Ενάμιση μήνα μετά την έναρξη της σεζόν, 80 ελληνικά έργα έχουν ανέβει στα αθηναϊκά θέατρα
«Χωρίς ελληνικό έργο δεν υπάρχει ελληνικό θέατρο», έλεγε ο Κάρολος Κουν. Ετσι, έπειτα από μια μακρά περίοδο (από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 έως τις αρχές του 2000) θεατρικής συγγραφικής νηνεμίας ή και βαλτώματος, έχουμε φτάσει τα τελευταία πέντε χρόνια να μιλάμε για σαφή άνοδο της μετοχής του ελληνικού έργου στο θεατρικό χρηματιστήριο.
Αποκορύφωμα η φετινή σεζόν, όπου ήδη, ενάμιση μόλις μήνα από την έναρξή της, μετράμε περί τα 80 ελληνικά έργα στα αθηναϊκά θέατρα. Πρόκειται για άλλη μία πολιτιστική φούσκα; Για συγγραφικό φασόν ή κειμενική υψηλή ραπτική; Ο χρόνος θα δείξει. Προς το παρόν, η παραγωγή σύγχρονου ελληνικού έργου αναπτύσσεται ευθέως ανάλογα με τη συνεχή αύξηση των παραγωγών της θεατρικής μας σκηνής.
Εργο από τον τόπο σου…
Μπορούμε, επομένως, να μιλάμε σήμερα για σύγχρονο ελληνικό θεατρικό έργο; «Νομίζω πως μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε. Είναι, βέβαια, νωρίς ακόμα για να ολοκληρώσουμε οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση χωρίς να είμαστε επιπόλαιοι», λέει η Λένα Διβάνη. «Το ζητούμενο δεν πρέπει να είναι τόσο η συγχρονία όσο η διαχρονία. Το έργο εκείνο που δεν τρέχει απλώς πίσω από ή έστω συμβαδίζει με τον καιρό του, αλλά εκείνο που ανοίγει τον καιρό του στη μνήμη του παρελθόντος και στην προοπτική του μέλλοντος. Δεν είναι και τρομερά δύσκολο, ο Τσέχοφ, ας πούμε, το κατάφερε μια χαρά», παρατηρεί ο Βασίλης Κατσικονούρης. «Για κάθε κοινωνική στιγμή υπάρχει και ο θεατρικός λόγος που την αντανακλά. Η ελληνική κοινωνία έχει καθηλωθεί από το χυδαίο τηλεοπτικό ‘’mainstream’’ και ο συγγραφέας σαν να πρέπει να ‘’εξοριστεί’’, να βρει τη θεματολογία του στις παρυφές της Ελλάδας (μετανάστες, τουρίστες) για να βρει την ελληνική ψυχή. Το ζήτημα, λοιπόν, για εμένα είναι πώς επιλέγονται τα συγκεκριμένα έργα που παίζονται στις διάφορες θεατρικές σκηνές. Δεν αποκλείεται δυνατά έργα να βρίσκονται στα συρτάρια των συγγραφέων», τονίζει ο Αντώνης Νικολής. «Επίσης, είναι πολύ βασικό το πώς ένα σύγχρονο έργο κρίνεται από τους συγχρόνους του. Γιατί οι σύγχρονοι έχουμε μια αμφιθυμική σχέση με το σύγχρονο: στο κλασικό αναζητούμε το σύγχρονο αλλά όταν εκφράζεται το σύγχρονο μέσα από ένα νέο έργο, δημιουργείται κατευθείαν ένα πρόβλημα. Το αντιμετωπίζουμε όλοι σαν να είμαστε συγγραφείς. Σαν το σύγχρονο έργο να είναι ένας ρεφενές συγγραφικός. Μάλλον η χρονική απόσταση βοηθά στη μυθοπλασία», προσθέτει ο Ακύλλας Καραζήσης.
Ποιες είναι, όμως, άραγε οι αφετηρίες έμπνευσης των θεατρικών μας συγγραφέων; «Η πείνα και η δίψα για ζωή και η ακύρωσή της. Μιλάμε για μεγάλο δράμα», παραδέχεται ο Βασίλης Κατσικονούρης. «Κοιτάζω γύρω μου και η έμπνευσή μου ορίζεται από το πώς διαθλάται ο κόσμος μέσα μου», λέει ο Γιάννης Μαυριτσάκης. «Πρόκειται για την ανάγκη κοινοποίησης κάτι πολύ προσωπικού -όχι με μια ανάγκη ψυχοθεραπευτική ή έκθεσης του εσωτερικού μου κόσμου- αλλά για την ανάγκη να μιλήσω με πολιτικούς όρους για το χώρο μου, για αυτό που ζω, που εμπεριέχει και την κριτική αντιπαράθεση με το βίωμα αυτό καθαυτό», υπογραμμίζει ο Ακύλλας Καραζήσης.
…κι ας είναι παραμελημένο
Παρ’ όλη την αύξηση σύγχρονων ελληνικών έργων στο σανίδι η Πολιτεία μοιάζει ανδρανής. «Εν αρχή ην η τρέλα. Αυτή θα μας σώσει. Το κράτος δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του – δεν το βλέπετε που διαλύεται;», διερωτάται φωναχτά η Λένα Διβάνη. «Σίγουρα η τρέλα και το ψώνιο της ελληνικής Πολιτείας βοηθάει κάθε συγγραφέα, όσον αφορά τουλάχιστον την έμπνευσή του», παρατηρεί σκωπτικά ο Βασίλης Κατσικονούρης. «Δεν υπάρχει πουθενά το ΥΠΠΟ για τους νέους συγγραφείς. Θα ήταν ευχής έργο να υπάρχει ένας θεσμός που θα βοηθούσε το ελληνικό έργο να βγει και εκτός συνόρων», εύχεται ο Γιάννης Μαυριτσάκης. «Το ΥΠΠΟ είναι απόν σε ό,τι αφορά τους συγγραφείς. Ενώ διαμορφώνει τη θεατρική αγορά με τις επιχορηγήσεις του επιτρέποντας σε περίπου πενήντα ανθρώπους να είναι επαγγελματίες σκηνοθέτες, δεν κάνει κάτι αντίστοιχο και με τους θεατρικούς συγγραφείς», τονίζει ο Αντώνης Νικολής. Ο Ακύλλας Καραζήσης θέτει και μία άλλη παράμετρο: «Είναι βασικό οι κοινωνικές ομάδες που σχετίζονται με τη συγγραφή -θίασοι, λογοτέχνες, θεσμικά όργανα της Πολιτείας, οι εφημερίδες- να στηρίζουν το ελληνικό έργο. Και δεν εννοώ τόσο την οικονομική στήριξη αλλά τη στήριξη με την έννοια της συζήτησης, χωρίς να αποκλείσουμε και τη σύγκρουση».
Εδώ, λοιπόν, στην Ελλάδα το ελληνικό έργο καλά κρατεί προς το παρόν. Μπορεί όμως να εξαχθεί και στο εξωτερικό; «Φυσικά – ειδικά άμα σκεφτούμε τι έχουμε κάνει κατά καιρούς εισαγωγή!», αποκρίνεται η Λένα Διβάνη. «Οταν ένα έργο είναι πραγματικά καλό, λειτουργεί σε κάθε τόπο και χρόνο γιατί λειτουργεί αυτόματα στο συλλογικό υποσυνείδητο των ανθρώπων. Είμαστε, επομένως, εμείς οι συγγραφείς εργολάβοι του παγκόσμιου συλλογικού υποσυνείδητου. Αν φτάσουμε να γράφουμε καλά έργα -τα οποία γίνονται σχεδόν συμπτωματικά- θα είναι και εξαγώγιμα και όχι μόνο τοπικού ενδιαφέροντος», τονίζει ο Αντώνης Νικολής. «Οταν οι μητροπολιτικές εστίες του οικονομικού, πολιτικού αλλά και πολιτιστικού ιμπεριαλισμού (Λονδίνο, Βερολίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη) έχουν να δείξουν μια συνεχή ροή παραγωγής σύγχρονων έργων, το ζητούμενο είναι πώς χειραφετημένα θα συνομιλήσουμε με αυτούς τους πολιτισμούς και πώς θα προστατευθούμε από τη δύναμη της επιβολής της γλώσσας τους σε παγκόσμιο επίπεδο», παρατηρεί ο Ακύλλας Καραζήσης.
Πες το με έναν τίτλο
Αν το σύγχρονο ελληνικό έργο ήταν βιβλίο, τι τίτλο θα του έδιναν οι συγγραφείς; «“Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα” (γιατί τώρα η αξιολόγηση γίνεται συνοπτικά με αστεράκια…)», κατά τη Λένα Διβάνη. Ο Βασίλης Κατσικονούρης θα του έδινε τον τίτλο του βιβλίου του Σωτήρη Δημητρίου «Η βραδυπορία του καλού», ενώ ο Γιάννης Μαυριτσάκης θα το τιτλοφορούσε «Ξανά προς τη δόξα τραβά…», ο Αντώνης Νικολής «Η διαμαρτυρημένη αυτογνωσία» και ο Ακύλλας Καραζήσης θα προσέθετε το σχόλιο: «Ελληνικό ναι, αλλά με ποιους όρους;».
«Οι συγγραφείς και τα έργα τους είναι αξίες. Από τη στιγμή που στην εποχή μας κλυδωνίζονται οι αξίες, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι επιλέγονται και τα καλύτερα έργα. Οι συγγραφείς είμαστε έρμαια δέκα σκηνοθετών και παραγωγών. Μόνο η τηλεόραση τελικά μπορεί να σε κάνει επαγγελματία θεατρικό συγγραφέα…»
Αντωνης Νικολης Συγγραφεας
«Η θεματολογία μου είναι νομίζω η ίδια που στοιχειώνει και την πεζογραφική μου δουλειά. Το περιβάλλον που μας καθορίζει ασφυκτικά, η υπαγορευμένη και ως εκ τούτου παραλυτική ατομικότητα, τα κλισέ που ομογενοποιούν τη συμπεριφορά μας έως καρικατουρικής γελοιότητος…»
Λενα Διβανη Συγγραφεας
«Ενας θεατρικός συγγραφέας μπορεί να ψωμιστεί από τη δουλειά του μόνο όταν υπάρχουν θεατές, που κάποτε άγγιξαν την ψυχή τους και τιμούν το γεγονός αυτό ως σχέση και όχι ως στιγμιαία κατανάλωση αισθημάτων. Αλλιώς και οι καημένοι οι συγγραφείς το ρίχνουν στην τηλεόραση, ή έστω οι πιο αξιοπρεπείς γίνονται συνοδοί ηλικιωμένων ευκατάστατων Αμερικανίδων».
Βασιλης Κατσικονουρης Συγγραφεας
«Αν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 το θεατρικό έργο ήταν κυρίως πολιτικό λόγω των τότε μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, σήμερα δεν βλέπω κάτι ανάλογο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεματολογία»
Γιαννης Μαυριτσακης Συγγραφεας
«Ισως η πραγματικότητα να είναι μια μυθοπλασία που εξωραΐζουμε μες στο μυαλό μας. Ισως, η συγγραφή να είναι το σημείο όπου συναντιέται το παρελθόν με το μέλλον μέσα
από την παροντικότητά μας»
Ακύλλας Καραζησης, Ηθοποιος, σκηνοθετης, συγγραφεας
info
• «Το γάλα» του Β. Κατσικονούρη, Βασιλάκου (Πλαταιών & Πρ. Δανιήλ, Μεταξουργείο, τηλ. 210-3467735).
• «Καλιφόρνια Ντρίμιν» του Β. Κατσικονούρη, Χυτήριο (Ιερά Οδός 44, τηλ. 210-3412313).
• «Wolfgang» του Γ. Μαυριτσάκη, Εθνικό – Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 41, Γκάζι, τηλ. 210-3455020).
• «Λισαβόνα» του Α. Νικολή, Στοά (Μπισκίνη 55, 210-7702830. Φεβρουάριος 2009).
• «Ο χορός της μοναχικής καρδιάς: Cannabis Indicae / Patria Greca» του Α. Καραζήση, Εθνικό – Σύγχρονο Θέατρο (από 21/02/09).
• «Μεταβατικό στάδιο» της Λ. Διβάνη, Εθνικό Θέατρο– Αναλόγια (άνοιξη 2009).
ΜΠΛΑΤΣΟΥ ΙΩΑΝΝΑ, Ελεύθερος Τύπος, Κυριακή, 14.12.08