Η Εφη Θεοδώρου σκηνοθετεί στη Νέα Σκηνή του Εθνικού το περίφημο έργο του Πέτερ Βάις «Μαρά/Σαντ». Οπου Μαρά είναι ο ηγέτης της Γαλλικής Επανάστασης, που δολοφονήθηκε στην μπανιέρα του από τη Σαρλότ Κορντέ. Και Σαντ ο εξίσου γνωστός σαδομαζοχιστής μαρκήσιος. Εδώ, βέβαια, αναλαμβάνει έναν διαφορετικό ρόλο: του διανοούμενου που συγκρούεται με τον στρατευμένο αριστερό, αμφισβητώντας τη χρησιμότητα της βίας.
Η Εφη Θεοδώρου καταργεί στην παράσταση τον χώρο του ασύλου, που ήθελε ο Βάις. Η μπανιέρα, όμως πραμένει. Γύρω και μέσα σ’ αυτήν οι Κ. Βασαρδάνης, Κόρα Καρβούνη, Μ. Χατζησάββας
Ενας ροκ «Μαρά/Σαντ» ανεβαίνει την Παρασκευή στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (κτίριο Τσίλερ). Το σημαντικότερο θεατρικό έργο του Πέτερ Βάις, θέατρο εν θεάτρω στο όριο της μπρεχτικής όπερας και του καμπαρέ, κυρίως όμως ευφυές hommage στην Επανάσταση, δεν θα εκτυλίσσεται όπως το ήθελε ο δημιουργός του σε άσυλο ανιάτων. Η σκηνοθέτρια της παράστασης και αναπληρώτρια καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού Εφη Θεοδώρου επέλεξε να εκτυλίσσεται στο «σήμερα». Αλλωστε η αποστασιοποίηση είναι εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη του απαιτητικού έργου. Με άλλα λόγια, θέλησε ένα κείμενο που πατά στις μεθόδους της σοφιστικής διαλεκτικής με επιχειρήματα υπέρ και κατά των βίαιων κοινωνικών αλλαγών, υπέρ και κατά της αιματηρής Επανάστασης, να είναι «μπολιασμένο» από το παρόν μας.
Αυτός είναι και ο λόγος που η σκηνική δράση θα συνομιλεί με ένα «χαλί»-βίντεο από τη μαγνητοσκόπηση έξι μαθημάτων στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Τα μαθήματα, που φίλμαρε η Εύα Στεφανή, έγιναν πάνω στο κείμενο «Μαρά/Σαντ» με συντονίστρια την καθηγήτρια Θεοδώρου.
Πρόσωπα-κλειδιά τού έργου είναι ο Ζαν Πολ Μαρά (1743-1793) από τις ηγετικές μορφές της Γαλλικής Επανάστασης, μαζί με τον Ροβεσπιέρο και τον Νταντόν, που δολοφονήθηκε στο μπάνιο του από τη Σαρλότ Κορντέ, και ο Μαρκήσιος ντε Σαντ (1740-1814). Τους υποδύονται αντίστοιχα ο Κώστας Βασαρδάνης και ο Μηνάς Χατζησάββας. Σαν δύο σοφιστές ή σαν ιδανικοί πλατωνικοί συνομιλητές αγορεύουν υπέρ και κατά της βίας και της Επανάστασης. Στην πραγματικότητα οι δύο αυτές ιστορικές προσωπικότητες δεν συναντήθηκαν ποτέ. Ανέλαβε να τους φέρει κοντά ο Πέτερ Βάις χάρη σε μια ευφυή συνθήκη: περίπου είκοσι χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ο Σαντ, έγκλειστος στο άσυλο του Σαραντόν, σκηνοθετεί με τους υπόλοιπους «τρόφιμους» μια παράσταση για το χρονικό της δολοφονίας του Μαρά.
Στη σάλα των λουτρών του θεραπευτηρίου τοποθέτησε ο Βάις το φιλοσοφικό και πολιτικό μουσικό έργο του. Εκεί, ανάμεσα σε μια μπανιέρα-κρεβάτι κι ένα αντικείμενο που παραπέμπει στο σύμβολο της γαλλικής Τρομοκρατίας, την γκιλοτίνα, ο διευθυντής του ασύλου κύριος Κουλμιέ (Θέμης Πάνου), η δολοφόνος του Μαρά, Σαρλότ Κορντέ (Κόρα Καρβούνη), ο τελάλης (Μάκης Παπαδημητρίου), η σύντροφος του Μαρά, Σιμόνη Εβράρ (Ελενα Τοπαλίδου), ο Γιρονδίνος Ντιπερέ (Δημήτρης Πασσάς) και ο υπέρμαχος της ένοπλης Επανάστασης Ζακ Ρου (Πρόδρομος Τσινικόρης) θα θέτουν ερωτήματα που σήμερα προβάλλουν τραγικά επίκαιρα.
«Μαρά, τι βγήκε από την Επανάσταση;», είναι η μόνιμη επωδός των τραγουδιστών. Και παρ’ ότι ο Μαρά θεωρεί πως «δεν μπορούμε να χτίσουμε αν δεν γκρεμίσουμε τα πάντα ώς τα θεμέλια», στο τέλος τον ζώνει η αμφιβολία. Σ’ αυτή θέλει άλλωστε να συνοψίσει το αριστούργημά του ο Βάις. Το επιβεβαιώνει διά στόματος Σαντ. «Θελήσαμε να δοκιμάσουμε αντίθετες θέσεις στους διαλόγους για να φωτίσουμε τη διαρκή αμφιβολία», αποκαλύπτει ο ήρωας.
«Το «Μαρά/Σαντ» είναι ένα έργο αναπάντεχο, που εστιάζει στην αντιπαράθεση, τη σύγκρουση ανάμεσα στον ακραίο ατομικισμό, που εκπροσωπεί ο Σαντ, και την ιδέα της βίαιης Επανάστασης, που εκπροσωπεί ο Μαρά. Ο Βάις παραχωρεί στον θεατή την ευθύνη να δώσει την απάντηση. Δεν παίρνει θέση», υποστηρίζει η Θεοδώρου.
Το έργο είναι μια «γροθιά για τον θεατή» όχι μόνο εξαιτίας της επίκαιρης πολιτικής συζήτησης που θέτει επί σκηνής αλλά, σύμφωνα με τη Θεοδώρου, «και λόγω της εναλλαγής του γλωσσικού στιλ και ύφους». «Στη δομή του το σοβαρό ενυπάρχει με το κωμικό, το ευγενικό με το χυδαίο, το εκλεπτυσμένο με το τραχύ, το εγκεφαλικό με το σωματικό. Ετσι περνάμε από σκηνές καμπαρέ και κωμικά στιγμιότυπα σε σκηνές πλατωνικών φιλοσοφικών διαλόγων».
- Ο Βάις, στρατευμένος δημιουργός, μέλος του ΚΚ Σουηδίας, τι θέλει στην πραγματικότητα να πει με το έργο του; Παίρνει θέση υπέρ ενός από τους δύο ήρωες, υπέρ μιας απ’ τις δύο ιδεολογίες;
«Ο Βάις διχάζεται ανάμεσα στον Σαντ και στον Μαρά. Μας υπενθυμίζει με το έργο του ότι η ιστορία δεν είναι ένα ρεύμα, που μας παρασύρει. Πρέπει να μάθουμε να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας. Ως επιδέξιος μοντέρ μανιπουλάρει με φοβερή ελευθερία ιστορικά στοιχεία για να μιλήσει γι’ αυτά που προφανώς απασχολούν τον ίδιο ως αριστερό και άνθρωπο της διανόησης το 1963».
- Δηλαδή;
«Είχε μέσα του ανοιχτό το ερώτημα «η βία είναι ο δρόμος;». Κάνει λοιπόν τον Μαρά απολογητή της βίας και τον Σαντ αρνητή της. Η συζήτηση για τη «βία» είναι ένα στοιχείο που κάνει εξαιρετικά επίκαιρο το «Μαρά/Σαντ» σήμερα. Ζήσαμε κι εμείς πρόσφατα ένα απρόσμενο ξέσπασμα βιαιότητας. Ο Δεκέμβριος συνδέει το δικό μας παρόν με το κείμενο του Βάις. Φαίνεται, το αίτημα για Επανάσταση υφίσταται και σήμερα».
- Στην παράστασή σας καταργείτε τη συνθήκη του ασύλου και των τροφίμων του. Γιατί;
«Ο Βάις μαρτυρά ότι στο Σαραντόν οι έγκλειστοι δεν ήταν ψυχοπαθείς αλλά ακραία, ανένταχτα πολιτικά και κοινωνικά στοιχεία -όπως κι ο σαδομαζοχιστής Σαντ. Αν επομένως η παράστασή μας κάνει πίσω στον τομέα της τρέλας, η δράση εισέρχεται σε έναν χώρο επίσης περιφραγμένο, τη θεατρική σκηνή, όπου υπάρχουν άλλοι περιορισμοί. Καταργείται η συνθήκη του ασύλου αλλά επικρατεί η συνθήκη του θεάτρου. Κι αν δεν έχουμε ένα έργο για την τρέλα, έχουμε μια παράσταση για τα ίδια τα όρια της τέχνης. Ο Βάις υπαινίσσεται ότι σε δύσκολους καιρούς πρέπει να δράσουμε και το θέατρο με έναν τρόπο είναι εργαλείο».
- Δεν είναι όμως τόσο αβασάνιστη και τυχαία η σύνδεση της Επανάστασης με το ψυχιατρείο. Ηταν το «κλειδί» για τη σύνδεση κάποιων προσώπων.
«Το έργο γράφτηκε το ’63. Η ψυχανάλυση, το σωματικό θέατρο και το θέατρο της σκληρότητας του Αρτό βρίσκονταν τότε στο απόγειο. Κι ο Βάις εφευρίσκει τη σύμβαση του ασύλου για να δέσει με έναν δραματουργικό ιστό τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας, τον Μαρά και τη Σαρλότ Κορντέ. Το τρίτο πρόσωπο, δηλαδή ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ήταν η λύση».
- Γιατί επέλεξε τον Μαρκήσιο ντε Σαντ;
«Γιατί η εκρηκτική προσωπικότητά του δημιουργούσε έναν ενδιαφέροντα αντιθετικό πόλο στη θεωρία του Μαρά. Ο Σαντ αρχικά ήταν ενταγμένος στην Επανάσταση και αναγνώριζε την αναγκαιότητά της. Στο έργο του Βάις ο Σαντ έχει μετατοπιστεί. Θεωρεί πια το αίτημα της ατομικής ελευθερίας βασικότερο».
- Συχνά η επιχειρηματολογία του Μαρά παραπέμπει σε μανιφέστα των κομμουνιστικών κομμάτων.
«Είναι αυτούσιοι οι λόγοι του από την εφημερίδα που έβγαζε, το «Φύλλο του λαού», και από τις προκηρύξεις του. Ο Βάις φτιάχνει ένα θέατρο-ντοκουμέντο. Ο λόγος του Μαρά είναι ο λόγος του κομμουνιστή που θεωρεί ότι η εξουσία -ακόμη και η επαναστατική- αναπαράγεται. Ο Μαρά επαναστατεί στην ιδέα ότι αυτοί που έκαναν την Επανάσταση μετά την εκμεταλλεύτηκαν».
- Το μουσικό σκέλος του έργου, πολύ ισχυρός πόλος στη δομή του, πώς το αντιμετωπίζετε;
«Τα 14 τραγούδια του Νίκου Πλάτανου, που ερμηνεύονται από 6 ηθοποιούς ζωντανά, είναι πολύ κοντά στο σήμερα. Είναι μια ροκ μουσική, γιατί και τα αιτήματά μας είναι ροκ και γιατί οι επαναστάτες του 18ου αιώνα είναι πολύ κοντά στα αιτήματα των σημερινών νέων». *
Μεταξύ Ιστορίας και Θεάτρου
Κώστας Βασαρδάνης: ο επαναστάτης Μαρά
Στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου ο Κώστας Βασαρδάνης, που υποδύεται τον Μαρά, μουλιάζει βυθισμένος σε μια μπανιέρα, καθώς ο υπέρμαχος της ένοπλης πάλης Γάλλος επαναστάτης υπέφερε από χρόνια δερματοπάθεια. Ανακουφιζόταν μόνο με το νερό.
«Ο Πέτερ Βάις έχει συλλάβει ένα χαρακτήρα που δεν είναι ο Μαρά. Είναι ένας χαρακτήρας που υποδύεται τον Μαρά», διευκρινίζει ο ηθοποιός. «Επομένως, δεν καλούμαι να παίξω τον επαναστάτη Ζαν-Πολ Μαρά. Υποδύομαι έναν ηθοποιό που υποδύεται τον Μαρά». Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ηθοποιός μένει αδιαμεσολάβητος από τη σκληροπυρηνική ιδεολογία του. Δεν την ενστερνίζεται όμως. Ο Μαρά παραδέχεται κάποια στιγμή στο έργο: «Είμαστε οι εφευρέτες της επανάστασης, αλλά δεν ξέρουμε ακόμα πώς να τη μεταχειριστούμε».
«Ενώ ο Βάις αντιπαραθέτει δύο ιδεολογίες φαινομενικά διαφορετικές, η μία υπέρ της πολιτικής επανάστασης, η άλλη υπέρ της προσωπικής επανάστασης, τελικά καταλήγει σε ένα ανοιχτό ερώτημα», υπογραμμίζει ο Βασαρδάνης.
Μηνάς Χατζησάββας: ο σκεπτικιστής Ντε Σαντ
«Ο Βάις είναι ο Μαρά και ο Σαντ μαζί» διατείνεται ο Μηνάς Χατζησάββας, που υποδύεται τον Σαντ. «Εγραψε το έργο ενώ βρισκόταν προ των πυλών η σεξουαλική επανάσταση κι ο Μάης του ’68. Οι άνθρωποι ψαχνόντουσαν. Πόσω δε μάλλον ο Βάις, ένας σκεπτόμενος κομμουνιστής, υπερψήφιζε το σταλινικό καθεστώς. Διοχέτευσε, δηλαδή, τις εσωτερικές συγκρούσεις και αναζητήσεις του στα δύο πρόσωπα».
Κι επειδή συνήθως «επανάσταση και τέχνη δεν συνδέονται», ο Χατζησάββας αισθάνεται με τον «Μαρά/Σαντ» τη μαγεία «μέσω του θεάτρου τα αταίριαστα να συνυπάρχουν». «Γι’ αυτό το λόγο είναι τόσο επίκαιρο το έργο», τονίζει. «Μιλά για την τέχνη, την ελευθερία και την αναρχία». Δεν ξεχνά ότι πέρσι νέα παιδιά εισέβαλαν στα θέατρα με σύνθημα: «Εσείς συζητάτε για θεωρίες ενώ έξω η επανάσταση ωρύεται».
Κόρα Καρβούνη: η ιδεαλίστρια Σαρλότ Κορντέ
«Υποχείριο του Σαντ». «Ιδεαλίστρια με πρότυπο τη Ζαν Ντ’ Αρκ και την Ιουδήθ». Ετσι συστήνει τη Σαρλότ Κορντέ, τη μορφωμένη αριστοκράτισσα και δολοφόνο του Μαρά, η ερμηνεύτριά της Κόρα Καρβούνη. «Διέπραξε ένα έγκλημα που ήταν καθαρή αυτοκτονία», προσθέτει. «Ηξερε πολύ καλά πως θα την οδηγούσαν στην καρμανιόλα». Η Καρβούνη, σε ένα «δεύτερο επίπεδο», βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν αναπάντεχο «ερωτισμό» μεταξύ της Κορντέ και του «αντιερωτικού, ασεξουαλικού» Μαρά. Και αντιμετώπισε το σκηνικό μαστίγωμα του Σαντ απ’ την ηρωίδα σαν ένα «παιχνίδι δύναμης ενώπιον του ευνουχισμένου Μαρά». «Είναι σαν να του λέει ο Σαντ: «Μαρά, μήπως να κάνουμε Επανάσταση μέσα από την τεράστια συνουσία της ανθρωπότητας;» Ή μήπως υπονοεί ότι αποδεχόμενοι τον ερωτισμό μας κάνουμε την προσωπική μας επανάσταση;»
- info Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης. Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Μουσική: Νίκος Πλάτανος. Κίνηση: Αμάλια Μπένετ.Παίζουν επίσης, οι Μιχάλης Αφολαγιάν, Ηλίας Κουνέλας, Παναγιώτης Λάρκου, Νίκος Πλάτανος, Γιώργος Τζαβάρας και Γαλήνη Χατζηπασχάλη.
- Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010
Με το έργο «Ρομπέρτο Τσούκο» του Μπερνάρ Μαρί Κολτές ανοίγει απόψε η Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στο κτίριο Τσίλερ. Η σκηνή, που ακούει πλέον στο όνομα «Νίκος Κούρκουλος», είναι η πρώτη που ανοίγει, καθώς συνολικά το πλήρως ανακαινισμένο θέατρο θα εγκαινιασθεί μέσα στο 2009. Σε ένα ολοκαίνουργιο κτίριο, φτιαγμένο από τεχνητό λίθο, υλικό που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά, και σε έντονο χρώμα τούβλου (κεραμιδί), η νέα Νέα Σκηνή βρίσκεται στον δεύτερο όροφο, μαζί με τα καμαρίνια και «βλέπει» προς την οδό Μενάνδρου, από όπου και η (καινούργια) είσοδος. Με τη σκηνή σε σχήμα Π και με καθίσματα που δεν ξεπερνούν τα 110, ο «Ρομπέρτο Τσούκο» θα είναι το πρώτο έργο που θα ανεβεί εκεί. Στις 21 Δεκεμβρίου αναμένεται να δοθεί και η δεύτερη πρεμιέρα της Νέας Σκηνής με το έργο του Σουηδού Γιοακίμ Πρίνιεν «Αγία Οικογένεια», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη – σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο.
Τελευταίο έργο του πρόωρα χαμένου γάλλου συγγραφέα Μπερνάρ-Μαρί Κολτές (1948-1989), ο «Ρομπέρτο Τσούκο» ανέβηκε για πρώτη φορά από τον Πέτερ Στάιν στη Σαουμπύνε (1990) και έναν χρόνο αργότερα στη Γαλλία, προκαλώντας αρχικά αντιδράσεις. Ηρωάς του είναι ένα πραγματικό πρόσωπο, ένας κατά συρροήν δολοφόνος, ένας επαναστάτης, φαινομενικά χωρίς αιτία.
«Είμαι ο δολοφόνος του πατέρα μου, της μητέρας μου, ενός επιθεωρητή της αστυνομίας και ενός παιδιού. Είμαι ένας φονιάς» λέει ο ίδιος διά στόματος του Κολτές. Μέσα σε δέκα πέντε σκηνές διαποτισμένες από την ιδέα του θανάτου και με τη βία σε πρώτο πλάνο ξεδιπλώνεται μια ανθρώπινη ιστορία, ενώ το ερώτημα «πόσο εν δυνάμει δολοφόνοι είμαστε όλοι μας;» υποβόσκει. Επίκαιρο όσο ποτέ, το έργο του Κολτές σοκάρει με την αλήθεια και τον σαρκασμό του, την ευαισθησία και την αγριότητά του. Ο Γιάννος Περλέγκας υποδύεται του Ρομπέρτο Τσούκο ο οποίος σαν σύγχρονη Μήδεια κερδίζει τελικά την ελευθερία για την οποία τόσο πολύ πάλεψε.
Το έργο ανεβαίνει σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη, σκηνοθεσία Εφης Θεοδώρου, σκηνογραφία Εύας Μανεδάκη με τους Μαρία Πρωτόπαππα, Ερατώ Πίσση, Σοφία Σεϊρλή, Ηλέκτρα Νικολούζου, Έλενα Τοπαλίδου, Μάκη Παπαδημητρίου, Γιάννη Βογιατζή, Παναγιώτη Λάρκου κ.ά.