- Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ
-
Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 28 Απριλίου 2010
Είναι τραγικό. Ο «Υπάλληλος» του Μ. Χουρμούζη γράφτηκε το 1833. Σήμερα, 177 χρόνια μετά, με την Ελλάδα υπό την «μπότα» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είναι περισσότερο επίκαιρος από την εποχή που συνεγράφη. Τότε που το ελληνικό κράτος -«νεοσσός»- βρισκόταν σε δεινή θέση και πάσχιζε να του καταβληθεί το δεύτερο «σωτήριο» δάνειο.
Αντώνης Γκρίτσης, Στάθης Μαντζώρος και Χάρης Φλέουρας. Οι τρεις ερμηνευτές 33 χαρακτήρων.
Δεν σκέφτηκε ακριβώς έτσι η σκηνοθέτρια του έργου, Κυριακή Σπανού, που πέρσι έκανε αίσθηση με τον «Αραβοϊσραηλινό Τσελεμεντέ» του Ρόμπιν Σόανς. Το σατιρικό θεατρικό έργο του Χουρμούζη το είχε βάλει στο πρόγραμμα νωρίτερα. Αλλωστε, οι διεφθαρμένοι μηχανισμοί της εξουσίας, με το ένα σκάνδαλο να ξεσπά και να κουκουλώνει ακαριαία το άλλο, είναι εγχώρια καθημερινότητα τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια.
Ο «Υπάλληλος» ανεβαίνει τελικά ως «(Εθνικός) Υπάλληλος» στις 4 Μαΐου στο «Αλεκτον» για 12 μόλις παραστάσεις, επιχειρώντας το ακατόρθωτο. Τρεις ηθοποιοί, ο Αντώνης Γκρίτσης, ο Στάθης Μαντζώρος και ο Χάρης Φλέουρας, θα υποδύονται τους περισσότερους από τους 33 ρόλους του. Μέσα από την εναλλαγή «μασκών» αφηγούνται τον γελοίο μηχανισμό της διαφθοράς και της απάτης που «λες και θεσμοποιήθηκε μαζί με την ίδρυση του κράτους», σχολιάζει η σκηνοθέτρια. Κεντρική εικόνα του έργου είναι η Monopoly, στην οποία πουλιέται και αγοράζεται η Ελλάς.
«Με εντυπωσίασε που ο Χουρμούζης είχε το 1833 ένα τόσο διαυγές βλέμμα πάνω στα δημόσια πράγματα», τονίζει η Κυριακή Σπανού. «Βλέποντας το έργο του, το πιθανότερο να κάνετε τη θλιβερή διαπίστωση: σαν να μην πέρασε μια μέρα εδώ και περίπου 200 χρόνια στα θέματα της κρατικής διαφθοράς. Υπάρχουν εντυπωσιακές αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση. Υπάρχουν ακόμα και ατάκες που μοιάζουν σημερινές. Ο Χουρμούζης αναλύει με πολύ μεγάλη ακρίβεια τον μηχανισμό των πελατειακών σχέσεων και της διαπλοκής που υπάρχει στο ελληνικό κράτος από καταβολής του!».
Το έργο γράφτηκε μόλις έξι χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Ο Χουρμούζης, αγωνιστής του 1821, αυτοδίδακτος συγγραφέας και βουλευτής Φθιώτιδας από το 1851 ώς το 1854, το συγγράφει εν θερμώ. Είχε βγει απ’ τα ρούχα του με τη ραγιάδικη κουτοπονηριά, η οποία σέρνεται απαράλλαχτη ώς τις μέρες μας. Αργότερα, μάλιστα, που θα εκλεγεί και βουλευτής θα απογοητευτεί ακόμα περισσότερο και θα αποχωρήσει πικραμένος για τη γενέθλιο Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος, άλλωστε, το δηλώνει: «Αφού τα έψαλα στους ξένους, σειρά έχουν οι δικοί μας». Δικοί μας δεν είναι άλλοι απ’ τους ανώτατους κρατικούς υπαλλήλους. Οπως ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου του, ο κύριος Ολυμπιάδης, που ξετυλίγει το μέγεθος της ιδιοτέλειάς του ενώ μηχανεύεται «μεθόδους» για να αυξηθεί από τον αντιβασιλέα του Οθωνα, ο μισθός του.
Οι εμφανείς δραματουργικές αδυναμίες του κειμένου, σύμφωνα με τη σκηνοθέτρια της παράστασης, «ισοφαρίζονται» από την αιχμηρότητα του περιεχομένου και την ολοζώντανη απαστράπτουσα γλώσσα. «Δεν μπόρεσε να τα δει τα έργα του ο Χουρμούζης στη σκηνή για να διορθώσει τη δραματουργία. Ανέβηκε μια παράσταση του «Λεπρέντη» του για 3-4 μέρες το 1836, αλλά έκτοτε ο συγγραφέας έπεσε στην αφάνεια», εξηγεί η Σπανού. «Ομως, η γλώσσα του μας κάνει να καταλάβουμε πόσες χαμένες ευκαιρίες ήταν η καθαρεύουσα», προσθέτει. «Στον «Υπάλληλο» έχουμε ένα σπουδαίο μίγμα ομιλουμένης της εποχής με τύπους καθαρευουσιάνικους και τούρκικες επιρροές. Είναι μια πολύ ζωντανή γλώσσα, η οποία δυστυχώς αργότερα «στραμπουλήχθηκε»».
Η «μικρή δραματουργική επέμβαση» της παράστασης οδηγεί τον Ολυμπιάδη στην πτώση του. Ο Χουρμούζης τον άφηνε ανέγγιχτο. Σαν να προέβλεπε ακόμα και το μέλλον.
Είστε μάλλον πιο αισιόδοξη ή λιγότερο θυμωμένη από τον Χουρμούζη, ο οποίος, περισσότερο απαισιόδοξος ή ρεαλιστής, διατήρησε τον κύριο Ολυμπιάδη στη θέση του.
«Αμα είσαι μητέρα, δεν μπορείς να είσαι απαισιόδοξη. Χρειάζεται, όμως, να ξανασκεφτούμε πάνω στην ταυτότητά μας, χωρίς κλισέ και περιορισμούς. Να ξαναδούμε στη σημερινή δύσκολη συγκυρία με ένα καινούργιο, καθαρό βλέμμα τα πράγματα για να επαναπροσδιορίσουμε τα επόμενα βήματά μας».
info: Σκηνικά-Κοστούμια: Ολυμπία Σιδερίδου. Μουσική: Κώστας Βόμβολος. Χορογραφία: Κωνσταντίνα Μικρούτσικου.