- Ιστορίες συμβιβασμού και μοναξιάς από ταλαντούχες ηθοποιούς της νέας γενιάς
- Της Γιωτας Συκκα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 02/05/2010
Δύο έργα που αγγίζουν ιδιαίτερα τις γυναίκες παίζονται σε δύο διαφορετικές θεατρικές γειτονιές από δύο καλές νέες ηθοποιούς, αυτό τον καιρό. Δύο ενδιαφέροντες μονόλογοι –σε μια χρονιά που η μοναξιά στη σκηνή είχε την τιμητική της– συζητούνται ήδη στην ανοιξιάτικη Αθήνα και στις γυναικοπαρέες. Ιστορίες γυναικών και μοναξιάς με τη Ναταλία Στυλιανού που υποδύεται τα πρόσωπα της «Μπέμπας» του Δημήτρη Τσεκούρα στο Απλό Θέατρο. Kαι η βουβή Δέσποινα Κούρτη η οποία δεν βγάζει κουβέντα στο έργο του Φραντς Ξαβιέρ Κρετζ «Wunschkonzert» στο «Από Μηχανής», όπου τη σιωπή σπάνε μόνον οι θόρυβοι στο σκηνικό.
- Δέσποινα Κούρτη
- Η σιωπή της τα λέει όλα
Αξιοπρεπής, τυπική, ευγενική, αθόρυβη. Είναι η απόλυτη ανωνυμία σε έναν κόσμο που και τα παπούτσια που φοράμε είναι επώνυμα. Δεν σημαίνει τίποτα για κανέναν. Μια γυναίκα που ύστερα από μια παλιά τραυματική ερωτική απογοήτευση επέλεξε την απόλυτη μοναξιά και την ακούσια παρθενία.
Η Φροϊλάιν Ρας γυρίζει από τη δουλειά της -επιτηρήτρια φακέλων στο τμήμα γραφικής ύλης μιας χαρτοβιομηχανίας- στο σπίτι της, αλλάζει ρούχα, τακτοποιεί τα ψώνια που έκανε, το νοικοκυριό της, πλένει πιάτα, ετοιμάζει φαγητό, ανοίγει το ραδιόφωνο, ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Κι όλα αυτά χωρίς να βγάλει κουβέντα. Η Δέσποινα Κούρτη στην αρχή είχε φοβηθεί: «Δεν μιλάω, δεν χορεύω, δεν κάνω παντομίμα, τι κάνω; Η απουσία λόγου ήταν μια πρόκληση, στην πορεία όμως σκεφτόμουν τον θεατή. Ετσι, άρχισε ο τρόμος. Τι θα παρακολουθήσει;».
«Μια δική μας ιστορία». Εκεί κατέληξαν με τη σκηνοθέτιδα Ζωή Χατζηαντωνίου που είναι χορογράφος. Κι έκαναν πολλές ασκήσεις μυϊκής έντασης. Είχαν τον λόγο τους. «Αλλιώς σηκώνει ένα ποτήρι ένας κατατονικός άνθρωπος κι αλλιώς ένας άνθρωπος που βρίσκεται στα πρόθυρα της έκρηξης». Αυτή η λεπτομέρεια για την ενέργεια που πρέπει να έχει το σώμα, τις σκέψεις της, την ένταση ήταν η βασική γραμμή της παράστασης που συνέθεσε την ερμηνεία.
Στο «Wunschkonzert» υπάρχει έντονο και το στοιχείο της κλειδαρότρυπας. «Ο θεατής είναι σαν να κοιτάει το σπίτι του απέναντι». Ακόμη και το σκηνικό βοηθάει αυτή την επιλογή. Στραμμένο ελαφρά για να μην είναι απέναντι, δίνει στον θεατή αυτή την αίσθηση, όπως η ηθοποιός, που δεν παίζει σε μετωπική θέση. Είναι ενδιαφέρον να σταθεί κανείς στις αντιδράσεις των θεατών απέναντι στη σιωπή. Η συνηθέστερη είναι ότι τα σχόλιά τους ακούγονται -λέξη όμως από την ηθοποιό- όπως άλλωστε και οι ερωτήσεις που κάνουν οι θεατές, ο ένας στον άλλον: «θα μιλήσει;» «μπα δεν θα μιλήσει».
Είναι ένα πολιτικό έργο και βαθιά σημερινό κι ας γράφτηκε το 1972. «Ο συγγραφέας μας τονίζει τα χαρακτηριστικά της ηρωίδας. Μια γυναίκας συμμορφωμένης, υπάκουης, χωρίς καμία αμφισβήτηση. Ακολουθεί τους κανόνες που έμαθε από την κοινωνία και την οικογένεια. Στην περίπτωσή της δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τον χαρακτηρισμό απελπισία, γιατί η απελπισία περιέχει στην πραγματικότητα πάθος για τη ζωή. Η Φροϊλάιν Ρας δεν νομίζω ότι έχει βιώσει ούτε αυτή. Μοιάζει με χύτρα χωρίς βαλβίδα. Και η αυτοκτονία της στο τέλος είναι κοινωνική, δεν οφείλεται σε ψυχική ασθένεια. Είναι σαν έξοδο από τη ζωή».
Στη Δέσποινα Κούρτη που τελείωσε το 1991 τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου αρέσουν οι περίεργοι ρόλοι. Και ότι έπαιξε με σκηνοθέτες τους: Γ. Μιχαηλίδη, Ν. Κοντούρη, Θ. Μοσχόπουλο, Β. Γεωργιάδου, Ν. Χατζόπουλο στο Αμόρε, την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού αργότερα, φέτος με τον Τσεζάρις Γκραουζίνις δεν ήταν ποτέ ίδιο. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο πρώτος της στόχος ήταν το Φυσικό. «Μου άρεσαν πολύ τα μαθηματικά, περισσότερο ακόμη και από τη φυσική. Είχα κλίση στις επιστήμες. Τώρα τα έχω αφήσει πίσω μου, αλλά πάντα με γοητεύουν».
- Το παιχνίδι με τον συμπαίκτη
Στο θέατρο της άρεσε «το παιχνίδι με τον συμπαίκτη». «Είναι αυτό το πεδίο επικοινωνίας που μου αρέσει. Μικρή παίζαμε με τα ξαδέρφια μου θέατρο και περνούσαμε υπέροχα στον κήπο τους στην Κηφισιά όπου ανεβάζαμε παραστάσεις έχοντας για σκηνικά τα σεντόνια της οικογένειας. Ηταν ένας άλλος κόσμος που νόμιζα ότι δεν προορίζεται για μένα. Αλλά στο πανεπιστήμιο πήρα θάρρος. Ετσι τόλμησα να δοκιμάσω. Οταν μπήκα στο Εθνικό δεν ήξερα αν θα κάνω αυτή τη δουλειά, ήθελα απλώς να γνωρίσω τον κόσμο τους και διαπίστωσα ότι ήταν η ωραιότερη εκπαιδευτική διαδικασία που είχα γνωρίσει».
Η παράσταση θα παίζεται ώς τις 2 Ιουνίου στο Από Μηχανής Θέατρο.
- Ναταλία Στυλιανού
- Η ηλικιωμένη ξαναγίνεται μπέμπα σε οκτώ φάσεις
Σε μια τετράγωνη ράμπα γεμάτη από χρησιμοποιημένα παπούτσια που έδωσαν δεκάδες γυναίκες μέσω μιας αγγελίας στο Ιντερνετ, προσφέροντας με τον τρόπο τους την ιστορία τους και τα μυστικά των δρόμων που περπάτησαν, η Ναταλία Στυλιανού κάθε βράδυ στο «Απλό θέατρο» παρουσιάζει τον ιδιαίτερο λόγο του Δημήτρη Τσεκούρα μέσα από την «Μπέμπα». Ενα ποιητικό, περιεκτικό κείμενο από τον λογοπλάστη συγγραφέα όπως τον χαρακτηρίζει, που της δίνει την ευκαιρία για αναδρομές σε διαφορετικές ηλικίες.
Η «Μπέμπα» είναι η ιστορία μιας γυναίκας που πηγαίνει αντίστροφα. Ξεκινάει από μια μεγάλη ηλικία και ξαναγίνεται μπέμπα ψιθυρίζοντας άχρονες λέξεις. Σε σχέση με διάφορα περιστατικά της ζωής της επιχειρεί μια διαδρομή με οκτώ στάσεις καταλήγοντας στη γέννησή της. Μαζί με το αρχικό πρελούδιο στην αρχή που είναι η εισαγωγή στο θέμα του έργου, μιλάει για τη γέννηση, το μητρικό γάλα, τις ισχυρές στιγμές της ζωής της. Πραγματεύεται το θέμα της μοναξιάς και της αναζήτησης στη ζωή μιας γυναίκας, το θέμα του πατέρα, την εφηβεία, την εμμηνόπαυση αργότερα κ. ο. κ. «Ενα γυναικείο έργο που αγγίζει βαθύτερα τους άντρες θεατές. Πολλές φορές ένας μονόλογος που αναφέρεται σε ένα μεταίχμιο της ζωής, εκείνο το γύρισμα μετά τα σαράντα, θυμώνει τις γυναίκες. Οι άντρες αντίθετα συχνά συγκινούνται».
Χιούμορ και σαρκασμός χαρακτηρίζει το κείμενο και η συνάντηση του «άλλου» που είναι η ψυχή και η μνήμη. «Με δυσκόλεψε η συνάντηση όχι με τις μεγάλες ηλικίες αλλά τις μικρές». Ο μονόλογος έτσι κι αλλιώς είναι «ένα στοίχημα». Κολακεύει το εγώ του ηθοποιού αλλά είναι παράλληλα και ριψοκίνδυνος. «Αισθάνεσαι εκτεθειμένος. Στον μονόλογο δεν έχεις σανίδι σωτηρίας. Αν πνιγείς για παράδειγμα δεν υπάρχει παρτενέρ να σε σώσει. Βέβαια δεν υπάρχει μονόλογος στη ζωή όπως λέει ο Ορέστης Τάτσης, σκηνοθέτης της παράστασης».
Πολλοί την ρωτούν «μα το 2010 πώς μπορεί να ξεκινάει ένα κείμενο “Τι πταίει; Ξυπνώ και έξω είναι νυξ”». «Εμένα μου άρεσε αυτή η καθαρεύουσα. Το γεγονός ότι αυτό έβγαινε από τον λόγο του κειμένου αυτό είναι το τόλμημα. Εχω βαρεθεί να βλέπω ως θεατής, την τελευταία κυρίως τριετία, σύγχρονα έργα τα οποία από την αρχή ώς το τέλος είναι μια τεράστια βωμολοχία. Επειδή παρακολουθώ θέατρο στο εξωτερικό, βλέπω, για παράδειγμα στο Βερολίνο που πήγα τελευταία, ότι δεν ασχολούνται πια με την αποδόμηση των κλασικών έργων, αντιθέτως επανέρχονται στον λόγο και το κείμενο. Στέκονται με εμμονή στη γλώσσα. Σε μας έρχονται όλα καθυστερημένα. Είμαστε ακόμη στη διαδικασία της αποδόμησης ενός κειμένου».
Τι είναι θέατρο στην εποχή μας; «Νομίζω ότι μέσα από τη διαφορετικότητα θα καταφέρουμε να σχηματίσουμε μια πιο σφαιρική άποψη για το τι μπορεί να είναι θέατρο σήμερα». Η Ναταλία Στυλιανού επέλεξε το θέατρο μέσω του χορού. Αυτός ήταν ο αρχικός στόχος, στο κάτω κάτω παιδεύτηκε 17 χρόνια με τον κλασικό χορό. Ηταν και η μητέρα της χορεύτρια της Λυρικής Σκηνής και τα ερεθίσματα ήταν πολλαπλά. Το έσκασε όμως στο παρά πέντε. «Κι αντί να μπω στην Κρατική Σχολή Χορού μπήκα στη σχολή Βεάκη». Συνεργάστηκε με την Ολγα Μαλέα στο σινεμά για τον «Οργασμό της αγελάδας», την Πέπη Οικονομοπούλου στο θέατρο, ύστερα στο Θέατρο της Καλλιθέας και τον Δημήτρη Οικονόμου, το Αμόρε και την Εφη Θεοδώρου, την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού κ. ά.
Η επιλογή του θεάτρου είναι οριστική. «Δεν μου λείπει ο χορός. Ζηλεύω αν δω μια ωραία χορευτική παράσταση. Εχω ξεκαθαρίσει μέσα μου όμως τι θέλω. Ο χορός άλλωστε έχει μια λήξη γιατί το σώμα κάποια στιγμή σταματάει να αντέχει, ενώ στο θέατρο αρχίζεις να “ανθίζεις” και να κάνεις πιο ουσιαστικά πράγματα από τα 40. Από το θέατρο ζητάω μια αλήθεια, ό, τι και στη ζωή. Μου αρέσει η γνώση που δεν σταματάει ποτέ. Αυτό ακριβώς μου δίνει το θέατρο».
Η «Μπέμπα» παρουσιάζεται στο Απλό Θέατρο και θα παρουσιαστεί και το καλοκαίρι σε διάφορους χώρους.