Category Archives: Αριστοφάνης

Οι «ΙΠΠΗΣ» του Αριστοφάνη

Δεν έχει εισαχθεί τίτλος

Οι ΙΠΠΗΣ του Αριστοφάνη, η ξεκαρδιστική κι επίκαιρη κωμωδία θα παρουσιαστεί αυτό το καλοκαίρι σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή … στις 20 & 21 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και σε μία μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Η ξεκαρδιστική, ιδιαιτέρως πολιτική, αλλά και δραματικά επίκαιρη κωμωδία του Αριστοφάνη, «ΙΠΠΗΣ», είναι η φετινή καλοκαιρινή παραγωγή του το Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, που παρουσιάζει σε συμπαραγωγή με το Θέατρο Ακροπόλ. Το έργο ανεβαίνει σε μετάφραση και σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και με τον Πέτρο Φιλιππίδη (Aλλαντοπώλης) και τον Γιάννη Ζουγανέλη (Παφλαγόνας) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Ο Αριστοφάνης και ο Χρήστος Λεοντής

Χρήστος Λεοντής,

«Χελιδών ηδομένη…», Αριστοφάνη – Πέντε μουσικές ενότητες από τις κωμωδίες «Αχαρνής», «Σφήκες» , «Ιππής», «Πλούτος», «Ειρήνη»,

εκδ. Μετρονόμος, τηλ. 210-9703932.

Η αριστοφανική μουσική των συνθετών μας (Μ. Χατζιδάκι, Μ. Θεοδωράκη, Σ. Ξαρχάκου, Γ. Μαρκόπουλου, Μ. Χριστοδουλίδη, Στ. Κραουνάκη, Β. Δημητρίου κ.ά.) -με εξαίρεση τις «βαριές» συνθέσεις του Γιάννη Χρήστου για τους «Βάτραχους», που ανέβασε ο Κάρολος Κουν το 1956- βρίσκεται σε διαχρονική αρμονία με τα ίδια τα κείμενα – κάτι που δεν συμβαίνει πάντα με τις εκάστοτε σκηνοθετικές απόπειρες. Ευφρόσυνη και αισθαντική, ανατρεπτική και ζωογόνος, πνευματώδης και επίκαιρη. Η συμβολή του Χρήστου Λεοντή, ο οποίος ξεκίνησε τη συνδιαλλαγή του με τον Αριστοφάνη, το 1976, στο Θέατρο Τέχνης, έγκειται στα λαϊκότροπα στοιχεία που προσέθεσε, στις πηγαίες μελωδίες και στις αυτόνομες μουσικές φόρμες. Στο παρόν πολυτελές βιβλίο-cd-dvd που εκδόθηκε πρόσφατα από τον Μετρονόμο, εμπεριέχεται η παράσταση -πέντε μουσικές ενότητες από ισάριθμες αριστοφανικές κωμωδίες- που έδωσε ο Λεοντής στο Ηρώδειο, τον Αύγουστο του 2005, στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ. Πρόκειται για τις κωμωδίες «Αχαρνής» (1976, μτφρ.: Λεωνίδας Ζενάκος), «Ειρήνη» (1977, μτφρ.: Κώστας Βάρναλης), «Ιππής» (1991, μτφρ: Νίκος Σφυρόερας), «Σφήκες» (1992, μτφρ.: Τάσος Ρούσσος) και «Πλούτος» (1994, μτφρ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης – ο οποίος μαζί με τη Μαριανίνα Κριεζή υπογράφουν και τους στίχους των τραγουδιών). Οι συντελεστές της παράστασης, γύρω στους εκατό, και ανάμεσά τους οι τραγουδιστές Πέτρος Δαμουλής, Δώρος Δημοσθένους, Γιάννης Κούτρας, Μαρία Σουλτάτου, Ιωάννα Φόρτη, η μεικτή Χορωδία τού Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Κηφισιάς, δεκαεπταμελής ορχήστρα, το Χοροθέατρο του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος κ.ά. Εργο, λοιπόν, ζωής για τον συνθέτη, σε μια χορταστική δίγλωσση έκδοση (εμπεριέχει κείμενα του Λεοντή, του συνθέτη Φίλιππου Τσαλαχούρη, τους στίχους των τραγουδιών, καθώς και αρχειακό υλικό), που ως γνήσια αριστοφανική μιλά για το σήμερα: «Ανάμεσά μας κάθονται πολλοί κηφήνες. Αυτοί δεν έχουνε κεντρί, καθόλου δεν δουλεύουν, κι όλη τη μέρα χάσκουνε τον κόπο μας μασώντας» («Σφήκες»). Εξού και το αποτέλεσμα διά στόματος Χορού: «Θα επιβάλω κάθαρση/ και τρομερή λιτότης/ που θα χαζέψει σίγουρα/ ο κάθε πατριώτης»… («Πλούτος»).

  • Σπύρος Αραβανής, Βιβλιοθήκη, Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Οπως Αριστοφάνης

  • Του Κώστα Γεωργουσόπουλου
  • ΤΑ ΝΕΑ: Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Ενα από τα σατιρικά δοµικά στοιχεία του Αριστοφάνη ήταν η παρατραγωδία, σάτιρα δηλαδή γνωστών σκηνών από πρόσφατα παιγµένες τραγωδίες, όπου στο αυθεντικό συχνά κείµενο παρενέβαλε «σφήνες». Συνήθως παρέπεµπε σε τραγωδίες του Ευριπίδη, γνωστές σε εµάς σήµερα αλλά και άγνωστες, έτσι ώστε οι παραποµπές του κωµικού ποιητή να χρησιµεύουν στους φιλολόγους ως τεκµήρια των χαµένων τραγικών έργων. Παρατραγωδία έκανε και κάνει συχνά η Επιθεώρηση. Πόσες φορές δεν σατίρισε την ερµηνευτική άποψη Ροντήρη µε το οµαδικό σπρεχ-κορ; Αλλά και η σάτιρα τηλεοπτικών σίριαλ ή ριάλιτι σόου στην ίδια λογική αναφέρεται.

Πριν από χρόνια ο Φλερύ στο Θεσσαλικό Θέατρο είχε διδάξει ένα έξοχο παραχορογράφηµα, αν επιτρέπεται ο νεολογισµός, όπου µαντράχαλοι άντρες ντυµένοι κύκνοι µε πουάντ χόρευαν µε τη µουσική του Τσαϊκόφσκι τη «Λίµνη των κύκνων». Αυτό το έξοχο εύρηµα ο Τσιάνος το επαναφέρει στη φετινή παράσταση των «Αγαπητικών της βοσκοπούλας». Εκεί όµως όπου η «παρα-µόρφωση» έδωσε ρέστα (γι’ αυτό και εξαίρω το πράγµα ξεχωριστά) ήταν το φινάλε της επιθεώρησης του Θεσσαλικού, όπου όλος ο θίασος ντυµένος µε σοβαρό συναυλιακό ένδυµα «παραποίησε» (να το πω «παρα-συναυλία», «παραορατόριο», «παρα-όπερα»;) ένα ορατόριο ή ρέκβιεµ τύπου Χέντελ, Μότσαρτ, Ντβόρζακ µε µιµήσεις φούγκας και αντιστικτικής σύνθεσης «φωνών», µε σολίστ την έξοχη ηθοποιό και σοπράνο Καρακάση. Ο Διονύσης Τσακνής εδώ θαυµατούργησε και τα «κείµενα» του Τσιάνου (παραλλαγές πάνω στους «στίχους»: «µπριζόλα µε πατάτες», «παϊδάκια», «στιφάδο µε κρεµµύδια») έσπαγαν κόκαλα, δοξάζοντας τα απλά αστικά φαγητά της παρελθούσης «ευηµερίας» σε εποχή λιτότητας και λόρδας.

Προς ανιστόρητους

  • Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, Παρασκευή, 13 Αυγούστου 2010

  • Η ελληνική επιθεώρηση έχει πολλά κοινά στοιχεία με τις κωμωδίες του Αριστοφάνη

Το να το ακούς και να το διαβάζεις από άσχετους στην ιστορία του θεάτρου μας (ακόμη και πανεπιστημιακούς), πάει κι έρχεται. Το να το ακούς και να το διαβάζεις από δημοσιογραφικά μειράκια που συντάσσονται και «ενημερώνονται» από την ανωνυμογραφία των μπλογκς, τρώγεται· αλλά και να το ακούς από ανθρώπους του θεάτρου είναι τουλάχιστον ασέβεια σε μια γενναία συντεχνία της θεατρικής μας ιστορίας. Αναφέρομαι στην απαξίωση της Επιθεώρησης. Γιατί τι άλλο σε κάνει να ακούς και να διαβάζεις πως μια παράσταση Αριστοφάνη έπεσε στο χυδαίο επίπεδο της Επιθεώρησης. Είναι ακριβώς σαν να λες και να γράφεις πως μια πολιτική π.χ. αγόρευση ή πράξη ξέπεσε στο βορβορώδες σκάμμα ενός απόπατου.

Ε! Λοιπόν όχι. Η Επιθεώρηση είναι ένα υβρίδιον μεν, ένα μεικτό, αλλά νόμιμο είδος και η τιμή της παρουσίας της στην ιστορία του ευρωπαϊκού θεάτρου είναι ελληνική. Πολιτικό θέατρο με ευθεία κριτική θεσμών και προσώπων δεν υπάρχει σε καμιά άλλη θεατρική παράδοση της Ευρώπης. Είναι αυτό που στην εποχή του Αριστοφάνη (ανιστόρητοι!) ονομαζόταν «ονομαστί κωμωδείν» και ακόμη και η δημοκρατική Αθήνα δεν το άντεξε. Η ελληνική, η αθηναϊκή λεγόμενη, επιθεώρηση υποχρεώθηκε να σιωπήσει μόνο στις δικτατορίες, όπου η εξουσία κατέφυγε στη Λογοκρισία.

Αλλά ανιστόρητο είναι και το άλλο γραφόμενο: πως τάχα οι αριστοφανικές παραστάσεις καταφεύγουν σε επιθεωρησιακές λύσεις. Το αντίθετο συνέβη ιστορικά για όσους έχουν παιδεία θεατρικής ιστορίας. Η Επιθεώρηση δανείστηκε ευθέως από τα αριστοφανικά και δομικά και περιεχομενικά πρότυπα. Ηδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο μέγας Ραγκαβής γράφει μια άγρια πολιτική σάτιρα εναντίον της ξενικής εξάρτησης, του κοινοβουλευτικού βίου και της αργυρώνητης δημοσιογραφίας στο έργο του «Του Κουτρούλη ο γάμος». Στον πρόλογό του ρητά αναφέρει πως αρκείται να μιμηθεί και το σατιρικό αλλά και το δομικό σχήμα του Αριστοφάνη και μάλιστα στα χορικά μιμούνται ευθέως τα μέτρα και τη διάρθρωση των «Ιππέων» του Αριστοφάνη, στη δε παράβαση της κωμωδίας η μίμηση είναι σχεδόν αριστουργηματικά σκανδαλώδης. Αλλά θα μου πείτε άλλο μίμηση αριστοφανικής δομής και άλλο Επιθεώρηση. Αμ δε! Σε άλλο έργο του Ραγκαβή, στο «Γάμος άνευ νύφης» ο κεντρικός ήρωας, ένας χωριάτης που έρχεται στην πρωτεύουσα για να βρει νύφη ονομάζεται αριστοφανικότατα Αγριμογιάννης και στην Αθήνα ανακαλύπτει πόσο τα ήθη τα πατροπαράδοτα έχουν πλέον χαθεί, αυτός ο τύπος που είχε γίνει λαϊκός και δημοφιλής είναι ο κομπέρ της πρώτης Επιθεώρησης που γράφτηκε και παίχτηκε στην Ελλάδα «Λίγο απ΄ όλα». Από τον αριστοφανίζοντα Ραγκαβή και τον πολιτικό σατιρικό του στόχο γεννήθηκε η πολιτική και κοινωνική σάτιρα στη νεώτερη Ελλάδα με τη μορφή μιας νέας και ευρωπαϊκά πρωτότυπης θεατρικής φόρμας.

Αλλά δεν θα περιοριστώ σ΄ αυτήν τη διαδρομή. Στα μέσα του 19ου αιώνα και στην αιχμή του βαυαρικού καθεστώτος που ήκμασε η κοινωνική και πολιτική σάτιρα, ο θαρραλέος δημοσιογράφος Σοφοκλής Καρύδης εκτός από τις κωμωδίες που έγραψε (ανάμεσά τους «Ο υποψήφιος βουλευτής», «Η κοινωνία των Αθηνών») συγκρότησε και θίασο, έβγαλε και πολιτική σατιρική εφημερίδα και τα δύο με τον τίτλο «Αριστοφάνης». Με αυτό τον θίασο ο Χουρμούζης πρωτοανέβασε διασκευασμένη στα ήθη της εποχής τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη!

Αλλά ανάμεσα στο «Λίγο απ΄ όλα» και στην πλεισίστια πλέον αναβίωση της Επιθεώρησης το 1907, 1908, 1909, ο Σουρής, που είχε γίνει σατιρικός πρέσβης του μέσου Ελληνα με τον «Φασουλή» του μεταφράζει σε ύφος και στιχουργική ημερολόγια τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη και εμφανίζεται ο ίδιος στην Παράβαση!

Αλλά και πριν από την αναβίωση της Επιθεώρησης με τα «Παναθήναια» όπως προείπα, ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος ανεβάζει «Μόνον δι΄ άντρας» στην πάλαι ποτέ πρωτοποριακή του «Νέα Σκηνή» τις «Εκκλησιάζουσες» και τη «Λυσιστράτη».

Αρα, η Επιθεώρηση όταν πλέον μέσα στην τολμηρή αλλά μοναδική ίδρυσή της το 1894 (από τον σοβαρό θίασο του Δημ. Κοτοπούλη και σε επανάληψη από τον μεγάλο Παντόπουλο- δηλαδή ηθοποιούς που παίζανε τραγωδία, Σαίξπηρ, Μολιέρο και όχι μπουλούκια!) είχε πίσω της το 1907 μια ολόκληρη αριστοφανική αναφορά και γι΄ αυτό αυτή τη δομική και σατιρική παράδοση αξιοποίησε. Ο Αριστοφάνης στις περισσότερες κωμωδίες του μετά την εξέταση στο πρώτο μέρος της ευρηματικής του καταφεύγει σε «νούμερα», εισβάλλουν στη σκηνή συκοφάντες, βολευτάκηδες, ιερείς κάπηλοι, ποετάστροι, γνωστοί «ευρύπρωκτοι», χωροτάκτες, αστρολόγοι, λυσσασμένες και ματσωμένες γριές, έμποροι όπλων, πεινάλες, τεμπελχανάδες, στρεπτόδικοι νομομαθείς δικολάβοι κ.τλ. Δηλαδή εν περιλήψει όλοι οι τύποι της Επιθεώρησης που τους άρπαξε και τους μιμήθηκε από τους πεινασμένους δημοσίους υπαλλήλους έως το «να κάααθεσαι» του Φωτόπουλου, το «Φάτε, φάτε» του Αυλωνίτη και το αμιγώς ρουμελιώτικο του Χατζηχρήστου.

Γνωρίζω τον Αντίλογο, ο Αριστοφάνης ήταν και ποιητής. Σαφώς. Και μέγας. Γι΄ αυτό και οι σύγχρονες παραστάσεις σέβονται όλες τις παραβάσεις του και τις λυρικές του παρόδους (π.χ. των «Νεφελών»). Απόδειξη: οι έξοχες μελοποιήσεις των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Μαρκόπουλου, Λεοντή, Κουρουπού, Δημητρίου, Κραουνάκη, Τόκα, Σάββα, Χριστιανάκη, Τσακνή, Τσαγκάρη, Πλέσσα κ.λπ. που με μελωδίες και ρυθμούς τίμησαν τον λόγο του Αριστοφάνη και δεν έγραψε (κανένας!) φτηνιάρικη μουσική. Απόδειξη: ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης όταν έκαναν Επιθεώρηση κατέφυγαν στην αριστοφανική τους προϊστορία.

Ο καταγγέλλων νικά

Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, Παρασκευή, 13 Αυγούστου 2010

Γιατί να χρησιμοποιείται ο Αριστοφάνης ως πρόσχημα, σε όποιον θέλει να σαρκάσει τα σημερινά κακώς κείμενα; Μια καινούργια άποψη προστίθεται στην πολεμική που ξέσπασε με αφορμή τους «Αχαρνής», με πρωταγωνιστή τον Σταμάτη Κραουνάκη σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη και μετάφραση Κ.Χ. Μύρη.

Ειλικρινά δεν ξέρω ποια θέματα θα διάλεγε ο Αριστοφάνης για τις κωμωδίες του αν ζούσε σήμερα. Δεν ξέρω αν θα έγραφε για το Βατοπέδι, τη Siemens, τη διαπλοκή ή το ΔΝΤ. Δεν ξέρω, και δεν μπορώ να ξέρω, για τον απλούστατο λόγο ότι ο Αριστοφάνης δεν ζει σήμερα.

Ακόμη περισσότερο δεν είμαι σε θέση να ξέρω με ποιον τρόπο θα τα χειριζόταν αυτά τα θέματαακόμη κι αν δεχθούμε τις δύο υποθέσεις που προηγούνται, ότι δηλαδή θα ζούσε σήμερα και θα τα διάλεγε. Οσες ιστορικές αναλογίες κι αν είναι έτοιμος κάποιος να αποδεχθεί, «θεατρικοποιητική αδεία», δύσκολα μπορεί να παραγνωρίσει ορισμένες δυσαναλογίες μεγεθών- ανάμεσα στη δική του εποχή και τη δική μαςοι οποίες βγάζουν μάτι.

Οταν ο Αριστοφάνης σαρκάζει τον Δήμο της Αθήνας, για παράδειγμα, δεν αναφέρεται στον οργανισμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ο οποίος, μεταξύ άλλων, δεν είναι σε θέση να φροντίσει για την αποκομιδή των απορριμμάτων και δεν δίνει δεκάρα για τα σπασμένα πεζοδρόμια και τις λακκούβες στους δρόμους. Αναφέρεται στο κυρίαρχο σώμα μιας δημοκρατίας η οποία, με τη σειρά της, έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στα του κόσμου της.

Εκείνο το «έδοξε τη βουλή και τω δήμω» που συνόδευε κάθε απόφαση της πλειοψηφίας είχε τη δύναμη να κηρύξει τον μεγαλύτερο πόλεμο που γνώρισε ο ελληνικός κόσμος, τον Πελοποννησιακό, να αποφασίσει να στείλει τις τριήρεις του στη Μήλο για να κατασφάξουν τους ντόπιους ή να ρίξει την Αθήνα στην περιπέτεια της Σικελικής Εκστρατείας, κοινώς στην καταστροφή.

Θέλω να πω πως ο πατέρας της κωμωδίας καταπιανόταν με τα κεντρικά πολιτικά ζητήματα ενός κόσμου- της πόλης του- που κι αυτή, με τη σειρά της, βρισκόταν στο επίκεντρο του κόσμου της. Η «αναλογική» ανάγνωσή του και ερμηνεία του το πρώτο που επιτυγχάνει είναι να μικρύνει την εμβέλεια της σκέψης του μεταφέροντάς την στον μικρόκοσμο της σημερινής ελληνικής ζωής που βράζει στο ζουμί μιας κρίσης η οποία, εκτός των άλλων, οφείλεται και στο γεγονός ότι ποτέ δεν αποδέχθηκε πως ζει σε έναν κόσμο που ξεπερνάει και τις επιθυμίες της και τις δυνάμεις της.

Αν τα κείμενα του Αριστοφάνη επέζησαν για δυόμισι χιλιάδες χρόνια, αυτό δεν το οφείλουν ούτε στο γέλιο που προκαλούν ούτε στην καταγγελτική τους ισχύ. Το γέλιο είναι άρρηκτα δεμένο με το περιβάλλον και τα συμφραζόμενα της εποχής του, με αποτέλεσμα τα στοιχεία που το προκαλούν να μην είναι αναγνωρίσιμα σε άλλο περιβάλλον και σε άλλη εποχή. Κάθε εποχή γελάει με τον δικό της τρόπο. Οσο για την καταγγελία των δημαγωγών και λοιπών πολιτικών ή οικονομικών απατεώνων, αυτή δεν χρειάζεται καν τον Αριστοφάνη. Της φτάνουν τα μπλογκς και οι διαχειριστές τους που έχουν το θάρρος να κρύβονται πίσω από την ανωνυμία τους.

Παρ΄ όλα αυτά ο Αριστοφάνης επέζησε. Και επέζησε γιατί, εκτός των άλλων, αυτός πρώτος έδωσε στην κωμωδία δραματική υπόσταση – μια κωμωδία η οποία ώσπου να την αναλάβει αυτός ήταν μια συρραφή από χορούς, τραγούδια και γκαγκς. Δίνοντας δε στην κωμωδία δραματική υπόσταση ανέδειξε ορισμένα εγγενή προβλήματα της δημοκρατίας και της κοινωνικής συνύπαρξης τα οποία ξεπερνούν τα όρια και της εποχής του και των προσώπων που σαρκάζει ή διασύρει. Εκτός αυτού έπλασε και έναν τρόπο έκφρασης ο οποίος στηρίζεται στην αμεσότητα, στη σκληρότητα και την ωμότητα των υλικών του. Οργάνωσε μια ποιητική η οποία ακόμη και σήμερα αντέχει.

Γι΄ αυτό και ο κωμικός τρόπος του Αριστοφάνη, ακόμη κι αν είναι άδικος- όπως στην περίπτωση του Σωκράτη- διεκδικεί μια ηθική που δεν την έχει ο ανεκδοτολόγος της τηλεόρασης. Σε αντίθεση με αυτόν ο Αριστοφάνης δεν κολάκευε το κοινό του- και δεν χρησιμοποίησε ποτέ ως ασπίδα τα μάλλον ασθενή δημοκρατικά του αισθήματα.

Αριστοφανικοί μπελάδες

ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 7 Αυγούστου 2010

Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος,

ΑΝ ΖΟΥΣΕ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ,
ΣΤΙΣ ΚΩΜΩΔΙΕΣ ΤΟΥ ΘΑ ΞΕΜΠΡΟΣΤΙΑΖΕ
ΤΟ ΒΑΤΟΠΕΔΙ, ΤΗ ΖΙΜΕΝΣ,
ΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ, ΤΙΣ ΜΙΖΕΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΥΚΛΩΜΑ.

Oταν το 1959 η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με υπεύθυνο καθ΄ ύλην υπουργό τον ακαδημαϊκό Κωνσταντίνο Τσάτσο, απαγόρευσε τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κουν και συντελεστές τον κομμουνιστή μεταφραστή Βασίλη Ρώτα, τον σκηνογράφο και ενδυματολόγο Γιάννη Τσαρούχη και τον συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι φίλο του πρωθυπουργού, αλλά και χορογράφο τη φίλη του πρωθυπουργού και σύζυγο του καθηγητή Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ Παύλου Μυλωνά, Ραλλού Μάνου, η κριτική, η πολιτική κριτική που έγινε στην κυβερνητική ενέργεια από τα δημοκρατικά φύλλα δεν στεκόταν στην προχειρότητα της παράστασης (σήμερα ομολογημένη), αλλά στο γεγονός πως ο μεν Ρώτας είχε προσθέσει στο κείμενο ευθύ υπαινιγμό για το τότε σκάνδαλο των «βραχωδών οικοπέδων» (αγορά από φιλοκυβερνητικούς αετονύχηδες οικοπέδων στα βράχια πάνω από το Ψυχικό). Ο δε Κουν ότι προσέβαλε το θρησκευτικό αίσθημα του χριστεπώνυμου πλήθους βάζοντας στην παράσταση τον ιερέα που θυσιάζει, να μοιάζει ενδυματολογικά και να ψέλνει κατά τα ορθόδοξα πρότυπα. Τότε αυτές οι προσθήκες είχαν χαρακτηριστεί συλλήβδην «λογοκρισία» και καταδικάστηκαν με έξοχο κατάλοιπο να φορτώσει στις γελοιογραφίες του ο Φώκος Δημητριάδης την εικόνα του Τσάτσου με μία κότα!!

Και έρχονται τώρα ακόμα και ακαδημαϊκοί (μάλλον άσχετοι με το κείμενο του Αριστοφάνη) και ζητούν σχεδόν την καταδίκη παραστάσεων που τολμούν να αναλογίζουν το κείμενο του Αριστοφάνη με σύγχρονα πολιτικά συμφραζόμενα. Μα, ευλογοημένοι και αφελείς, αν ζούσε σήμερα ο Αριστοφάνης φαντάζεστε πως στις κωμωδίες του θα αγνοούσε να ξεμπροστιάσει το Βατοπέδι, τη Ζίμενς, τη διαπλοκή, τις μίζες και το παραδικαστικό κύκλωμα; Αν κάποιοι βλέπουν στα κεντρικά επεισόδια των αριστοφανικών κωμωδιών λαϊκισμό, ακόμη και φασισμό δεν φταίνε ούτε οι μεταφραστές ούτε οι σκηνοθέτες. Εχουμε λοιπόν και λέμε:

Ο Αριστοφάνης δεν λέει ότι για να διώξεις έναν φαύλο κυβερνήτη πρέπει σώνει και καλά να επιβάλεις έναν πιο φαύλο, πιο απατεώνα, κλέφτη, ψεύτη, λεχρίτη και αγράμματο; Αυτός δεν λέει πως θα είναι αρνητικό στοιχείο να γίνει ηγέτης και να γνωρίζει ανάγνωση;

Αυτός δεν λέει πως οι δικαστές είναι αργυρώνητοι εκβιαστές και επιλέγονται από όσους είναι άνεργοι και έχουν ανάγκη την αποζημίωση ενός οβολού αφού οι προκομμένοι πολίτες δεν μπορούν να εγκαταλείπουν τα μαγαζιά τους με μεγαλύτερο ημερήσιο τζίρο;

Αυτός δεν λέει πως ο Σωκράτης είναι ένας απατεώνας που πουλάει παραπλανητική γνώση έναντι αδράς αμοιβής και τα μαθήματά του έγκεινται στο να μετράει το πήδημα ενός ψύλλου και να εκτιμά γιατί το έντερο των εντόμων είναι στενό ώστε να εκπυρσοκροτούν τα εκλυόμενα αέρια;

Αυτός δεν λέει στους «Αχαρνείς» ότι ο πρωθυπουργός της χώρας ενώ παιζόταν η κωμωδία υποχρεώθηκε από τους συνετούς πολίτες να ξεράσει τα τάλαντα της δωροδοκίας που είχε εισπράξει;

Αυτός δεν λέει πως ο ίδιος ο πρωθυπουργός (Κλέων) δεν συναινεί στις προτάσεις ειρήνης γιατί δεν τον συμφέρει, αφού ο ίδιος και ιδιώτες είναι ιδιοκτήτες εργοστασίου όπλων!!

Αυτός δεν λέει πως ο πολύς Περικλής με έναν πορνονόμο που ψήφισε για εμπάργκο των μεγάλων οδήγησε στην καταστροφή;

Αυτός δεν λέει πως οι κυβερνήτες του Αστεως νόθευσαν τα αργυρά νομίσματα με χαλκό και πλούτισαν οι κερδοσκόποι; Αυτός δεν λέει στους «Αχαρνείς» πως ό,τι περισσεύει από περιουσιακά στοιχεία στην Αθήνα στο συναλλαγματικό εμπόριο είναι οι χαφιέδες, οι συκοφάντες, οι καταδότες και οι ψευδομάρτυρες;

Ο Αριστοφάνης δεν λέει πως γίνεται εισαγωγή ξένων δυνάμεων που δεν είναι παρά μασκαρεμένοι «ευρύπρωκτοι» της πιάτσας;

Αυτός δεν λέει πως μόλις ψηφιστεί ένας νέος θεσμός πλακώνουν οι εργολάβοι, οι χειροτάκτες, οι προμηθευτές πρώτων υλών και όπλων και από κοντά οι πληρωμένοι κοντυλοφόροι, ποιητές και διαφημιστές;

Αυτός δεν λέει πως ο Δήμος Αθηναίων είναι ένας παμπόνηρος Γέρος που κολακεύεται από πεσκέσια, δωροδοκίες, γλειψίματα, ακόμα και προσφορές φυσιολογικών και μη ηδονών από τους κυβερνώντες και ευνοεί όποιον δίνει τα περισσότερα;

Αυτός, ο Αριστοφάνης, δεν λέει πως οι βουλευτές γοητεύονται από τις παρλαπίπες των ρητόρων, αλλά αρκεί κανείς να τους τάξει ένα κιλό σαρδέλες και λίγο άνηθο για να αλλάξουν γνώμη;

Αυτός δεν λέει και μάλιστα στους «Αχαρνείς» ότι ο Αρχιστράτηγος Λάμαχος είναι ανίκανος, διοικεί από το γραφείο του, την περνάει ζωή και κότα στα συμβούλια και στα διαβούλια, ενώ τα φαντάρια ξύνονται στο αγιάζι από την ψείρα;

Αυτός δεν είναι που βάζει φωτιά και καίει το «Φροντιστήριο» του Σωκράτη; Και αυτός δεν είναι που στους «Αχαρνείς» επιλέγει να πάει κόντρα στους νόμους, στους θεσμούς, αλλά και στην πλειοψηφία των συμπολιτών του και συνάπτει ειρήνη με τον εχθρό, ιδρύει προσωπική αγορά στην αυλή του και εμπορεύεται σπάζοντας το εμπάργκο, πολιτική της ηγεσίας της πόλης του;

Αυτός δεν λέει στις «Νεφέλες» πως όποιο παιδί μαθαίνει γράμματα γίνεται αλαζόνας και δέρνει περιφρονώντας τους γονείς του και ιδιαιτέρως τη μάνα του συμψηφίζοντας το ξύλο που έφαγε από αυτήν μικρός;

Ποιος μεταφραστής και ποια παράσταση όποιου αισθητικού ποιού, παραποίησε τα σκηνικά γεγονότα του Αριστοφάνη; Ποιος αλλοίωσε το νόημα της αναλυτικής του κριτικής θεσμών και των φορέων τους;

Αν όσα ανέφερα μερικοί τα θεωρούν λαϊκισμό και φασισμό, λαϊκιστής είναι ο Αριστοφάνης. Στην πυρά!!

Ενοχλούν κάποιες απαραίτητες αναλογίες, κανείς π.χ. δεν θα τολμούσε να αναλογίσει τον διαβόητο «ευρύπρωκτο» Κλεισθένη και τον Στράτωνα με έναν σημερινό επώνυμο τοιούτον. Κανείς δεν θα τολμούσε σήμερα να αναλογίσει τον άκαπνο Λάμαχο με τον άκαπνο π.χ. Παπάγο! Κανείς σήμερα δεν θα αναλόγιζε τους καλοπερασάκηδες πρέσβεις με όσους περνούν τον καιρό τους σε Βρυξέλλες, Γενεύες και αλλαχού, σιτιζόμενοι από τον δημόσιο κορβανά σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων «διαπραγματευόμενοι» επί χρόνια για τα Βαλκάνια και την υφαλοκρηπίδα.

Οσες αναλογίες τολμούνται είναι για να ξεπεραστούν κάποιες ιστορικές καταστάσεις ή να γίνουν προσιτά γεγονότα και πράγματα που δεν λένε τίποτε σήμερα στο κοινό, πασίγνωστα όμως πριν από 2.500 χρόνια. Ενα νούμερο επιθεώρησης με αναφορά στο Βατοπέδι ή στον Κοσκωτά τι θα έλεγε σε έναν θεατή του 2100 και μόνο;

Οσον αφορά τις βωμολοχίες που κάνουν και ανατριχιάζουν στο θέατρο όσοι αγόρασαν τη γνωστή κασέτα της κυρίας που «παίζει όπως είναι», τους προκαλώ: πώς θα μετέφραζαν τους στίχους: «πέρδομαι και παρατίλλομαι» (στ.
30-31), «ημείς δε λαικαστάς και καταπύγονας» (στ. 79) «χαυνοπρώκτας τους Ιωνας λέγει» (στ. 106) «δύο δραχμάς τοις αποψωλημένοις» (στ. 161) «στρατόν λαβών και έχεζε οκτώ μήνας» (στ. 80) «πόσον τον πρωκτόν χρόνου συνήγαγεν;» (στ. 83) «ο Ξανθίας τον φαλλόν ορθόν στησάτω» (στ. 244), όλοι οι στίχοι αυτοί είναι από τους πρώτους 250 στίχους των «Αχαρνέων». Μην ντρέπεσθε, μεταφράστε τους, έστω βάζοντας μπούρκα!

Ο Αριστοφάνης λέει πως ο Δήμος Αθηναίων είναι ένας παμπόνηρος Γέρος που κολακεύεται από δωροδοκίες και γλειψίματα

Αριστοφάνης… τηλεοπτικός. Επιθεωρησιακού επιπέδου αστεία και αισθητικές

  • «Αχαρνής» σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη και μετάφραση Κ. Χ. Μύρη. Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
  • Περισσότερο εύπεπτα σατιρικά σκετς και λιγότερο παραστάσεις που αποτυπώνουν συμπεριφορές και παθογένειες βλέπουμε τα τελευταία χρόνια όταν παρακολουθούμε τον αριστοφανικό λόγο στο θέατρο. Είναι, μάλιστα, τόσο έντονα τα στοιχεία της επικαιρότητας -πολιτικής, πολιτιστικής, κοινωνικής- που συχνά η ψίχα του κειμένου του ποιητή χάνεται πίσω από επιθεωρησιακού τύπου αστεία και αισθητικές.
  • Ο Αριστοφάνης γύρισε στα θυμαράκια
  • Η αρχαία κωμωδία, αντί να αναδυθεί αγγίζοντας το σήμερα, χάνεται πίσω από μια επιθεώρηση – αποθέωση της τηλεοπτικής αισθητικής
  • Tης Oλγας Σελλα

Kωμωδίες του Aριστοφάνη: θέαμα λαϊκό, απήχηση δεδομένη, επιτυχία εξασφαλισμένη. Oμως, τι ακριβώς βλέπουμε σήμερα όταν παρακολουθούμε έργα του σπουδαίου ποιητή; Aρχαία κωμωδία που αγγίζει και τις σύγχρονες συμπεριφορές και παθογένειες ή εύπεπτα σατιρικά σκετς; Στις βασισμένες στον αριστοφανικό λόγο παραστάσεις, τα τελευταία χρόνια στριμώχνονται όλα τα στοιχεία της επικαιρότητας – πολιτικής, πολιτιστικής, κοινωνικής.

Tόσο, που τις περισσότερες φορές η ψίχα του κειμένου χάνεται πίσω από επιθεωρησιακού ή τηλεοπτικού τύπου αστεία και αισθητικές, αν δεν μένει εντελώς έξω από τις θεατρικές σκηνές.

H μεταφορά των κωμωδιών του Aριστοφάνη στη σύγχρονη, κάθε φορά, γλώσσα άρχισε στα μέσα του 19ου αιώνα, από τον Mιχαήλ Xουρμούζη και τον Aλέξανδρο Pίζο – Pαγκαβή. Aπό τότε, πολλοί έχουν καταπιαστεί (ή αναμετρηθεί;) με τους αιχμηρούς στίχους του γνωστότερου εκπροσώπου της αρχαίας αττικής κωμωδίας και πολλές συζητήσεις γίνονται συχνά-πυκνά για το κατά πόσον κάθε φορά προδίδεται ή αποδίδεται το πνεύμα του Aριστοφάνη. Γιατί, όπως έχει γράψει ο κριτικός θεάτρου της «K» Σπύρος Παγιατάκης, «οι μεταφράσεις αυτού του είδους, που βασίζονται στη σάτιρα παλιών γεγονότων, παλιώνουν με απίστευτη ταχύτητα όσο η γλώσσα εξελίσσεται. Mάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση (σ. σ. του Aριστοφάνη) οι μεταφραστές βρίσκονται απέναντι σε ειδικές δυσκολίες (συνάρτηση περιεχομένου – μορφής, επίπεδα και κλίμακες κωμικού ύφους, στοιχεία παρωδίας, λογοπαίγνια, αναχρονισμούς, ιστορικά, θρησκευτικά ή σεξουαλικά υπονοούμενα, βωμολοχίες κ. λπ.). Kαι η αλήθεια είναι ότι δεν καταφέρνουν όλοι να ανταποκριθούν με επιτυχία σ’ αυτές τις δυσκολίες.

H εύκολη λύση μοιάζει να είναι το αντιδάνειο από την επιθεώρηση: σκηνικός εντυπωσιασμός, χοντροκομμένα αστεία σεξουαλικού περιεχομένου, δράση με υστερικές κραυγές και αποθέωση της τηλεοπτικής γκέι αισθητικής. Oύτως ή άλλως, οι σχέσεις του Aριστοφάνη με την… τηλεόραση έχουν γίνει πολύ στενές τα τελευταία χρόνια, αφού δεν περνάει μόνο η τηλεοπτική διαφήμιση στον Aριστοφάνη, περνάει και ο Aριστοφάνης στη διαφήμιση!

Tελικά, τι Aριστοφάνη βλέπουμε σήμερα και ποιο είναι το στοίχημα όσων καταπιάνονται με τα κείμενά του; Στο ερώτημα απαντούν δύο σύγχρονοι μεταφραστές του Aριστοφάνη, οι Παντελής Mπουκάλας («Aχαρνής») και Γιάννης Bαρβέρης (φέτος υπογράφει τη μετάφραση του «Πλούτου» που θα παρουσιαστεί στην Eπίδαυρο στις 13 και 14 Aυγούστου) και ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Δημήτρης Λιγνάδης, που αναμετρήθηκε πρόπερσι με τους αριστοφανικούς «Bατράχους».

  • Οι μεταφραστές του

O κατάλογος των μεταφραστών της αριστοφανικής κωμωδίας περιλαμβάνει πολλά ονόματα: Kώστας Bάρναλης, Bασίλης Pώτας, Kώστας Tαχτσής, Γιώργος Σκούρτης, Παύλος Mάτεσις, K. X. Mύρης, Γιάννης Bαρβέρης, Παντελής Mπουκάλας, Λεωνίδας Ζενάκος, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Κώστας Σταματίου, Μιχάλης Γκανάς. Συχνό φαινόμενο είναι οι σκηνοθέτες να υπογράφουν τη δραματουργική επεξεργασία, που σημαίνει ότι εφαρμόζουν στα μέτρα τους μια ήδη υπάρχουσα μετάφραση.

  • Παντελής Μπουκάλας
  • Ανάκτηση, όχι κατάκτηση

Δοκιμή σεβαστικής ανάκτησης του κόσμου που δημιούργησε το πρωτογενές κείμενο, με τον λόγο και το μέλος του, τη λέξη και τις ιδέες του, είναι η μετάφραση. Και όχι επιχείρηση προπετούς κατάκτησης του πρωτοτύπου, το οποίο εκπίπτει σε απλό πρόσχημα όταν προσεγγίζεται με την επιπόλαιη -και φιλολογικά τόσο βολική και αδάπανη- λογική της κατάχρησής του.

Ειδικά η μεταφορά του αρχαίου ελληνικού λόγου στη νέα ελληνική δεν συγχωρεί τη διάκριση σε υψηλή ποίηση, την τραγωδία, και σε χαμηλότερη, την κωμωδία. Ο Αριστοφάνης δικαιούται και απαιτεί τον ίδιο σεβασμό με τους τραγικούς, άρα η προσέγγισή του επιβάλλει την ίδια μεταφραστική λογική και ηθική. Ποιητής υπήρξε, και μάλιστα σπουδαιότατος, όχι σκετσογράφος. Και ποιητής καίριος – όχι αναλώσιμα επικαιρικός, όχι αποκλειστικά θερινός. Ωστε λοιπόν η βίαιη «επικαιροποίησή» του για την αποκοπή στίχων και σκηνών «προς διευκόλυνση του κοινού» και την προσθήκη άλλων, αμέσως αναγνωρίσιμου ήχου και ήθους, και πάλι «προς διευκόλυνση του κοινού», μειώνει, αν δεν αναιρεί πλήρως, το ποίημα και μετατρέπει το δράμα σε θέαμα υπαγορευμένο και σκηνοθετημένο από τις προτιμήσεις και τις πνευματικές αντοχές και προσδοκίες ενός κοινού που εδώ εννοείται ως διευρυμένα τηλεοπτικό.

Αίφνης η βωμολοχία, δημαγωγικά αλλοιωμένη, καταντάει αυταξία και αυτοσκοπός για να προκληθεί το εύκολο αντανακλαστικό γέλιο, η δε μέχρι κόρου ενσφήνωση στοιχείων και προσώπων της επικαιρότητας, που αύριο – μεθαύριο δεν θα έχουν κανένα νόημα, κλονίζει μέχρι διαλύσεως το αρχικό έργο. Εκεί που υπήρχε ένας κόσμος, τώρα εκτίθεται μια χαλαρά αρθρωμένη αλυσίδα επεισοδίων ή σκετς. Η αναλογία, ναι, θα υπαγορεύσει κάποιες προσαρμογές, μακάρι «στοχαστικές».

Οταν όμως η «ανασκευή» ή η «διασκευή» επιχειρείται δίχως όρους, τότε ο Αριστοφάνης παραμένει μεν άριστος ποιητής, είναι όμως πια αφανής μέσα στο ίδιο του το κείμενο.

  • Γιάννης Βαρβέρης
  • Kαταπατείται η κόκκινη γραμμή

Στον γενικευμένο κατήφορο αποδόμησης των κειμένων, κλασικών και μη, ο Αριστοφάνης φύσει διατρέχει μεγάλους κινδύνους. Και τούτο επειδή το κωμικό του στοιχείο, μοιραία προσαγκυρωμένο στα πρόσωπα και τα ήθη της εποχής του, είναι δύσκολο να περάσει ως φαίδρυνση στον σημερινό θεατή. Αφετέρου, πολλά του έργα μετά τη μέση συνεχίζονται με επεισόδια που μοιάζουν με τη σύγχρονη επιθεώρηση κι έτσι ενισχύεται τόσο η ομοιότητα όσο και η μίμηση.

Ενώπιον αυτής της κατάστασης, σκηνοθέτες, αλλά και μεταφραστές ελευθεριάζουν πέραν των αποδεκτών ορίων για να κερδίσουν με κάθε τρόπο το κοινό.

Ετσι, γενικά, νομίζω ότι καταπατείται η κόκκινη γραμμή επειδή οι απαραίτητες αναλογίες και εκσυγχρονισμοί σχεδόν εγκαταλείπουν το ήθος και τις προθέσεις του αρχαίου κειμένου. Νομίζω πως το κείμενο, ανθιστάμενο στα λυρικά του μέρη, υποδεικνύει από μόνο του το μέτρο της δεκτικότητάς του σε παρεμβάσεις. Εννοώ πως είναι αναγκαίο ο παραστασιακός Αριστοφάνης να πατάει σε δύο βάρκες, στο τότε και στο τώρα, χωρίς να πέφτει στο νερό.

Δύσκολη δουλειά, που απαιτεί δραστική και μαζί υπαινικτική χρήση της διαρκώς εξελισσόμενης σύγχρονης γλώσσας, σε συνδυασμό με έμπρακτη αγάπη και ουσιαστικό σεβασμό προς το πρωτότυπο.

Τελικά, η κάθε αριστοφανική παράσταση είναι εικόνα και ομοίωση του καλλιτεχνικού ύφους και της παιδείας των εκάστοτε, στοργικών ή αλαζονικών, διαχειριστών της.

  • Δημήτρης Λιγνάδης
  • Tο πείραγμα και το πείραμα

Πρώτα απ’ όλα μιλώ ως λάτρης, παιδιόθεν, του αρχαίου δράματος και δευτερευόντως ως φιλόλογος και σκηνοθέτης. Nομίζω ότι τα τελευταία χρόνια είμαστε πιο ελαστικοί με τις πειραματικές – αποδομιστικές προσεγγίσεις στο αρχαίο δράμα παρά στον Aριστοφάνη. Kάθε πείραγμά του δεν είναι απαραιτήτως και πείραμα, γιατί το πείραγμα σημαίνει εντυπωσιασμός, ενώ το πείραμα σημαίνει έρευνα και πολλές φορές αυτοανάφλεξη στα χέρια μας.

Mερικές διαπιστώσεις για τον Aριστοφάνη: έχει πολύ έντονη την επικαιρική – χωροχρονική παράμετρο, που πάει να πει πρόσωπα και καταστάσεις του τότε, τα οποία στηλιτεύονται και σατιρίζονται. Στοιχείο που τον κάνει να έχει κάποια κοινά με το περιεχόμενο, όχι με τη μορφή, της επιθεώρησης. Aυτό δεν σημαίνει ότι ο Aριστοφάνης είναι επιθεώρηση. Mας διαφεύγει πλάι σ’ αυτό ότι ο Aριστοφάνης (και η αρχαία αττική κωμωδία) είχε ένα δεδομένο δραματουργικό καμβά στο έργο του. Hταν και η κωμωδία ένα είδος θεάτρου, αλλά μερικοί το μπερδεύουν και κάνουν επιθεώρηση. Mέσα σ’ αυτό το είδος θεάτρου υπάρχει σχεδόν ισάξια του Eυριπίδη ποίηση.

Eνα άλλο στοιχείο είναι ότι οι τραγικοί παίρνουν ένα μύθο δεδομένο και τον κάνουν θέατρο, ενώ οι κωμικοί κατασκευάζουν τον μύθο. Aυτή είναι μια μεγάλη διαφορά, γιατί η κωμωδία φτιάχνει ένα παραμύθι μπροστά μας. Mέσα σ’ όλο αυτό το παραμύθι, αντί να παρελαύνουν νεράιδες και δράκοι, παρελαύνουν πρόσωπα της επικαιρότητας. Tελευταίο και βασικότερο, νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα να δούμε τον σημερινό αποδέκτη του αρχαίου δράματος. Tο κοινό του τότε είχε μεγαλώσει με τον Oμηρο και τους μύθους. O Aριστοφάνης είναι οξύς, δεν είναι αλκαλικός. Δείχνει ρηχό υλικό, αλλά είναι ένα υλικό πολύ βαθύ και δύσκολο. O κάθε σκηνοθέτης οφείλει να υποκαθιστά, αλλά δεν έχει κανένα δικαίωμα να αντικαθιστά. Tο ερώτημα είναι πόσο τολμηροί αλλά και πόσο «διαβασμένοι» είμαστε. Xωρίς και τα δύο, Aριστοφάνη δεν μπορείς να ανεβάσεις. [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 01/08/2010]

Αριστοφάνη εσύ, σούπερ σταρ

Οι τέσσερις από τις συνολικά επτά παραστάσεις της Επιδαύρου βασίζονται φέτος σε έργα του. Δίπλα στον «Οθέλλο» του Τόμας Οστερμάγιερ, τον «Οιδίποδα τύραννο» του Αμφι-Θεάτρου- που άφησε μουδιασμένους τους θεατές την περασμένη εβδομάδα- και τον «Ορέστη» του Εθνικού, ο Αριστοφάνης έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα. Η αρχή έγινε με τους «Ιππείς» και τον Παύλο Χαϊκάλη σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Η «Λυσιστράτη», σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, άρχισε χθες και συνεχίζει απόψε με βασικό «διαπραγματευτικό» χαρτί τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο. Σειρά έχουν οι «Αχαρνής» του ΚΘΒΕ και του Σωτήρη Χατζάκη, που κατηφορίζουν στην Επίδαυρο με την υπεροπλία των Σταμάτη Κραουνάκη (Δικαιόπολις), Γρηγόρη Βαλτινού και Κώστα Βουτσά. Την τετράδα των αριστοφανικών διασκευών κλείνει στα μέσα Αυγούστου ο «Πλούτος» του Θεάτρου Τέχνης, σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου, μετάφραση Γιάννη Βαρβέρη (στις υπόλοιπες τρεις υπογράφει ο Κ. Χ. Μύρης) και πρωταγωνιστές τους Κάτια Γέρου, Μάνια Παπαδημητρίου, Δ.Λιγνάδη. > «Λυσιστράτη», Επίδαυρος, απόψε στις 21.00. «Αχαρνής», 23- 24/7. Κρατήσεις: Πανεπιστημίου 39 (εντός στοάς) και greekfestival.gr.

Δημήτρης Δουλγερίδης, ΤΑ ΝΕΑ, 17/07/2010

Πάμε θέατρο; Αριστοφάνης, ο σύγχρονός μας!

  • Ο Γιώργος Δ.Κ. Σαρηγιάννης , προτείνει και αντιπροτείνει, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

ΤΟ ΕΡΓΟ. Μισόκουφος και γρουσούζης- ένας «κωλόγερος»-, ο Δήμος- ο λαός δηλαδή- έχει δυο δούλους πιστούς, τον Δημοσθένη και τον Νικία- που δεν είναι παρά δυο διαπρεπείς στρατηγοί και πολιτικοί της εποχής- αλλά προσέλαβε κι έναν ακόμα- έναν Παφλαγόνα, τον βυρσοδέψη Κλέωνα- που δεν είναι παρά ο παντοδύναμος τον καιρό εκείνο δημαγωγός στρατηγός και πολιτικός – που του ΄πεσε από δίπλα και με τις κολακείες, τις μαλαγανιές και τις δημαγωγίες του παραμέρισε τους άλλους και έχει αποκτήσει την εύνοια του Δήμου τον οποίο άγει και φέρει. Πώς θα τον ξεφορτωθούν;

Μόνον αν βρεθεί φαυλότερος του Παφλαγόνα όπως προκύπτει από χρησμούς που του κλέβουν. Κι αυτός είναι ένας αλλαντοπώλης- ένας λουκανικάς. Ο οποίος, ονόματι Αγοράκριτος, κατά τύχην εμφανίζεται στον δρόμο τους. Οι δυο δούλοι τού την πέφτουν προσπαθώντας να τον δελεάσουν. Ο Αλλαντοπώλης γλυκαίνεται. Κι όταν του τάζουν πως εκείνη που θα σταθεί σύμμαχός του είναι η αριστοκρατική τάξη των Ιππέωνο Χορός-, πείθεται να μπει σε Αγώνα με τον Παφλαγόνα. Και ως καταγόμενος «από τη φάρα των καθαρμάτων» τον νικάει στη Βουλή. Στα λόγια τα παχιά και στις δημαγωγίες. Ο Παφλαγόνας αφρίζει και καταφεύγει στον ίδιο τον Δήμο. Ο ένας προσπαθεί να ξεπεράσει τον άλλο σε υποσχέσεις και κολακείες προς το αφεντικό, μπουκώνουν τον Δήμο με νοστιμιές και τελικά ο Αλλαντοπώλης κάνει σκόνη τον Παφλαγόνα. Και «αναδομεί» τον Δήμο που εμφανίζεται ξανανιωμένος. Δεν μένει παρά να γλεντήσουν. Με μια όμορφη Ειρήνη. Ο νεαρός Αριστοφάνης με τους «Ιππείς» του (424 π.Χ.), με εξαιρετική τόλμη- και χωρίς καμιά επιφύλαξη, πάντα ήταν απόλυτος…-, εν μέσω της πρώτης φάσης του Πελοποννησιακού Πολέμου, επιτίθεται μετωπικά στον Κλέωνα, τον ανώτατο άρχοντα της Αθήνας. Το έργο, καθαρά πολιτικό, χωρίς μεγάλη ποικιλία – ουσιαστικά ένας Αγώνας είναι, από την αρχή μέχρι το τέλος- αποτελεί, ίσως, την πιο βαρετή κωμωδία του. Ξαφνικά, όμως, η συγκυρία της εντόπιας οικονομικής κρίσης και της φαυλοκρατίας που όλο και ξεσκεπάζεται την καθιστούν επίκαιρη όσο ποτέορισμένα σημεία της μοιάζουν να έχουν γραφτεί χθες.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Ο Βασίλης Νικολαΐδης παρέλαβε μια λαϊκή, χυμώδη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη και την μετέτρεψε σε παράσταση που αναδεικνύει την επικαιρότητα του έργου χωρίς να το ξεχειλίσει με προσθήκες. Οι προσθήκες δεν λείπουν, αλλά ο σκηνοθέτης κράτησε το μέτρο και δεν εκτροχιάστηκε σε ευκολίες, φτήνιες και χυδαιότητες. Οχι, η παράσταση δεν αποτελεί τομή στο ελληνικό θέατρο και μοιάζει επιγονική- το φινάλε με την Ειρήνη καθόλου δεν πρωτοτυπεί. Αλλά είναι μια πρόταση ευγενική, που δεν σε κάνει να αηδιάζεις, όπως πολύ συχνά συμβαίνει τελευταία με τις αριστοφανικές σκηνοθεσίες. Η μουσική της Αντιγόνης Τσολάκη με άφησε αδιάφορο ενώ οι χορογραφίες του Χρήστου Παπαδόπουλου έχουν πολύ έξυπνες, ανάλαφρες λύσεις αλλά δεν απογειώνονται. Θα μείνω στο εξαιρετικό, «συμπυκνωμένο»- σωστά φωτισμένο από τους Νίκο Βλασόπουλο και Κώστα Χλίβα- σκηνικό και στα, σχεδιαστικά και χρωματικά, έξοχα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, που βρέθηκε σε πολύ καλή στιγμή. Στα κοστούμια, ειδικά, του Χορού και κυρίως στα λοφία- ταβανόβουρτσες πιστεύω ότι οφείλεται μέγα μέρος της επιτυχίας της παράστασης: την κάνουν να καλπάζει.

ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ. Αριστοι ο Θύμιος Κούκιος, ο Μανώλης Θεοδωράκης και, κυρίως, ο Σαμψών Φύτρος. Βρήκα κάπως γραφικό τον Δήμο του Γιάννη Κοτσαρίνη. Ο Γιώργος Αρμένης, με την πείρα του, βγάζει πέρα μια χαρά τον Παφλαγόνα. Ο Παύλος Χαϊκάλης, όμως, είναι που κλέβει την παράσταση: με μέγεθος, κύρος, φωνή καμπάνα, με μέτρο, χωρίς παραχωρήσεις, καθιερώνεται, με την πρώτη του εμφάνιση στην Επίδαυρο, ως ένας έξοχος ερμηνευτής του Αριστοφάνη.

Εν ολίγοις.

Μια παράσταση χωρίς ευκολίες, φτήνιες και χυδαιότητες, που θα σας κάνει να δείτε τον Αριστοφάνη με άλλα μάτια.

info

Η παράσταση, παραγωγή της Θεατρικής Διαδρομής σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, περιοδεύει μέχρι 13 Σεπτεμβρίου. Απόψε Χαλάνδρι (θέατρο Ρεματιάς). 12/7 Ηλιούπολη (θέατρο Αλσους). 14/7 Πειραιάς («Βεάκειο»). 15/7 Παπάγου (Ανοιχτό Θέατρο). 17/7 Ραφήνα (Προαύλιο Γυμνασίου/ Λυκείου Ραφήνας). 18/7 Βόλος (Θερινό Δημοτικό Θέατρο). 19/7 Λάρισα (Κηποθέατρο «Αλκαζάρ»).

Προσκήνιο

Ο Στάθης Λιβαθινός επιχείρησε μια δική του, «συμπυκνωμένη» εκδοχή της «Κάρμεν», σε μια αφοπλιστικά ταιριαστή εσωτερική αυλή του Μεταξουργείου (Κεραμεικού 28, μέχρι 15 Ιουλίου). Ο χώρος, επιμελημένος σκηνογραφικά από την Ελένη Μανωλοπούλου, στην οποία οφείλονται και τα κοστούμια- έξοχο της Κάρμεν-, συναρπαστικά φωτισμένος από τον Αλέκο Αναστασίου, επιβάλλεται αμέσως και η σκηνοθεσία τον εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο. Εκεί που η παράσταση πάσχει είναι νομίζω η δραματουργία- την ανέλαβαν ο σκηνοθέτης και η ομάδα των ηθοποιών που βασίστηκαν στο λιμπρέτο των Μεϊλάκ- Αλεβί για την όπερα του Μπιζέ αλλά και στη νουβέλα του Μεριμέ ενώ τους στίχους υπογράφει ο Στρατής Πασχάλης.

Είναι χαλαρή, με αφέλειες και ευκολίες. Αδυναμίες βρήκα και στο μουσικό μέροςδιασκευή, ενορχήστρωση και εκτέλεση. Ισως θα έπρεπε να δουλευτεί με δάσκαλο στα τραγούδια. Η Μαρία Ναυπλιώτου, όμορφη, αισθησιακή, χυμώδης, με θαυμάσια φωνή, αφήνει πίσω της την Κυρία και βγάζει από μέσα της μια Κάρμεν. Ο Μελέτης Ηλίας πρώτος, ο Χρήστος Σουγάρης- στον Λοχαγό, στον Γκαρθία μάλλον μίμηση κάνει- και η Πηνελόπη Μαρκοπούλου ικανοποιητικότατοι. Αδύναμος – και φωνητικά ερασιτεχνικός- ο Ευθύμης Παππάς. Μια παράσταση υψηλής αισθητικής, που ξεκινάει ιδιοφυώς- η «Κάρμεν» του Πρετρ με την Κάλλας που ακούγεται στεντορείως από ψηλά, πίσω από την κουρτίνα του φωτισμένου δωματίου, εισάγοντας στο θέμα και ολόκληρη η σιωπηλή πρώτη σκηνή, με τον Χοσέ να πλένει το τούρκικο αποχωρητήριο, είναι εικόνες και ακούσματα που θα με ακολουθούν- και κλείνει κυκλικά, επίσης ιδιοφυώς- οι τελευταίες μπατούτες της όπερας να ακούγονται και πάλι πίσω από τη φωτισμένη κουρτίνα που ανεμίζει, να μπλέκονται με τα ζωντανά όργανα και να επιβάλλονται- αλλά θα έπρεπε να δουλευτεί περισσότερο.

«Κάλλιο της γης κατέλυμμα (τάφος) παρά του κόσμου γέλιο»

Ο Αριστοφάνης έταζε στους ακροατές του πως «για το δίκιο θα καλαμπουρίζει, και πολλά θα διδάξει καλά για να είσαστε ευτυχισμένοι». Την Κωμωδία πολλοί τη θεωρούν είδος «κατώτερο» απ’ το Δράμα. Ακόμα κι οι αρχαίοι Ελληνες, που τόσο τίμησαν το θέατρο, δεν την «επισημοποίησαν» ­ δίνοντάς της θέση στη γιορτή των Διονυσίων ­ παρά μόνο το 486 π.Χ., κάπου μισόν αιώνα μετά την πρώτη νίκη του Θέσπη σε αγώνα τραγωδίας των Μεγάλων Διονυσίων (535 π.Χ.). Κι ο Αριστοτέλης θα την ορίσει ως «μίμηση των πιο ανάξιων ανθρώπων» (φαυλοτέρων), ενώ αλλού λέει πως «αναπαριστάνει τους ανθρώπους χειρότερους (χείρους) απ’ ό,τι είναι» (αντίθετα με την τραγωδία που «θέλει να τους αναπαριστάνει καλύτερους»).

Ακόμα κι ο «αντιθεατρικός» Πλάτων είχε παρατηρήσει: «Το να μάθει κανείς τα σοβαρά χωρίς να μάθει και τα γελοία, είναι αδύνατο» («Ανευ γελοίων τα σπουδαία μαθείν…ου δυνατόν»). Ωστόσο, ένας κωμικός ποιητής ­ και ο μέγιστος, ο Αριστοφάνης­ ήταν εκείνος που χάραξε επιγραμματικά την κοινωνική – πολιτική δικαίωση του Θεάτρου, και της Κωμωδίας, με τη γνωστή στιχομυθία Αισχύλου – Ευριπίδη στους Βατράχους του: οι δραματικοί ποιητές ­ λέει ο δεύτερος ­ είναι «άξιοι θαυμασμού», επειδή «με τη δύναμη του νου και με τις νουθεσίες τους, κάνουν καλύτερους τους ανθρώπους στις πόλεις» («… δεξιότητος και νουθεσίας, ότι βελτίους τε ποιούμεν τους ανθρώπους εν ταις πόλεσιν»).

Αλλοι είναι πιο «μετριοπαθείς»: ο πρώτος Ρωμαίος θεατρικός συγγραφέας (μεταφραστής ελληνικών έργων, σωστότερα), ο Λίβιος Ανδρόνικος, θα ονομάσει την κωμωδία «καθρέφτη του καθημερινού βίου», ενώ ο Κικέρων θα επαυξήσει, χαρακτηρίζοντάς την «αντίγραφο της ζωής, καθρέφτη των εθίμων, αντιφέγγισμα της αλήθειας».

Στον ονομαστό Πρόλογό του για τον πολύπαθο Ταρτούφο του (1669), ο Μολιέρος τονίζει τον «σωτήριο» συνδυασμό του «τερπνού μετά του ωφελίμου»: «Αποστολή της κωμωδίας είναι να διορθώνει τα αμαρτήματα των ανθρώπων… Το θέατρο έχει μεγάλη ικανότητα να διορθώνει. Τα καλύτερα διδάγματα της σοβαρής ηθικής είναι συνήθως λιγότερο ισχυρά από τη σάτιρα και τίποτα δεν συμμορφώνει καλύτερα τους περισσότερους ανθρώπους, όσο η απεικόνιση των ελαττωμάτων τους. Αποτελεί μεγάλο χτύπημα ενάντια στα αμαρτήματα η έκθεσή τους στην ειρωνεία όλου του κόσμου».

Εχει γίνει κοινός τόπος η γαλλική παροιμία «Το γέλιο σκοτώνει πιο σίγουρα παρά τα όπλα», αλλά και η ελληνική: «Κάλλιο της γης κατέλυμμα (τάφος) παρά του κόσμου γέλιο».

  • Υπόθεση και συντελεστές

Βρισκόμαστε στον έκτο χρόνο του πολέμου μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Οι συνέπειες του πολέμου πλήττουν καίρια τον αγροτικό πληθυσμό, ο οποίος, αναγκασμένος να ζει εντός των τειχών, βλέπει τη γη του να καταστρέφεται. Ο Αθηναίος αγρότης Δικαιόπολις απογοητευμένος από τους συμπολίτες του που αδρανούν και αγανακτισμένος με τους πολιτικούς που αδιαφορούν για το κοινό συμφέρον και οδηγούν την πόλη στην καταστροφή αποφασίζει να κλείσει συνθήκη «ιδιωτική» ειρήνης με τη Σπάρτη για τον ίδιο και την οικογένειά του. Εξοργισμένοι οι καρβουνιάρηδες του δήμου των Αχαρνών, μόλις το πληροφορούνται, κυνηγούν τον «προδότη» για να τον τιμωρήσουν. Ο Δικαιόπολις θα ζητήσει τη βοήθεια του Ευριπίδη για να τους αντιμετωπίσει, θα μεταχειριστεί κάθε μέσο για να επιβάλει την ειρήνη του και δε θα διστάσει να τα βάλει ακόμη και με τον φιλοπόλεμο στρατηγό, Λάμαχο, τον πιο ισχυρό υπερασπιστή του πολέμου.Η πρεμιέρα της παράστασης δόθηκε στις 2 Ιούλη στο Αρχαίο θέατρο Δελφών «Φρύνιχος», όπου οι Αχαρνής ήταν η εναρκτήρια παράσταση των εκδηλώσεων του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών. Θα ακολουθήσουν παραστάσεις στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων (9 – 10/7), στο Θέατρο Δάσους Θεσσαλονίκης (14 – 15/7), στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου (23 – 24/7), στο θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» στο Βύρωνα (28/7), στο Αρχαίο Θέατρο της Ολυμπίας (30/7). Η περιοδεία θα συνεχιστεί τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.

Το έργο ανεβαίνει σε μετάφραση Κ.Χ. Μύρη και σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη. Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμηνεύουν: Δικαιόπολις: Σταμάτης Κραουνάκης, Λάμαχος: Γρηγόρης Βαλτινός, Μεγαρίτης: Κώστας Βουτσάς. Σκηνικά: Γιώργος Πάτσας. Κοστούμια: Ερση Δρίνη. Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης. Χορογραφία: Φωκάς Ευαγγελινός. Ενορχήστρωση – Μουσική Διδασκαλία: Αρης Βλάχος. Φωνητική προετοιμασία: Νίκος Βουδούρης. Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ.Παίζουν (με σειρά εμφάνισης): Σταμάτης Κραουνάκης (Δικαιόπολις), Ιορδάνης Αϊβάζογλου (Κήρυκας), Δημήτρης Κοντός (Αμφίθεος), Γιάννης Χαρίσης (Πρέσβης Α), Χρήστος Νίνης (Πρέσβης Β΄, Θηβαίος), Νίκος Μαγδαληνός (Πρέσβης Γ’, Ξανθίας), Κωνσταντίνος Χατζησάββας (Αρτάβας, Υπηρέτης Ευριπίδη), Νίκος Τουρνάκης (Θέωρος), Γιάννης Σιαμσιάρης (Ευριπίδης), Γρηγόρης Βαλτινός (Λάμαχος), Κώστας Βουτσάς (Μεγαρίτης), Παρθένα Χοροζίδου (Κορίτσι Μεγαρίτη), κ.ά.

Χορός (με αλφαβητική σειρά): Ιορδάνης Αϊβάζογλου, Θεοδώρα Βουτσά, Νίκος Καπέλιος, Θανάσης Καραθανάσης, Γιάννης Καραούλης, Δημήτρης Κοντός, Νίκος Μαγδαληνός, Χρήστος Μουστάκας, Πάολα Μυλωνά, Τατιάνα Μύρκου, Χρήστος Νίνης, κ.ά.

Τραγουδιστής: Χρήστος Μουστάκας. Παίζουν επί σκηνής οι μουσικοί: Αρης Βλάχος, Σοφία Κακουλίδου, Αννα Λάκη, Νίκος Μπαχαρίδης, Νίκος Χατζόπουλος.

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 4 Ιούλη 2010