Category Archives: Γράμψας Θόδωρος

Ολα μουντά και γεροντοκοριασμένα

Αισθηματο–ερωτικά συμπλέγματα και παντελής έλλειψη χιούμορ

Κριτική Σπύρος Παγιατάκης, Η Καθημερινή, Kυριακή, 7 Δεκεμβρίου 2008

Γιώργος Σκούρτης, Οι ηθοποιοί, σκην.: Θόδωρος Γράμψας. Θέατρο: Τέχνης – Κάρολος Κουν

Σε ένα σημείο του έργου (Γιώργου Σκούρτη, «Οι Ηθοποιοί») ένα από τα κύρια πρόσωπα λέει: «Σήμερα ο Οιδίπους θα κυκλοφορούσε με χαρτοφύλακα και θα κουβαλούσε μέσα του ομόλογα και μετοχές». Κάτι τέτοιο έχει κιόλας συμβεί. Ηδη πριν από μερικά χρόνια η Σέρβα σκηνοθέτις Βίντα Ογκνιενόβιτς μάς παρουσίασε σε μια ξεχωριστή παράσταση με το Εθνικό Θέατρο του Βελιγραδίου έναν σύγχρονο πολιτικό Οιδίποδα, ο οποίος εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη δύναμη του χρήματος και των ΜΜΕ. Η παράσταση φιλοξενήθηκε πριν από δύο μήνες στο ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη. Εδώ κι ενάμιση μήνα η –διαρκώς ξεπουλημένη– ανάλογη παράσταση στο Εθνικό Θέατρο στο Λονδίνο (στην αίθουσα Ολιβιέ) είναι ένας εξίσου εκσυγχρονισμένος «Οιδίπους Τύραννος» με σύγχρονα κοστούμια και αναφορές στη πολιτική τού σήμερα – σε σκηνοθεσία Τζόναθαν Κεντ με πρωταγωνιστή τον Ραλφ Φάινς.

Η τραγωδία του Σοφοκλή με τον μυθικό βασιλιά των Θηβών αντέχει κάπου 2.500 χρόνια. Αντίθετα, γραμμένοι πριν από λίγες –μόνο– δεκαετίες «Οι Ηθοποιοί» του Γιώργου Σκούρτη λυγίζουν από το βάρος μιας εποχής που δύσκολα αντέχει πλέον μεγαλοστομίες, περιπεπλεγμένα, μπαροκοειδή αισθηματο–ερωτικά συμπλέγματα και, το κυριότερο, την παντελή έλλειψη χιούμορ. Ιδού πώς ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει το –«κατ’ εξοχήν υπαρξιακό» όπως το χαρακτηρίζει– έργο του: «Εδώ, οι άνθρωποι –ως ήρωες πια του εαυτού τους– κατορθώνουν να αντισταθούν στα εξουσιαστικά εμφυτεύματα φτάνοντας στην αυτογνωσία κι από κει στην καινούργια ζωή, με εμπιστοσύνη και αγάπη ο ένας για τον άλλον».

  • Η πλοκή

Κι επειδή υποθέτω πως δεν καταλάβατε και πολλά πράγματα, θα επιχειρήσω να σας τα πω πιο απλά. Δύο άνδρες και μια γυναίκα που ζούνε στον χώρο του θεάτρου μπλέκονται σ’ ένα ερωτικό τρίγωνο. Ο ένας τους, «δάσκαλος» και σκηνοθέτης (Αγγελος Αντωνόπουλος), είναι μεγάλος στην ηλικία και καθοδηγεί τόσο τη νέα κι όμορφη ηθοποιό (Ελισάβετ Μουτάφη) με την οποία συνδέεται στενά, όσο και τον φέρελπι πρωταγωνιστή (Μάνο Ζαχαράκο) σε «εφιαλτικές στιγμές εσώψυχων αποκαλύψεων, με κίνδυνο να τιναχτούν όλοι στον αέρα…» για να προχωρήσω στα λόγια του συγγραφέα. Με δυο λόγια ο ώριμος σπρώχνει το νέο ζευγάρι σε ερωτική σχέση. Βέβαια, υπάρχει κι ένα παλιότερο μυστικό: Ο σκηνοθέτης τα είχε και με τη μητέρα του νεαρού, οπότε…

Τέλος πάντων. Μια πλοκή είναι μια πλοκή. Το ζήτημα είναι με τι τρόπο αφήγησης αυτή η πλοκή θα παρασταθεί στη σκηνή. Απλά και κατανοητά ή μήπως μέσα από μια προσπάθεια «…να αγγίξω την κόλαση της ψυχής των ηρώων μου με ειλικρίνεια και αγάπη, δείχνοντας πως ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει τη γαλήνη της ερωτικής και συντροφικής συνύπαρξης, παρ’ όλα τα “αγκάθια” της καθημερινής εγωιστικής ανταγωνιστικότητας». Χρησιμοποιώ πάλι τσιτάτα του συγγραφέα για να καταδείξω μια γλώσσα, μια νοοτροπία, μια κοσμο–φιλοσοφία την οποία προσωπικά τουλάχιστον θεωρώ φλύαρη και ξεπερασμένη, έτσι που είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με παλιές και χωνεμένες δεκαετίες. Ευτυχώς στο μεταξύ ο τρόπος σκέψης κι έκφρασης έγινε πιο σβέλτος, πιο απλός.

Ο χρόνος και η αντοχή του σ’ αυτόν είναι η μόνη μεζούρα για ν’ αντιληφθεί κανείς αν κάτι εξακολουθεί ν’ αναπνέει μετά από μεγάλα –ή ακόμα και μικρά– διαστήματα. Είναι κάτι που αντιλαμβάνεται κανείς ιδιαίτερα στον κινηματογράφο. Ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι, του Αλεν Ρενέ και κυρίως του Ζακ–Λικ Γκοντάρ είναι σήμερα αφόρητες. Μήπως το ίδιο δεν συνέβη προσφάτως και με την τελευταία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου όταν προβλήθηκε πριν από δύο εβδομάδες στη Θεσσαλονίκη; Κι από την άλλη μεριά υπάρχει βέβαια ο Ερνστ Λούμπιτς, ο Μπίλι Ουάιλντερ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, που δεν θα γεράσουν ποτέ ακόμα και μετά 100 χρόνια.

Ο Γιώργος Σκούρτης έγραψε το έργο αυτό για τον συγκεκριμένο σκηνικό και παρασκηνιακό χώρο του Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης. Δεν πρόλαβε να το ανεβάσει ο Γιώργος Λαζάνης κι ανεβαίνει τώρα στη σκηνοθεσία ενός άλλου απογόνου, του Θόδωρου Γράμψα, ο οποίος τόνισε όλες τις γκρίζες –και σκονισμένες– αποχρώσεις του κειμένου. Με δυο λόγια: Μουντά και γεροντοκοριασμένα. Οχι! Η κληρονομιά που άφησε ξωπίσω του ο Κάρολος Κουν σίγουρα δεν μπορεί να θυμίζει τόσο έντονα την πρωτοπορία των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70.

Σωστός –επειδή στην ηλικία του μπορεί άνετα να υποδυθεί τον «ώριμο» καλλιτέχνη– ο Αγγελος Αντωνόπουλος. Λάθος ο διαρκώς αμήχανα κι ανέκφραστα συνοφρυωμένος Μάνος Ζαχαράκος. Κι από την Ελισάβετ Μουτάφη με εντυπωσίασαν τα ωραία κόκκινα μαλλιά της. Δίχως την παραμικρή έμπνευση τα θαμπά σκηνικά – κοστούμια της Κατερίνας Σωτηρίου και με επιμελημένη οικονομία στη ΔΕΗ οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου.

Μια άλλη άποψη για το Θέατρο Τέχνης


Ημικρατικό το Θέατρο Τέχνης; «Ναι» προτείνει το Κέντρο Θεάτρου και Χορού υποσχόμενο γενναία επιχορήγηση. Απ’ την άλλη μεριά, η διεύθυνση του θεάτρου αντιμετωπίζει την πρόταση με καχυποψία: πόσο θα το ελέγχει η πολιτεία; Ο Θόδωρος Γράμψας βρίσκεται ως ηθοποιός στο Θ.Τ. από το 1982 και τα τελευταία πέντε χρόνια είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Με επιστολή του στο «7» παίρνει θέση στο ρεπορτάζ της Εφης Μαρίνου και τις συνεντεύξεις των Ρένης Πιττακή και Γ. Δραγώνα (προέδρου του ΕΚΕΘΕΧ) στο φύλλο της 9ης Νοεμβρίου.
«Ακούω πολλά άσχημα πράγματα για μας που δεν μπορώ να κατανοήσω», γράφει ο Θ. Γράμψας. «Λες και το περίφημο αυτό τέλμα στο οποίο υποτίθεται ότι βρίσκεται το θέατρο Τέχνης είναι έργο δικό μας. Εμείς το παραλάβαμε. Δεν το δημιουργήσαμε. Το αντίθετο, μάλιστα».Σε ό,τι αφορά την άποψη ότι το έργο που παράγεται στο Θ.Τ. δεν δικαιώνει το ιστορικό του τίτλο: «Αυτά μπορεί να τα λέει μόνον κάποιος ή κάποια εκτός Θεάτρου Τέχνης, άνθρωποι που πέρασαν από κει ως τουρίστες και δεν το πόνεσαν ποτέ. Λένε ότι ο Δ. Χρονόπουλος «έσωσε ένα κοσμηματοπωλείο μετατρέποντάς το σε ψησταριά». Ε λοιπόν όταν ανέλαβε ο Διαγόρας Χρονόπουλος τη διεύθυνση το «κοσμηματοπωλείο» ήταν σε πτώχευση, έκλεινε. Τα κοσμήματα είχαν ήδη καταναλωθεί κι ας υπήρχαν μερικά ακριβά κομμάτια στις προθήκες του. «Τεχνίτες» που μπορούσαν να δουλέψουν καινούρια έργα τέχνης, αποχώρησαν. Αφησαν το καράβι να βουλιάξει, μπήκαν σε άλλα ταξίδια σίγουρα και ασφαλή. Επίσης θέλω να ρωτήσω κάποιους αν οι Μαστοράκης, Χατζόπουλος, Κοντούρη, Καραγιανοπούλου, Κάλμπαρη, Αντωνόπουλος, Φέρτης, Λογοθέτης, Μάνια Παπαδημητρίου, Σακελαροπούλου είναι προϊόντα «ψησταριάς» όπως αποκαλούν το Θ.Τ.; Οσοι λένε αυτές τις αηδίες απευθύνονται σε τόσους ανθρώπους-εργάτες του θεάτρου: διοικητικό προσωπικό, ηθοποιούς, μουσικούς, σκηνογράφους, φωτιστές, δασκάλους της Σχολής, μαθητές. Ολοι αυτοί στελεχώνουν μια «ψησταριά». Η παράσταση των «Ορνίθων» το καλοκαίρι έφερε τσίκνα ψησταριάς; Ντροπή τους».

Τονίζει επίσης ο Θ. Γράμψας τις προσπάθειες όσων έμειναν και αγωνίστηκαν να μείνει το θέατρο ανοιχτό: «Το «όχι» είναι εύκολο, ανεύθυνο, δειλό μη σας πω ότι συχνά είναι και ανήθικο! Το «ναι» προϋποθέτει ρίσκο -εδώ χρειάζεται η γενναιότητα κι όχι στη διαπραγμάτευση ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων ευρώ κρατικής επιχορήγησης όπως ισχυρίζεται η κ. Πιττακή. Τόλμη χρειάζεται να αντιμετωπίσεις τα χρέη ύψους 550.000 προς τρίτους που δεν τα έχεις δημιουργήσει εσύ και δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις! Ανασκουμπωθήκαμε και παλέψαμε. Σήμερα κατορθώσαμε με διευθυντή τον Δ. Χρονόπουλο να γίνει το Θ.Τ. ζωντανό, καθαρό από χρέη, έτοιμο ακόμη για την «από το μηδέν άρξασθαι αναγέννηση του Ιστορικού Θεάτρου»».

Ο επιστολογράφος επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε κάποια σημεία της συνέντευξης της Ρ. Πιττακή, ειδικά στη φράση της «είμαι εξόριστη από το Θ.Τ.» και στο θέμα των γυναικών του θεάτρου. «Με όλο τον σεβασμό στο πρόσωπό της, εγώ ξέρω ότι εξορίζεται κάποιος από κάπου που είναι εκεί. Και η Ρένη όταν ήρθε ο Διαγόρας, δεν ήταν. Είχε παραιτηθεί. Δεν την εξόρισε κανείς. Αντίθετα, ο Γ. Λαζάνης της είχε προτείνει ν’ αναλάβει τη Φρυνίχου αλλά αρνήθηκε. Γιατί; Ισως γιατί ξέρει ότι ένας Θεατρικός Οργανισμός με χρέη απαιτεί, απαιτεί πολλά.

Αλήθεια, γιατί βλέπει μόνο γυναίκες στις σκηνές του θεάτρου;..».

Σε ό,τι αφορά την πρόταση του ΕΚΕΘΕΧ, ο ίδιος συμφωνεί υπό όρους: «Ο γρηγορότερος και ευκολότερος τρόπος να δημιουργηθεί το «Θέατρο Τέχνης του μέλλοντος» είναι να έρθουν στο Θ.Τ. η Μάγια, η Ρένη, ο Βασίλης και ο Λιβαθινός ακόμη, μιας και αναφέρονται τα ονόματά τους -δεν έχουν εκφράσει, τουλάχιστον δημόσια, το ενδιαφέρον τους- και μαζί με παλαιότερους και νεότερους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Διαγόρα Χρονόπουλο, με επιτροπές ή χωρίς επιτροπές, με συνεργασία ή μη με το ΕΚΕΘΕΧ να δουλέψουν και να προχωρήσει το Θέατρο. Πιστεύω ότι η διαφωνία δεν είναι επί της ουσίας, αλλά για το ποιος θα κάνει κουμάντο. Επίσης, όσο εκτιμώ την καλλιτεχνική αξία των προσώπων που προανέφερα, τόσο δεν εκτιμώ τη διοικητική τους ικανότητα… Σε ενδεχόμενη συνεργασία με το ΕΚΕΘΕΧ πιστεύω ότι μόνον ο Χρονόπουλος είναι άξιος διαχειριστής οικονομικά και καλλιτεχνικά ώστε να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα της συνεργασίας. Διαφωνούμε στον τρόπο συνεργασίας. Συμφωνώ εφόσον στην 7μελή Διοικητική Επιτροπή τα τέσσερα μέλη είναι από το Θέατρο Τέχνης. Ας μην παραδώσουμε το Θέατρο σε ανθρώπους που αύριο, πιθανόν, να μην είναι εκεί».

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 – 23/11/2008