«Είναι τόσο κακούργοι και αιμοβόροι αυτοί οι Λονδρέζοι, που η αγαπημένη τους ασχολία είναι να γδέρνουν Ιρλανδούς την ώρα που πίνουν αμέριμνοι το ποτάκι τους»… Αυτή η αθάνατη έχθρα Βρετανών – Ιρλανδών, αν μη τι άλλο, συντηρεί με ευφάνταστο τρόπο τη σύγχρονη θεατρική γραφή. Ενα τέτοιο έργο, πανέξυπνο, αλληγορικό, με κατάμαυρο ιρλανδικό χιούμορ είναι «Η φάρσα της Οδού Γουόλγορθ» του πολυγραφότατου Ιρλανδού Εντα Γουόλς, που παίζεται στο «Από Μηχανής» θέατρο σε σκηνοθεσία Εκτορα Λυγίζου.
Ο Ντίνι (Γιώργος Ζιόβας) βρίσκεται είκοσι χρόνια μετανάστης στο Λονδίνο αλλά τι μ’ αυτό; Η καρδιά και το μυαλό του βρίσκονται ακόμα στην Ιρλανδία… Είναι μάλιστα νοσηρά καρφωμένο στο τελευταίο 24ωρο του βιαστικού ξεριζωμού απ’ το λατρεμένο του Κορκ, ύστερα από ένα δραματικό σερί θανατικών… Στο ίδιο σπίτι ζουν και οι δυο μεγάλοι γιοι του, ο Μπλέικ (Θύμιος Κούκιος) και ο Σον (Νίκος Γιαλελής), αποκομμένοι από τον έξω κόσμο και εξαναγκασμένοι να παίζουν μαζί με τον πατέρα τους κάθε μέρα το ίδιο έργο: την αναπαράσταση της περιπετειώδους τελευταίας μέρας του Ντίνι στην Ιρλανδία λίγο πριν δραπετεύσει τρέχοντας στην Αγγλία. Τότε που η μαμά του πέθανε όταν ένα πελώριο ψόφιο άλογο έπεσε στο κεφάλι της την ώρα που εκείνη μάζευε αμέριμνη στην εξοχή φραγκοστάφυλα…
Ενα αλλόκοτο τρίο Στούτζες, με βαριά προφορά από το Κορκ της Ιρλανδίας, ετοιμάζει την πρώτη εικόνα της παράστασης κρατώντας στους ώμους το φέρετρο της καημένης της μαμάς. Ο Ντίνι μ’ ένα στενό, παλιομοδίτικο κοστούμι παίζει τον εαυτό του, ενώ τα παιδιά δεκάδες ρόλους αντρικούς και γυναικείους. Ρεσιτάλ μεταμόρφωσης δίνει ο Θύμιος Κούκιος, αλλάζοντας πρόσωπα και παίξιμο σε ιλιγγιώδεις ρυθμούς, φορώντας διαφορετικές φούστες-μπλούζες και στραπατσαρισμένες περούκες.
Ολ’ αυτά συμβαίνουν σ’ ένα διαμέρισμα εργατικής πολυκατοικίας στην οδό Γουόλγορθ στο νότιο Λονδίνο (σκηνικό-κοστούμια Μαγιού Τρικεριώτη). Το ακατάστατο σπίτι που αποτελείται από σαλόνι, κρεβατοκάμαρα με δυο μονά κρεβάτια το ένα πάνω στο άλλο και κουζίνα, έχει γίνει ένας ενιαίος χώρος, αφού έχουν αφαιρεθεί οι πόρτες. Δύο ντουλάπες χρησιμοποιούνται ως έξοδοι-είσοδοι των «ηθοποιών» και για τις ταχύτατες αλλαγές των δεκάδων ρόλων που υποδύονται. Τα έπιπλα και τα αντικείμενα της δεκαετίας του ’70 είναι φθαρμένα.
- Η ζωή, ένα σκηνικό
Θέατρο μέσα στο θέατρο, μια αενάως επαναλαμβανόμενη φάρσα με κυρίαρχο το στοιχείο της παρενδυσίας αποτελούν τον βασικό κορμό του έργου. Στις διακοπές της «παράστασης» οι παραζαλισμένοι απ’ το παράλογο θεατρικό παιχνίδι γιοι προσπαθούν να βρουν τα ίσα τους αλλά δεν ξέρουν ούτε πώς ούτε πού. Γνωρίζουν τόσο καλά τους ρόλους του έργου, τις καταστάσεις που στοιχειώνουν το μυαλό του πατέρα, δεν έχουν όμως ιδέα για τον ρόλο τους στη ζωή, στον κόσμο. Για τον Μπλέικ δεν υπάρχουν πια ούτε εικόνες πίσω από το κείμενο που παίζει. Το μόνο που βλέπει είναι λέξεις. Ολος ο κόσμος είναι το σπίτι και η παράστασή τους. Ο,τι βρίσκεται έξω από το σκηνικό της Οδού Γουόλγορθ είναι ψεύτικο, απειλητικό, εχθρικό. Είναι το αποτρόπαιο Λονδίνο και οι Ιρλανδοφάγοι Λονδρέζοι…
Ο «σκηνοθέτης»-«ηθοποιός» είναι αυστηρός στην πιστή αναπαράσταση γεγονότων, διαλόγων, τοπίων ακόμα και σκηνικών αντικειμένων. Απαιτεί από τη «θεατρική ομάδα» -που έχει αναλάβει και την εκτέλεση παραγωγής- το σάντουιτς με το σωστό τυρί, το κοτόπουλο στο φούρνο, μια ντουζίνα ιρλανδέζικες μπίρες, πράγματα που εφοδιάζεται κάθε μέρα από το σούπερ μάρκετ ο Σον. Μέχρι που θα κάνει το μοιραίο λάθος. Γοητευμένος απ’ την ταμία θα πάρει μια ξένη σακούλα και η παράσταση δεν θα λειτουργήσει χωρίς τα σκηνικά της αντικείμενα. Κι όταν το κορίτσι έρθει στο σπίτι με τη σωστή σακούλα, θα γίνει θεατής και αργότερα το μοιραίο πρόσωπο αυτής της μακάβριας φάρσας.
Ενα δύσκολο στο ανέβασμά του έργο που ο Εκτορας Λυγίζος κατάφερε ν’ αναδείξει, προβάλλοντας την παράλληλη δράση, την πλοκή, το μαύρο χιούμορ, αλλά και τους συμβολισμούς του. Πρόθεση του συγγραφέα ήταν να γράψει μ’ έναν διαφορετικό τρόπο για τον ιρλανδό μετανάστη: «Ηθελα να γράψω για τη μοναξιά και τη νοσταλγία του. Να θέλεις να γυρίσεις πίσω και να μην μπορείς. Μισώ τα έργα που διαδραματίζονται σε μια παμπ με ανθρώπους που κλαίνε τη μοίρα τους… Επρεπε να βρω ένα πλαίσιο. Αλλά ποτέ δεν περίμενα να χρησιμοποιήσω τις δομές της φάρσας γιατί στην Ιρλανδία το είδος δεν υπάρχει».