Μια γυναίκα που ο άντρας της υπήρξε από τα πρώτα θύματα του Τσέρνομπιλ. Δύο αγόρια που οι φονταμενταλιστές του Ιράν έστειλαν στην κρεμάλα διότι ήταν ομοφυλόφιλοι. Μια γυναίκα που μοιράζεται με τον Κάφκα τις τελευταίες του στιγμές στο Βερολίνο.
Οι δύο πρωταγωνιστές του έργου «Κρυφά απογεύματα».
Και μια διαταραγμένη γυναίκα που δολοφόνησε το μωρό της. Δεν πρόκειται απλώς για πρόσωπα που υπήρξαν στ’ αλήθεια. Είναι και πρόσωπα που έγιναν ρόλοι και φέτος μας διηγούνται τις προσωπικές τους ιστορίες στο θέατρο. Τέσσερις παραστάσεις που αφορούν αληθινά γεγονότα ανεβαίνουν και μας θυμίζουν δυσάρεστες -στην πλειονότητά τους- στιγμές της πρόσφατης επικαιρότητας.
* «Τα έργα που βασίζονται σε αληθινές ιστορίες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: εκείνα που αφορούν πρόσωπα από το πολύ μακρινό παρελθόν κι εκείνα της πρόσφατης Ιστορίας. Και στις δύο περιπτώσεις ο χρόνος παίζει καταλυτικό ρόλο στον τρόπο που θα τα αντιμετωπίσεις. Τα μεν πρώτα σού προσφέρουν μεγαλύτερη ελευθερία, αφού με το πέρασμα των ετών οι πρωταγωνιστές ενδεχομένως να μοιάζουν με φανταστικά πρόσωπα. Αντιθέτως τους «ήρωες» από το πρόσφατο παρελθόν, που είναι πολύ γνώριμοι στη συνείδηση του κόσμου, τους προσεγγίζεις με μεγαλύτερη διστακτικότητα», λέει η Ηρώ Μουκίου, η οποία για δεύτερη χρονιά ανεβάζει στο Αργώ Studio το συγκλονιστικό μονόλογο «Η φωνή της Λουντμίλα» (σε σκηνοθεσία Αρη Μπαφαλούκα).
Πρόκειται για τη συγκινητική μαρτυρία της γυναίκας που έζησε τη φρίκη της έκρηξης στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ. Ο 25χρονος άντρας της ήταν ο πρώτος πυροσβέστης που πέθανε από ραδιενέργεια στην προσπάθειά του να σβήσει τη φωτιά. Το έργο βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του σουηδού σκηνοθέτη και δημοσιογράφου Γκούναρ Μπεργκντάλ, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του σ’ έναν αγώνα ενάντια στις δραματικές συνέπειες της πυρηνικής καταστροφής. Αψήφησε τον κίνδυνο, βρέθηκε στο χώρο του δυστυχήματος, συνέλεξε στοιχεία, μίλησε με ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα και δημιούργησε ένα ντοκιμαντέρ που συγκλόνισε. Κυρίαρχη θέση στην ταινία του είχε η συνέντευξη της Λουντμίλα Ινιαντένκο.
«Με τη γυναίκα αυτή είμαστε συνομήλικες», λέει η Ηρώ Μουκίου. «Οταν εγώ στα 23 μου άνοιγα τα φτερά μου στο θέατρο, εκείνη έβλεπε τη ζωή της να καταστρέφεται. Ηταν έγκυος, έχασε τον άντρα της, γέννησε ένα παιδί που έσβησε γρήγορα, βυθίστηκε στη σιωπή. Μίλησε μόνο μία φορά για τις αναμνήσεις της από το δυστύχημα, όταν έδωσε αυτή τη συνέντευξη. Σήμερα ζει με 60 ευρώ σύνταξη -ως συγγενής εθνικών ηρώων- σε μια τρύπα στο Κίεβο. Την καλέσαμε στην παράσταση, αλλά αρνήθηκε, γιατί δεν θέλει να θυμάται τίποτα». Δεν είναι, όμως, εύκολο να προκαλέσει το δημόσιο συναίσθημα μια «γνωστή» ιστορία; «Τα τραγικά γεγονότα και η πραγματικότητα δεν μπορούν να είναι μελό. Συνήθως είναι σιωπηλά οδυνηρά. Μελό είναι οι ιστορίες που γράφει το ανθρώπινο χέρι».
Συγκλονιστικός, όμως, είναι ο μονόλογος μιας άλλης πραγματικής γυναίκας που μεταμορφώνεται φέτος σε θεατρική ηρωίδα. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία της Σίρλεϊ Τζόουνς, που κατηγορείται για τη δολοφονία του παιδιού της. Το «Τζόρνταν», που έγραψαν με αφορμή αυτή την ιστορία οι Αννα Ρέινολντς και Μόιρα Μπουφίνι, ανεβαίνει στο θέατρο «Αμιράλ» σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, με ερμηνεύτρια τη Μαρίνα Ασλάνογλου. Η Σίρλεϊ έζησε βασανισμένα παιδικά χρόνια, έμεινε έγκυος από έναν βίαιο σύντροφο, χώρισε και όταν η Πρόνοια θέλησε να της πάρει το παιδί, εκείνη το έπνιξε και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Επέζησε και φυλακίστηκε.
* Βασισμένο στην αληθινή ιστορία δύο εφήβων, των οποίων ο έρωτας καταδικάστηκε σε θάνατο, είναι το έργο «Κρυφά απογεύματα», που ανεβαίνει σύντομα στη Μικρή Σκηνή του θεάτρου «Χώρα». Η τραγική ιστορία των δύο Ιρανών, που έκανε το γύρο του κόσμου και κινητοποίησε ανθρωπιστικές οργανώσεις από κάθε σημείο του πλανήτη, στάθηκε αφορμή για το νέο θεατρικό έργο του Δημήτρη Μωραΐτη (ο ίδιος επίσης σκηνοθετεί). «Τον Ιούλιο του 2005 ο 16χρονος Μαχμούτ Ασγκαρι και ο 19χρονος Αγιάζ Μαρχόνι καταδικάστηκαν σε θάνατο διά δημόσιου απαγχονισμού με την κατηγορία του βιασμού ενός 13χρονου αγοριού», λέει ο συγγραφέας του έργου. «Οργανώσεις απ’ όλο τον κόσμο ξεσηκώθηκαν λέγοντας πως η ποινή των δύο εφήβων οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν ομοφυλόφιλοι και όχι στον υποτιθέμενο βιασμό. Με κινητοποίησε συναισθηματικά το γεγονός. Διάβασα ξανά και ξανά τα σχετικά δημοσιεύματα. Στην αρχή σκέφτηκα να επισκεφθώ το Ιράν, αλλά μετά το απέρριψα διότι δεν ήξερα τι συνθήκες θα συναντήσω».
Ετσι, έκατσε, έψαξε κι έγραψε μια ιστορία για δύο ομοφυλόφιλους νεαρούς, η οποία ισορροπεί μεταξύ αλήθειας και φαντασίας. «Κράτησα τα αληθινά ονόματα και μίλησα για δύο ανθρώπους που ζουν και ερωτεύονται στο Ιράν, μια χώρα όπου ο έρωτάς τους θεωρείται έγκλημα και τιμωρείται με θάνατο», λέει ο Δ. Μωραΐτης. «Η πραγματικότητα, όντως, περιορίζει λίγο την ανάπτυξη της μυθοπλασίας, διότι έπρεπε να σεβαστώ την αίσθηση, την ιρανική κοινωνία, τη θρησκευτικότητα, την ύπαρξη του Ισλάμ. Από την άλλη, μια αληθινή ιστορία σού προσφέρει έτοιμη την ιδέα. Εσύ απλώς πλέκεις τα υπόλοιπα». Και τι ειρωνεία, η πλατεία Edalat όπου εκτελέστηκε η θανατική τους ποινή, στα ελληνικά σημαίνει «Δικαιοσύνη»…
- Μια εποχή σαν τη δική μας
* Στο «Βερολίνο» της πείνας, της εξαθλίωσης και μιας αόριστης τρομακτικής απειλής, καθώς ο ναζισμός βρίσκεται προ των πυλών, θα μας μεταφέρει το τελευταίο ομώνυμο έργο του Σταμάτη Πολενάκη, που ανεβαίνει στο θέατρο «Φούρνος», σε σκηνοθεσία Αθηνάς Στούρνα. Πρωταγωνιστές δύο πραγματικά πρόσωπα κι ένα φανταστικό: ο Φραντς Κάφκα, η Ντόρα Ντιαμάντ -η κοπέλα που τον συντρόφευε το τελευταίο διάστημα της ζωής του- και ο γιατρός Λέοπολντ Μάγερ.
«Η εποχή θυμίζει αρκετά τη δική μας. Κι εκείνοι όπως κι εμείς αποχαιρετάμε έναν κόσμο που φαίνεται σιγά σιγά να παραδίδεται στο σκοτάδι, σε μια αβέβαιη κοινωνική πραγματικότητα, στην οικονομική ύφεση», λέει ο Σταμάτης Πολενάκης. «Γοητεύτηκα από αυτή τη γυναίκα όταν διάβασα ένα ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη, στο οποίο την ανέφερε. Αρχισα να ψάχνω την ιστορία της, τη σχέση της με τον Κάφκα και κάπως έτσι προέκυψε το «Βερολίνο»».
Για τον ίδιο τον Κάφκα τι θα μάθουμε; «Το έργο αναφέρεται στον τελευταίο χρόνο της ζωής του. Για πρώτη φορά είχε ξεφύγει από τους οικογενειακούς του δεσμούς, ήταν εξαιρετικά ευτυχισμένος αλλά δυστυχώς είχε ήδη αρρωστήσει. Εμοιαζε με κάποιον που υπεξαίρεσε χρήματα από την τράπεζα και δεν μπορεί να τα χαρεί γιατί ενδόμυχα γνωρίζει ότι θα τον πιάσουν. Ο Κάφκα ξεψύχησε στα χέρια αυτής της γυναίκας σ’ ένα μικρό σανατόριο έξω από τη Βιέννη, τέσσερις περίπου μήνες αφότου είχε φύγει από το Βερολίνο, το Μάρτιο του 1924. Η Ντόρα δεν τον ξέχασε ποτέ».
Πράγματι, 25 χρόνια μετά το θάνατό του, η Ντόρα έδωσε μια συνέντευξη στο Τελ Αβίβ και μίλησε για την πρώτη φορά που αντίκρισε τον Κάφκα: «Τα πάντα βρίσκονταν μέσα σ’ εκείνο το πρώτο αμοιβαίο βλέμμα… Επειτα απ’ αυτό τον ακολούθησα σε όλες τις περιπλανήσεις, στάθηκα ενώπιον των δικαστών. Σκαρφάλωσα σε στενές σκάλες, στριμώχτηκα ανάμεσα σε μαύρους τοίχους, πέρασα ατέλειωτους μισοσκότεινους διαδρόμους… Ποτέ δεν κατάφερα να ξεφύγω από τον κόσμο που δημιούργησε εκείνος. Ηταν ο αληθινός κόσμος! Και είναι, ακόμα και σήμερα. Εμείς προσπαθούμε να τον γυαλίσουμε, να τον στολίσουμε, αλλά εκεί, σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο, κάτω από το φως μιας λάμπας πετρελαίου, ο Κάφκα ανακάλυψε τον αληθινό κόσμο. Οπως ακριβώς είναι! Αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο του κόσμου! Ολα τα άλλα είναι επιχρίσματα, φτιασιδωμένα ψέματα ενός φτηνού, περιοδεύοντος θιάσου».*
Της ΜΑΤΟΥΛΑΣ ΚΟΥΣΤΕΝΗ, Επτά, Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010