- Πού να φανταζόταν η Ελένη Γερασιμίδου ότι θα δούλευε υπηρέτρια σ’ ένα πλουσιόσπιτο και όχι μόνο ταξική συνείδηση δεν θα είχε, αλλά θ’ αγαπούσε σαν συγγενείς τα αφεντικά της;
Θα σκεφτόταν ποτέ ότι με την κυρία της, την Τζένη Ρουσσέα, θα ήταν φίλη κι ότι η δική της οικογένεια θα συμβίωνε μ’ αυτήν του εργοδότη της; Αν τα πράγματα στη ζωή είναι διαφορετικά, στη σκηνή έτσι μοίρασαν τους ρόλους για τις δύο ηθοποιούς οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου στο καινούριο τους έργο «Αττική Οδός», που κάνει πρεμιέρα στο θέατρο «Εμπορικόν».
Η Ελένη Γερασιμίδου, εκτός από καλή ηθοποιός, είναι γνωστή και για τη σταθερή προτίμησή της στο ΚΚΕ, με το οποίο έχει κατέβει και στις εκλογές.
Αστικής καταγωγής, η ντελικάτη Ζακυνθινή Ρουσσέα μάς παραπέμπει στις παλιές κοντέσες.
Οι δυο τους, ωστόσο, περπάτησαν αρμονικά στην «Αττική Οδό». Τις συναντήσαμε σ’ ένα διάλειμμα των δοκιμών και τους ζητήσαμε να μας μιλήσουν για τους ρόλους τους και πώς διασταυρώνονται με τη ζωή τους.
Τ. Ρουσσέα: «Η Ντίνα που υποδύεται η Ελένη είναι το αφεντικό μέσα στο σπίτι. Ελέγχει τα πάντα, κρατά τις ισορροπίες με τη λογική, τη λαϊκή σοφία της, την καλοσύνη της. Οσο για την Αθηνά, που υποδύομαι, συμβολίζει τη βέρα Αθηναία και συγχρόνως την κοινωνία της παλιάς Αθήνας που πεθαίνει. Καθόλου δήθεν, ουσιαστική, ευαίσθητη, καρτερική. Δεν καταπιέζει κανέναν, αλλά συμβουλεύει τα παιδιά της σύμφωνα με την αγωγή της. Εκείνα αντιπροσωπεύουν τη σύγχρονη κοινωνία. Μια σταλίτσα τους λείπει η ηθική, μια σταλίτσα κυριαρχεί το συμφέρον. Θεωρούν τις παρεμβάσεις της άχρηστες, την ηθική της παρωχημένη.
»Το έργο βγάζει συγκίνηση, γέλιο κι έχει πολύ ωραίους ρόλους. Με πρώτη ματιά φαίνεται να αφορά την ιστορία μιας οικογένειας, αλλά στην πραγματικότητα μιλά για μια κοινωνία που φεύγει και μια άλλη που έρχεται με ρευστό σύστημα αξιών. Το έργο είναι δοσμένο μέσα από την καθημερινότητα απλά, χωρίς φανφάρες. Στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά και στο μυαλό σου».
Ε. Γερασιμίδου: «Η Αθηνά είναι μια πραγματική αρχόντισσα, με ανθρώπινη συμπεριφορά που φέρει όλα εκείνα τα στοιχεία της παλιάς αστικής τάξης που σήμερα φυλλορροούν. Αγαπιόμαστε και μιλάμε μαζί για τα πάντα. Εγώ δεν έχω καμιά πολιτική συνείδηση. Ζω στο σπίτι εξαιρετικά γενναιόδωρων ανθρώπων και τους ευγνωμονώ που μου προσφέρουν δουλειά. Ο αριστερός εδώ είναι το αφεντικό μου. Δεν τον καταλαβαίνω όταν μιλά, αλλά τον αγαπώ. Εχω μια πολύ αστεία σκηνή με την Αθηνά, αφού έχει πεθάνει ο άντρας της. Της εξομολογούμαι ότι του έλεγα ψέματα ότι τρώω κι εγώ ταχίνι όπως με είχε συμβουλεύσει. «Δεν πειράζει» μου απαντά εκείνη. «Ναι, αλλά του έχω πει κι ένα μεγαλύτερο ψέμα», συνεχίζω: «Οτι ψήφιζα ΚΚΕ, ενώ δεν το έκανα ποτέ». Η Ντίνα αγωνίζεται για τη ζωή της και των παιδιών της όπως και η Αθηνά με άλλο τρόπο. Οι Ρέππας-Παπαθανασίου γράφουν βαθιά πολιτικό θέατρο. Η «Αττική Οδός» δεν είναι κωμωδία, αλλά έργο κοινωνικό με κωμικές καταστάσεις».
Τ. Ρ.: «Εχω κι εγώ τη μανία να είμαι προστατευτική, συμβουλευτική. Θέλω να βλέπω τους ανθρώπους δεμένους, να μπορούν να συζητούν, να κατανοούνται. Η αλήθεια είναι ότι η ζακυνθινή καταγωγή μου ακουμπάει στο ρόλο. Θυμάμαι τη νόνα και τη μητέρα μου, που ήταν σαν την Αθηνά. Είχε παντρέψει όλα τα ανύπαντρα κορίτσια της γειτονιάς. Εζησα σ’ αυτή την παλιά τάξη, ανάμεσα σε παρέες με κόντηδες αλλά και διανοούμενους όπως τον Καρέρ, τον Ρώμα, φίλους του πατέρα μου που μιλούσαν για τέχνη, μουσική, βιβλία. Ομως η μητέρα μου ποτέ δεν με αποξένωσε από τον κόσμο. Η κοπέλα του σπιτιού, ο άνθρωπος που δούλευε στο κήπο, ήταν το μεσημέρι μαζί μας στο τραπέζι. Και σήμερα έτσι γίνεται: Αν δεν έρθει ο Φώτης να φάμε ριγανάδα, δεν μπορώ να ζήσω στη Ζάκυνθο. Οσον αφορά τώρα την πολιτική, κατά καιρούς έχω ψηφίσει διαφορετικά πράγματα, συχνά από ένστικτο. Είμαι με όποιον πιστέψω ότι θα κάνει καλό στην Ελλάδα».
Ε. Γ.: «Μη φανταστείτε ότι κάνω προπαγάνδα όπου βρεθώ κι όπου σταθώ. Μ’ ενδιαφέρουν οι άνθρωποι σαν την Τζένη. Είχα έναν κουμπάρο που έλεγε ότι είναι νεοδημοκράτης, αλλά η στάση ζωής του ήταν αριστερή. Εγώ είμαι εκεί γιατί αυτή είναι η κοσμοθεωρία μου. Κι έπειτα ο σοσιαλισμός δεν είναι ουτοπία, αλλά νομοτέλεια. Θα τον υποστηρίζω μέχρι να πεθάνω. Θέλω ο άνθρωπος να ζήσει κάποτε σε κοινωνία δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας».
Τ. Ρ.: «Α, αυτό δεν είναι κόμμα, είναι ανθρωπισμός. Αυτό θέλω κι εγώ, ψυχή μου…».*