Category Archives: Καναβούρης Κώστας

Πατρινό Καρναβάλι

Να μην ξεχάσω: σήμερα είναι η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Να μην ξεχάσω το μίσος μου για την υποχρεωτική χαρά, το μίσος που μου έχει μείνει κατάλοιπο από την υποχρεωτική για χρόνια (ευτυχώς περάσανε) κάθοδο στην Πάτρα, προκειμένου να γλεντήσουμε γελοιωδώς με το Πατρινό Καρναβάλι. Αυτή την τερατώδη μπαλαφάρα. Εσύ να βαριέσαι και να σε σέρνουν. Εσύ να μισείς τον κάθε μινάρα που σηκώνοντας άγαρμπα (δήθεν) τα κανιά του, θεωρεί ότι κλοουνίζεται ως αστεϊζόμενος γλεντοκόπος και να σε σέρνουν για να τους φας στη μούρη. Εσύ να δαιμονίζεσαι, με τα νήπια που τα κανιβαλίζουν μέσα στο κρύο με κάτι τσίτια για στολές και να τα σέρνουν οι μικροαστοί γονείς για να επιδείξουν την πάνδημη χαρά που περνάει από γενιά σε γενιά (καταγεγραμμένη στο DNA των Πατρινών, όπως και η νίκη στο DNA του Έλληνα, μεταμφιεσμένη κι αυτή από την χαπακωμένη που το είπε) και να σε υποχρεώνουν να χαμογελάς (γιατί αν δεν χαμογελάς είσαι εξοβελιστέος, not to grin is a sin, όπως λένε και οι Αμερικανοί) και να κάθεσαι ήσυχος στ’ αυγά σου στα πρόθυρα κατάθλιψης. Ακόμη βουίζει το κεφάλι μου από τις ιαχές εκείνου του καιρού. Πάτρα και Καρναβάλι. Ιαχές του πλήθους άνευ όχι αποχρόντος λόγου, αλλά γενικώς… άνευ. Ιαχές της μουσικής που πιο γελοία δεν έγινε ποτέ. Ιαχές ποταμών γέλωτος άνευ αξίας. Ιαχές γελοίων άνευ ουδεμίας αιτίας, κυρίως ουδεμίας αιτίας για γέλιο και για γελοιότητα. Ιαχές εμπόρων αυτές ναι. Ιαχές εναντίον της ιαχής. Ιαχές υπέρ της ιαχής. Και χοροί. Απίστευτα πολλοί χοροί. Και πάρτι. Όπου αν δεν πας μεταμφιεσμένος, στην καλύτερη περίπτωση είσαι το UFO της βραδιάς. Στη χειρότερη; Δεν το συζητώ. Και γύρω να χοροπηδάει ο συρφετός των φίλων που υποχρεωτικά τους φιλοξενείς αφού ήρθαν «για να δουν το καρναβάλι». Μια φρίκη. Κι από πάνω (τότε) η φωνή του Άλκη Στέα να σελαγίζει τα πλήθη κι αργότερα να πράττει το ίδιο αλλά με κουλτούρα πατινάζ στον ήχο της φωνής… η φωνή του γλυκύτατου κατά τα άλλα Αλέξη Κωστάλα. (Αργότερα δραπέτευσα, δεν ξέρω τι συμβαίνει πια και εύχομαι ποτέ να μην χρειαστεί να μάθω). Κι εκείνο το ντουπ – ντουπ – ντουπ όπου σταθείς κι όπου βρεθείς. Αυτό το θλιβερό εκτόπλασμα των νεοελληνικών ηθών (που δεν έχουν κανένα ήθος), το επονομαζόμενο Καρναβάλι της Πάτρας ως επιτομή της επιβολής του ολοένα και πιο αχειραγώγητου εμπορίου πάνω σε πραγματικές ανάγκες τις οποίες τιθασεύει, πειθαναγκάζει και μαζοποιεί.

Τι να τους κάνεις τους χορευτές χωρίς έκσταση που σταματούν και ξεκινούν ανάλογα με το παράγγελμα. Τι να τους κάνεις τους μεταμφιεσμένους που απλώς αλλάζουν τη μεταμφίεση της καθημερινότητάς τους; Τι να τους κάνεις τους μεθυσμένους που απλώς κατάπιαν το πιοτό τους χωρίς να πούνε μια κουβέντα με τον διπλανό τους; Τι να τους κάνεις τους γλεντοκόπους που δεν κουράζονται από καμία μέσα τους κούραση; Και εντέλει τι να την κάνεις αυτή την γελοιωδία που ούτε καν ξορκίζει την πραγματικότητα, αλλά είναι η ίδια η πραγματικότητα. Όχι μεταμφιεσμένη. Όχι γλεντοκώλα (όπως θα έλεγε και ο Καρούζος στη «Νεολιθική νυχτωδία στην Κρουστάνδη»). Αλλά είναι μια πραγματικότητα που παριστάνει χαρούμενα τη μεταμφιεσμένη? κάτι σαν τον γυμνό βασιλιά. Μόνο που εδώ εκπαιδεύουν και τα παιδιά να σιωπήσουν. Φέτος είναι ντυμένα σφυρίχτρες και αύριο (του χρόνου) θα είναι ντυμένα κώλοι. Χωρίς μεταμφίεση. Χωρίς κανένα κατάλοιπο γλεντιού, ύστερα από τόσα και τόσα καρναβάλια. Α, ναι: Ύστερα και από τόσα και τόσα σοκολατένια αυγά που πετάνε ο ένας στον άλλο. Έθιμο (περίεργο το πώς αναμιγνύονται τα έθιμα που είναι, προϊόν υπαίθρου με τα ήθη που είναι προϊόν άστεως) των παλαιών Πατρινών. Όπου παλαιοί Πατρινοί είναι κάτι γουρούνηδες που περάσανε καλά σε εποχές όπου ο κόσμος πέθαινε σαν τις μύγες από τη φυματίωση, αλλά τώρα το Καρναβάλι εκδημοκρατίσθηκε: Έγινε πάνδημη η γουρουνιά. Δηλαδή η απουσία της προσωπικής χρέωσης μέσα στο καθ’ όλον της μνήμης. Και συνακολούθως της υποχρέωσης. Της υποχρέωσης να είμαστε σοβαροί. Πράγμα που δεν σημαίνει περιορισμό της χαράς, αλλά σημαίνει την απέραντη πειρατική εκτίναξη της χαράς (με όλες τις συνέπειες) σε όλες τις αρνήσεις ώστε να τις αρπάξει από τα χέρια του ιερού θεού και να τις κάνει βέβηλη θεότητα. Δηλαδή, άγρια χαρά της έκπληξης που την κατέκτησες με την ακατάληπτη μέθοδο της υπερούσιας μέθης. Τέτοια δεν υπάρχει στο Πατρινό Καρναβάλι. Μονάχα οι εταιρείες υπάρχουν. Και οι συλλογικοί μύθοι στην εκτρωματική τους διάσταση.

Πίσω από το τελευταίο άρμα, σήμερα το βράδυ θ’ ακολουθήσουνε τα απορριμματοφόρα του δήμου. Και θα μαζέψουν (άκου τον θόρυβο της σκουπιδιάρας) όλα τα υπολείμματα της γιορτής που δεν έγινε. Γιατί αν πράγματι είχε γίνει αύριο το πρωί η Πάτρα δεν θα φορούσε ρούχα της εγκατάλειψης. Αύριο το πρωί η Πάτρα θα είναι η πιο πεθαμένη πόλη της Ελλάδας. Σαν να μην έγινε τίποτα σήμερα. Σαν να έζησε μια ανάσταση σε διατεταγμένη υπηρεσία. Παράδειγμα προς μίμηση. Παράδειγμα θανάτου μιας καθαρότατης ευδίας που την είπανε Καθαρά Δευτέρα.

  • Κώστας ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ, Η Αυγή, Κυριακή 1 Μαρτίου 2009