Category Archives: Σιάφκος Χρήστος

«Ζητείται ψεύτης» για περαίωση

Μισόν αιώνα πριν, οι θεατρικοί συγγραφείς αντλούσαν από θέματα όπως η προίκα, η αντιπαροχή, η φτώχεια, η καταπίεση μέσα στην οικογένεια ή τα ψέματα των πολιτικών για να γράψουν θεατρικά έργα, που συχνότατα, αφού ανέβαιναν στο σανίδι, γυρίζονταν και ταινίες.

Ηταν η χρυσή εποχή του ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου, που κοινωνοί του έχουν γίνει έκτοτε και πολλές νεότερες γενιές, μέσω της μικρής οθόνης. Αλλά πόσο επίκαιρα μπορεί να είναι όλα αυτά τα θέματα σήμερα; Η απάντηση έχει έρθει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Δειλά στην αρχή, όλο και συχνότερα κατόπιν, πολλές πετυχημένες παλιές ταινίες ξαναγυρίζονται ή επιστρέφουν και πάλι στη σκηνή. Κι ακόμα περισσότερες τη φετινή σεζόν.

Δεν ήταν μόνον ο «Μπακαλόγατος» πέρσι με τον Πέτρο Φιλιππίδη, που έκανε τη διαφορά. Ο Κώστας Τσιάνος, που ήδη από τη δεκαετία του 1970 ανέβαζε Ψαθά και Σακελλάριο στη Λάρισα, έχει σκηνοθετήσει τον Σπύρο Παπαδόπουλο στο «Αλίμονο στους νέους» και τον Δημήτρη Πιατά πέρσι στο «Στραβόξυλο», ενώ έχει ανεβάσει, ανάμεσα σε άλλα και στο Εθνικό, το «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Ο Παύλος Χαϊκάλης έχει εμφανιστεί στο «Ζητείται ψεύτης» ενώ ετοιμάζει στο θέατρο «Γκλόρια» το «Ενα βότσαλο στη λίμνη». Ο Πάνος Σκουρολιάκος έχει ανεβάσει δύο φορές αντίστοιχα ελληνικά έργα στο ΔΗΠΕΘΕ Λαμίας, ενώ έχει συμμετάσχει σε άλλες παραστάσεις στην Αθήνα.

Οπου να ‘ναι βγαίνει σε κινηματογραφικό ριμέικ το «Ζητείται ψεύτης» με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη. Ο Γιάννης Μπέζος ετοιμάζει στο «Κιβωτός» το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» ενώ στο «Ηβη» ανεβαίνει από τους Γ. Καπουτζίδη και Ε. Κωνσταντινίδου το «Φωνάζει ο κλέφτης»!

Ο Σακελλάριος, ο Ψαθάς, ο Γιαννακόπουλος και ο Τζαβέλλας ξαναγίνονται της μόδας, όχι τυχαία όμως. Αφενός έγραψαν έργα για όλη την οικογένεια, αφετέρου διακωμώδησαν καταστάσεις και ήθη της τότε ελληνικής κοινωνίας που περιέργως πώς εξακολουθούν να ισχύουν ή επανεμφανίστηκαν. Η γενιά των 600 ευρώ δεν μπορεί να στήσει σπιτικό αν δεν υπάρξει προίκα, οι πολιτικοί εξακολουθούν να λένε ψέματα, οικονομικά προβλήματα ταλανίζουν τη χώρα περισσότερο παρά ποτέ, η δε ισότητα… παραμένει ανισότητα.

Το «Ζητείται ψεύτης» π.χ. έχει να κάνει με τα ψέματα στην πολιτική και τις πελατειακές σχέσεις. Στο ριμέικ της ταινίας το έργο έχει φρεσκαριστεί, πλησιάζει περισσότερο τα καθ’ ημάς αφού η πολιτική γίνεται πλέον και μέσω των media. «Αρχισε πια η εικόνα να έχει τεράστιο ενδιαφέρον, υπάρχουν λέξεις στην πολιτική ζωή αλλά και στην καθημερινή μας ατζέντα, όπως επικοινωνία, επικοινωνιολόγος, image maker, διαφημιστές. Στήνεται ένα ολόκληρο ψέμα μέσω της εικόνας κυρίως, το οποίο αφορά τους πολιτικούς. Αν δεν υπάρχεις στο γυαλί, δεν υφίστασαι», επισημαίνει ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, προσθέτοντας πως μέρος των προβλημάτων της κοινωνίας μας παραμένει αναλλοίωτο, από την εποχή της δημιουργίας του Βασιλείου της Ελλάδος.

Ο ίδιος θα πει πως μέχρι τη δεκαετία του 1970 οι Ελληνες είχαν άλλου είδους οπτική και προβλήματα και πως με τη μεταπολίτευση μπήκαμε σ’ ένα καινούριο πλαίσιο το οποίο δεν ορίσαμε, με αποτέλεσμα, ενώ χάσαμε τον παλιό μας κόσμο και τη ματιά μας απέναντι στη ζωή να μη βρούμε νέο τρόπο για να διαχειριστούμε την καθημερινότητά μας. Μεσολάβησε έκτοτε μια χορτάτη, ανοργάνωτη και λίγο νεόπλουτη Ελλάδα, που δεν μπόρεσε όμως να εφεύρει νέα αντίληψη. «Είναι ένα ζήτημα που τίθεται εδώ και χρόνια, και η οικονομική του εκδοχή, η κρίση δηλαδή που μας αναστάτωσε κι αρχίσαμε να το συζητάμε δημόσια, νομίζω πως είναι αποτέλεσμα της προηγούμενης διεργασίας», λέει ο ηθοποιός.

Το «Η δε γυνή να φοβήται τον άντρα» είναι έργο που αφορά τις σχέσεις, την αδυναμία ενός άντρα να δεχτεί σε ισότιμο ρόλο τη γυναίκα δίπλα του. Ο Γ. Μπέζος θα πει ορίζοντας τα πράγματα: «Η σχέση των ζευγαριών, ο δεσποτισμός του άντρα, ή η υποχωρητικότητα της γυναίκας, δεν έχουν αλλάξει και πολύ, ούτε και η επιθυμία για μεγαλύτερη κοινωνική καταξίωση που τότε εκφραζόταν μέσα από την αντιπαροχή, το διαμέρισμα, το ρετιρέ, τα καλά ρούχα. Ολα αυτά υπάρχουν δίπλα μας ακόμα κι αν δεν τα αναγνωρίζουμε άμεσα».

Θα προσθέσει πως το έργο του Τζαβέλλα στον καιρό του δεν έκοψε πολλά εισιτήρια, αλλά ο χρόνος το «κάλυψε» και το αγάπησε. «Και μου κάνει εντύπωση ότι το αγαπούν κι οι νεότεροι, που σημαίνει ότι έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους, έχουν μια άλλη αλήθεια που οφείλουμε εμείς να αποκαλύψουμε. Αυτό είναι για μένα το αιτούμενο. Δεν ανεβάζω το έργο απλώς γιατί αντέχει».

Μια τριλογία έχει κατά νου ο Π. Χαϊκάλης, πάνω σε τρία θεατρικά που μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο και μεγαλύνθηκαν από τον Βασίλη Λογοθετίδη. Ξεκινώντας με το «Ενα βότσαλο στη λίμνη» φέτος στο θέατρο «Γκλόρια», θέλει να συνεχίσει με το «Ενας ήρως με παντούφλες» και να καταλήξει στο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται». «Πιστεύω», λέει, «πως εκφράζουν απόλυτα το σήμερα. Η ψίχα των πραγμάτων μένει η ίδια. Π.χ. στους «Γερμανούς» κάτι μας ενώνει αίφνης, η αντίσταση, το ξεχνάμε μετά και πάμε να βιώσουμε μία από τα ίδια. Και ξέρετε, όποιος λαός ξεχνά το παρελθόν του είναι υποχρεωμένος να το ξαναζήσει. Να προσθέσω πως οι αξίες έχουν φθαρεί; Ή να μιλήσω για τα οικονομικά προβλήματα; Τα είπαν πριν από μένα όλα αυτά ο Σακελλάριος ή ο Ψαθάς».

Και οι τρεις θα συμφωνήσουν, όπως και οι Δ. Πιατάς, Κ. Τσιάνος και Π. Σκουρολιάκος, που μπαίνουν στη συζήτηση, πως το νεανικό κοινό αποδέχτηκε συχνά με ενθουσιασμό παρόμοιες παραστάσεις. «Συνέβη το οξύμωρο», λέει ο Δ. Πιατάς, «ότι αυτές οι ταινίες μετακινήθηκαν στην τηλεόραση, ως διαλείμματα. Για να καλύψουν πρόγραμμα. Ομως οι πιτσιρικάδες τις βλέπουν, διαμορφώνοντας ένα νέο κοινό, το οποίο διαφορετικά δεν θα τις γνώριζε. Δεν θα μπορούσαμε εμείς προφορικά ή μέσα από τις παραστάσεις μας να δώσουμε την αίσθηση».

Δάνειο από τους παλιούς

Σε ό,τι αφορά τις συγκρίσεις που αυτονόητα γίνονται, όταν έχει δει ο θεατής π.χ. τον Λογοθετίδη ή τον Ηλιόπουλο στην ταινία, υπάρχουν διαφωνίες. Ο Ι. Μιχαηλίδης, που παίζει διασκευασμένο το «Ζητείται ψεύτης», λέει χαμογελώντας πως «όταν δεν μπορείς να τα βάλεις με τα μεγαθήρια, αλλάζεις γήπεδο». Ο Π. Σκουρολιάκος θεωρεί πως δεν τίθεται θέμα σύγκρισης «διότι αν κάτσεις και σκεφτείς ποιος έπαιξε τους ρόλους, δεν τους παίζεις». Ο Π. Χαϊκάλης αναφέρεται σε μη συγκρίσιμα μεγέθη, αφού «δεν πας να αποδείξεις πως είσαι καλύτερος απ’ τον Λογοθετίδη αλλά να δεις πώς μπορείς να φωτίσεις σήμερα το έργο». Ενώ ο Δ. Πιατάς θα πει ότι «κάνοντας επιτυχία κερδίζουμε πόντους ως ηθοποιοί ακόμα κι αν παίρνουμε δάνειο από τη φήμη κάποιων που δεν είναι πια στη ζωή».

Συμφωνούν οι περισσότεροι πως με το κατάλληλο θεατρικό ανέβασμα, πάντα εποχής, τα έργα δεν έχουν «ρυτίδες». Ο Γ. Μπέζος μάλιστα για να τονίσει το κλίμα των αρχών της δεκαετίας του 1960 περιλαμβάνει στην παράσταση νέα τραγούδια που έγραψαν η Δήμητρα Γαλάνη και η Λίνα Νικολακοπούλου, αλλά «είναι σαν να ακούς το τότε ραδιόφωνο».

Μια ενδιαφέρουσα επισήμανση κάνει ο Π. Σκουρολιάκος για ό,τι αφορά τους συγγραφείς: «Δεν έγραφαν θέατρο στο γραφείο τους, εκεί κατέγραφαν αυτό που είχαν συλλέξει την προηγούμενη βραδιά μέσα στο θέατρο. Παρακολουθούσαν, βλέπετε, σχεδόν κάθε βράδυ τις παραστάσεις τους, περνούσαν την ημέρα τους ψάχνοντας τη νέα ατάκα για να την τοποθετήσουν στο έργο που παιζόταν ήδη, ώστε να ζωντανέψει περισσότερο. Δεν είχαν βγει αυτοί οι άνθρωποι από σεμινάρια, ήταν βιωματικοί συγγραφείς».

Να ολοκληρώσουμε με το αυτονόητο: Τα έργα στα οποία αναφερθήκαμε γράφτηκαν για να τα παρακολουθήσει όλη η οικογένεια. Το γυμνό ή η βωμολοχία δεν υπήρχαν, οι συγγραφείς έκλειναν απλώς το μάτι στο κοινό. Ταιριάζει αυτό με τους καιρούς μας; Ισως, αφού ανάμεσα στα άλλα υπάρχει ένα ακόμα κοινό γνώρισμα με την Ελλάδα του 1950, ένας νεοπουριτανισμός, που υφέρπει και χαρακτηρίζει περισσότερο κι από τους παλιούς πολλούς νεότερους. *

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΑΦΚΟΥ, Επτά, Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010