιών συνιστούν μια γλυπτική εγκατάσταση: ένα υπερυψωμένο, επικλινές, μαύρο τετράγωνο κουτί σχίζεται διαγώνια από μια γεωμετρική ρωγμή. Μέσα σ’ αυτή την τομή έρπουν οι δυο ηθοποιοί, ακινητοποιούνται, κουλουριάζονται, κάμπτουν τη μέση τεντώνοντας το σώμα και το κεφάλι, σαν φίδια.
Μια παράσταση δισδιάστατη, με τις δύο γυναίκες να παίζουν μόνον προφίλ. Η Ελισάβετ ως νόμιμη βασίλισσα βρίσκεται στην κορυφή, κοντά στους θεούς… Στο χαμηλότερο μέρος, η αδικημένη Μαρία Στιούαρτ προσπαθεί να αναρριχηθεί σ’ αυτή την αλλόκοτη κλίμακα εξουσίας. Κι ακόμα πιο κάτω, ο έκπτωτος, ο τρελός καλλιτέχνης έρπει στο πάτωμα μεταξύ σκηνής και πλατείας. Αλλωστε απ’ αυτόν ξεκινούν όλα. Κι από τις φριχτές κατάρες που ξεστομίζει εναντίον τους.
Αυτός ο άντρας, τον οποίο υποδύεται ο Τάσος Δήμας, είναι ένας ειδικός καλλιτέχνης. Τον βλέπουμε σε απόλυτη ψυχική έκθεση: νομίζει ότι αιμορραγεί, νομίζει ότι βλέπει μια σταγόνα αίμα να στάζει απ’ το ταβάνι διαγράφοντας μια κόκκινη γραμμή. Η εμμονή τού γεννά μια ξεχωριστή επιθυμία: να δει δυο πρώην βασίλισσες, έκπτωτες όπως στην τραγωδία, στον απόλυτο ξεπεσμό τους. Το παραλήρημα του νου και της ψυχής του αποκτά κίνηση, χρώμα, λόγο. Και η παράσταση αρχίζει. Οι δύο βασίλισσες αφυπνίζονται από τον λήθαργο και συγχρόνως ζωντανεύει η έχθρα, το αλληλοφάγωμά τους, έτσι όπως σέρνονται αργά, για να συναντηθούν κάποτε και να μπει η μία μέσα στην άλλη. Να γίνουν μία ή ένα ον με δύο κεφάλια.
Η σχεδιάστρια Λουκία φιλοτέχνησε για τις δυο γυναίκες κοστούμια που παραπέμπουν σε φασκιωμένα σκουλήκια, σε σαρκοφάγους. Μέσα απ’ τα πολλά υπαινικτικά στοιχεία της σκηνογραφίας και την ανάπτυξη του λόγου προβάλλει το ταυτόσημο της εξουσίας αλλά και της ταυτοπροσωπίας.
Ο Θ. Τερζόπουλος ξέρει πώς να απομυθοποιεί το αστικό δράμα. Η σκηνογραφική του ιδέα ακουμπά στη φιλοσοφική άποψη περί αντιθεατρικότητας, που κατ’ αυτόν αρχίζει από τον χώρο τον οποίον αντιλαμβάνεται ως χρόνο: «Οι τέσσερίς μας, σα σε μοδιστράδικο, κόβαμε και ράβαμε για να φτάσουμε εδώ» λέει ο ίδιος. «Εχω τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς κι όπως πάντα ξεκινώ απ’ αυτούς: πώς θα αξιοποιηθεί η σκηνική παρουσία, πώς θα εξελιχθεί η ερμηνευτική τους ικανότητα. Καταργώντας την ιδέα του κειμένου του Σίλερ και πατώντας πάνω στην καινούρια μπρεχτική «κόντρα» που επινοεί στη σκηνή ο Τάσος, φτάνουμε στη σύγκρουση των δύο γυναικών και στην απόλυτη συγχώνευσή τους. Ο θεατής παρακολουθεί σε πρώτο επίπεδο τη διαδικασία της συνάντησης. Ο άντρας στα πόδια τους έχει τον λόγο: ερωτήματα -«πού με πας», «όλο φεύγεις»- που απευθύνονται σε κείνες, στον εαυτό του, στους θεατές. Η ταυτοσημία και των τριών προσώπων δημιουργεί σκέψεις σε πολλά επίπεδα».
Ζυμωμένος στη δουλειά του Αττις επί πολλά χρόνια, ο Τ. Δήμας είναι εξοικειωμένος να παίζει στη σκηνή όντα παρά ρόλους. «Μέσα από αυτοσχεδιασμούς πολλών μηνών δημιουργείς σιγά σιγά έναν άξονα, μια ιδέα, που στη συνέχεια εξελίσσεται αβίαστα. Αλλωστε το ταξίδι στο αφηρημένο, οι εμμονές στο οντολογικό είναι το ζήτημα που μας απασχολεί: να εισχωρούμε βαθιά ανασύροντας πράγματα αναγνωρίσιμα ή μη και να τα κάνουμε οικεία ή ανοίκεια. Οι κατάρες που εκτοξεύω στην Αγλαΐα και τη Σοφία είναι τρομερές. Τον πρώτο καιρό δεν το άντεχα. Καταφέρνω να το υποστηρίξω μέσα μου σκεπτόμενος την κατάντια της χώρας μας από τα πεπραγμένα της σημερινής εξουσίας».
Οι δυο γυναίκες κολλημένες στο υπερυψωμένο σκηνικό καγχάζουν, κλαίνε, τραγουδούν, βρίζουν, βωμολοχούν. Οι φιδίσιες γλώσσες τους μιλάνε εκτός από ελληνικά και τη γλώσσα της ιστορικής καταγωγής τους: αγγλικά η Ελισάβετ, γαλλικά η Στιούαρτ.
«Είναι μόνο μια ενέργεια που τραβιέται πίσω και επιτίθεται» σχολιάζει η Σ. Χιλ (Ελισάβετ). «Δεν βασίζεσαι σε ρόλο φυσικά, ούτε στον λόγο, αλλά στην κίνηση. Θα μπορούσε να είναι και άντρες αυτά τα δύο όντα. Η παράσταση απέχει μακράν του ρεαλισμού, είναι είδος εργασίας που χαρακτηρίζει τη φυσιογνωμία του Αττις».
Για τον Θ. Τερζόπουλο το ιλουστρασιόν στο θέατρο έχει τελειώσει: «Ευτυχώς σβήνει ολοένα αυτή η δραματουργία-σαβούρα, το έργο της κουζίνας όπου βλέπουμε τους ήρωες να κινούνται μεταξύ μπάνιου και κρεβατοκάμαρας ανταλλάσσοντας κοινότοπες κουβέντες. Φτάνει πια η ιστορία με το δεύτερο και το τρίτο επίπεδο, η λεγόμενη υποκριτική τέχνη. Τα πράγματα πρέπει να τα λέμε όπως είναι. Το υπονοούμενο να μην εξυπηρετεί απλώς τη στιγμή, αλλά ν’ ανοίγει δρόμο στο μυαλό μια νέα πολιτική σκέψη, συγκίνηση. Δεν είναι τυχαίο που το Αττις επιμένει σ’ αυτό το θέατρο σε πείσμα όλων».
Αλλά το λεγόμενο ευρύ κοινό είναι έτοιμο να αποκωδικοποιήσει παρόμοια σκηνικά εγχειρήματα; «Το κοινό χρειάζεται κι ένα σπρώξιμο ας μου επιτρέψετε να πω» λέει ο σκηνοθέτης. «Μετά από μια βαθύτερη κρίση, μια νέα φτώχεια, έναν τρίτο πόλεμο που έλεγε κι ο Μίλερ, ίσως καταλάβουμε πώς και γιατί αποδομείται η γλώσσα, ο θρήνος, το γέλιο. Πιστεύω, για να επιβεβαιώσω και τον τίτλο της παράστασης, ότι βρισκόμαστε σε κατάσταση κινδύνου, σε αλάρμ»…
Πώς επικοινωνούν οι δυο ηθοποιοί εκεί ψηλά, στην άκρη της αβύσσου; «Με το ένστικτο, με την ανάσα συνεννοούμεθα» απαντά η Α. Παππά. «Είναι σημαντικό να είσαι υποστηρικτικός στη σκηνή, συνθήκη που λειτουργεί τώρα και στους τρεις μας. Τέτοια εγχειρήματα μπορεί ν’ ανοίξουν δρόμο, θέτουν ερωτήματα ως προς την εξέλιξη του θεάτρου. Δεν φοβάμαι το ρίσκο. Οταν σ’ έχουν γιουχάρει επτά χιλιάδες άνθρωποι στην Επίδαυρο κι όμως έχεις αισθανθεί καλά, τι να φοβηθείς πια;..»*
Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ φωτ.:Π.ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Επτά, Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010