Category Archives: Γκενεράλης Δημήτρης

Τρεις παραστάσεις «μπερδεμένου» περιθωρίου

«Σοσιαλιστικό» Βερολίνο, Οκτωβριανή Επανάσταση, αγγλική πρωτοπορία

Κριτική Σπύρος Παγιατάκης, Η Καθημερινή, Kυριακή, 23 Nοεμβρίου 2008

  • Δημήτρης Γκενεράλης, Bερολίνο 1989. Ιστορίες Μιας Πόλης, σκην.: Αρ. Τρουπάκης. Θέατρο: Απλό
  • Νίνα Μπερμπέροβα, Η συνοδός, σκην.: Δ. Κωνσταντινίδης. Θέατρο: Βαφείο
  • Μάρτιν Κριμπ, Ολο και λιγότερες καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, σκην.: Φ. Μακρής. Θέατρο: Studio Μαυρομιχάλη

Το Βερολίνο μετά την πτώση του τείχους αλλά πριν αποχωρήσει οριστικά η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας και επανενωθεί το πλέον ισχυρό κράτος της Δυτικής Ευρώπης.

«Βερολίνο 1989». Μια πόλη «μάλλον μπερδεμένη» αναφέρει το πρόγραμμα που προλογίζει το επταπρόσωπο έργο του Δημήτρη Γκενεράλη που φέρει τον υπότιτλο «Ιστορίες μιας Πόλης». Καμιά σχέση με τον Αμερικανό Ισεργουντ ή τον Ντέμπριν – και οι δυο τους περιγραφικοί και αφηγηματικοί. Με εξίσου μπερδεμένη διάθεση –και σ’ ένα μετα-εξπρεσιονιστικό ημίφως– σκηνοθέτησε το έργο ο Αρης Τρουπάκης. Το σκηνικό περιβάλλον έδειχνε να είναι κάτι σαν ανακριτικός χώρος της διαβόητης ΣΤΑΖΙ. Ενας ανακριτής κι ένας ανακρινόμενος, οι οποίοι αλλάζουν συνεχώς ρόλους. Μέσα σε μια γκριζαρισμένη υποφωτισμένη ατμόσφαιρα που θύμιζε έντονα την ταινία του Φριτς Λανγκ «Δρ Μαμπούζε» (του 1920) ο κυνηγός και ο κυνηγημένος αδυνατούν να διατηρήσουν την όποια σιγουριά ή ανασφάλειά τους. Το καθεστώς βρίσκεται υπό κατάρρευση και οι πάντες τρικλίζουν βλέποντας ένα μέλλον με ερωτήματα. Μία κατάσταση η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θεατρικο-ψυχολογικά ενδιαφέρουσα εάν κι εφόσον ήταν πιο διευκρινιστική.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το μπέρδεμα παραμένει θολό. Κι όμως, μετά τα τόσα χρόνια που πέρασαν από το γκρέμισμα του «τείχους του αίσχους» πολλά είναι αυτά που σηκώνουν μια ψυχραιμότερη αντιμετώπιση. Και πρώτα-πρώτα το ίδιο το τείχος. Και το «αίσχος». Αν δεν το είχαν χτίσει η Ανατολική Γερμανία θα έπρεπε να το έκλεινε το μαγαζί της.

Ηταν η εποχή που η Δυτική Γερμανία ευνοούσε τη μαύρη αγορά του ανατολικογερμανικού μάρκου που το άλλαζες τέσσερα προς ένα. Στόχος ήταν να προκληθεί μια αναπόφευκτη κατάρρευση της ανατολικής οικονομίας. Τότε χιλιάδες ήταν αυτοί που δούλευαν στο Δυτικό Βερολίνο, τετραπλασίαζαν τα έσοδά τους και ζούσαν βασιλικά στο «σοσιαλιστικό» Ανατολικό δίχως να προσφέρουν οτιδήποτε. Ποια χώρα θα ανεχόταν κάτι τέτοιο δίχως τείχος; Τέλος πάντων. Ενα μικρό μόνο παράδειγμα για το πώς μπορεί να σου βγει το όνομα, ακόμα κι όταν τυγχάνεις «τείχος», ντουβάρι. Πάρα πολλά είναι αυτά που θα μπορούσε να διηγηθεί το Βερολίνο του τότε. Σπούδασα κι έζησα εκεί για μία δεκαετία, κι είχα τα μάτια μου ανοιχτά. Ομως, από το «Βερολίνο 1989» του Δημήτρη Γκενεράλη δεν κατάλαβα πολλά πράγματα. Μάλλον μπερδεύτηκα κι εγώ με την εσωστρεφή του διήγηση κι ένιωσα συμπόνια για μερικούς αξιοπρεπέστατους ηθοποιούς, όπως του Αργύρη Θανασούλα, Ιωάννη Λάσπια, Στέλιο Πάρρη και Δάφνη Μανούσου, οι οποίοι είχαν –οι δύστυχοι– να υποστηρίξουν θολές και ανεξήγητες καταστάσεις. Το πρόγραμμα της παράστασης με τις φωτογραφίες του Λένιν και με τα κείμενα της Οκτωβριανής Επανάστασης σε μπερδεύει κι αυτό.

Σκιά της «πρωταγωνίστριας»

Το μόνο κοινό που έχει «Η συνοδός» με εκείνη την ταραγμένη επαναστατική εποχή είναι πως η συγγραφέας Νίνα Μπερμπέροβα γεννήθηκε το 1901 στην Πετρούπολη και μάλιστα από αστική οικογένεια. Εφυγε όμως σε νεαρή ηλικία και δημιούργησε στη Δύση.

Γραμμένη το 1934 «Η συνοδός» είναι μία νουβέλα όπου εξιστορείται η ιστορία της Σόνιας, μιας accompagnatrice, δηλαδή μιας απ’ αυτές τις μέτριες πιανίστες που συνοδεύουν –μέχρι και σήμερα– τραγουδίστριες και χορεύτριες στο σολίστικο πρόγραμμά τους. Η μέτριας εμφάνισης δασκάλα του πιάνου Σόνια συνοδεύει τη Μαρία, μια απαστράπτουσα κλασική τραγουδίστρια στις τουρνέ της. Κι έτσι όπως βρίσκεται πάντα στη σκιά της «πρωταγωνίστριας» δεν αργούν να δημιουργηθούν σχέσεις περισσότερο ζήλειας παρά θαυμασμού, μάλλον μίσους παρά αγάπης. Και βέβαια υπάρχουν κι έντονες κάποιες υποψίες κάποιου ανολοκλήρωτου ομο-ερωτισμού. Αυτή η τραμπάλα που γέρνει επικίνδυνα από τη μια μεριά είναι ένα πρώτης τάξεως υλικό για τη Νίνα Μπερμπέροβα, η οποία το επεξεργάζεται αριστοτεχνικά στο αφηγηματικό κείμενό της, όπου φανερώνει και ταυτόχρονα κρύβει ενδόμυχες εγληματικές σκέψεις. Στη θεατρική του παρουσίαση (διασκευή Ράζβαν Μαζίλου και μετάφραση Δαμιανού Κωνσταντινίδη, ο οποίος και σκηνοθέτησε την παράσταση) η ισχυρή προσωπικότητα της –υποταγμένης στο κείμενο– Δήμητρας Χατούπη επεσκίασε εκείνη τη φιγούρα, η οποία κανονικά θα έπρεπε να λάμπει επάνω στη σκηνή. Δηλαδή την primadonna assolutta, παιγμένη εδώ από την Ελενα Χατζηαυξεντή, μία ηθοποιό η οποία διαθέτει και μία καλογυμνασμένη οπερετική φωνή. Ομως, πώς να το κάνουμε. Το «δεύτερο βιολί» στο έργο δεν θα έπρεπε να διαθέτει έναν τόσο εντυπωσιακά καλύτερο ήχο στην παράσταση.

Κανονικά έπρεπε να δίνει την εικόνα του θαμπού και του άτεχνου. Και η Δήμητρα Χατούπη έλαμπε από την αρχή μέχρι το τέλος. Το πιθανότερο ήταν ότι ο σκηνοθέτης δεν κατόρθωσε να παρουσιάσει τη Χατούπη σαν υποταγμένη και –τελικά– αποτυχημένη στη ζωή της, όπως είναι η Σόνια στο έργο. Εκτός πλέον και αν η όλη υπόθεση «…θα μπορούσε εντέλει να εκληφθεί… σχεδόν προφητική, της ιστορίας της ίδιας της ρωσικής Επανάστασης και της απώτερης κατάληξής της», όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης στο πρόγραμμα σ’ ένα ελάχιστα κατατοπιστικό σημείωμά του. Προσωπικά τουλάχιστον δεν κατόρθωσα ν’ αντιληφθώ τα των προφητειών – της Οκτωβριανής Επανάστασης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ομως έστω και «λάθος», ακόμα και στις υπερβολές της η Δήμητρα Χατούπη είναι μια ηθοποιός που ο θεατής αξίζει να «χαζέψει» στις κοντινές αποστάσεις ενός μικρού θεάτρου.

Χαμογελαστή παράσταση

Αν σας αρέσει η λεγόμενη πρωτοπορία στο θέατρο κι αν τύχει να βρεθείτε στο Λονδίνο και θελήσετε να πάτε με –σχεδόν– κλειστά μάτια να δείτε «πρώτοι» κάτι που θα παιχθεί προσεχώς και στις μικρές avant garde σκηνές της Αθήνας, ε τότε πηγαίνετε στο Royal Court Theatre, στην Πλατεία Sloane. Από εκεί «ψωνίζουν» τους νεωτερισμούς τους και οι νεο- Ελληνες θεατράνθρωποι. Σάρα Καίην, Μαρκ Ρέηβενχιλλ, Νταίηβιντ Χέηρ, Απριλ Ντε Αντζελις κι άλλοι 40άρηδες με 50άρηδες Αγγλοι και Ιρλανδοί συγγραφείς έχουν πρωτοπαρουσιασθεί εκεί. Ανάμεσά τους και ο Μάρτιν Κριμπ (Crimp) του οποίου το «Ολο και λιγότερες καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης» παίζεται τώρα κι εδώ σ’ εμάς. Επισημασμένος για την «ανυπόφορη» γλώσσα του και για τη συναισθηματική του αποστασιοποίηση –σπάνια οι χαρακτήρες του μαρτυρούν σημάδια αγάπης ή αγαλλίασης– ο 52χρονος Αγγλος συγγραφέας ανήκει στην μετα-πιντερική «μαύρη γεννιά».

Στο «Ολο και λιγότερες Καταστάσεις Εκτάκτου Ανάγκης» –προβληματικό κείμενο μεταφρασμένο από τη Χριστίνα Μπάμπου-Παγουρέλη, μπράβο της!– αφηγητές και ήρωες (τα πρόσωπα είναι 3 ή τέσσερα) μπερδεύονται αναμεταξύ τους αλλάζοντας τους ρόλους, μιλώντας πολλές φορές ο ένας πάνω στον άλλον και συναλλασσόμενοι όσο γίνεται με τους θεατές. Το ανακάτωμα που δημιουργείται είναι τελικά πρόσχαρο. Στην αγγλική παράσταση δεν υπήρχε βέβαια τίποτα το πρόσχαρο. Ομως προτιμώ την ελληνική χαρμόσυνη εκδοχή, η οποία σίγουρα οφείλεται και στους «έξω καρδιά» ηθοποιούς Θανάση Βλαβιανό, Μαρία Κορδώνη, Στέλλα Κρούσκα και Φώτη Μακρή. Ο τελευταίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία, η οποία δείχνει να στέκεται σεμνά απόμακρα αφήνοντας άνετο περιθώριο στον κάθε ηθοποιό για αυτοσχεδιασμούς. Μία χαμογελαστή παράσταση όπου λείπει το συνοφρυωμένο και απαισιόδοξο ύφος που κουβαλά ένας συγγραφέας ο οποίος παρά τα λίγα του χρόνια μόνο νέος δεν δείχνει. Κάπως σαν τη συμπατριώτισσά του, τη γνωστή και για την αυτοχειρία της Σάρα Καίην.

*«Βερολίνο 1989 – Ιστορίες μιας πόλης» Απλό Θέατρο

Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ
Το «όνειρο»: μια απαστράπτουσα κοσμοπολίτικη μητρόπολη, μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, τόπος συνένωσης παρελθόντος και μέλλοντος. Δυτικά, η πανάκριβη βιτρίνα με τα νέα επιβλητικά κυβερνητικά παλάτια, τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα εκθεσιακά συγκροτήματα, τις διπλές και τριπλές Λυρικές Σκηνές κ.λπ. Ανατολικά, το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας, με μόνους αυξάνοντες δείκτες αυτούς της ανεργίας, της φτώχειας, της εγκληματικότητας, της κατάθλιψης.

Η παράσταση με το έργο του Δημήτρη Γκενεράλη σε σκηνοθεσία Αρη Τρουπάκη στο «Απλό Θέατρο»

Η «ραφή» μεταξύ των δύο τμημάτων της διχοτομημένης πόλης είναι πλέον αόρατη. Το Τείχος, που έμοιαζε να έχει χτιστεί για την αιωνιότητα και χρειάστηκε χρόνια για να αναπτυχθεί από το αρχικό αγκαθωτό συρματόπλεγμα στην τερατοκατασκευή από μπετόν αρμέ με τα ηλεκτροφόρα καλώδια και τους πυργίσκους-παρατηρητήρια, γκρεμίστηκε μέσα σε μία νύχτα, μετατοπίζοντας τον εθνικό διχασμό στο κεφάλι των «αδελφών» Γερμανών.

Είκοσι χρόνια μετά τον ιστορικό Νοέμβρη του 1989, η νέα εθνική ταυτότητα περιέχει νικητές και ηττημένους. Στα νέα κρατίδια, την αρχική καταιγιστική ευφορία διαδέχθηκαν ανασφάλεια, πανικός, παραίτηση, νοσταλγία. Θυμάμαι το τεράστιο γκράφιτι σε τοίχο του ανατολικού Βερολίνου: «Θα ξαναβρεθούμε. Θα γίνουμε πάλι ανατολικο-γερμανοί»!

Στον απαρχαιωμένο ανατολικό τομέα ξεπουλήθηκαν εν τάχει γη, σπίτια, βιομηχανίες, συνειδήσεις. «Γερμανοί αγοράζουν Γερμανούς» (Χάινερ Μίλερ). Η κυνική γιγάντια αγοραπωλησία σηματοδοτεί και την απώλεια μυθικών εννοιών, όπως «σοσιαλισμός», «λαϊκή θέληση», «επανάσταση», αλλά και το τέλος της ουτοπίας ενός επίγειου δυτικού παραδείσου. Το τίμημα της ελευθερίας του αποδείχτηκε τεράστιο.

Σε αυτή την μυθιστορηματικής σαγήνης πόλη με τον βαρύτατο συμβολισμό της διαιρεμένης Γερμανίας και ενός διχασμένου πλανήτη είναι αφιερωμένο το βιβλίο του Δημήτρη Γκενεράλη με τον άνω κινηματογραφικό τίτλο. Φόρος τιμής σε έναν απερχόμενο κόσμο και στα είκοσι χρόνια της τρομακτικής διαδικασίας συγχώνευσης κυττάρων που λέγεται επανένωση. Ενα συγκινητικό ντοκουμέντο τρυφερότητας, πολιτικού σκεπτικισμού και οξυδέρκειας από έναν αλλοδαπό παρατηρητή-κάτοικο της ανατολικής πλευράς, τα κρίσιμα χρόνια της κατάρρευσης του σοσιαλισμού και των γερμανογερμανικών συνόρων.

Αδρό και παραστατικό είναι και το θεατρικό ζουμάρισμα σε πρόσωπα, γεγονότα και τόπους από συγγραφέα και σκηνοθέτη της παράστασης (Αρης Τρουπάκης). Το 70λεπτο δρώμενο είναι ένα μικρό νοερό ταξίδι, σαν μαυρόασπρη ταινία του Ριντ, πίσω στον σταματημένο χρόνο, μόλις λίγα μέτρα από τα νεοκαπιταλιστικά άλματα του 21ου αιώνα. Παρ’ ότι η παράσταση αιωρείται άβολα -πλην χωρίς σκηνικά βοηθήματα- ανάμεσα σε μνήμες, χρονικό παρόν αφήγησης και σκηνική πραγματικότητα, έχει την επιτακτικότητα του ντοκιμαντέρ.

Σε ένα γκρίζο, κακοφωτισμένο γραφείο της Στάζι (σκηνικό Θοδωρής Χρυσικός), στη διάρκεια μιας ανάκρισης, ένας Ανατολικογερμανός πράκτορας (Ιωάννης Λασπίας) και ένας ανακρινόμενος δυτικός ακτιβιστής (Αργύρης Θανάσουλας) συμπυκνώνουν σε «περίληψη» τον παραλογισμό ψυχροπολεμικών αντιπαραθέσεων και την παράδοξη «υπόγεια» συγγένεια ακραίων ιδεολογιών σε μετωπική σύγκρουση.

Ο ένας, εκπρόσωπος ενός ολοκληρωτικού αστυνομικού κράτους, ο άλλος στρατευμένος αριστερός που εκδιώκεται ως τρομοκράτης στο δυτικό Βερολίνο και ως αντικαθεστωτικός στο ανατολικό, ανατρέπουν κάθε ψευδαίσθηση περί ιδανικής ιδεολογίας. Θλιβερός αναφομοίωτος κομμουνισμός V οικονομικού ιμπεριαλισμού σε έξαρση, τιτλοφορούν τα τραγικά διλήμματα και τα ψεύτικα όνειρα περί εδεμικού κόσμου. Γκίντερ Γκρας: «Οι Γερμανοί πήγαν από τον Χίτλερ στον Στάλιν και μετά στο δυτικό μάρκο». Φαίνεται πως πάνω στα εδάφη της ΛΔΓ συντελείται το μεγαλύτερο κοινωνικό πείραμα της Ευρώπης μέχρι σήμερα. Μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη πολιτική παράσταση, στηριγμένη στη φρεσκάδα και την ερμηνευτική ειλικρίνεια ακόμη πέντε νέων ηθοποιών: Ιωάννα Σταυροπούλου, Μαρλέν Σαΐτη, Λεονάρντο Σφοντούρης, Δάφνη Μανούσου, Στέλιος Παρρής. *

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 – 22/11/2008