Category Archives: Βάγκνερ Ρίχαρντ

Εισχωρώντας στα μυστικά του Ρίχαρντ Βάγκνερ

  • Carl Dahlhaus
  • Τα μουσικά δράματα του Ρίχαρντ Βάγκνερ
  • μτφρ.: Θόδωρος Παρασκευόπουλος
  • εκδ. Αλεξάνδρεια, σ. 301, ευρώ 24,15
  • Ο Καρλ Νταλχάους ( Ανόβερο 1928-Βερολίνο 1989) υπήρξε σπουδαίος μουσικολόγος, ο οποίος κυρίως ασχολήθηκε με την ιστορία της δυτικής μουσικής και έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάπτυξή της κατά τον 19ο αιώνα. Τον απασχόλησαν όμως και θέματα, όπως η θεωρία της μουσικής αλλά και η αισθητική της. Ξεχώρισαν, ωστόσο, οι μελέτες του για το έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ και τις απόψεις του για το μουσικό δράμα.
  • Στο βιβλίο του Τα μουσικά δράματα του Ρίχαρντ Βάγκνερ ο συγγραφέας ασχολείται με την καινούρια φόρμα που εμφανίζεται στα έργα του Βάγκνερ μετά το 1848 και διαχωρίζει τα στοιχεία εκείνα που διαφοροποιούν το δράμα από τη ρομαντική όπερα. Οι αναλυτικές προσεγγίσεις και παρατηρήσεις του στα βαγκνερικά μουσικά δράματα επικεντρώνονται ή περιορίζονται στις μικρές μουσικές δραματικές ενότητες και σκηνές. Ο Ντάλχαους γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν είναι εύκολο να δοθούν απαντήσεις σχετικά με τα μυστικά της βαγκνερικής φόρμας κι έτσι θέτει ζητήματα, διατυπώνει ερωτήσεις κι επιχειρεί να αποκαλύψει κάποιες συντεταγμένες των διαλόγων στα μουσικά δράματα, αλλά και να τις εντάξει στο συνολικό έργο του συνθέτη. Μάλιστα τονίζεται η άποψη ότι δεν πρέπει κανείς να αναζητεί στα έργα του Βάγκνερ βιώματα και συναισθηματικές καταστάσεις, καθώς για τον συνθέτη η «ζωή δεν ήταν απλώς υλικό προς κατανάλωση». Αλλωστε για τον Βάγκνερ το δράμα είναι «το μορφοποιητικό κίνητρο το οποίο χρειάζεται η μουσική για να πραγματωθεί». Ο Νταλχάους επίσης διαλύει κάποιες παρεξηγήσεις και ξεκαθαρίζει τα πράγματα, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του έργου Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, έργο στο οποίο ο θεϊκός κόσμος εμφανίζεται καταδικασμένος και ξεπερασμένος, εφόσον ο Βάγκνερ δεν αποκατέστησε τους θεούς για να τους δοξάσει, αλλά για να τους οδηγήσει στην «αυτοκαταστροφή μπροστά στην ελευθερία της ανθρώπινης συνείδησης», όπως σημειώνει ο ίδιος ο συνθέτης, ενώ η επιστροφή στο μυθικό παρελθόν δεν είναι παρά η «πρόγευση ενός ουτοπικού μέλλοντος». Ο συγγραφέας ρίχνει φως στα έργα Ο ιπτάμενος Ολλανδός, Τανχώυζερ, Λόενγκριν, Τριστάνος και Ιζόλδη, Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης, Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν (Ο χρυσός του Ρήνου, Η Βαλκυρία, Ζίγκφριντ, Το λυκόφως των θεών) και Πάρσιφαλ. Στο κεφάλαιο Το έργο επί σκηνής ο Ντάλχαους επιχειρεί να διαφωτίσει τη θέση του Βάγκνερ, όπως αυτή διατυπώθηκε στο βιβλίο του Οπερα και δράμα, σύμφωνα με την οποία «στο μουσικό δράμα, τον αντίποδα της παρηκμασμένης όπερας, η μουσική είναι ένα μέσο της έκφρασης και το δράμα ο σκοπός της έκφρασης». Αλλά στα μουσικά δράματα του Βάγκνερ το κείμενο, όπως και η μουσική, δεν είναι παρά «μέσο της έκφρασης» και τίποτε άλλο. Το ερώτημα αν η μουσική είναι πιο σημαντική από το ποιητικό κείμενο ή αντιστρόφως, δεν έχει θέση στο έργο του Βάγκνερ, καθώς και το κείμενο αλλά και η μουσική αποτελούν αναπόσπαστες λειτουργίες του δράματος. Το δράμα στο οποίο ο συνθέτης επεδίωκε να υποτάξει όλες τις τέχνες δεν είναι παρά η «ορατή πλοκή, η σκηνική δράση, εννοούμενη ως αναπαράσταση της αδιαστρέβλωτης «ανθρώπινης φύσης»».
  • Στο τέλος του βιβλίου δίδονται στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Βάγκνερ, ενώ ακολουθεί κατάλογος μουσικών παραδειγμάτων του συνοδευτικού CD, που περιλαμβάνει 32 μουσικά παραδείγματα από τα έργα του Βάγκνερ, στα οποία αναφέρεται ο Νταλχάους.
  • Χρύσα Σπυροπούλου, Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Οι δύο έρωτες του Τανχόιζερ σε σάρκα μία

Της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΠΑΡΚΑ, Ελευθεροτυπία / 2 – 17/01/2009. Εχουν περάσει τέσσερις και πλέον δεκαετίες από τότε που η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσίασε για πρώτη φορά (1962) τον «Τανχόιζερ» του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Και να που από το ερχόμενο Σάββατο και για τέσσερις (μόνο) παραστάσεις (24, 27, 30/1 και 1/2), ο τροβαδούρος ιππότης του κορυφαίου Γερμανού συνθέτη θα εμφανιστεί στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής, στην πιο φιλόδοξη φετινή συμπαραγωγή της Λυρικής με την Οπερα του Σαν Φρανσίσκο.

Η εντυπωσιακή σκηνή του τέλους του Τανχόιζερ όπως παρουσιάστηκε στην όπερα του Σαν Φρανσίσκο. Τα ίδια σκηνικά και κοστούμια θα δούμε και στην Αθήνα

Το αμερικανικό συγκρότημα παρουσίασε τον δύσκολο και απαιτητικό «Τανχόιζερ» τον Οκτώβριο του 2007. Λίγους μήνες πριν, το τιμόνι της όπερας είχε αναλάβει ο Ντέιβιντ Γκόκλεϊ (33 χρόνια γενικός διευθυντής της Houston Grand Opera) και όλοι θεώρησαν ότι η νέα παραγωγή της όπερας του Βάγκνερ είναι το μεγάλο στοίχημα του καλλιτεχνικού του οράματος. Σας θυμίζει κάτι; Ναι, και η ΕΛΣ έχει εδώ και μερικούς μήνες νέο καλλιτεχνικό διευθυντή.

  • Το στοίχημα πέτυχε

Ο Γκόκλεϊ επέλεξε να φέρει για πρώτη φορά στο Σαν Φρανσίσκο πολλούς καταξιωμένους καλλιτέχνες. Ο Βρετανός σκηνοθέτης Γκράχαμ Βικ ανέλαβε τη σκηνοθεσία, ο συνεργάτης του Πολ Μπράουν τα σκηνικά και τα κοστούμια, τη μουσική διεύθυνση ο Ντόναλντ Ράνικλς, ο Ρον Χάουελ τη χορογραφία, ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Γερμανός τενόρος Πέτερ Σάιφερτ (Τανχόιζερ) η Πέτρα Λανγκ (Αφροδίτη) και η Πέτρα Μαρία Σνίτζερ (Ελίζαμπετ). Το στοίχημα πέτυχε. Οι κριτικές εξήραν τη μουσική απόδοση και επιβράβευσαν τον νέο διευθυντή. Ξένισαν όμως ορισμένες επιλογές του Γκράχαμ Βικ.

Ο διακεκριμένος διεθνώς σκηνοθέτης επέλεξε να ανεβάσει την παρισινή βερσιόν της όπερας του 1861, που περιλαμβάνει αρκετές σκηνές με μπαλέτο, με χαρακτηριστικότερη τη σκηνή της έναρξης. Οι γυμνόστηθοι χορευτές με τις προκλητικές τους κινήσεις ενόχλησαν, γιατί θεωρήθηκαν παράταιρες. (Και οι ελληνικές παραστάσεις θα είναι πολυπληθείς: συμμετέχουν περισσότεροι από πενήντα χορωδοί και άλλοι τόσοι κομπάρσοι, χορευτές, η παιδική χορωδία Rosarte κ.ά.)

Μη φανταστείτε όμως ότι ο γνωστός μας Γκράχαμ Βικ («Μποέμ») μεταφέρει τη μεγάλη ρομαντική όπερα του Βάγκνερ στο σήμερα. Αντίθετα. Μαζί με τον συνεργάτη του Πολ Μπράουν κρατούν πιστά το πνεύμα της εποχής, τοποθετώντας τη δράση στον Μεσαίωνα και τους μύθους του. Στόχος τους άλλωστε ήταν να δώσουν έμφαση στην ψυχολογία του ίδιου του ήρωα, «ένα αβοήθητο θύμα των ίδιων του των συγκρουόμενων επιθυμιών», όπως περιγράφουν τον Τανχόιζερ.

Τις ελληνικές παραστάσεις υπογράφουν οι ίδιοι. Αλλάζουν φυσικά οι ερμηνευτές αλλά και ο μαέστρος, που θα είναι ο Φιλίπ Ογκέν. Τανχόιζερ θα είναι ο Τζον Τριλέβεν, από τους διασημότερους υπερασπιστές του ρόλου διεθνώς, ενώ και τις δύο γυναίκες του έργου, Ελίζαμπετ και Αφροδίτη, θα υποδυθεί η Αμερικανίδα σοπράνο Λιζ Λίντστρομ.

«Είναι ευκολότερο να ερμηνεύεις και τους δύο ρόλους, παρά τον έναν», εξηγεί η Αμερικανίδα σοπράνο Λιζ Λίντστρομ, πανευτυχής που συμμετέχει στη συγκεκριμένη παραγωγή. «Η συνθήκη είναι για μένα ονειρική: Εχω πάνω στη σκηνή περισσότερες από δύο… διαστάσεις»

«Δεν έχω ερμηνεύσει ποτέ ξανά κανέναν από τους δύο ρόλους. Θα ήταν η πρώτη μου φορά ως Αφροδίτη. Η τύχη όμως, τύχη εξαιρετική θα έλεγα, μου έδωσε τη μοναδική ευκαιρία να ερμηνεύσω και την Ελίζαμπετ», εξηγεί.

Είναι η πρώτη φορά που έρχεται στην Ελλάδα, η πρώτη φορά που συνεργάζεται με τον Γκράχαμ Βικ, αλλά και τον Τζον Τριλέβεν και δηλώνει ενθουσιασμένη. Με καταγωγή μισή γερμανική και μισή νορβηγική, η γερμανική γλώσσα είναι στο… αίμα της. «Είναι η γλώσσα στην οποία νιώθω πολύ άνετα», λέει, αν και έγινε γνωστή ερμηνεύοντας «Τουραντό» του Πουτσίνι. Τους επόμενους μήνες άλλωστε αναμένεται να ερμηνεύσει την Κινέζα πριγκίπισσα στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης.

Οι δύο ρόλοι στον «Τανχόιζερ» δεν φαίνεται να την τρομάζουν. «Κατά κάποιον τρόπο είναι ευκολότερο να τους ερμηνεύεις και τους δύο, παρά τον έναν. Ο Τανχόιζερ είναι σχισμένος στα δύο: στη μια πλευρά βρίσκεται η επιθυμία του σωματικού έρωτα και της ηδονής της Αφροδίτης και στην άλλη ο πνευματικός έρωτας, η καθαρή αγάπη της Ελίζαμπετ. Μου είναι επομένως πολύ πιο εύκολο και κυρίως πολύ πιο ενδιαφέρον να ερμηνεύω και τις δύο πλευρές, την καλή και την, ας πούμε, κακή. Η πρόκληση είναι αφενός να βρω διαφορετικό χρώμα στη φωνή για κάθε έναν από τους ρόλους, αλλά και ως ηθοποιός διαφορετικούς τρόπους να τις ερμηνεύσω. Η συνθήκη, πάντως, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ονειρική: έχω πάνω στη σκηνή περισσότερες από δύο… διαστάσεις».

  • Διαφορετική «ζωή»

Η ασφάλεια που νιώθει οφείλεται κυρίως στον σκηνοθέτη, τονίζει, αλλά και στον «Τανχόιζερ» του Τζον Τριλέβεν. «Δεν υπάρχει ούτε ένα λεπτό δίπλα του πάνω στη σκηνή που να νιώθω φόβο ή αγωνία. Χρωστώ όμως πολλά στον Γκράχαμ Βικ. Η ομορφιά τού να δουλεύεις μαζί του είναι ότι πολύ εύκολα προσαρμόζεται ανάλογα με το κάθε άτομο ξεχωριστά. Εγώ είμαι προφανώς πολύ διαφορετική από τις συναδέλφους που ερμήνευσαν τους ρόλους στο Σαν Φρανσίσκο. Διαφορετικό ταμπεραμέντο, ένστικτο και φυσικά φωνή. Ο Βικ εξ αρχής είπε: «Ας δούμε τι «νέο» υπάρχει εδώ. Κι έτσι ο «Τανχόιζερ» της Αθήνας έχει μια διαφορετική «ζωή» από τον «Τανχόιζερ» στο Σαν Φρανσίσκο.

»Αυτό που θα δείτε είναι το κόνσεπτ του Γκράχαμ Βικ για την εποχή του Μεσαίωνα. Τοποθετεί τη δράση στην εποχή κατά την οποία η ανθρωπότητα περνούσε από τη λατρεία των θεών της γης στον χριστιανισμό. Αυτό που θα νιώσετε είναι το αίσθημα του χωρισμού σε δύο κόσμους: τον κόσμο της Αφροδίτης, της γης και του κυνηγιού, και τον υπερ-κόσμο της Ελίζαμπετ, της πνευματικής σωτηρίας».

Μεγαλωμένη στην Καλιφόρνια και με σπουδές στο Conservatory of Music του Σαν Φρανσίσκο, η Λιζ Λίντστρομ δεν τα βρήκε όλα εύκολα. «Μετά τις σπουδές παράδερνα για πολύ καιρό, δεν μπορούσα να δουλέψω και απομακρύνθηκα. Παντρεύτηκα και έφτασα στο σημείο να σκέφτομαι να τα παρατήσω. Και τότε μου ζήτησαν να ερμηνεύσω την πρώτη μου «Τουραντό» στη Mobile Opera στην Αλαμπάμα. Ηταν πολύ μεγάλη επιτυχία και μου άλλαξε τη ζωή. Ακούγεται σαν παραμύθι… Υπάρχουν ωστόσο πολλοί λυρικοί ερμηνευτές που ξεκινούν γεμάτοι υποσχέσεις και κανείς τελικά δεν τους δίνει μια ευκαιρία…». *

«Τάνχοϊζερ» στο Μέγαρο

Τέσσερις παραστάσεις με το εμβληματικό έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ

Του Ηλια Μαγκλινη, Η Καθημερινή, 14/01/2009

Ενα από τα πλέον εμβληματικά έργα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, τον «Τάνχοϊζερ», θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε για τέσσερις βραδιές (24, 27, 30 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Πρόκειται για μια παραγωγή της Οπερας του Σαν Φρανσίσκο, την οποία φέρνει στη χώρα μας η Εθνική Λυρική Σκηνή. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ένας εκ των σημαντικότερων σύγχρονων σκηνοθετών όπερας, ο Γκρέιαμ Βικ. Ο Βρετανός Βικ έχει διατελέσει καλλιτεχνικός διευθυντής της Οπερας του Μπέρμινχαμ, ενώ έχει στο ενεργητικό του παραστάσεις σε πολύ μεγάλες σκηνές του κόσμου: Σκάλα του Μιλάνου, Κόβεντ Γκάρντεν, ΕΝΟ, Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης, Οπερα του Παρισιού κ. ά. Η συγκεκριμένη παράσταση, που θα παρακολουθήσουμε στην Αθήνα, είναι μια εντυπωσιακή παραγωγή, με την οποία έκανε το ντεμπούτο του στο Σαν Φρανσίσκο ο Γκρέιαμ Βικ. Συμμετέχουν περισσότεροι από πενήντα χορωδοί και άλλοι τόσοι κομπάρσοι, χορευτές, μεγάλη ορχήστρα, μια παιδική χορωδία – αναμένεται να είναι πλούσιο θέαμα που θα κρατήσει γύρω στις τέσσερις ώρες.

Τι είναι, όμως, το ίδιο το έργο; Ηταν στις 19 Οκτωβρίου του 1845, όταν ο Ρίχαρντ Βάγκνερ παρουσίαζε για πρώτη φορά, στη Δρέσδη, την όπερα «Τάνχοϊζερ». Ηταν 32 ετών και δοκίμαζε για πέμπτη φορά την τύχη του στο λυρικό θέατρο. Μόνο ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» είχε ξεχωρίσει από τα προηγούμενα έργα του, δείχνοντας τι ικανότητες είχε αυτός ο νέος, αλλά δαιμόνιος συνθέτης. Με τον «Τάνχοϊζερ» όμως, ο Βάγκνερ επιβεβαίωσε όλα όσα είχε υποσχεθεί με τον «Ιπτάμενο Ολλανδό»: μια συμφωνική διάσταση, με στόχο την ενοποίηση της παρτιτούρας και, παράλληλα, την εμφάνιση μιας σειράς από θέματα τα οποία έμελλαν να αποτελέσουν σταθερές ολόκληρης της καλλιτεχνικής παραγωγής του Βάγκνερ, όπως για παράδειγμα, η λύτρωση μέσω του έρωτα. Γι’ αυτό, ο Βάγκνερ συγκαταλέγεται στους μεγάλους ανανεωτές της όπερας, καθώς της προσέδωσε ένα μεγαλύτερο βαθμό δραματικού ρεαλισμού, ενώ παράλληλα δημιούργησε ένα είδος όπερας το οποίο, εντέλει, θα επενεργούσε στο κοινό όπως η αρχαία ελληνική τραγωδία, επιτελώντας μια καθαρτήρια λειτουργία. Ηταν ένα δύσκολο μονοπάτι αυτό που επέλεξε, αλλά ο Βάγκνερ βρήκε τελικά τον δρόμο του και αυτό το έκανε για πρώτη φορά μέσα από το αριστούργημα που ακούει στο όνομα «Τάνχοϊζερ».

Στην παράσταση που θα δούμε και θα ακούσουμε στην Αθήνα, τα σκηνικά και τα κοστούμια έχει σχεδιάσει ο Πολ Μπράουν και συμμετέχουν σημαντικά ονόματα της διεθνούς λυρικής σκηνής: Τζον Τριλέβεν, Λιζ Λίνστρομ, Μάρτιν Σνελ, Μοτί Καστόν, Τζον Χόρτον, Μάρεϊ κ. ά. Συμμετέχουν ακόμα οι Χορευτές του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η παιδική χορωδία Rosarte, ενώ την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής διευθύνει ο Φιλίπ Ογκέν.