Category Archives: Χουβαρδάς Γιάννης

Ανανεώθηκε η θητεία του Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο – επιβραβεύτηκε η ευνοιοκρατία και η παρεοκρατία!

Η ΕΙΔΗΣΗ λέει ότι χτες το απόγευμα ο υπουργός Πολιτισμού συναντήθηκε με τον Γιάννη Χουβαρδά και ανανέωσε τη θητεία του ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, επιβάλλοντας ταυτόχρονα και νέα περικοπή του υποβληθέντα προϋπολογισμού του ΕΘ, κατά 900.000 ευρώ (αντί 9 εκατ. ευρώ 8.100.000 ευρώ).

Κι αν έγινε περικοπή του προϋπολογισμού λίγο μ’ ενδιαφέρει κι εμένα αλλά και τον κόσμο. Μέσα στο γενικό χαλασμό, αυτό το περιμέναμε και καλώς έγινε. Εκείνο που δεν μπορεί κανείς να δεχτεί είναι η παράλογη απόφαση του υπουργού να ανανεώσει τη θητεία του κυρίου Χουβαρδά. Είναι σα να επιβραβεύει την ευνοιοκρατία και τον φαβοριτισμό του κ. Χουβαρδά. Μέσα στο διάστημα που εργάστηκε ο κ. Χουβαρδάς κατάφερε να φτιάξει ένα Εθνικό Θέατρο κατ’ εικόνα και ομοίωση του δικού του (Θέατρο του Νότου-Αμόρε). Και η κορύφωση της ευνοιοκρτατικής τακτικής του ήταν να καθιερώσει ως πρωταγωνίστρια την σύζυγό του, την ηθοποιό Άλκηστη Πουλοπούλου, σε έργα με δική του σκηνοθεσία! Μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι προχθές έστειλε μια ανακοίνωση στις εφημερίδες όπου αναφέρει πως μετά την οριστική απόφασή του αν θα δεχτεί ή όχι να συνεχίσει να διοικεί το Εθνικό Θέατρο, θα απαντούσε σε όλους:

«Με αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, και σεβόμενος τον πολύτιμο χώρο των εφημερίδων, αλλά και την δεοντολογία, παρακαλώ όλους τους «ενδιαφερόμενους» για λίγη υπομονή, μέχρι να λήξει η εκκρεμότητα της ανανέωσης (ή μη) της θητείας μου. Αμέσως μετά υπόσχομαι να μιλήσω εφ΄ όλης της ύλης και να απαντήσω σε όλα τα επώνυμα ή ανώνυμα δημοσιεύματα των τελευταίων εβδομάδων. Με εκτίμηση, Γιάννης Χουβαρδάς»

Μια ανακοίνωση, που μοιάζει σχεδόν με ΑΠΕΙΛΗ! Τι θα πει, όλους τους «ενδιαφερόμενους»; Όλοι ενδιαφερόμαστε, όλος ο ελληνικός λαός που πληρώνει το Εθνικό Θέατρο. Ο κ. Χουβαρδάς νομίζει ότι μας «κόλλησε» στον τοίχο ή ότι θα μας «κολλήσει» τώρα που ανανεώθηκε η θητεία του.

Ξέρω ο κ. Χουβαρδάς ότι έχει «φίλιες» δυνάμεις στο δημοσιογραφικό χώρο που χειροκροτούν με το παραμικρό και χωρίς να ξέρουν για ποιο λόγο! ΟΜΩΣ, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι, στο διάστημα της θητείας του ως καλλ. διευθυντή, αυτό που κατάφερε ήταν να φτιάξει ένα Εθνικό Θέατρο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Αμόρε! Να σκηνοθετεί ο ίδιος και η αναπληρώτριά του κ. Θεοδώρου, να πρωταγωνιστεί η γυναίκα του, να ξαναζεί η ευνοιοκρατία στο Εθνικό Θέατρο.

Το γεγονός ότι τώρα τον εμπιστεύεται ο υπουργός Πολιτισμού, δεν μου λέει και πολλά πράγματα, διότι ο κ. Γερουλάνος είναι άσχετος! Γνωρίζω πάντως όλες τις λεπτομέρειες των διαπροσωπικών σχέσεων και τη λειτουργία του «συστήματος». Δεν θεωρώ ότι ο κ. Χουβαρδάς ήταν ο ενδεδειγμένος για την ηγεσία του Εθνικού Θεάτρου. Γελάω και τώρα όταν πριν λίγο καιρό του πήρε μια συνέντευξη το «Αθηνόραμα» και μεταξύ άλλων ρωτήθηκε από τη δημοσιογράφο Μαρία Κρύου:

  • Δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω για την επιλογή της συζύγου σας, της Άλκηστης Πουλοπούλου, στο ρόλο της Σόνια…

Και η «απάντηση» του κ. Χουβαρδά:

  • Είναι ένας πολύ δύσκολος ρόλος, που είναι κόντρα σ’ αυτήν, κι εξ αυτού γεννάται το ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο θέμα. Συνήθως είναι ρόλος που παρουσιάζεται ως μια ιδιαίτερα κλειστή, μονόχνοτη, μοναχική προσωπικότητα, με κακή εξωτερική εμφάνιση. Στην προκειμένη περίπτωση είναι ένας άνθρωπος που έχει τα εντελώς αντίθετα χαρακτηριστικά, είναι επικοινωνιακή, έχει ωραία εμφάνιση… Η κόντρα αυτή δημιουργεί κάποιες εντάσεις στο ρόλο που με ενδιέφερε να υπάρχουν.

Δηλαδή, από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα! Όχι ότι δεν κατάλαβε τη σκοπιμότητα της ερώτησης, αλλά θα σκέφτηκε «γιατί να μπω στο τρυπάκι και να ψάχνω δικαιολογίες που προωθώ τη γυναίκα μου»;

Θα πρέπει να ξέρει ο κύριος Χουβαρδάς ότι έγιναν αγώνες για να καθαριστεί το τοπίο στο πρώτο θέατρο της χώρας. Να ανανεωθεί, να πάψει η ευνοιοκρατία, να μην είναι μια «κλειστή θεατρική γιάφκα» όπως διάβασα κάπου. Να μπουν στο Εθνικό νέοι άνθρωποι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι κ.λπ. Δεν του απαγόρευσε κανείς να σκηνοθετήσει, αλλά είναι ηλίου φαεινότερο ότι σκηνοθετώντας, λόγου χάρη, ένα έργο με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα του, βάζει τη σφραγίδα μιας πολιτικής που οδηγεί στο αδιέξοδο… Δυστυχώς αφότου διοικεί το Εθνικό Θέατρο η εικόνα του που είχε στραπατσαριστεί επί Κούρκουλου, έγινε χειρότερη. Αυτό δεν θέλουν να το βλέπουν εκείνοι που έχουν τη δυνατότητα να πουν κάτι και συνήθως τα μέσα ενημέρωσης σέρνονται πίσω από τις επιθυμίες κάποιων που επιμένουν να κουλαντρίζουν την καλλιτεχνική ζωή του τόπου.

Εδώ φτάσανε στο σημείο να ονοματίσουν σε αίθουσα «Νίκος Κούρκουλος» τη Νέα Σκηνή, επειδή κατά τη θητεία του  ξεκίνησε το μεγάλο έργο της ανακαίνισης του κτιρίου Τσίλλερ!!! Θα έπρεπε να ντρέπονται αυτοί (τα μέλη του Δοικητικού Συμβουλίου) που πήραν την απόφαση κι εκείνοι (της πολιτικής ηγεσίας) που την επικύρωσαν. Δηλαδή, το όνομα «Νίκος Κούρκουλος» στην ιστορία του ελληνικού Θεάτρου είναι πιο βαρύ από τα ονόματα των Φώτου Πολίτη, Δημήτρη Ροντήρη, Αιμίλιου Βεάκη, Κατίνας Παξινού, Αλέξη Μινωτή, Δημήτρη Χορν και τόσων άλλων!

Διευθυντής στην ομίχλη

  • Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Δεν ξέρω αν τελικά ο υπουργός Πολιτισμού ανανεώσει τη θητεία του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο. Πολλοί θεωρούν ότι η πρώτη κρατική σκηνή έχει ανάγκη την ανανεωτική του προσπάθεια. Κάποιοι άλλοι έχουν αρχίσει να πριονίζουν τη καρέκλα του. Η επίθεσή τους κορυφώθηκε όταν η «Ελληνική Θεαμάτων» ζήτησε από το Εθνικό να της «παραχωρηθεί», έναντι ποσοστών από τα κέρδη του, το επιτυχημένο εμπορικά «Τρίτο Στεφάνι» για να συνεχίσει τον Σεπτέμβριο στο «Παλλάς». Ο Γιάννης Χουβαρδάς, που έβλεπε θετικά την πρόταση, δεν μπορούσε να τη δεχτεί για τον εξής απλό λόγο: δεν ασκεί καθήκοντα καλλιτεχνικού διευθυντή! Η πρόταση ήρθε στο Δ.Σ. κι αυτό την ψήφισε. Ο θόρυβος, όμως, που προκλήθηκε οδήγησε σε νέο, έκτακτο Δ.Σ., που,τελικά, την απέρριψε. Η εξέλιξη αυτή δείχνει πολλά. Με άλλοθι την οικονομική κρίση οι λαϊκίστικες απόψεις για το θέατρο ανακάλυψαν νέο ρόλο: υποδύονται τον σωτήρα του.

Η ανάγκη εσόδων στα κρατικά θέατρα δεν σημαίνει επανάληψη εμπορικών παραστάσεων, που έκλεισαν τον κύκλο τους. Δεν είναι το Εθνικό …«Μουσούρη» να παίζει συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Ούτε Λυρική Σκηνή. Η επιλογή του προέδρου της, Νίκου Μουρκογιάννη, να προκρίνει ως λύση σωτηρίας τη «λαϊκή όπερα» και, κυρίως, η ειρωνική του διάθεση για τις «πρωτοποριακές παραστάσεις, που αφήνουν το κοινό μάλλον αδιάφορο», δύσκολα καταπίνονται. Εχουν, όμως, μια λογική. Προκειμένου να κλείσει η Λυρική ας μην ξαναπεράσουμε το κατώφλι της για μερικά χρόνια ακόμα οι νοσταλγοί της εποχής Λαζαρίδη. Μήπως το περάσαμε και φέτος;

Το Εθνικό, όμως, δεν χρειάζεται κάποιο δραματικό πρόγραμμα σωτηρίας. Μια μείωση του προϋπολογισμού ζήτησε ο Παύλος Γερουλάνος και όχι τη μετατροπή του Τσίλερ σε λαϊκό θέατρο. Να σεβαστούμε όλοι μας την κρίση και να μειώσουμε τις περιττές δαπάνες, αλλα όχι και να γυρίσουμε την τέχνη δεκαετίες πίσω. Οι νέοι άνθρωποι που συσπειρώθηκαν στο Εθνικό μπορούν να κάνουν θαύματα και με λιγότερα χρήματα.

Μπροστάρισσα στον πόλεμο κατά του Γιάννη Χουβαρδά μπήκε η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών. Υπάρχει καλύτερο κομπλιμέντο για το έργο του; Είναι η ίδια που πολεμάει τους «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» και την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Μη δει τίποτα να κινείται και να προχωράει μπροστά. Αμέσως να το συκοφαντήσει.

  • ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

H απάντηση του Γιάννη Χουβαρδά

  • Ο Γιάννης Χουβαρδάς, με αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών στην οποία τίθενται πολλά ερωτήματα σχετικά με το Εθνικό Θέατρο, απαντά το εξής: «Σεβόμενος τον πολύτιμο χώρο των εφημερίδων αλλά και τη δεοντολογία, παρακαλώ όλους τους «ενδιαφερόμενους» για λίγη υπομονή, μέχρι να λήξει η εκκρεμότητα της ανανέωσης (ή μη) της θητείας μου. Αμέσως μετά υπόσχομαι να μιλήσω εφ’ όλης της ύλης και να απαντήσω σε όλα τα επώνυμα ή ανώνυμα δημοσιεύματα των τελευταίων εβδομάδων». Εν αναμονή, λοιπόν…
  • Δίκτυο

  • Ραλαντί
  • Γ.Δ.Κ.Σ., TA NEA: Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

// <![CDATA[// Απάντηση στην – ολίγον περίεργων κινήτρων… – ανακοίνωση της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών που δηµοσιεύθηκε στη στήλη στις 6 Μαΐου έστειλε ο Γιάννης Χουβαρδάς: «Με αφορµή την πρόσφατη ανακοίνωση της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών» γράφει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, «και σεβόµενος τον πολύτιµο χώρο των εφηµερίδων αλλά και την δεοντολογία παρακαλώ όλους τους “ενδιαφερόµενους” για λίγη υποµονή µέχρι να λήξει η εκκρεµότητα της ανανέωσης (ή µη) της θητείας µου. Αµέσως µετά υπόσχοµαι να µιλήσω εφ’ όλης της ύλης και να απαντήσω σε όλα τα επώνυµα ή ανώνυµα δηµοσιεύµατα των τελευταίων εβδοµάδων. Με εκτίµηση. Γιάννης Χουβαρδάς». Αλήθεια, τι απέγινε µ’ εκείνο το τελικό ραντεβού για το θέµα το οποίο επρόκειτο – βδοµάδες έχουν περάσει… – να κλείσει ο υπουργός Πολιτισµού – Τουρισµού κ. Γερουλάνος στον διευθυντή του Εθνικού για το θέµα που ο ίδιος ο υπουργός µας έλεγε πως έχει λήξει; Δεν τη σφύριξε ακόµα τη λήξη; Δόθηκε παράταση; Ή οι τελευταίες φάσεις µεταδίδονται σε ραλαντί; Στο οποίο, φαίνεται, έχει ιδιαίτερη αδυναµία ο υπουργός.

Συνδικαλιστές εναντίον Κινηματογραφικής Ακαδημίας και Χουβαρδά

  • Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Η «Διασωματειακή Επιτροπή Φορέων του Οπτικοακουστικού Χώρου» με ανακοίνωσή της χαρακτηρίζει τα βραβεία, που απένειμε τη Δευτέρα στο Μέγαρο Μουσικής η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, ως μια «ιδιωτική εκδήλωση μιας κλειστής περιορισμένης ομάδας, η οποία δημιουργεί αποκλεισμούς στη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων δημιουργών της κινηματογραφικής κοινότητας.

Ενδεικτικά μόνο οι βραβευμένοι που αποκλείονται, βάσει του καταστατικού της νεοσύστατης «Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου», ξεπερνούν τις 600 προσωπικότητες, και μάλιστα στην πλειονότητά τους είναι νέοι». Η Διασωματειακή πιστεύει ότι χρειάζονται Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία και ζητεί να προβλέπονται από τον νέο κινηματογραφικό νόμο. Την ανακοίνωση υπογραφουν οι: Εταιρεία Σκηνοθετών, Ενωση Σεναριογράφων, Σύνδεσμος Παραγωγών Κινηματογράφου-Τηλεόρασης-Βίντεο, Σωματείο Ηθοποιών, Ενωση Μουσικοσυνθετών-Στιχουργών, Ομοσπονδία Αιθουσαρχών, Σωματείο για τη Διάδοση της Ταινίας Μικρού Μήκους, Ομοσπονδία Κινηματογραφικών Λεσχών, Studio-Παράλληλο Κύκλωμα και Πανελλήνια Ομοσπονδία Θεάματος-Ακροάματος.

Στο μεταξύ, λίγες μέρες πριν, η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών με ανακοίνωσή της διαμαρτυρόταν για την, όπως έλεγε, «απαράδεκτη και μοναδική στα χρόνια ενέργεια» του Εθνικού Θεάτρου να «εκχωρήσει» την παράσταση «Τρίτο Στεφάνι» στο «ιδιωτικό μονοπώλιο». Αναφερόταν στο σχέδιο η πετυχημένη παράσταση του Σταμάτη Φασουλή να συνεχίσει για δεύτερη χρονιά τη ζωή της εκτός Εθνικού, ως παραγωγή της «Ελληνικής Θεαμάτων» στο «Παλλάς». Η πρόταση δεν πέρασε από το Δ.Σ. του θεάτρου. Στην ίδια ανακοίνωση, η ΕΕΣ: επετίθετο στον Γιάννη Χουβαρδά εφ’ όλης της ύλης (οικονομικά, διοικητικά και καλλιτεχνικά θέματα).

Ο Γιάννης Χουβαρδάς, με τη σειρά του απάντησε στην ανακοίνωση της ΕΕΣ. «Σεβόμενος τον πολύτιμο χώρο των εφημερίδων, αλλά και τη δεοντολογία, παρακαλώ όλους τους «ενδιαφερόμενους» για λίγη υπομονή μέχρι να λήξει η εκκρεμότητα της ανανέωσης (ή μη) της θητείας μου. Αμέσως μετά υπόσχομαι να μιλήσω εφ’ όλης της ύλης και να απαντήσω σε όλα τα επώνυμα ή ανώνυμα δημοσιεύματα των τελευταίων εβδομάδων».

«Εθνικό» ζήτημα

  • Με απολύσεις προσωπικού και συρρικνώσεις σε παραστάσεις και σκηνές καλείται ο Γ. Χουβαρδάς να αντιμετωπίσει το τελεσίγραφο του υπουργού Πολιτισμού
  • Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ
  • Επτά, Κυριακή 2 Μαΐου 2010

«Χαίρομαι που παραλαμβάνω έναν υγιή οικονομικά οργανισμό» είχε δηλώσει ο Γιάννης Χουβαρδάς όταν το 2007 έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, μέσα σε κλίμα γενικής εμπιστοσύνης, για το πόστο που αναλάμβανε.

Οταν πριν από τρία χρόνια ο Γ. Χουβαρδάς ανέλαβε τη διεύθυνση του  Εθνικού, όλοι ήταν μαζί του. Τώρα;

Οταν πριν από τρία χρόνια ο Γ. Χουβαρδάς ανέλαβε τη διεύθυνση του Εθνικού, όλοι ήταν μαζί του. Τώρα;

Από τότε πέρασαν τρία χρόνια, μεσολάβησαν αρκετά μέχρι που το απευκταίο είναι πια γεγονός: η προσφυγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Τώρα ο Γ. Χουβαρδάς, στην εκπνοή της θητείας του και περιμένοντας την υπουργική εντολή ανανέωσής της, καλείται να κάνει οικονομίες. Αυτό μεταφράζεται σε απολύσεις 120 εργαζομένων και χάραξη σφιχτού οικονομικού προγραμματισμού σε συνδυασμό μ’ ένα «ευλύγιστο» ρεπερτόριο, περισσότερο προσιτό στο ευρύ κοινό.

Το Σωματείο Εργαζομένων στο Εθνικό Θέατρο έχει ήδη συμμετάσχει σε απεργιακές κινητοποιήσεις (με αποτέλεσμα ματαιώσεις παραστάσεων) ενόψει των απολύσεων, που ένα μέρος τους θα ολοκληρωθεί μέχρι τέλος Μαΐου, και απειλεί να συνεχίσει αν δεν εισακουστούν τα αιτήματά του. Οι εργαζόμενοι πιέζουν τον διευθυντή κι αυτός πιέζεται από τον υπουργό Πολιτισμού να πάρει μέτρα. Μια αντιπαράθεση που κανείς δεν ξέρει πότε και πώς θα καταλήξει.

  • Διπλασιάστηκε το προσωπικό

Ο Γ. Χουβαρδάς, μέσα στα τρία χρόνια που πέρασαν προσπάθησε να δώσει την κατεύθυνση που οραματιζόταν στο Εθνικό Θέατρο. Να συνδυάσει το εμπορικό με το ποιοτικό μέσα από μια πληθώρα παραγωγών διαφορετικού ρεπερτορίου και τη συνεργασία ξένων σκηνοθετών στις παραστάσεις. Το αποτέλεσμα δεν βοήθησε το ταμείο. Ακούγεται ότι μετά το θάνατο του Νίκου Κούρκουλου το ταμείο του θεάτρου παρουσίαζε ένα σημαντικό οικονομικό πλεόνασμα ενώ σήμερα εμφανίζει ένα διόλου ευκαταφρόνητο έλλειμμα. Επίσης, στο διάστημα της θητείας του Γ. Χουβαρδά το προσωπικό του οργανισμού διπλασιάστηκε με συμβασιούχους ορισμένου χρόνου και με «ειδικούς καλλιτεχνικούς συνεργάτες» (θεατρολόγοι, υπεύθυνοι σκηνής, φωτογράφοι…).

Πάντως, το 2010 ήταν για το «Εθνικό» το καλύτερο των τελευταίων ετών, αν εξαιρέσουμε την αποτυχία των παραστάσεων του ρεπερτορίου group hostel στο Σύγχρονο Θέατρο της Αθήνας. Το ανακαινισμένο κτίριο Τσίλερ προσέλκυσε το ενδιαφέρον των θεατών αλλά και το ρεπερτόριο της Κεντρικής Σκηνής είχε καλλιτεχνική («Θείος Βάνιας», «Η κυρία απ’ τη θάλασσα») και συγχρόνως εμπορική επιτυχία. Ανάμεσά τους και ο «Δον Ζουάν» του Μολιέρου, με τους θεατές ν’ αναζητούν στο ταμείο «δύο εισιτήρια για τον Γιάννη Μπέζο»… Το ειρωνικό είναι ότι αυτή την παράσταση διαδέχθηκε στο 600 θέσεων «Rex» μια εμπορική αντίθετων προδιαγραφών: ο σεξπιρικός «Τίτος Ανδρόνικος» παρουσιασμένος όμως από την ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά της Αντζελες Μπρούσκου. Την περασμένη Παρασκευή μέχρι το απόγευμα είχαν προπωληθεί μόνον πέντε εισιτήρια…

Ακούγεται ότι το «Εθνικό» εγκαταλείπει τώρα όχι μόνον το Σύγχρονο Θέατρο της Αθήνας αλλά και τη μεγάλη σκηνή του «Rex» και περιορίζεται στην Αγίου Κωνσταντίνου. Προσπαθώντας δε να εξοικονομήσει χρήματα για τα χρέη του, κράτησε μόνο το 20% από τα δικαιώματα της παράστασης «Τρίτο στεφάνι», που παίχτηκε με ουρές στα ταμεία του «Rex», και πούλησε το 80% στην ΕΛΘΕΑ, η οποία προγραμματίζει κιόλας το έργο για τον επόμενο χειμώνα στο «Παλλάς»…

Ο Γ. Χουβαρδάς περιμένει μια συνάντηση με τον υπουργό ώστε να οριστικοποιηθεί η ανανέωση της σύμβασής του, εφόσον, όπως είπε ο τελευταίος, το θέμα είναι «τυπικό». Ο καινούριος προϋπολογισμός του «Εθνικού» έχει ήδη σταλεί προς έγκριση στο υπουργείο ελαφρωμένος, απ’ ό,τι μαθαίνουμε, κατά πολύ. Οι παραγωγές της επόμενης χρονιάς έπεσαν στις δέκα μαζί με το παιδικό (φέτος ήταν 17) και δεν υπάρχει καμιά ανάθεση σκηνοθεσίας σε ξένο σκηνοθέτη.

«Το Σωματείο Εργαζομένων Εθνικού Θεάτρου είναι ενωμένο σαν μια γροθιά» τονίζει ο πρόεδρος του δ.σ. Μάκης Σπετσιέρης. «Στην τελευταία γενική συνέλευση, σχεδόν ομόφωνα, τα μέλη ψήφισαν να δοθεί ελευθερία στο δ.σ. να προβεί στην απόφαση κινητοποιήσεων όποτε θεωρείται σκόπιμο. Από τους 120… προγραμμένους, οι 22 θα απολυθούν μέχρι το τέλος Μαΐου και οι υπόλοιποι έχει ο Θεός… Εννοείται ότι δεν πρόκειται για υψηλόμισθους υπαλλήλους. Οι μισθοί των περισσότερων κυμαίνονται από 800 μέχρι 1.100 ευρώ καθαρά. Είναι τεχνικοί και διοικητικοί υπάλληλοι που ξέρουν ήδη τη δουλειά και η απόλυσή τους θα δημιουργήσει πρόβλημα στον οργανισμό. Πράγματι έγιναν προσλήψεις μέσα στην τριετία. Εμείς όμως δεν βάζουμε τέτοιο θέμα διάκρισης εργαζομένων. Για μας είναι απλώς συνάδελφοι, οποτεδήποτε κι αν προσλήφθηκαν. Είμαστε ήδη επιβαρημένοι με τις περικοπές σε μισθούς (έως και 300 ευρώ) και βλέπουμε τη συρρίκνωση να επεκτείνεται. Μπορούμε να διαχειριστούμε την κατάσταση ώστε να μην απολυθούν οι εργαζόμενοοι. Θα προτείνουμε στο διευθυντή να μειωθούν τα γενικά έξοδα, όπως τα κόστη παραγωγών και οι αμοιβές των καλλιτεχνών, ώστε να μην τραβήξει ο εργαζόμενος το βάρος της κρίσης. Ασφαλώς δεν είναι δική μας υπόθεση να εμπλακούμε στο δραματολόγιο, όμως εδώ που φτάσαμε πρέπει να συνεργαστούμε στην αναζήτηση λύσεων».

Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν θετικά αποτελέσματα, οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων θα συνεχιστούν και το καλοκαίρι.

«Ανάλογα με τις εξελίξεις», συνεχίζει ο Μ. Σπετσιέρης, «θα κινδυνεύσουν με ματαίωση και οι παραστάσεις της Επιδαύρου καθώς και η περιοδεία του καλοκαιριού. Γνωρίζουμε ότι ο Γ. Χουβαρδάς πιέζεται από τον υπουργό να πάρει μέτρα, εκείνος από τον υπουργό Οικονομικών κι αυτός με τη σειρά του από τις ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες. Αλλά εμείς δεν μπορούμε να διαδηλώσουμε στην Ευρώπη… Στρέφουμε τα αιτήματα στη φυσική μας ηγεσία. Κι επειδή βλέπουμε τη φτώχεια, την ανεργία και την εξαθλίωση προ των πυλών, αρνούμεθα να καθίσουμε με τα χέρια σταυρωμένα. Αγανακτήσαμε όταν μάθαμε ότι μια μεγάλη εμπορική επιτυχία περνά σε ιδιώτες. Το «Τρίτο στεφάνι» ήταν μεγάλη πηγή εσόδων για το Εθνικό Θέατρο. Πιστεύουμε ότι αυτή η κίνηση δεν προδικάζει τίποτα καλό, όπως και το κλείσιμο του «Rex». Ακούσαμε ότι δεν είναι ασφαλές το κτίριο, αλλά μάλλον φταίνε τα μέτρα περικοπής δαπανών. Είμαστε αντίθετοι στη συρρίκνωση των Σκηνών που δημιουργεί ανέργους. Αν τα έξοδα λειτουργίας του «Rex» είναι 100 ευρώ και τα έσοδα 200 ευρώ, γιατί να κλείσει;»

Οσο για την πρόεδρο του δ.σ. του Εθνικού Θεάτρου Ελένη Αρβελέρ, δεν φαίνεται να παίρνει θέση. «Βρείτε τα με τον Γ. Χουβαρδά», διαμηνύει στους εργαζόμενους.

Αλλά και έξω από τα κρατικά τείχη το θεατρικό τοπίο δεν εμφανίζεται καλύτερο… Οι επιχορηγήσεις των λεγόμενων ιστορικών και όχι μόνον θεάτρων για το 2009-2010 παγώνουν. Η γνωμοδοτική επιτροπή έχει ετοιμάσει το σχετικό φάκελο εδώ και μήνες, υποτίθεται ότι αναμένεται να εγκριθεί από το δ.σ. του ΕΚΕΘΕΧ και να προωθηθεί στο υπουργείο Πολιτισμού. Ομως τίποτα δεν ακούγεται. Ακόμα και οι επιχορηγούμενοι που μέχρι πριν από μήνες τηλεφωνούσαν για να μάθουν τι θα γίνει, ησύχασαν λες και συνειδητοποίησαν το μάταιο της υπόθεσης. Αλλωστε εντείνονται οι πληροφορίες ότι το Κέντρο Θεάτρου και Χορού είναι θέμα ημερών να γίνει παρελθόν και οι… φαντεζί υποχρεώσεις του (το μοίρασμα δηλαδή των επιχορηγήσεων) να περάσει στην αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου.

Ο Βασίλης Πουλαντζάς, πάντως, εξακολουθεί να διαμαρτύρεται: «Δεν θα ανέβαζα στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας μια παραγωγή με 15 ηθοποιούς, αν ήξερα ότι δεν θα λάβουν υπόψη τις προτάσεις μας και δεν θα επιχορηγηθούμε. Τον Δεκέμβριο που επικοινωνήσαμε με τη Λίνα Μενδώνη στο υπουργείο, μας διαβεβαίωσε ότι δεν θα πάρουμε μεν τα υπεσχημένα από τον Α. Σαμαρά, αλλά κάποιο ποσόν θα πάρουμε… Το θέμα δημιουργεί τρομακτική αγωνία σε όλους μας γιατί χρωστάμε παντού. Προσωπικά μπαίνω μέσα πάνω από 150 χιλιάδες ευρώ. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα κλείσουμε». *

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ: «Δεν υπάρχει θέμα παραίτησης Χουβαρδά»

  • Γιώργος Δ. Κ. Σαρηγιάννης

  • ΤΑ ΝΕΑ: Πέμπτη 15 Απριλίου 2010
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού  Θεάτρου Γιάννης Χουβαρδάς

«Με τον Γιάννη Χουβαρδά είναι θέμα τυπικό η επισημοποίηση της συνέχισης της συνεργασίας μας» δήλωσε χθες ο υπουργός Πολιτισμού – Τουρισμού, Παύλος Γερουλάνος, θέτοντας τέρμα στις φήμες που κυκλοφορούν εδώ και μέρες – και ειδικά χθες το πρωί οργίαζαν- περί «παραίτησης» του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, φτάνοντας με σιγουριά να ορίζουν και τον… αντικαταστάτη του. Παραίτηση η οποία δεν θα μπορούσε να υποβληθεί εφόσον η θητεία του Γιάννη Χουβαρδά έχει λήξει από τις 4 Απριλίου!

Αλλά και το Εθνικό Θέατρο διαβεβαίωνε πως καμιά επιστολή «παραίτησης» ή έστω άρνησης ανανέωσης της θητείας του δεν υπάρχει εκ μέρους του κ. Χουβαρδά. Ο οποίος συναντήθηκε με τον υπουργό την Παρασκευή, συζήτησαν τα θέματα του Εθνικού, ο κ. Γερουλάνος ζήτησε αναπροσαρμογή του οικονομικού προγραμματισμού της επόμενης χρονιάς, αναπροσαρμογή που έχει γίνει στο μεταξύ και ο διευθυντής του Εθνικού αναμένει το επόμενο ραντεβού για να τον θέσει υπόψη του.

«Συζητήσαμε με τον κ. Χουβαρδά την πορεία του Εθνικού και υπάρχει ταύτιση σε μεγάλο βαθμό. Εκκρεμεί ο οικονομικός προϋπολογισμός» είπε στην ίδια γραμμή και ο υπουργός, ο οποίος συμπλήρωσε: «Δεν έχω το περιθώριο να κλείνω το μάτι σε επικεφαλής εποπτευόμενων φορέων και να τους λέω «προχώρα και θα σ΄ τα βρω τα λεφτά». Αυτή η τακτική ήταν που προκάλεσε την καταδίκη της Λυρικής. Όλοι πρέπει να κάνουν περικοπές. Επίσης, αν κάπου γίνεται δουλειά και κάπου δεν γίνεται μπορούμε να μεταφέρουμε λεφτά από εκεί που δεν γίνεται και να τα πάμε εκεί που γίνεται. Ο Γιώργος Λούκος, για παράδειγμα, στο Ελληνικό Φεστιβάλ, έκανε εξαιρετικό πρόγραμμα με μαζεμένο προϋπολογισμό». Διαβεβαίωσε επίσης ο ΥΠΠΟΤ πως «τα νούμερα στο χρέος του Εθνικού δεν είναι σοβαρά σε σχέση με της Λυρικής». «Αν ο κ. Χουβαρδάς» κατέληξε «αναλάβει και πάλι θα πρέπει πάντως να ξέρει πως αναλαμβάνει κάτω από μια διαφορετική πολιτική ηγεσία. Που θέλει να βάλει τα πράγματα σε μία νέα λογική αλλά όχι να τα περιορίσει».

Διχάζουν οι ξένοι σκηνοθέτες στο Εθνικό Θέατρο

  • Εξι μετακλήσεις μετρά η τριετία Χουβαρδά στην πρώτη κρατική σκηνή της χώρας. Πόσο μετρούν το διαβατήριο και η εθνικότητα στην τέχνη

Οι ηθοποιοί κερδίζουν. Οι σκηνοθέτες προβληματίζονται. Οι κριτικοί διαφωνούν. Το Εθνικό Θέατρο, ωστόσο, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη Χουβαρδά έχει επιλέξει, συστηματικότερα από άλλοτε, να μετακαλεί ξένους σκηνοθέτες για το ανέβασμα παραστάσεων στις σκηνές του, σε συνεργασία με ελληνικό θίασο. Πρόκειται για μια διεθνή πρακτική που άρχισε να εφαρμόζεται πρόσφατα στη χώρα μας και να προκαλεί συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, ενώ και ο Νίκος Κούρκουλος την είχε υιοθετήσει, σε μικρότερες δόσεις. Αλλωστε η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή που ανέβηκε το καλοκαίρι του 2007 από τον γερμανό σκηνοθέτη Πέτερ Στάινμε τη Στεφανία Γουλιώτη στον επώνυμο ρόλο και έναν αμιγώς ντόπιο θίασο ήταν η τελευταία επιλογή του.

Με την προσεχή πρεμιέρα του έργου «Λεόντιος και Λένα» του Μπύχνερ , στις 17 Απριλίου 2010, από τον γάλλο σκηνοθέτη Λοράν Σετουάν, το Εθνικό Θέατρο της τριετίας Χουβαρδά μετρά έξι μετακλήσεις ξένων. Η αρχή έγινε με τον «Εμπορο του Λας Βέγκας», τη χειμερινή σεζόν 2007-2008 στη σκηνή του Κοτοπούλη-Rex από τον γερμανικής καταγωγής, γεννημένο στο Λονδίνο, Μαρκ φον Χένινγκ που σκηνοθέτησε τον «Εμπορο του Λας Βέγκας», διασκευάζοντας ο ίδιο το έργο του Σαίξπηρ «Ο έμπορος της Βενετίας». Ακολούθησε (χειμώνας 2008-2009) ο «Κλήρος του μεσημεριού» του Πολ Κλοντέλ από τον Ελβετό Γιόσι Βίλερ στην Πειραιώς 260, ενώ το περασμένο καλοκαίρι ήταν οι «Πέρσες» του Αισχύλου από τον Βούλγαρο Ντίμιτερ Γκότσεφ, στην Επίδαυρο. Η φετινή χρονιά ξεκίνησε με τον Λιθουανό Τσεζάρις Γκραουζίνις να σκηνοθετεί την παράσταση «Ζορμπάς, η πραγματική ιστορία», στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», συνεχίζεται με τον Νορβηγό Ερικ Στούμπε και την «Κυρία από τη θάλασσα» του Ιψεν στην Κεντρική Σκηνή του Τσίλεργια να κλείσει με τον προαναφερθέντα γάλλο σκηνοθέτη.

«Οταν στην Ελλάδα υπάρχουν τόσο πολλοί και αξιόλογοι έλληνες σκηνοθέτες, αναρωτιέμαι γιατί το Εθνικό επιλέγει τις μετακλήσεις ξένων, ορισμένοι από τους οποίους φέρνουν στις σκηνές μας παραστάσεις που έχουν ανεβάσει στο εξωτερικό. Οι μετακλήσεις αυτές κοστίζουν περισσότερο και αναρωτιέμαι τι περισσότερο προσφέρουν». Αυτή είναι η άποψη ενός σκηνοθέτη που εκφράζει μια μερίδα- όχι κυρίαρχη συναδέλφων του. Δεν βρίσκει όμως σύμφωνους τους ηθοποιούς, κυρίως εκείνους που είχαν και έχουν την «τύχη», όπως οι ίδιοι τονίζουν, να δουλεύουν με ξένους σκηνοθέτες.

Οπως ο Νίκος Κουρής, που επισημαίνει ότι από τη συνεργασία του με τον Γιόσι Βίλερ ή τον Γκότσεφ μόνο κερδισμένος βγήκε. «Είναι εξαιρετικά αξιόλογοι αυτοί οι άνθρωποι» τονίζει και εξηγεί ότι «πρέπει ωστόσο να αποσυνδεθεί το αποτέλεσμα από την προσπάθεια. Καθώς το θέατρο χρειάζεται χρόνο για να γεννήσει μια δημιουργική κατάσταση και ο χρόνος ποτέ δεν φθάνει, η δουλειά με τους ξένους γίνεται δυσκολότερη. Θα ήταν ιδανικό να υπήρχε συνέχεια σε αυτές τις συνεργασίες, να υπήρχε δηλαδή μια δεύτερη και τρίτη φορά…». Και η γλώσσα; Ολοι συμφωνούν ότι είναι ένα πρόβλημα. «Θέλεις να μιλάς την ίδια γλώσσα, η γλώσσα είναι ο κώδικας. Οχι όμως ως επικοινωνίας, αλλά ως κείμενο. Από εκεί και πέρα εξαρτάται από τον σκηνοθέτη. Ο Γιόσι Βίλερ είχε μια πρακτική σχέση με τον χώρο και το σώμα του ηθοποιού και με την αίσθηση που είχε ήταν πραγματικά ένα μεγάλο μάθημα για μας, ένα σχολείο. Ο Γκότσεφ, από την άλλη, ήξερε πολύ καλά το κείμενο χωρίς χρήση νοηματικής». Για τον Βασίλη Ανδρέου «ο Ερικ Στούμπε ήταν σαφής. Τον ενδιέφερε το ημερολόγιο του ήρωα, αυτό που θα μεταφέρουμε εμείς και όχι ο ρόλος.Δεν ήθελε αυτοσχεδιασμούς. Για εκείνον είμαστε ένα νέο υλικό, μια talula rasa και γι΄ αυτό είναι πιο απαιτητικοί μαζί μας αλλά και πιο τίμιοι. Κάτω από κάθε ελληνική λέξη είχε τη μετάφρασή της» και θυμίζει ότι και ο σκηνοθέτης βρίσκεται απέναντι σε ξένους, οπότε ο σεβασμός αποτελεί το κλειδί της καλής συνεργασίας και καταλήγει. «Προσωπικά πιστεύω ότι παίζεις καλύτερα, μια που εξετάζεις τη γλώσσα από μόνος σου και προσέχεις πολύ. Και όταν ο Ερικ Στούμπε δεν μπορούσε να μας πει κάτι με λέξεις, μας μετέφερε την αίσθησή του».

Για τον Νίκο Χατζόπουλο, που μοιράστηκε την εμπειρία με τον ίδιο νορβηγό σκηνοθέτη, η αλήθεια είναι ότι «σίγουρα πάντα κάτι χάνεται στη μετάφραση». Ηθοποιός και σκηνοθέτης, αναγνωρίζει το πρόβλημα «όταν ο ξένος σκηνοθέτης δεν ξέρει καθόλου τη γλώσσα και προσπαθεί να καταλάβει πού βρισκόμαστε. Μια τέτοια συνεργασία, πάντως, έχει και τα υπέρ και τα κατά της… Το σημαντικό κέρδος είναι η κατανόηση του κει μένου πέρα από τις λέξεις, μια άλλου τύπου συνεννόηση. Σου δίνονται περισσότερα ερεθίσματα, ανοίγουν οι ορίζοντές σου, εμπλουτίζεσαι». «Πράγματι, μπορεί να γίνει εμπόδιο το θέμα της γλώσσας» συμφωνεί και ο Δημήτρης Λιγνάδης, ενώ για τον Δημήτρη Κουρούμπαλη που συνεργάστηκε για δεύτερη φορά με τον Γκραουζίνις- είχε προηγηθεί το «Δάφνις και Χλόη» στο Πορεία- το ζήτημα δεν είναι η καταγωγή, αλλά η προσωπικότητα, η εκπαίδευση και η κουλτούρα του σκηνοθέτη. «Ως ηθοποιός συναναστράφηκα έναν άλλο πολιτισμό και μια άλλη νοοτροπία, η οποία στην αρχή με ξένισε, αλλά σε δεύτερη φάση μου άνοιξε καινούργιους ορίζοντες, με εμπλούτισε. Αποκτάς μια διαφορετική οπτική».

Σε αυτό επανέρχεται και ο Νίκος Κουρής: «Ανοίγουν τα μυαλά μας,η αίσθησή μας, ανταλλάσσουμε πράγματα και ιδέες και συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε και τόσο πίσω όσο νομίζαμε. Είμαστε ανοιχτοί και έχουμε ανάγκη να πάμε λίγο παραπέρα. Αλλωστε αυτά που μαθαίνουμε με τους ξένους, τα κουβαλάμε μετά δεν σημαίνει ότι όλα θα φανούν τώρα. Τίποτε δεν αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη. Συνεργασίες όπως αυτές έχουν όλα τα καλά της φρεσκάδας, της εγρήγορσης, την επείγουσας διάστασης να τολμήσεις, να δοκιμάσεις. Και απ΄ ό,τι καταλαβαίνω, και το κοινό θέλει να έρχονται ξένοι. Μπαίνουν έτσι κάποιες βάσεις. Η τέχνη απαιτεί ανταλλαγές». «Προτιμώ τις πολιτιστικές ανταλλαγές από τις πολιτιστικές εισροές. Ναι, να πέσουν τα σύνορα, αρκεί να υπάρχουν οι χώρες» επαυξάνει ο Δημήτρης Λιγνάδης που συμφωνεί με την πολιτική μετακλήσεων του Εθνικού: «Ως ηθοποιός κερδίζεις μια άλλη ματιά γιατί οι ξένοι είναι απενοχοποιημένοι και δεν έχουν ψυχολογικά βαρίδια. Ως σκηνοθέτης, δεν πιστεύω στις εθνικότητες στην τέχνη. Ούτε ό,τι βλέπουμε έξω είναι ευαγγέλιο…». Να μη θεωρούμε δηλαδή τον ξένο απαραιτήτως καλύτερο από εμάς. «Διαφορετικό είναι»λέει ο Νίκος Χατζόπουλος. «Και αυτή η επαφή με το καινούργιο και το διαφορικό είναι γόνιμη .Πρέπει όμως», υπογραμμίζει, «να βάλουμε και την Ελλάδα στον χάρτη της Ευρώπης. Και η πολιτεία πρέπει να επενδύσει σε αυτό». Ισως το Σύστημα Αθήνα να είναι ένας δρόμος. Ισως μια σειρά από πρωτοβουλίες που θα μπορούσε να λάβει το Εθνικό Θέατρο ή, ακόμα περισσότερο, το Ελληνικό Φεστιβάλ και το υπουργείο Πολιτισμού, να άνοιγαν νέους δρόμους, επί σκηνής.

  • ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
  • διευθυντής Εθνικού Θεάτρου
  • Χωρίς ιδεοληψίες και φοβίες

«ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ για πάρα πολλά χρόνια ήταν ερμητικά κλειστό στον εαυτό του. Και παρ΄ όλο που κατά καιρούς επηρεαζόταν, δανειζόταν ή και αντέγραφε από επιλεγμένους “στόχους”, δεν υπήρχαν επίσημα και ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας με το ξένο θέατρο. Αυτό άλλαξε άρδην την τελευταία δεκαπενταετία: περισσότεροι ξένοι σκηνοθέτες μετακαλούνται στην Ελλάδα (και βεβαίως όχι μόνο από το Εθνικό ή το Αμόρε παλιότερα), περισσότεροι έλληνες σκηνοθέτες εργάζονται στο εξωτερικό, ενώ γενικότερα η ανταλλαγή καλλιτεχνικής ενέργειας, προσώπων και παραστάσεων είναι πολύ πιο πλούσια. Συγκριτικά βεβαίως με την υπόλοιπη Ευρώπη, της οποίας τα καλλιτεχνικά σύνορα έχουν προ πολλού πέσει τελείως, βρισκόμαστε ακόμη σε πιλοτικό στάδιο. Και αυτό, και γιατί το κοινό μας χρειάζεται περισσότερο χρόνο εξοικείωσης με άλλες νοοτροπίες ή καλλιτεχνικές πρακτικές (δεν αναφέρομαι στους καλλιτέχνες, ιδίως τους ηθοποιούς, γιατί τους θεωρώ «έτοιμους από καιρό»), αλλά δυστυχώς καιδιότι δεν έχει ακόμη υπάρξει εκ μέρους της πολιτείας οργανωμένη υποστήριξη στον τομέα αυτό. Οσο δηλαδή συστηματικά και να σκεφτόμαστε τις ανταλλαγές καλλιτεχνικού δυναμικού διεθνείς συμπράξεις και συμπαραγωγές, συμμετοχή σε ξένα φεστιβάλ, αμοιβαιότητα στη μετάκληση σκηνοθετών (και για όλα αυτά έχουμε προτάσεις)- χωρίς θεσμοθετημένη και γενναιόδωρη κρατική μέριμνα, κάτι τέτοιο μένει μόνο στη φάση της ευγενούς φιλοδοξίας. Υποθέτω ότι ένας βασικός λόγος για αυτή την έλλειψη (αν και σίγουρα όχι ο μόνος) είναι και ήταν ανέκαθεν το οικονομικό κόστος. Και για να απαντήσω στην ερώτησή σας ευθέως, ναι, κοστίζει η συνεργασία με το εξωτερικό, ιδίως όταν εξάγεις πολιτισμό, όμως αυτός είναι ένας στόχος εντελώς πρώτης προτεραιότητας, όσο και αν κοστίζει. Ως προς την «εισαγωγή» σκηνοθετών, αυτή δεν έχει ιδιαίτερο κόστος, αν αναλογισθούμε ότι σημαντικά ονόματα που ήρθαν στο Εθνικό Θέατρο, εθελοντικά κατέβασαν τις αμοιβές τους κατά πολύ για να ευθυγραμμισθούν με τις αμοιβές των ελλήνων συναδέλφων τους και σεβόμενοι τις δυνατότητες του Εθνικού Θεάτρου. Αντίθετα, τα οφέλη υπήρξαν πολλαπλά, τόσο στο καλλιτεχνικό πεδίο όσο και στο οικονομικό,αφού όλες σχεδόν οι παραστάσεις που σκηνοθέτησαν είχαν πολύ καλή πληρότητα. Και βέβαια οι ηθοποιοί που συνεργάστηκαν μαζί τους κέρδισαν πολλά, αλλά και το κοινό (ακόμη και η μερίδα εκείνη που μπορεί να διαφώνησε με τις επιλογές τους) είχε την ευκαιρία να κρίνει άμεσα τις τελευταίες τάσεις στη διεθνή θεατρική σκηνή. Οσο για το αν τίθεται θέμα μη επάρκειας του ελληνικού δυναμικού: και φυσικά όχι. Αλλά είναι ζωτικής σημασίας να γίνονται ζυμώσεις και οσμώσεις στον καλλιτεχνικό χώρο,να κυκλοφορεί η σύγχρονη τέχνη και να κρίνεται ελεύθερα, χωρίς να εμποδίζεται από ιδεοληψίες ή φοβίες, γιατί μόνο έτσι εξελίσσεται».

  • ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
  • θεατρολόγος- κριτικός θεάτρου
  • Με κριτήρια καλλιτεχνικά και όχι εθνικά

«Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ από έναν θεατρικό οργανισμό δεν μπορεί παρά να γίνεται με κριτήρια καλλιτεχνικά και όχι εθνικά. Μια από τις προϋποθέσεις για να υπάρξει αξιόλογο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα στο θέατρο ήταν πάντοτε ο προβληματισμός ποιος σκηνοθέτης θα ανεβάσει τι. Αν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου θεωρεί απαραίτητη τη μετάκληση ξένων σκηνοθετών γιατί πιστεύει ότι έτσι υπηρετούνται καλύτερα τα συγκεκριμένα έργα, ότι έτσι επιτυγχάνονται η ανταλλαγή ιδεών και ο διάλογος ανάμεσα σε θεατρικούς πολιτισμούς και καλλιτέχνες, ή ότι έτσι εξασφαλίζονται καινούργιες εμπειρίες για τους ηθοποιούς ή τους θεατές, τότε κάνει σωστά τη δουλειά του. Πάντως οι επιλογές του θα κριθούν στην πράξη, με βάση τις ίδιες τις παραστάσεις. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να κρίνονται με βάση την καταγωγή των σκηνοθετών. Αλίμονο αν θέτουμε ζητήματα διαβατηρίου και εθνικότητας για τους σκηνοθέτες από το εξωτερικό που έρχονται να συνεργαστούν με παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου. Η Κομεντί Φρανσέζ στη Γαλλία ανανέωσε την παράδοση των κλασικών της σε μεγάλο βαθμό με τη συνδρομή του «ξένου» σκηνοθετικού βλέμματος, ο Κουν είχε κληθεί να σκηνοθετήσει Σαίξπηρ στην Αγγλία και αρκετοί από τους σύγχρονους έλληνες σκηνοθέτες καλούνται σήμερα να σκηνοθετήσουν στο εξωτερικό. Ας μην υψώνουμε τείχη και μάλιστα σε μια τέχνη που από την ιστορία της έχει διεθνώς αποδείξει πόσο τρέφεται από τη μετακίνηση και τις περιοδείες των καλλιτεχνών, από την παραγωγική διακίνηση των αισθητικών απόψεων και ιδεών».

  • ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
  • θεατρολόγος- κριτικός θεάτρου
  • Με την αρχή της αμοιβαιότητας

«ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΝ ΕΧΩ καμία αντίρρηση για την παρουσία ξένων σκηνοθετών στη χώρα μας, αρκεί να γίνεται πάνω στην αρχή της αμοιβαιότητας. Αναρωτιέμαι γιατί δεν πηγαίνουν και οι Ελληνες να σκηνοθετούν ένα ελληνικό έργο ή μια αρχαία τραγωδία στο εξωτερικό… Το ίδιο σκεπτικό θα έπρεπε να ισχύει και στο ελληνικό φεστιβάλ. Ομολογώ πάντως ότι ως τώρα στις κρατικές σκηνές δεν έχει αποδειχθεί να έχουμε κερδίσει κάτι από την παρουσία και τη συνεργασία με ξένους σκηνοθέτες- μαζί τους έρχονται και σκηνογράφοι, την ίδια στιγμή που έχουμε μεγάλη και σημαντική σχολή στη χώρα μας.

»Πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι κάτι πολύ σημαντικό για να αξίζει τον κόπο να ξεπεραστεί το θέμα της γλώσσας. Στην Ελλάδα συνηθίζουμε να λέμε ότι η μισή άποψη μιας παράστασης είναι η μετάφραση. Αναρωτιέμαι λοιπόν, πώς είναι δυνατόν να μην έχει σημασία το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης δεν μπορεί να καταλάβει τι λέει ο ηθοποιός- και μιλάμε για Στρίντμπεργκ, Ιψεν ή αρχαία τραγωδία; Ο ηθοποιός παίζει μεν με το σώμα του, αλλά παίζει και με τη γλώσσα,το κείμενο, τις λέξεις,την άρθρωσή του».

ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ,  Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Ο θείος Βάνια χορεύει καν-καν!

HOMO SAPIENS

ΑΦΟΥ ΑΡΧΙΣΑΜΕ ΕΤΣΙ, ΔΕΝ ΘΑ ΑΡΓΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΙ «ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟ» ΥΠΟ ΤΗΝ ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΟΥ «LES TEMPS DES CERISES»

KEIMENO | ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ | ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Μια θεατρική αίθουσα αξίζει στην Αθήνα: η κεντρική σκηνή του Εθνικού με τα υπέροχα κόλπα του Τσίλερ. Το να πηγαίνεις, λοιπόν, εκεί είναι πολύ ευχάριστο. Πρώτον, αποφεύγεις τα μαύρα και άραχλα θέατρα, όπου πιάνεται η μέση σου από τις καρέκλες και τη θεατρική ποιότητα, και, δεύτερον, καταλαβαίνεις ότι μπήκες σε θέατρο και όχι σε κανένα γιαπί.

Ο «Θείος Βάνια», όπως τον συνέλαβε ο Τσέχοφ, αποτελεί ένα κατηγορητήριο της παλιάς Ρωσίας απέναντι στους παρασιτικούς διανοούμενους. Στο Εθνικό, ωστόσο, σήμερα, αποδίδεται ως ερωτική ιστορία με οικολογικές ανησυχίες…

Είναι ξεκαθαρισμένο, όμως, γιατί όλες οι αίθουσες μοντέρνας τέχνης μοιάζουν σαν ετοιμόρροπες. Διότι έτσι αναδεικνύουν την αξία των φτηνών υλικών, την άρτε πόβερα, γεγονός που απομακρύνει την πιθανότητα του κιτς. Άπαξ, δηλαδή, και έχεις ασπρισμένο τον τοίχο, είσαι κιτς και παίζεις συμβατικά. Άμα, όμως, τον έχεις άβαφτο, με τους σοβάδες να κρέμονται, είσαι νεωτεριστής και παίζεις έργα αντισυμβατικά. Έτσι πάει.

Είμαι κι εγώ αντισυμβατικός τύπος, ως γνωστόν, αλλά όχι να σπάσουμε και τη μέση μας! Μετά είναι και το άλλο: στο Εθνικό μπορείς να δεις τον Δρούτσα μαζί με τον Θέμελη και ταυτόχρονα τον Βούγια. Ήρθαν να δουν Τσέχοφ, τον «Θείο Βάνια». Τσέχοφ, που λέει ο λόγος, βέβαια, διότι όταν τον έγραψε τον «Βάνια» ο Τσέχοφ δεν είχε υπόψη του τον Χουβαρδά. Διότι, εάν τον είχε, θα έγραφε άλλο έργο και όχι τον «Βάνια». Θα έγραφε το ερωτικό μιούζικαλ «Πέντε Ρώσοι και δυο Ρωσίδες τραγουδάνε Ζιλμπέρ Μπεκό».

Αλλά τι μας νοιάζει εμάς τι κάνει του «Βάνια» ο Χουβαρδάς; Ρώσοι είμαστε; Λοιπόν, όλο το ΠΑΣΟΚα είναι απόψε εδώ, υπουργοί και πολιτευτές και καλλιτέχνες, μέχρι και ο Σταύρος Μπένος ήρθε. Δεξιά και εθνικιστές, ούτε για δείγμα! Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Γιατί δεν πάνε στην κουλτούρα οι δεξιοί; Τι κάνει ο Σαμαράς; Δεν του έχουν πει πως όλο το ψωμί στον σύγχρονο κόσμο είναι στον «πολιτισμό»; Με τι ασχολείται αυτός; Άμα δεν σε δει ο κόσμος, πρόεδρε, πώς θα σε ψηφίσει αύριο; Θα αναρωτηθεί, «Μα πού ήσουν όταν εγώ έδινα μάχες για τα δίκαια αιτήματα των νεκρών ρώσων συγγραφέων;»…

Ο καημένος ο θείος Βάνια ζούσε στο χωριό και έτρεφε στη Μόσχα έναν ανόητο διανοούμενο καθηγητή, απ’ αυτούς που πλεονάζουν σε όλες τις εποχές. Μιλάνε για τέχνη και δεν έχουν ιδέα, όπως έλεγε ο Βάνια. Και όπου πάνε, μαζί με τις συζύγους τους, μολύνουν το μέρος και το καταστρέφουν. Οι διανοούμενοι.

Δεν υπάρχει πιο σκληρό κατηγορητήριο για τον ακαδημαϊσμό και την επίφαση της γνώσης από το έργο αυτό του Τσέχοφ. Κανονικά, θα έπρεπε να κοκκινίζουμε από ντροπή κάθε φορά που το βλέπουμε και καταλαβαίνουμε πόση αηδία ένιωθε ο Τσέχοφ γι’ αυτήν την παρασιτική τάξη. Το έργο αυτό δεν είναι ερωτικό. Υπάρχει μια ερωτική ιστορία, αλλά είναι στο φόντο. Ούτε είναι οικολογικό. Υπάρχει ένας φίλος της φύσης, αλλά κι αυτός είναι στο φόντο. Στο προσκήνιο είναι οι άνθρωποι του παλιού κόσμου, ο θείος Βάνια και η ανεψιά του η Σόνια, που ζούνε στο χωριό, δουλεύουν στα κτήματα και κρατάνε ακόμα όρθιο τον αληθινό κόσμο.

Αυτά με τον «Βάνια» του Τσέχοφ. Διότι ο σημερινός, στο Εθνικό, είναι εντελώς αλλιώς. Είναι αποκλειστικά ερωτικός. Ποιος αγαπάει ποιον και πότε θα απατήσει η κυρία τον άντρα της με τον έναν και με τον άλλον. Και μαζί μ’ αυτά, όπως διαβάζουμε και στο πρόγραμμα, όλο το θέμα πάει στο ζήτημα της καταστροφής των δασών, μέσω της οικολογίας του Αστρόφ! Ομως, ο Αστρόφ δεν ήτανε μέλος της ΟΥΝΕΣΚΟ, ούτε ήτανε Γιατρός Χωρίς Σύνορα. Ενας αποτυχημένος αλκοολικός γιατρός ήτανε, που τις ελεύθερες ώρες του, στη μαύρη ρωσική επαρχία, ζωγράφιζε δάση.

Καταλαβαίνετε, λοιπόν. Τι κάνεις σε ένα ερωτικό έργο; Βάζεις γαλλική μουσική! Όλοι ξέρουμε το κόλπο. Εάν θέλουμε να συγκινήσουμε ένα κορίτσι, της βάζουμε Πιάφ, εάν βεβαίως είναι παλιάς κλάσης – και εάν είναι νέα, της βάζουμε Calogero. Αυτό έκανε και ο Χουβαρδάς. Έβαλε ίσαμε 10 γαλλικά τραγούδια και το ‘κανε το ρώσικο έργο κανονικό καν-καν. Όποιος είναι λάτρης της γαλλικής μουσικής, σίγουρα θα ενθουσιάστηκε. Η  κορυφαία στιγμή ήταν όταν η Σόνια, η εντυπωσιακή κυρία Πουλοπούλου, της οποίας το ταλέντο θα φανεί σίγουρα στο άμεσο μέλλον, με φωνή παλλόμενη, γεμάτη πάθος, τραβά αιθέρια τη φούστα της και, ξαπλώνοντας νωχελικά και με τέλεια ένταση στο σανίδι, τραγουδά: «je t’aime!» Με χίλιους τρόπους το είπε, ώστε μας εξουθένωσε κανονικά.

Μαζί της ήταν και το άλλο κλου της βραδιάς, ο Γιάννης Βογιατζής ως παραμάνα. Αυτοί οι ηθοποιοί της παλιάς εποχής με δυο κουβέντες κλέβουν την παράσταση. Γιατί; Μάλλον είναι απλό. Είχαν καλύτερους δασκάλους από τους σημερινούς. Δυστυχώς.

Οι άλλοι ρόλοι χάθηκαν. Η Λυδία Κονιόρδου, η καλύτερη Σόνια στην παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή πριν από χρόνια, περνάει βιαστικά. «Σας άρεσε η Σόνια;» τη ρώτησα. «Βεβαίως», μου απάντησε χαμογελώντας, «υπεράσπισε το ρόλο της και τη σκηνοθεσία πάρα πολύ καλά!» Όλο ευγένειες είμαστε. Αλλά κι εμένα μου άρεσε πολύ η Σόνια της Πουλοπούλου. Μας παρέσυρε σε κάτι άγνωστο. Ειδικώς στην τελευταία σκηνή, στο μονόλογό της. «Θα αναπαυτούμε, θείε  Βάνια» είπε κλαίγοντας αληθινά. «Θα ακούσουμε τους αγγέλους και η ζωή μας θα γίνει ήρεμη, τρυφερή, γλυκιά σαν χάδι!»

Είναι το τραγούδι της σωτηρίας και το είπε πολύ δυνατά. Μόνον η κακόηχη λέξη «αναπαυτούμε» μας ξένισε. Ακου, «θα αναπαυτούμε!» Αυτό το ταυ μας έσκισε το αφτί. Πώς να αναπαυθούμε, Σόνια; Και να θέλουμε, δεν μας αφήνετε να αγιάσουμε…

  • Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, ΕΨΙΛΟΝ τ. 979, 17.01.10

Το Εθνικό Θέατρο, η Αλκηστις Πουλοπούλου, ο άνδρας της Γιάννης Χουβαρδάς και η ηθική τάξη

Το αλήστου μνήμης ζεύγος: Μάρα Ζαχαρέα και Θοδωρής Ρουσσόπουλος, σε εποχές δόξας, στις πρώτες θέσεις του Ηρωδείου

Είχε «προκύψει» ένα παρόμοιο ζήτημα με την δημοσιογράφο Μάρα Ζαχαρέα που είναι σύζυγος του πάλαι ποτέ κραταιού υπουργού της Νέας Δημοκρατίας Θοδωρή Ρουσσόπουλου. Και κάποια στιγμή η Ζαχαρέα απομακρύνθηκε οικεία βουλήσει από το προσκήνιο της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας. Ήταν θέμα ηθικής τάξης.

»]Δυστυχώς τώρα αυτά τα ήθη τα ξαναβλέπουμε στον καλλιτεχνικό χώρο και μάλιστα στο πρώτο κρατικό θέατρο της χώρας, στο Εθνικό Θέατρο. Ο κύριος Γιάννης Χουβαρδάς έχει μια επίζηλη θέση. Είναι διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και δεν πρόκειται να σταθώ στο γεγονός ότι «έκλεισε» το Αμόρε [Θέατρο του Νότου] και το «μετέφερε» στην Αγίου Κωνσταντίνου. Σκηνοθετεί φέτος τον «Θείο Βάνια» [διαβάστε και το σχετικό: ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ: «Ο Τσέχοφ είναι ύπουλος» με τη συνέντευξη της ηθοποιού και συζύγου του κ. Χουβαρδά].

Η επίκληση του δικαιώματος της συζύγου ότι μπορεί να εργάζεται, εδώ δεν έχει ισχύ. Μα είναι δυνατό να της απαγορεύεται να εργαστεί στο ελληνικό [ή όπου αλλού στο παγκόσμιο] θέατρο; ΟΧΙ! Αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά όταν εργάζεται στο Εθνικό Θέατρο της χώρας το οποίο διευθύνει ο σύζυγός της και την αξιοποιεί ως πρωταγωνίστρια σε παράσταση την οποία σκηνοθετεί ο ίδιος!!! Δηλαδή ούτε θέμα ηθικής τάξης προκύπτει; Όλα καλά κι όλα ωραία; Φυσικά, η ηθοποιός έχει αρχίσει να δίνει συνεντεύξεις στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία δεν θα χάσουν την ευκαιρία να ενισχύσουν τις σχέσεις τους με τον Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, προβάλλοντας τη «Σόνια»του «Θείου Βάνια»!

Θα πρέπει να σταθώ και στο άλλο ζήτημα που έχει σημασία και δεν θα πρέπει να το αντιπαρέλθει κανείς. Σκηνοθετεί ο κύριος Χουβαρδάς! Δηλαδή, όταν διευθύνεις το πρώτο θέατρο της χώρας έχεις χρόνο για να σκηνοθετείς κιόλας;; Δεν θα του στερήσουμε αυτό το δικαίωμα, αλλά το ελληνικό θέατρο έχει αρκετές και ικανές δυνάμεις που αναλώνονται στο χώρο της σκηνοθεσίας. ΓΙΑΤΙ δεν αξιοποιούνται;

Τελικά, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό ότι στη μικρή μας πόλη των ιδεών υπάρχουν κάποιοι κανόνες που μπορεί να είναι και κανόνες ηθικής τάξης. Ναι, αυτή η κοινωνία δεν είναι δυνατό να δεχτούμε ότι έχει σαπίσει!

ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΤΙΚΟΣ ΤΣΕΧΩΦ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ. Ο «Θείος Βάνιας» ακούει Πιάφ

Σε ασφυκτικά κλειστό χώρο (έχουν και οι εξοχές «κλειστούς ορίζοντες») θα κινηθούν τα πρόσωπα του  τσεχωφικού «Θείου Βάνια», στην αντισυμβατική παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά. Άλλωστε ο πόθος του  Τσέχωφ ήταν η ανανέωση, το φρεσκάρισμα, το άνοιγμα σε νέες ιδέες...
  • Τον «Θείο Βάνια» του Τσέχωφ εκσυγχρονίζει ο Γιάννης Χουβαρδάς για το Εθνικό Θέατρο

Με τον «Θείο Βάνια» του Άντον Τσέχωφ εγκαινιάζεται και θεατρικά (μετά την ειδικά σχεδιασμένη για την έναρξη χοροθεατρική παράσταση «Πουθενά» του Δημήτρη Παπαϊωάννου) η ανακαινισμένη Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Καθώς είναι η πρώτη καθαρά θεατρική παράσταση που σηματοδοτεί τη νέα πορεία του θεάτρου ο «Θείος Βάνιας», σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή, αποκτά ιστορική σημασία. Παρότι ο Τσέχωφ είναι ένας συγγραφέας τον οποίο το ελληνικό κοινό αγαπά και γνωρίζει μάλλον καλά, ο «Θείος Βάνιας» ανέβηκε μόνο μία φορά στο Εθνικό από τον Κάρολο Κουν. Φέτος, 46 χρόνια μετά, ανεβαίνει δεύτερη φορά, σε μια παράσταση που σκηνοθετεί ο τολμηρός στις σκηνικές αναγνώσεις κλασικών έργων Γιάννης Χουβαρδάς. Γι΄ αυτό και κανείς δεν περιμένει να δει το κτήμα του Σερεμπριακόφ, όπου διαδραματίζεται το τσεχωφικό αριστούργημα, να ακούσει πουλάκια που κελαηδούν στην εξοχή ή να δει τους ηθοποιούς να πίνουν τσάι από το σαμοβάρι. Μπόλικη βότκα πίνουν, χορεύουν και ακούνε τραγούδια της Πιάφ. Άνθρωποι σημερινοί, πλάσματα ημιτελή και αδύναμα, θα ελπίσουν σε μια δεύτερη ευκαιρία.

Ο «Θείος Βάνιας» που είναι έργο της τελευταίας, ώριμης περιόδου αναπλάστηκε και ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια μετά την πρώτη γραφή, που είχε τον τίτλο «Το στοιχειό του δάσους» (1889). Κάτω από την απλή ροή των γεγονότων κλιμακώνονται πυκνές εσωτερικές εντάσεις.

«Η πλοκή στο θεατρικό έργο δεν είναι καθόλου απαραίτητη. Στη ζωή δεν υπάρχουν πλοκές. Στη ζωή είναι όλα ανακατεμένα- το βαθύ με το ρηχό, το μεγαλοπρεπές με το μηδαμινό, το τραγικό με το γελοίο» έγραφε ο Τσέχωφ στον φίλο του, συγγραφέα Ποτάπενκο. Μια λεπτή μελαγχολία διαπερνά τα πρόσωπα που συγκεντρώνονται στο υποστατικό του συνταξιούχου καθηγητή Σερεμπριακόφ (Μάνος Βακούσης) που συντηρεί ο Βάνιας (Νίκος Χατζόπουλος), αδελφός της πρώτης γυναίκας του, και όπου ζει η Σόνια (Άλκηστη Πουλοπούλου), κόρη του καθηγητή και ανιψιά του Βάνια. Εκεί έρχονται ο καθηγητής και η νεαρή γυναίκα του Ελένα (Μαρία Σκουλά) και βρίσκουν το γιατρό Άστροφ (Ακύλας Καραζήσης), τον ξεπεσμένο γαιοκτήμονα Τελιέγκιν (Μάνος Σταλάκης), τη γριά παραμάνα (Γιάννης Βογιατζής), τον εργάτη του κτήματος (Γιάννης Τεμπερλίδης) και τη μητέρα της πρώτης γυναίκας του καθηγητή (Μάγια Λυμπεροπούλου), που θα αντιμετωπίσουν ανατροπές της καθημερινότητάς τους.

Και όπως στις μεγάλες αναταράξεις που αρχίζουν από τον βυθό, έτσι και στους τσεχωφικούς ήρωες βγαίνουν στην επιφάνεια επιθυμίες ανείπωτες, πόθοι ανεκπλήρωτοι, ενώ μια σκιά απαισιοδοξίας διαπερνά τη γενική φθορά. Ακόμα και ο χάρτης που δείχνει ο Άστροφ (το πρώτο θεατρικό και αφάνταστα επίκαιρο οικολογικό μήνυμα) παρουσιάζει την καταστροφή που έχει αρχίσει να βαραίνει την ατμόσφαιρα. «Πρέπει να ζήσουμε». «Θα δουλέψουμε». «Θα αναπαυτούμε» λέει στο τέλος η Σόνια, «συμφιλιωμένη» με την ηρεμία της ρουτίνας που επανεγκαθίσταται μελαγχολικά.

ΙΝFΟ: Από το Σάββατο (προπαράσταση την Παρασκευή), στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού (Αγ. Κωνσταντίνου 22- 24, Ομόνοια, τηλ. 210-5288.170).

Ο χορός της απόγνωσης

Ο Γιάννης Χουβαρδάς προσαρμόζει το κείμενο στη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, ειδικά για την παράσταση, όπου όμως η σκηνοθεσία του γίνεται μέρος της δραματουργίας. «Πρόσωπα παγιδευμένα στη φθορά της καθημερινότητας, τη μοναξιά, την πλήξη και την ανία, αναζητούν τον τρόπο να δώσουν νόημα στη ζωή τους, ενώ γύρω τους ο κόσμος, η φύση, τα ανθρώπινα συναισθήματα αλλάζουν και σταδιακά εκφυλίζονται», σημειώνει ο σκηνοθέτης. «Στην απόγνωσή τους επιστρατεύουν χορό, μουσική, τραγούδι, τσάι αλλά και βότκα, χωρίς να ξεχνούν ακόμα και τον σαρκασμό ή την αυτογελοιοποίηση. Όλα όμως αποδεικνύονται μάταια μπροστά στην ιστορική λαίλαπα που εισχωρεί από τις χαραμάδες της μεγάλης τζαμαρίας και τυλίγει τα πάντα σε μια γλυκιά παρακμή».

  • Της Έλενας Δ. Χατζηιωάννου. ΤΑ ΝΕΑ: Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009