Daily Archives: 14 Δεκεμβρίου, 2008

Θεατρικό έργο made in Greece

Ενάμιση μήνα μετά την έναρξη της σεζόν, 80 ελληνικά έργα έχουν ανέβει στα αθηναϊκά θέατρα

Θεατρικό ργο made in Greece

«Χωρίς ελληνικό έργο δεν υπάρχει ελληνικό θέατρο», έλεγε ο Κάρολος Κουν. Ετσι, έπειτα από μια μακρά περίοδο (από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 έως τις αρχές του 2000) θεατρικής συγγραφικής νηνεμίας ή και βαλτώματος, έχουμε φτάσει τα τελευταία πέντε χρόνια να μιλάμε για σαφή άνοδο της μετοχής του ελληνικού έργου στο θεατρικό χρηματιστήριο.

Αποκορύφωμα η φετινή σεζόν, όπου ήδη, ενάμιση μόλις μήνα από την έναρξή της, μετράμε περί τα 80 ελληνικά έργα στα αθηναϊκά θέατρα. Πρόκειται για άλλη μία πολιτιστική φούσκα; Για συγγραφικό φασόν ή κειμενική υψηλή ραπτική; Ο χρόνος θα δείξει. Προς το παρόν, η παραγωγή σύγχρονου ελληνικού έργου αναπτύσσεται ευθέως ανάλογα με τη συνεχή αύξηση των παραγωγών της θεατρικής μας σκηνής.

Εργο από τον τόπο σου…
Μπορούμε, επομένως, να μιλάμε σήμερα για σύγχρονο ελληνικό θεατρικό έργο; «Νομίζω πως μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε. Είναι, βέβαια, νωρίς ακόμα για να ολοκληρώσουμε οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση χωρίς να είμαστε επιπόλαιοι», λέει η Λένα Διβάνη. «Το ζητούμενο δεν πρέπει να είναι τόσο η συγχρονία όσο η διαχρονία. Το έργο εκείνο που δεν τρέχει απλώς πίσω από ή έστω συμβαδίζει με τον καιρό του, αλλά εκείνο που ανοίγει τον καιρό του στη μνήμη του παρελθόντος και στην προοπτική του μέλλοντος. Δεν είναι και τρομερά δύσκολο, ο Τσέχοφ, ας πούμε, το κατάφερε μια χαρά», παρατηρεί ο Βασίλης Κατσικονούρης. «Για κάθε κοινωνική στιγμή υπάρχει και ο θεατρικός λόγος που την αντανακλά. Η ελληνική κοινωνία έχει καθηλωθεί από το χυδαίο τηλεοπτικό ‘’mainstream’’ και ο συγγραφέας σαν να πρέπει να ‘’εξοριστεί’’, να βρει τη θεματολογία του στις παρυφές της Ελλάδας (μετανάστες, τουρίστες) για να βρει την ελληνική ψυχή. Το ζήτημα, λοιπόν, για εμένα είναι πώς επιλέγονται τα συγκεκριμένα έργα που παίζονται στις διάφορες θεατρικές σκηνές. Δεν αποκλείεται δυνατά έργα να βρίσκονται στα συρτάρια των συγγραφέων», τονίζει ο Αντώνης Νικολής. «Επίσης, είναι πολύ βασικό το πώς ένα σύγχρονο έργο κρίνεται από τους συγχρόνους του. Γιατί οι σύγχρονοι έχουμε μια αμφιθυμική σχέση με το σύγχρονο: στο κλασικό αναζητούμε το σύγχρονο αλλά όταν εκφράζεται το σύγχρονο μέσα από ένα νέο έργο, δημιουργείται κατευθείαν ένα πρόβλημα. Το αντιμετωπίζουμε όλοι σαν να είμαστε συγγραφείς. Σαν το σύγχρονο έργο να είναι ένας ρεφενές συγγραφικός. Μάλλον η χρονική απόσταση βοηθά στη μυθοπλασία», προσθέτει ο Ακύλλας Καραζήσης.

Ποιες είναι, όμως, άραγε οι αφετηρίες έμπνευσης των θεατρικών μας συγγραφέων; «Η πείνα και η δίψα για ζωή και η ακύρωσή της. Μιλάμε για μεγάλο δράμα», παραδέχεται ο Βασίλης Κατσικονούρης. «Κοιτάζω γύρω μου και η έμπνευσή μου ορίζεται από το πώς διαθλάται ο κόσμος μέσα μου», λέει ο Γιάννης Μαυριτσάκης. «Πρόκειται για την ανάγκη κοινοποίησης κάτι πολύ προσωπικού -όχι με μια ανάγκη ψυχοθεραπευτική ή έκθεσης του εσωτερικού μου κόσμου- αλλά για την ανάγκη να μιλήσω με πολιτικούς όρους για το χώρο μου, για αυτό που ζω, που εμπεριέχει και την κριτική αντιπαράθεση με το βίωμα αυτό καθαυτό», υπογραμμίζει ο Ακύλλας Καραζήσης.

…κι ας είναι παραμελημένο
Παρ’ όλη την αύξηση σύγχρονων ελληνικών έργων στο σανίδι η Πολιτεία μοιάζει ανδρανής. «Εν αρχή ην η τρέλα. Αυτή θα μας σώσει. Το κράτος δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του – δεν το βλέπετε που διαλύεται;», διερωτάται φωναχτά η Λένα Διβάνη. «Σίγουρα η τρέλα και το ψώνιο της ελληνικής Πολιτείας βοηθάει κάθε συγγραφέα, όσον αφορά τουλάχιστον την έμπνευσή του», παρατηρεί σκωπτικά ο Βασίλης Κατσικονούρης. «Δεν υπάρχει πουθενά το ΥΠΠΟ για τους νέους συγγραφείς. Θα ήταν ευχής έργο να υπάρχει ένας θεσμός που θα βοηθούσε το ελληνικό έργο να βγει και εκτός συνόρων», εύχεται ο Γιάννης Μαυριτσάκης. «Το ΥΠΠΟ είναι απόν σε ό,τι αφορά τους συγγραφείς. Ενώ διαμορφώνει τη θεατρική αγορά με τις επιχορηγήσεις του επιτρέποντας σε περίπου πενήντα ανθρώπους να είναι επαγγελματίες σκηνοθέτες, δεν κάνει κάτι αντίστοιχο και με τους θεατρικούς συγγραφείς», τονίζει ο Αντώνης Νικολής. Ο Ακύλλας Καραζήσης θέτει και μία άλλη παράμετρο: «Είναι βασικό οι κοινωνικές ομάδες που σχετίζονται με τη συγγραφή -θίασοι, λογοτέχνες, θεσμικά όργανα της Πολιτείας, οι εφημερίδες- να στηρίζουν το ελληνικό έργο. Και δεν εννοώ τόσο την οικονομική στήριξη αλλά τη στήριξη με την έννοια της συζήτησης, χωρίς να αποκλείσουμε και τη σύγκρουση».

Εδώ, λοιπόν, στην Ελλάδα το ελληνικό έργο καλά κρατεί προς το παρόν. Μπορεί όμως να εξαχθεί και στο εξωτερικό; «Φυσικά – ειδικά άμα σκεφτούμε τι έχουμε κάνει κατά καιρούς εισαγωγή!», αποκρίνεται η Λένα Διβάνη. «Οταν ένα έργο είναι πραγματικά καλό, λειτουργεί σε κάθε τόπο και χρόνο γιατί λειτουργεί αυτόματα στο συλλογικό υποσυνείδητο των ανθρώπων. Είμαστε, επομένως, εμείς οι συγγραφείς εργολάβοι του παγκόσμιου συλλογικού υποσυνείδητου. Αν φτάσουμε να γράφουμε καλά έργα -τα οποία γίνονται σχεδόν συμπτωματικά- θα είναι και εξαγώγιμα και όχι μόνο τοπικού ενδιαφέροντος», τονίζει ο Αντώνης Νικολής. «Οταν οι μητροπολιτικές εστίες του οικονομικού, πολιτικού αλλά και πολιτιστικού ιμπεριαλισμού (Λονδίνο, Βερολίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη) έχουν να δείξουν μια συνεχή ροή παραγωγής σύγχρονων έργων, το ζητούμενο είναι πώς χειραφετημένα θα συνομιλήσουμε με αυτούς τους πολιτισμούς και πώς θα προστατευθούμε από τη δύναμη της επιβολής της γλώσσας τους σε παγκόσμιο επίπεδο», παρατηρεί ο Ακύλλας Καραζήσης.

Πες το με έναν τίτλο

Αν το σύγχρονο ελληνικό έργο ήταν βιβλίο, τι τίτλο θα του έδιναν οι συγγραφείς; «“Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα” (γιατί τώρα η αξιολόγηση γίνεται συνοπτικά με αστεράκια…)», κατά τη Λένα Διβάνη. Ο Βασίλης Κατσικονούρης θα του έδινε τον τίτλο του βιβλίου του Σωτήρη Δημητρίου «Η βραδυπορία του καλού», ενώ ο Γιάννης Μαυριτσάκης θα το τιτλοφορούσε «Ξανά προς τη δόξα τραβά…», ο Αντώνης Νικολής «Η διαμαρτυρημένη αυτογνωσία» και ο Ακύλλας Καραζήσης θα προσέθετε το σχόλιο: «Ελληνικό ναι, αλλά με ποιους όρους;».

«Οι συγγραφείς και τα έργα τους είναι αξίες. Από τη στιγμή που στην εποχή μας κλυδωνίζονται οι αξίες, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι επιλέγονται και τα καλύτερα έργα. Οι συγγραφείς είμαστε έρμαια δέκα σκηνοθετών και παραγωγών. Μόνο η τηλεόραση τελικά μπορεί να σε κάνει επαγγελματία θεατρικό συγγραφέα…»
Αντωνης Νικολης Συγγραφεας

«Η θεματολογία μου είναι νομίζω η ίδια που στοιχειώνει και την πεζογραφική μου δουλειά. Το περιβάλλον που μας καθορίζει ασφυκτικά, η υπαγορευμένη και ως εκ τούτου παραλυτική ατομικότητα, τα κλισέ που ομογενοποιούν τη συμπεριφορά μας έως καρικατουρικής γελοιότητος…»
Λενα Διβανη Συγγραφεας

«Ενας θεατρικός συγγραφέας μπορεί να ψωμιστεί από τη δουλειά του μόνο όταν υπάρχουν θεατές, που κάποτε άγγιξαν την ψυχή τους και τιμούν το γεγονός αυτό ως σχέση και όχι ως στιγμιαία κατανάλωση αισθημάτων. Αλλιώς και οι καημένοι οι συγγραφείς το ρίχνουν στην τηλεόραση, ή έστω οι πιο αξιοπρεπείς γίνονται συνοδοί ηλικιωμένων ευκατάστατων Αμερικανίδων».
Βασιλης Κατσικονουρης Συγγραφεας

«Αν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 το θεατρικό έργο ήταν κυρίως πολιτικό λόγω των τότε μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, σήμερα δεν βλέπω κάτι ανάλογο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεματολογία»

Γιαννης Μαυριτσακης Συγγραφεας

«Ισως η πραγματικότητα να είναι μια μυθοπλασία που εξωραΐζουμε μες στο μυαλό μας. Ισως, η συγγραφή να είναι το σημείο όπου συναντιέται το παρελθόν με το μέλλον μέσα
από την παροντικότητά μας»

Ακύλλας Καραζησης, Ηθοποιος, σκηνοθετης, συγγραφεας

info
• «Το γάλα» του Β. Κατσικονούρη, Βασιλάκου (Πλαταιών & Πρ. Δανιήλ, Μεταξουργείο, τηλ. 210-3467735).
• «Καλιφόρνια Ντρίμιν» του Β. Κατσικονούρη, Χυτήριο (Ιερά Οδός 44, τηλ. 210-3412313).
• «Wolfgang» του Γ. Μαυριτσάκη, Εθνικό – Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 41, Γκάζι, τηλ. 210-3455020).
• «Λισαβόνα» του Α. Νικολή, Στοά (Μπισκίνη 55, 210-7702830. Φεβρουάριος 2009).
• «Ο χορός της μοναχικής καρδιάς: Cannabis Indicae / Patria Greca» του Α. Καραζήση, Εθνικό – Σύγχρονο Θέατρο (από 21/02/09).

• «Μεταβατικό στάδιο» της Λ. Διβάνη, Εθνικό Θέατρο– Αναλόγια (άνοιξη 2009).

ΜΠΛΑΤΣΟΥ ΙΩΑΝΝΑ, Ελεύθερος Τύπος, Κυριακή, 14.12.08

Από «Καλή οικογένεια»

Από «Καλή οικογ�νεια»

Στο σύμπαν του Γιόακιμ Πέρινεν, η ζωή είναι όμορφη, οι οικογένειες ευτυχισμένες, οι μέρες πάντα ηλιόλουστες, το φαγητό υπέροχο, τα χαμόγελα κάτασπρα. Στην Αθήνα, τρεις μέρες πριν γίνει αυτή η συνέντευξη, ο 31χρονος Κωνσταντίνος Παπαχρόνης είχε χάσει τη ζωή του σε ένα τροχαίο δυστύχημα και μία μέρα μετά τη συνάντησή μας με τον Δημήτρη Λιγνάδη ο 15χρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από έναν ειδικό φρουρό της Ελληνικής Αστυνομίας. Στη συνέχεια, χάος. Κυριολεκτικά. Κάτοικοι αυτής της πόλης την έκαψαν, τη λεηλάτησαν, τη σύλησαν.
Με τον ίδιο τρόπο που αυτή η τσιμεντένια και άναρχα δομημένη πόλη έχει κάψει, λεηλατήσει και συλήσει ζωές και όνειρα ανθρώπων, γηγενών και αλλοδαπών, την ευγένεια, το χαμόγελο, την αξιοπιστία, την μπέσα στις καθημερινές μας συναναστροφές. Ο Γιώργος Χειμωνάς το 1982 έγραφε προφητικά: «Μια οργιαστική σιγή εβλάστησε σε όλες τις ρωγμές. Κοιτάξτε αυτούς τους νεαρούς των δεκαπέντε – δεκαεφτά χρόνων. Κοιτάξτε τους καλά. Προσέξτε την κατήφειά τους, τη σιωπή τους, τη δύσθυμη σκληρότητά τους. […]

Θα έρθουν παιδιά και έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για το Νέο Λόγο.

Για λέξεις που ποτέ δεν διαπράχτηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν. Φοβηθείτε τους». Ο Δημήτρης Λιγνάδης συμπληρώνει:

– Για την τέχνη και τη ζωή: «Στην τέχνη και τη ζωή όσο μεγαλώνει ο παρονομαστής, δηλαδή ο ντεμέκ ορισμός τους, τόσο μικραίνει η αξία του κλάσματος, δηλαδή η ίδια η τέχνη, η ίδια η ζωή».

– Για τον Κωνσταντίνο Παπαχρόνη: «Η πορεία του φίλου κι εξαιρετικού ηθοποιού Κωνσταντίνου στον καλλιτεχνικό χώρο για μένα είναι ένα πρότυπο. Δεν δικτυώθηκε παρά αξίαν, ήταν πάντα αυτό το “γλυκό χύμα”, ήρεμος, ψύχραιμος, δεν αγκώνιασε κανέναν για να πάρει τη θέση του, δεν διεκδίκησε ποτέ τίποτα».

– Για την αγριότητα του θανάτου: «Αυτό που είναι πολύ τρομακτικό στο θάνατο δεν είναι μόνο το ίδιο το γεγονός του θανάτου. Ακόμη πιο τρομακτικοί είναι οι μηχανισμοί που ενεργοποιεί ραγδαία, επειγόντως η ζωή, ώστε να επανέλθει η κανονικότητά της. Τυχαίο ότι στη δική μας γλώσσα ο θάνατος είναι αρσενικού γένους και η ζωή θηλυκού; Όπως και η τέχνη, άλλωστε. Σκέψου το θέατρο.
Σκέψου ότι σε ρίχνουν σε μια άδεια σκηνή χωρίς να ξέρεις τίποτα, απροετοίμαστο, σε παντελή άγνοια. Αμέσως ενεργοποιείς οποιονδήποτε μηχανισμό διαθέτεις για να επιβιώσεις εκεί πάνω, στην αρένα, σε αυτό που λέγεται σκηνή. Ε, με τον ίδιο τρόπο ενεργοποιούνται και οι μηχανισμοί επιβίωσης και εκεί κάτω, στη ζωή».

– Για το πένθος: «Όταν έχεις βιώσει από πριν την απώλεια, ξέρεις πια το “πρόγραμμα”: Πρώτη πράξη: Πένθος. Δεύτερη πράξη: Περισυλλογή. Τρίτη πράξη: Ανοιγμα στη ζωή. Γιατί ξέρεις ότι η ζωή συνεχίζεται. Ξέρεις ότι σε μία βδομάδα η ζωή θα σου κλέψει ένα χαμόγελο. Και σε δύο βδομάδες θα κάνεις εσύ τους άλλους να γελούν».

– Για τη «νεκρόφιλη» φύση του ηθοποιού: «Όντας ηθοποιός φλερτάρεις καθημερινά με το θάνατο. Κάθε βράδυ η παράσταση πεθαίνει. Είναι εφήμερη. Έχει μια μοναδικότητα τόπου και χρόνου. Δεν είναι ποτέ η ίδια. Και μετά από έξι μήνες πεθαίνει τελείως. “Πεθαίνουν” οι σχέσεις με τους συναδέλφους σου. Έρχονται νέοι συνάδελφοι για να συνεργαστείς μαζί τους, για το επόμενο θνησιγενές εγχείρημα. Διαχειρίζεσαι δηλαδή μια οικία φαντασμάτων (σ.σ.: φάντασμα: το παραγόμενο από τη φαντασία). Διαχειρίζεσαι το θάνατο. Ο ηθοποιός είναι φύσει νεκρόφιλος. Ο ηθοποιός μιμείται τη ζωή. Ταριχεύει τη ζωή στο τραπέζι του καλλιτεχνικού νεκροτομείου, τη μελετά, την ανατέμνει, για να παρουσιάσει εντέλει αυτό το ζόμπι ως ζωντανό στο κοινό που έρχεται να τον δει. Όπως ένας συλλέκτης πεταλούδων, που για να τις συλλέξει τις αποκόπτει από το φυσικό τους περιβάλλον, τις βαλσαμώνει και μετά τις εκθέτει σε ένα δωμάτιο του σπιτιού του για να λέει ο άλλος “α, τι ωραίες πεταλούδες!”».

– Για τα όρια του επαγγελματισμού: «Δεν ξέρω αν στα 45 μου ασπάζομαι αυτή την υπεράνθρωπη πια επαγγελματική υπόσταση του ηθοποιού, που ό,τι και να του έχει συμβεί στη ζωή του οφείλει να βρίσκεται πάνω στη σκηνή και να κάνει τον παλιάτσο ή να αφήσει τα κόκαλά του πάνω στο σανίδι. Δηλαδή, ο ηθοποιός είναι άνθρωπος και οφείλει να είναι άνθρωπος, οφείλει να πενθήσει και να κλείσει και ακόμα τα θέατρα σε ένδειξη του πένθους του. Προσωπικά, θα είχα τεράστια δυσκολία να συνεχίσω την παράσταση αν ήμουν ένας από τους ηθοποιούς του “Ξυπνήματος της άνοιξης”».

– Για την «τερατική» λειτουργία του ηθοποιού: «Ενώ οι άνθρωποι ζουν τη ζωή, ο καλλιτέχνης και δη ο ηθοποιός την ίδια στιγμή που τη ζει, την ίδια στιγμή βγαίνει έξω από αυτήν και την παρατηρεί σαν ένα έργο. Μέσα στη σκηνή διδάσκεις “Στη Μόσχα, αδελφές μου, στη Μόσχα” και κάνεις ένα διάλειμμα, βγαίνεις έξω και βλέπεις άλλον να τρυπιέται κι άλλον να πουσάρει ναρκωτικά, με την αστυνομία να στέκεται παραδίπλα. Ποια Μόσχα, λοιπόν; Οπότε έχεις τις εξής επιλογές: Ή λες δεν υπάρχει Μόσχα, βγαίνεις έξω και λες παρατάω το θέατρο, ή λες πάω να μονάσω, να κρυφτώ στο θέατρο, στη σοφίτα με τα παιδικά μου παιχνίδια, στον ψεύτικο κόσμο μου. Η λες ένα τρίτο: αν θέλω να αλλάξω τη σύριγγα με τα δικά μου όπλα, πρέπει να ξαναμπώ μέσα να συνεχίσω την πρόβα μου, μπας και γίνει κάτι. Αλλά έχοντας επίγνωση του τι γίνεται έξω από την πόρτα σου. Αν δεν γνωρίζεις, δεν ζεις την εποχή σου, δημιουργείς μια αυνανιστική, ομφαλοσκοπική κατάσταση, που όμως δεν ξέρω ποιον μπορεί να αφορά».

– Για το έργο του Πέρινεν: «“Η καλή οικογένεια” διαχειρίζεται τη χαρά σε όλα τα επίπεδα. Παρακολουθούμε μια καλή οικογένεια σε διάφορες στιγμές της ζωής της και πουθενά δεν βλέπουμε σκιές ή στιγμές δυστυχίας. Αρχικά ο Πέρινεν πήγε να γράψει ένα έργο για μια δυσλειτουργική οικογένεια αλλά δεν του βγήκε. Και ομολογεί πως αφού αυτός δεν προέρχεται από μια δυσλειτουργική οικογένεια, του προέκυψε ένα απόλυτα θετικό έργο. Τώρα, αν ο Πέρινεν με αυτό το έργο δίνει μια γροθιά, παρωδεί τη ζοφερή εποχή μας με ένα απόλυτα θετικό έργο ή απαντάει στο ζόφο που υπάρχει και στη θεατρική δημιουργία με ένα έργο που λέει “όλα θα πάνε καλά”, εγώ τείνω να υποστηρίξω τη δεύτερη εκδοχή. Όλο το έργο είναι σαν μια σεκάνς διαφημίσεων για την ευτυχία. Έτσι ακριβώς βλέπω εγώ αυτή την παράσταση. Σαν μια ωριαία διαφήμιση για ένα αιώνιο, υγιεινό, λάιτ γιαούρτι. Ο Πέρινεν κλείνει το έργο του με τη φράση: “Το καλοκαίρι αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ. Είναι αιώνιο”. Έτσι και το “γιαούρτι” αυτό δεν έχει ημερομηνία λήξης. Ισως περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή να έχουμε ανάγκη από μια θετική καλλιτεχνική απεικόνιση της πραγματικότητας, ένα θετικό πρότυπο».

– Για το προσωπικό του στοίχημα: «Σε αυτή την παράσταση έβαλα ένα στοίχημα με τον εαυτό μου: Να προσπαθήσω να αποτυπώσω κατά λέξη αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας. Να μην επέμβω διασκευαστικά δηλαδή στο κείμενο. Να μην προεξέχει το δικό μου σχόλιο αυτό του έργου. Αν υπάρξει μια υπογράμμιση δική μου, ένα κλείσιμο ματιού, θα το αποφασίσω τρεις μέρες πριν την πρεμιέρα. Επίσης, η παράσταση κινείται μεταξύ εικονικής και εικαστικής πραγματικότητας. Εξελίσσεται μέσα σε τρισδιάστατο σκηνικό, γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά σε θέατρο πρόζας».

– Για την παράσταση «Βάτρα-Χ»: «Οι “Βάτρα-Χ” έγιναν. Θα έρθει κάποιος που θα τους κάνει καλύτερα ή κάποιος άλλος που θα τους κάνει χειρότερα. Οι «Βάτρα-Χ» ήταν περισσότερο ένα statement παρά παράσταση. Η πρόθεσή μου ήταν να κουνήσω λίγο την αριστοφανική κορνίζα. Τώρα, πόσο κομψά ή άκομψα το έκανα, τι να σου πω; Εχω εκατό αρνητικά να σου πω για τους «Βατράχους» κι άλλα εκατό θετικά. Αλλά προχωράμε και τώρα είμαστε ήδη σε άλλα συγγραφικά τοπία».

– Για την ανάγκη ελπίδας: «Σε καμία περίπτωση δεν μοιάζει η δική μου οικογένεια με αυτή που περιγράφει ο Πέρινεν. Εγώ προέρχομαι από μια αστική οικογένεια με τα προβλήματά της, τους χωρισμούς της και όλα τα συναφή. Κι αν θέλω να είμαι ειλικρινής, φυσικά και θα ήθελα -από μικρό παιδί δηλαδή- να προέρχομαι από μια οικογένεια όπου όλα θα ήταν τέλεια, φωτεινά. Μου αρέσει αυτή η υπόσχεση της ελπίδας. Μπορεί να μην τη βλέπω γύρω μου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να την ονειρευτώ. Εγώ λοιπόν αυτό θέλω να πουλήσω. Κι αν θέλετε εσείς, αγοράστε το».

info
«Η καλή οικογένεια»
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ – Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», Αγ. Κωνσταντίνου 22-24,
Ομόνοια, τηλ.: 210-3305074.
Πρεμιέρα: 21 Δεκεμβρίου.
Μετάφραση: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης
Σκηνικά – Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης.
Παίζουν: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Νίκος Πουρσανίδης, Μηνάς Χατζησάββας,
Μαρίνα Ψάλτη

ΜΠΛΑΤΣΟΥ ΙΩΑΝΝΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ / AGENDA, Σάββατο, 13.12.08

ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. Τα παιδία παίζει

φωτογραφία: ελληνικά πρακτορεία (ευρ.)

κατερίνα λυμπεροπούλου | το βήμα, Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008. Φωτιές, καταστροφές και σκηνές πανικού στις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας. Ο 15χρονος Αλέξης κηδεύεται στο Παλαιό Φάληρο και ο Κώστας Καραμανλής συναντάται με τον Κάρολο Παπούλια, ενώ έχει διαδοχικές επαφές με τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων. Ωρες έκτακτης ανάγκης είναι αυτές και οι προγραμματισμένες εκδηλώσεις για τις περισσότερες ημέρες της παρελθούσας εβδομάδας αναβάλλονται η μία μετά την άλλη. Ολες- σχεδόν- πλην μιας. Την ώρα που η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη μιας πρωτοφανούς κρίσης, στο Βασιλικό Θέατρο της, επίσης πληγείσας, Θεσσαλονίκης ο Κώστας Καρράς αγκαλιάζει με αισθήματα ανακούφισης και ευφορίας τον Ανδρέα Βουτσινά στη συνέντευξη Τύπου που δίνεται για την έναρξη των παραστάσεων του έργου του Λουίτζι Πιραντέλο «Ερρίκος Δ΄» από το ΚΘΒΕ. Ισως διότι η επιλογή ενός έργου «που ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και στην τρέλα» αποδεικνύεται επιτυχής- και εμπορική-, καθρεφτίζοντας τους πονηρούς καιρούς μας. Ισως πάλι διότι η πολιτική δεν είναι πρόσφορη απασχόληση σε ημέρες όπου η πολιτεία δείχνει να απαξιώνεται και το καράβι της κυβέρνησης να βουλιάζει. Ο ίδιος το είπε, εξάλλου: «Ας αφήσουμε τους πολιτικούς να ασχοληθούν με την πολιτική. Εγώ θα ασχοληθώ με το θέατρο». Προφανές, λοιπόν, τώρα ότι οι στιγμές δόξας έρχονται για το τελευταίο…

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ

ΛΟΝΔΙΝΟ

Σπανίου ενδιαφέροντος φεστιβάλ διοργάνωσε και φιλοξενεί αυτές τις ημέρες το θέατρο Donmar Warehouse. Το φεστιβάλ είναι αφιερωμένο στον Τ.Σ. Ελιοτ (1888 -1965), μία από τις κορυφαίες μορφές της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα και «από τις πλέον αινιγματικές», όπως χαρακτηρίζεται. Το φεστιβάλ περιλαμβάνει απαγγελίες ποιημάτων και παραστάσεις θεατρικών έργων του Ελιοτ. Με το ποιητικό έργο του, και κυρίως με την πασίγνωστη Ερημη Χώρα, ο Ελιοτ προκάλεσε επανάσταση στη νεότερη ποίηση, ενώ και το θέατρό του συζητήθηκε ζωηρά στην εποχή του, αν και, παρά την αναμφισβήτητη πειραματική αξία του, του προσάπτονταν ανέκαθεν δραματουργικές αδυναμίες και έχει πλέον λησμονηθεί. Ο Ελιοτ γεννήθηκε στον Αγιο Λουδοβίκο των ΗΠΑ, αλλά νεότατος εγκαταστάθηκε στην Αγγλία και έλαβε τη βρετανική υπηκοότητα. Το 1948 του απενεμήθη το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Από τις εκδηλώσεις του φεστιβάλ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απαγγελία των Τεσσάρων Κουαρτέτων, του πνευματικότερου αλλά και πλέον δυσπρόσιτου ίσως ποιητικού έργου του Ελιοτ, από τον Στίβεν Ντιλέιν με τη συνοδεία κουαρτέτου εγχόρδων (14-17 Ιανουαρίου). Κεντρική εκδήλωση της όλης διοργάνωσης αποτελούν οι παραστάσεις (ως τις 10 Ιανουαρίου) της Οικογενειακής συγκέντρωσης, που θεωρείται ότι συνδυάζει το νεότερο δράμα σαλονιού με την αρχαία ελληνική τραγωδία και παίζεται από εκλεκτούς ηθοποιούς, των οποίων όμως οι φιλότιμες προσπάθειες δεν μπορούν, όπως διαβάζουμε, να καλύψουν τα ελαττώματα του έργου. Το φεστιβάλ συνεχίζεται ως τις 17 Ιανουαρίου 2009.

ARS… BREVIS
της αναστασιας ζενακου, TO BHMA, Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

ΣΚΑΛΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

ΜΙΛΑΝΟ

Η 7η Δεκεμβρίου ήταν ως τώρα ιερή και απαραβίαστη για την πρωτεύουσα της Λομβαρδίας και για τη Σκάλα της: αυτή την ημέρα εορτάζεται ο πολιούχος του Μιλάνου Αγιος Αμβρόσιος και η Σκάλα εγκαινιάζει κάθε χρόνο τη νέα σεζόν της. Ωσπου εφέτος ήρθε ο Στεφάν Λισνέρ να σπάσει τη μακρά αυτή παράδοση, ως προς το δεύτερο σκέλος της, εννοείται: χωρίς να καταργήσει την επίσημη πρεμιέρα της Σκάλας, ο πολυσυζητημένος γάλλος διευθυντής της μετέθεσε τρεις ημέρες νωρίτερα την έναρξη του Ντον Κάρλο αφιερώνοντας μία παράσταση στους νέους κάτω των 26 ετών με δραστικά μειωμένη τιμή εισιτηρίου. Η ευφρόσυνη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει η ωραία πρωτοβουλία του Λισνέρ ανετράπη άρδην στην επίσημη πρεμιέρα, η οποία σημαδεύθηκε από την αιφνίδια αποπομπή του πρωταγωνιστή τενόρου Τζιουζέπε Φιλιανότι, από τις διαμαρτυρίες του βέβαια αλλά και από γιουχαΐσματα εκ μέρους του κοινού, ενώ έξω από το θέατρο διαδηλωτές και αστυνομία πρόσφεραν το δικό τους θέαμα. Ως προς την ποιότητα της παράστασης γάλλος σχολιαστής αποφαίνεται ότι «δεν πρόκειται να μείνει στα χρονικά», ενώ η ιταλική πλευρά, επιεικέστερη, της βρίσκει αρκετές αρετές. Μαζί της συμφωνεί και λονδρέζος κριτικός ο οποίος βρήκε την παράσταση της όπερας του Βέρντι «μάλλον καλή». Θετικά σχόλια απέσπασε ο αρχιμουσικός Ντανιέλε Γκάτι, αν και σφυρίχτηκε από το κοινό (από την «κλάκα» του αποπεμφθέντος, άφησε να εννοηθεί ο μαέστρος). Ως τις 15 Ιανουαρίου 2009.

ARS… BREVIS
της αναστασιας ζενακου, TO BHMA, Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Το πνεύμα του Σατί

«Χωρίς μουσική» σε σκηνοθεσία Κ. Γάκη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, «Βlanching» σε σκηνοθεσία Ζωής Ξανθοπούλου στο Νixon

ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

«Aν και είχα αποφασίσει να μη γράψω ποτέ μπαλέτο, ο Ερίκ Σατί με έπεισε να το κάνω» δήλωνε ο Φρανσίς Πικαμπιά τον Δεκέμβριο του 1924 λίγο μετά την πρεμιέρα τού Relâche. Η παράσταση έμελλε να αφήσει εποχή ως καρπός συνεργασίας δύο πρωτοπόρων της εποχής: του εικαστικού και σκηνοθέτη Πικαμπιά και του συνθέτη Σατί.

Εκείνο το βράδυ ο βασικός χορευτής αρρώστησε και μια ανακοίνωση με τη λέξη Relâche– που σημαίνει «δεν θα γίνει παράσταση απόψε»- αναρτήθηκε στην πόρτα του Théâtre des Champs-Élysées. Το κοινό νόμιζε πως επρόκειτο για μία ακόμη τυπική ντανταϊστική φάρσα, όσοι όμως επισκέφθηκαν ξανά το θέατρο λίγες μέρες αργότερα βρήκαν ένα εντυπωσιακό θέαμα να τους περιμένει.

Στην πρώτη πράξη, μια σειρά από ταυτόχρονες δράσεις γέμισαν τη σκηνή, με φόντο έναν τοίχο από φωτισμένους μεταλλικούς δίσκους. Ένας άνδρας βημάτιζε πάνω κάτω μετρώντας τις διαστάσεις του χώρου. Ενας πυροσβέστης άδειαζε νερό ανάμεσα σε δύο κουβάδες καπνίζοντας ασταμάτητα. Μια γυναίκα με βραδινό φόρεμα, ακολουθούμενη από μια ομάδα ανδρών με φράκο και ημίψηλα καπέλα (οι χορευτές τού Βallet su dois) άρχισαν σταδιακά να αφαιρούν τα ρούχα τους. Από κάτω φορούσαν ολόσωμα μαγιό.

Στο διάλειμμα προβλήθηκε το φιλμ του Πικαμπιά με τίτλο Entr’acte: η κάμερα έδειχνε έναν μουσάτο χορευτή με τούλινη φούστα, στη συνέχεια μια παρτίδα σκάκι στην ταράτσα του κτιρίου, και τέλος μια επικήδειο πομπή με οδηγό μια καμήλα να σέρνει τη νεκροφόρα μπροστά από τον Πύργο του Αϊφελ. Η πτώση του φέρετρου αποκαλύπτει ένα χαμογελαστό «πτώμα». Σκίζοντας τότε τη χάρτινη οθόνη τα μέλη του θιάσου εισέβαλαν στη σκηνή σηματοδοτώντας την έναρξη της δεύτερης πράξης. Πανό που διακήρυσσαν ότι «ο Ερίκ Σατί είναι ο μεγαλύτερος συνθέτης στον κόσμο» και «αν δεν είστε ευχαριστημένοι μπορείτε να αγοράσετε σφυρίχτρες στο ταμείο» αιωρούνταν πάνω από τους χορευτές που εκτελούσαν «μελαγχολικούς χορούς». Στο φινάλε ο Σατί διέσχισε τη σκηνή μέσα σε μια μινιατούρα Citroën πέντε ίππων.

Η βραδιά τέλειωσε με σάλο. «Αντίο, Σατί…
» έγραφε την επομένη ο Τύπος για τον 58χρονο συνθέτη που είχε υπογράψει τη μουσική και το σκάνδαλο έμελλε να τον συνοδεύσει ως τον θάνατό του, λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα. Ο Πικαμπιά ήταν ενθουσιασμένος. «Το Relâche είναι ζωή», έγραφε, «η ζωή όπως μου αρέσει, όλα για το σήμερα, τίποτε για το χθες, τίποτε για το αύριο». Ο ζωγράφος Φερνάν Λεζέ πανηγύριζε με τη σειρά του: «Στο διάολο το σενάριο και όλη η λογοτεχνία! Το Relâche είναι πολλές κλωτσιές σε πολλούς πισινούς, καθαγιασμένους ή μη». Πάνω απ΄ όλα όμως εξυμνούσε τη ριζοσπαστική συνύπαρξη των ειδών: «Ο συγγραφέας, ο χορευτής, ο ακροβάτης, η οθόνη, η σκηνή, όλα αυτά τα μέσα “παρουσίασης μιας παράστασης” συγκροτούνται και οργανώνονται σε ενιαίο σύνολο ώστε να πετύχουν ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα». Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που ένα φιλμ είχε συμπεριληφθεί σε ένα μπαλέτο.

Ο συγγραφέας, ο χορευτής, η οθόνη: η χρήση αυτών των μέσων σε μία παράσταση είναι πλέον, στις μέρες μας, συνηθισμένη, σχεδόν κοινότοπη. Πόση όμως πραγματική ελευθερία υπάρχει σήμερα στη σύνθεση των ειδών; Πόσο ζωντανή παραμένει η ενέργεια του άναρχου πνεύματος σε όλες αυτές τις συνδυαστικές προσπάθειες;

Μια μικρή μπάντα μάς υποδέχεται καθώς παίρνουμε τις θέσεις μας στη μικρή κινηματογραφική αίθουσα του Νixon, όπου φιλοξενείται η παράσταση «Βlanching- σαν όνειρο που προέκυψε από μια ταινία». «Πόσο λυπάμαι» του Κώστα Γιαννίδη είναι το νοσταλγικό, ερωτικό άσμα που παίζεται ζωντανά και σε λίγα λεπτά πέφτουν οι τίτλοι έναρξης από το «Λεωφορείον ο Πόθος» του Ελία Καζάν. Τα όσα συμβαίνουν από εκεί και πέρα δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την ταινία: μια σειρά από σκετσάκια, άλλα ανόητα, άλλα χαριτωμένα, διαδραματίζονται σπονδυλωτά δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα περιρρέουσας ευθυμίας και χαλαρότητας. Ενα μπάτσελορ πάρτι, μια παρεξήγηση στο βιντεοκλάμπ, ένας διαγωνισμός τραγουδιών, τρεχαλητά στα σκαλοπάτια, χορευτικά με χέρια, ο μελαγχολικός με τα γυαλιά ηλίου, αποσπάσματα από το έργο και η Βίβιαν Λι «ξασπρισμένη» στην οθόνη… Χωρίς πλοκή, χωρίς νόημα, ξεδιπλώνεται η αίσθηση μιας ομάδας παιδιών που κάνουν το κέφι τους και προσπαθούν απλώς να μας το μεταδώσουν χωρίς προθέσεις «αποδόμησης» ή «σχολιασμού». «Πάνω που θες να τους χτυπήσεις, τους συνηθίζεις και περνάς καλά» είναι το

Η Μαρία-Δάφνη Καμμένου, η Ιωάννα Αγγελίδη, ο Κώστας Γάκης και η Γεωργία Γεωργόνη ερμηνεύουν τους ρόλους και υπογράφουν το κείμενο του «Χωρίς μουσική»

εύστοχο σχόλιο του παρακαθήμενού μου θεατή.

Στο «Χωρίς μουσική» τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: ο ανυπότακτος πιανίστας βρίσκεται εξορισμένος από τη δικτατορία σε ένα ξερονήσι, όπου γνωρίζει τον έρωτα με μια μουγκή. Παράλληλα βρίσκει τρόπο να στέλνει κρυφά τα τραγούδια του σε παράνομο καμπαρέ της πόλης που άφησε πίσω του. Τρεις κοπέλες χορεύουν, τραγουδούν, μοιράζονται τους ρόλους του λακέ Λινγκουίνι, του καλόκαρδου βαρκάρη, της διπρόσωπης πράκτορος, ενώ ο Γάκης υποδύεται τον εαυτό του, δηλαδή τον συνθέτη που δεν μπορεί να ζήσει «χωρίς μουσική» ακόμη και στο πιο απομακρυσμένο σημείο του πλανήτη.

Ανάλαφρη διάθεση, χιούμορ, αυτοσχεδιασμός, μελωδία, σε μια παράσταση συμπαθητική, που πάσχει στον βαθμό που αφηγείται την ιστορία με λογική συνέπεια, αγγίζοντας ενίοτε απλοϊκές, διδακτικές νότες (η κακή δικτατορία, ο καλός καλλιτέχνης). Πόσο πιο ενδιαφέρον θα είχε αν ο εφιάλτης της λογοκρισίας αναδυόταν μέσα από φράσεις και εικόνες, συνειρμούς και αναμνήσεις, αν όλη η δράση ήταν το όνειρο του συνθέτη εγκλωβισμένου στον φάρο, ένα όνειρο ρυθμικό, σουρεαλιστικό, και όχι μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και μασημένα μηνύματα. Ο Γάκης έχει τη δυνατότητα να το κάνει αυτό, όπως μας έδειξε μαζί με τον Μαυρογεωργίου στην Κατσαρίδα: ας αφεθεί να πέσει λοιπόν χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

Οι ντανταϊστές μάς έμαθαν ότι στην τέχνη δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Το άγχος του κατανοητού σκοτώνει το παράλογο, καταπνίγει το φαντασιακό. Αυτό που λείπει σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι το ξάφνιασμα- αισθητικό, λεκτικό, νοητικό απρόοπτο. Χρειαζόμαστε το παράλογο, ειδάλλως θα τρελαθούμε. Ενας άνδρας με μούσι που χορεύει σαν μπαλαρίνα, ένα φράκο που κρύβει μαγιό, μια καμήλα που σέρνει ψεύτικο φέρετρο: όλα αυτά μαζί και σε όποιον δεν αρέσει, υπάρχουν πάντα σφυρίχτρες στο ταμείο για να διαμαρτυρηθεί με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του.

Τόμας Μίντλτον – Ουίλιαμ Ρόουλεϊ, Οι αλλοπαρμένοι, σκην.: Κοραής Δαμάτης. Θέατρο: Αγγέλων Βήμα

Οταν το Ελισαβετιανό μαχαίρι βυθίζεται χωρίς οίκτο παντού – Κριτική Γιάννης Βαρβέρης

Τόμας Μίντλτον – Ουίλιαμ Ρόουλεϊ, Οι αλλοπαρμένοι, σκην.: Κοραής Δαμάτης. Θέατρο: Αγγέλων Βήμα

Ο Ελισαβετιανός συγγραφέας κωμωδιών και δραμάτων Τόμας Μίντλτον (1570 – 1627) κρατάει μια ζηλευτή θέση δίπλα στους συγκαιρινούς του, τον Μάρλοου, τον Φλέτσερ, τον Ντέκερ, τον Φορντ, έχοντας κατά πολλούς της εποχής του επισκιάσει και τον Σαίξπηρ – υπερβολές…

Αρνησίθεος, δεινός ανατόμος και επαναστάτης, έγινε συχνά θύμα της βασιλικής δυσμένειας, που έφθασε μέχρι το βαρύ πρόστιμο ή και τη βίαιη λογοκρισία. Οσο λογικό μοιάζει αυτό το τελευταίο για τους δικούς του καιρούς, άλλο τόσο επίκαιρος γίνεται για τους ίδιους λόγους σήμερα. Η ακρότητά του, ιδίως στο αριστούργημά του «Οι αλλοπαρμένοι» (1622), οδηγεί την αμαρτία στην αποθέωσή της και αναβιβάζει το έγκλημα σε απόλυτη αξία, μετρούμενη μόνον ως υλική ανταμοιβή. Εδώ οι άνθρωποι βυσσοδομούν, δολοφονούν αντί πινακίου κλίνης, προδίδουν δίχως ενδοιασμούς τους αγαπημένους και μη, και ενθρονίζουν την απροκάλυπτη σεξουαλική πράξη σε εφαλτήριο οριακού πάθους. Η πλοκή του έργου είναι καταιγιστική και ως ανελέητη ανάγεται σε ποιητική. Ο Μίντλτον έγραψε τους «Αλλοπαρμένους» σε συνεργασία με τον σύγχρονό του κωμικό ηθοποιό και κλόουν Ουίλιαμ Ρόουλεϊ. Νόμιμα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι στον Ρόουλεϊ οφείλεται η αντιστικτική προς την κύρια πλοκή κίνηση των «τρελών ηρώων» ενός βουλιμικού και ασελγούς φρενοκομείου, στο οποίο η πράξη προηγείται της σκέψης και το ένστικτο της συνείδησης.

Υπέρ και κατά

Δύσκολο όσο και ποιοτικά φιλόδοξο το σχέδιο του Κοραή Δαμάτη να αναμετρηθεί μ’ αυτό το πυρίκαυστο υλικό. Ποια ήταν τα υπέρ και ποια τα κατά του; Είχε στη διάθεσή του μια ανθεκτική μετάφραση, την οποία είχε φιλοτεχνήσει, ίσως με κάποια συστολή αλλά με γνήσια θεατρικότητα, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου το 1983 για την θνησιγενή ομάδα «Αεικίνητον». Είχε ακόμα τη φαντασία και το σκηνοθετικό δυναμισμό να οργανώσει γύρω από οργιώδεις αιωρούμενες κλίμακες έναν κόσμο σκαληνό, σάπιο, φοβογόνο, ερωτισμικό, σκοτεινό μέσα στα ημίφωτα των προθέσεων και φωτεινό στις λάμψεις του φονικού αίματος. Είχε ακόμα μια προσωπική σκέψη, για «φαρφουρένια» κοστούμια, που όμως κατά περίεργο αναμαγευτικό τρόπο παρέπεμπαν και στο ελισαβετιανό σύμπαν, στη διαστροφική εκδοχή του.

Από την άλλη μεριά, δεν φρόντισε να υποτάξει το «φρενοκομείο» του σε λογικές εσωτερικού χώρου, με συνέπεια να παράγεται ανεπιθύμητος θόρυβος και να κινδυνεύσει σοβαρά η αντίστιξη προς την κεντρική δράση.

Ελλειψη

Η αληθινή όμως έλλειψη της παράστασης ήταν η ανυπαρξία νέων ηθοποιών ειθισμένων στη βαρύτητα της λέξης, στο εννοιολογικό της φορτίο, στη μουσική της φράσης και, τελικά, στο όλον ύφος ως δήλωση πειστικού επιχειρήματος. Απ’ αυτή την άποψη αλλά και γενικά ως σκηνικές οντότητες στάθηκαν μόνον ο Δημήτρης Καραμπέτσης και ο Δημήτρης Μαύρος. Δεν θα αρνηθώ πάντως το μόχθο και την ένταση στερημένους όμως από εσωτερική συνοχή και την απαιτούμενη εν προκειμένω τεχνική, των: Λεωνίδα Χρυσομάλλη, Χρήστου Γεωργαλή, Κορίνας Χρυσάιδου, Σοφίας Αθανασοπούλου, Σήφη Πολυζωίδη, Μανώλη Χουρδάκη.

Επαινος στις φελλινικές-τρομακτικές μάσκες των Δήμητρας Καίσαρη και Κατερίνας Θεοφιλοπούλου, προσωπεία μιας ελευθέριας ηθικής και μιας παγανιστικής βακχείας που λοιδορεί τη χριστιανική αρετή. Βλέποντας το αβυσσαλέα αιματηρό φινάλε των «Αλλοπαρμένων» θυμήθηκα την ωραία ρήση του ρουμανογάλλου φιλόσοφου του 20ού αιώνα Ε. Μ. Σιοράν: «Τι ωφελεί τον άνθρωπο να κερδίσει τον κόσμο αν πρόκειται να χάσει την ψυχή του; Να κερδίσει τον κόσμο, να χάσει την ψυχή του! Έκανα κάτι καλύτερο: έχασα και τα δύο».

Η τέχνη του χορού με κουβανέζικο χρώμα

Η Αλίσια Αλόνσο θα παρουσιάσει με το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας, δύο κλασικά έργα-σταθμούς, τον «Δον Κιχώτη» και τη «Ζιζέλ»Της Σαντρας Βουλγαρη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 14 Δεκεμβρίου 2008

Δ ύο μεγάλα μπαλέτα, δέκα παραστάσεις κι ένας θρύλος. Η αλήθεια είναι πως όταν έμαθα ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα εμφανιζόταν στο Μέγαρο Μουσικής το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας υπό την διεύθυνση της Αλίσια Αλόνσο, σκέφτηκα…«Αλήθεια, ζει ακόμη»; Οταν όμως μου είπαν ότι η διάσημη μπαλαρίνα όχι μόνο ζει αλλά θα γιορτάσει μαζί μας τα γενέθλια της (φέτος κλείνει τα 87!) παρουσιάζοντας με το συγκρότημά της τον «Δον Κιχώτη» και την «Ζιζέλ» για δέκα βραδιές (19, 20, 21, 22, 23, 25, 27, 28, 29, 30/12, 9 μ.μ.) το ξανασκέφτηκα. Οχι, αυτό δεν πρέπει να το χάσουμε.

Ενα από τα σημαντικότερα σχήματα κλασικού χορού του κόσμου σε δύο έργα-σταθμούς στην ιστορία του κλασικού μπαλέτου. Ερχεται από τόσο μακριά για να μας φέρει χρώμα και χορό στις τελευταίες ώρες του 2008. Να φανταστεί κανείς ότι η νέα χρονιά για την Αλίσια Αλόνσο και τους χορευτές της θα τους βρει να διασχίζουν πετώντας, τον Ατλαντικό…

Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζονται στην Ελλάδα. Ομως, το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας έχει κάποιες ιδιαιτερότητες που αξίζει κανείς να προσέξει και να απολαύσει. Ως προς το στυλ του αλλά και ως προς το ρεπερτόριό του. Το βασικό γνώρισμα της ομάδας είναι ότι συνδυάζει την κλασική παιδεία και την χορογραφική παρακαταθήκη με την αυθεντικότητα του ισπανοαμερικανικού πολιτισμού, ένα ιδιόμορφο στοιχείο που αναδεικνύεται εξάλλου μέσα από τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα του ρεπερτορίου του: μυθικά μπαλέτα όπως «Η λίμνη των κύκνων» ή «Η ωραία κοιμωμένη» συνυπάρχουν με τη ρωσική κληρονομιά του «Πετρούσκα» ή του «Απομεσήμερου ενός φαύνου», με τις χορογραφίες των Μπαλανσίν, Φορσάιθ, Ρόμπινς, Μακ Μίλλαν, Μπεζάρ ή ακόμα και με τις δημιουργίες γνωστών μετρ του φλαμένκο όπως ο Αντόνιο Γαδές.

  • Ιδρυση

Ιδρύθηκε από τη μπαλαρίνα και χορογράφο Αλίσια Αλόνσο, που είναι και η καλλιτεχνική του διευθύντρια, πριν από εξήντα χρόνια. Υπήρξε η πρώτη επαγγελματική ομάδα κλασικού χορού της Κούβας και μετονομάστηκε σε Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας μετά την επανάσταση του Φιντέλ Κάστρο (1958-9), γεγονός που επέτρεψε τη διεύρυνση του σχήματος με νέους χορευτές, τον εμπλουτισμό του ρεπερτορίου, τη μετάκληση χορογράφων από το εξωτερικό και την περαιτέρω εδραίωση της σχολής χορού, η οποία είχε ιδρυθεί το 1950. Από αυτό το φυτώριο ταλέντων άρχισαν τη σταδιοδρομία τους πολλοί μεγάλοι σολίστ όπως οι Χοσεφίνα Μέντες, Αουρόρα Μπος, Ορλάντο Σαλγκάντο, η Αμπάρο Μπρίτο καθώς και πολλά αστέρια της νεότερης γενιάς: ο Κάρλος Ακόστα ή ο Χοσέ Μανουέλ Καρένο.

Το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας έχει πραγματοποιήσει πολλές περιοδείες στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία ενώ κάθε δύο χρόνια διοργανώνει το δικό του διεθνές φεστιβάλ με τη συμμετοχή καταξιωμένων χορευτών απ’ όλο τον κόσμο.

  • Στο Μέγαρο

Είναι περιττό να πούμε ότι η «Ζιζέλ» και ο «Δον Κιχώτης» είναι δύο πολυαγαπημένα μπαλέτα. Αυτό ισχύει για όλους τους φαν του κλασικού χορού. Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός για να θυμάσαι την ιστορία, την υπέροχη μουσική ή κάποιες χαρακτηριστικές σκηνές των έργων. Εχει λοιπόν μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε τι έκανε η Αλίσια Αλόνσο. Διάσημη μπαλαρίνα και ιδιοφυής χορογράφος που έδωσε το δικό της στίγμα σε πολλά κλασικά μπαλέτα. Ας πούμε στον «Δον Κιχώτη»… Η χορογραφία των Πετιπά/Γκόρσκι βασίστηκε στη μουσική του Λούντβιχ Μίνκους ενός από τους σπουδαιότερους μουσουργούς που ενδιαφέρθηκαν σοβαρά για την ορχηστική τέχνη.

Αυτή τη σύνθεση χρησιμοποίησε και η Αλίσια Αλόνσο για να δημιουργήσει το 1988 τον δικό της «Δον Κιχώτη» σε συνεργασία με τις Μάρτα Γκαρσία και Μαρία Ελένα Γιορέντε, αναθέτοντας στον Σαλβαντόρ Φερνάντες την προσαρμογή του λιμπρέτου και τον σχεδιασμό των σκηνικών και των κοστουμιών. Γνωρίζοντας πόσο βαθιά ριζωμένος είναι ο ιππότης της Λα Μάντσα στην ισπανοκουβανική κουλτούρα, η Αλόνσο επέμεινε ιδιαίτερα στην αυθεντικότητα των παραδοσιακών ισπανικών χορών, από τους οποίους άντλησε την έμπνευσή της για το τρίπρακτο μπαλέτο της. Μια άλλη σημαντική διαφορά της κουβανικής εκδοχής του «Δον Κιχώτη» σε σχέση με άλλες διαδεδομένες χορογραφικές καταθέσεις είναι ότι αναβαθμίζει τα πρόσωπα του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, τα οποία συνήθως λειτουργούν κάπως περιφερειακά σε άλλες εκδοχές, αφού οι εκδοχές αυτές εστιάζουν την προσοχή τους στην κόρη του πανδοχέα Κίτρι και στον κουρέα Μπαζίλιο. Μάλιστα, η Αλόνσο βάζει τον δικό της Δον Κιχώτη να χορεύει ως παρτενέρ της Κίτρι στο αντάτζιο της Β΄ Πράξης.

  • Καινοτομίες

Η «Ζιζέλ» κατέχει ξεχωριστή θέση στο ρεπερτόριο του Εθνικού Μπαλέτου της Κούβας αλλά και στην καρδιά της χορογράφου, η οποία, όταν χόρεψε τον ρόλο αυτό στις Ηνωμένες Πολιτείες, απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές για την εντελώς υπερβατική της ερμηνεία: «μια ψυχή που χορεύει», έγραψε ο Τύπος. Αυτήν ακριβώς τη διάσταση θέλησε να δώσει στη δική της χορογραφική εκδοχή για τη «Ζιζέλ» η Αλίσια Αλόνσο εισάγοντας ορισμένες καινοτομίες που τονίζουν το ποιητικά μεταφυσικό στοιχείο του λιμπρέτου: ένα φάντασμα πλανιέται στη σκηνή της παντομίμας της μητέρας της Ζιζέλ στην Α΄ Πράξη ενώ στη Β΄ Πράξη δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην αργή και εντελώς ανάλαφρη κίνηση των χορευτών ώστε να προκαλείται η εντύπωση ότι αιωρούνται αψηφώντας τη βαρύτητα, μια αίσθηση που ενισχύεται άλλωστε από τις ενδυματολογικές και σκηνογραφικές επιλογές του Σαλβαντόρ Φερνάντες.

Η «Ζιζέλ» της Αλίσια Αλόνσο αποτελεί ίσως μία από τις δημοφιλέστερες χορογραφικές εκδοχές του γνωστού μύθου καθώς έχει ενταχθεί εδώ και δεκαετίες στα ρεπερτόρια του Θέατρου Κολόν του Μπουένος Αϊρες, της Οπερας των Παρισίων, του Μπαλέτου του Θεάτρου Καλών Τεχνών του Μεξικού, του Μπαλέτου της Οπερας της Βιέννης κ.ά. Επίσης, έχει χαρίσει στην ερμηνεύτρια και δημιουργό της μια σπουδαία διπλή διάκριση: το 1966, το Μέγα Βραβείο της Πόλης των Παρισίων (χορογραφία και ερμηνεία) στο 4ο Φεστιβάλ Χορού των Ηλυσίων Πεδίων.

  • Μεγάλη κυρία του χορού

Γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1921 στην Αβάνα αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την πατρίδα της για να σταδιοδρομήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκανε το ντεμπούτο της το 1938 σε μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ και ένα χρόνο αργότερα έγινε μέλος του American Ballet Caravan (σημερινού New York City Ballet). Να σκεφτεί κανείς ότι στα είκοσι της χρόνια η Αλόνσο έπαθε αποκόλληση αμφιβληστροειδούς και μετά από μεγάλη ταλαιπωρία χάρη στην αγάπη και την αφοσίωση της στην τέχνη του χορού όχι μόνο συνέχισε να χορεύει (με μεγάλα προβλήματα όρασης) αλλά διέπρεψε ως μία από τις σημαντικότερες μπαλαρίνες του 20ού αιώνα.Το 1948 ίδρυσε στην Αβάνα το δικό της μπαλέτο το οποίο ονομάστηκε αργότερα Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας και ετέθη υπό την προστασία του κράτους. Η μεγάλη κυρία του χορού είναι σήμερα επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Αβάνας και του Ανωτάτου Ινστιτούτου Τεχνών της Κούβας. Εχει τιμηθεί από την Unesco με το μετάλλιο Pablo Picasso και από τον ισπανικό θρόνο με το Παράσημο της Ισαβέλλας.

Έργα και ημέρες ενός θρύλου

«Δον Κιχώτης»

Ιδρύθηκε πριν εξήντα χρόνια από τη σπουδαία χορεύτρια – χορογράφο Αλίσια Αλόνσο, σε μια χώρα όπου η τέχνη του κλασικού μπαλέτου ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Η Κουβανέζικη Επανάσταση και το όραμα του Φιντέλ Κάστρο, που ήθελε ν’ αποκτήσει η χώρα του το καλύτερο μπαλέτο στον κόσμο, του άνοιξε τα «φτερά». Για να φτάσει να γίνει, υπό τη διεύθυνση της ιδρύτριάς του, ένα από τα σημαντικότερα σχήματα κλασικού χορού σε όλο τον κόσμο. Ο λόγος για το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας, που έρχεται στη χώρα μας για να παρουσιάσει τα δημοφιλή έργα «Δον Κιχώτης» και «Ζιζέλ» σε χορογραφίες της αειθαλούς Αλίσια Αλόνσο. Στις 19, 20, 21, 22, 23 και 25/12 θα παρουσιάσει τον «Δον Κιχώτη», ενώ στις 27, 28, 29 και 30/12 τη «Ζιζέλ». Ολες οι παραστάσεις ανεβαίνουν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη»), στις 9 μ.μ.

Με τα «φτερά» της Επανάστασης

Η ιστορία του Εθνικού Μπαλέτου της Κούβας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Αλίσια Αλόνσο, την «απόλυτη πρίμα μπαλαρίνα» του 20ού αιώνα, αλλά και ιδιοφυή χορογράφο παγκόσμιου κύρους. Γεννημένη το 1921 στην Αβάνα, γρήγορα εγκατέλειψε την πατρίδα της για να σταδιοδρομήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκανε το ντεμπούτο της το 1938 σε μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ και ένα χρόνο αργότερα έγινε μέλος του American Ballet Caravan (σημερινού New York City Ballet), όπου έκανε μεγάλη σολιστική καριέρα. Καθώς βασικό μέλημά της ήταν ανέκαθεν η προώθηση του κλασικού χορού στην Κούβα, η Αλίσια Αλόνσο ίδρυσε στην Αβάνα το δικό της μπαλέτο το 1948. Για δέκα χρόνια το λειτουργούσε χωρίς την παραμικρή βοήθεια και μόνο μετά την Επανάσταση το μπαλέτο τέθηκε κάτω από την προστασία του κράτους και πήρε την ονομασία Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας. Εχοντας πλέον την αμέριστη κρατική φροντίδα ακολούθησε ανοδική πορεία: Διεύρυνση του σχήματος με νέους χορευτές, εμπλουτισμός ρεπερτορίου, μετάκληση χορογράφων από το εξωτερικό, εδραίωση της σχολής χορού. Από αυτό το φυτώριο ταλέντων άρχισαν τη σταδιοδρομία τους πολλοί, μεγάλοι σολίστ (Χοσεφίνα Μέντες, Αουρόρα Μπος, Ορλάντο Σαλγκάντο, Αμπάρο Μπρίτο) και αστέρια της νεότερης γενιάς (Κάρλος Ακόστα, Χοσέ Μανουέλ Καρένο). Εξάλλου, δεν είναι λίγοι οι μόνιμοι σολίστ του Εθνικού Μπαλέτου της Κούβας, που μετακαλούνται συχνά στο εξωτερικό για να χορέψουν με σπουδαία σύνολα. Το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας έχει πραγματοποιήσει πολλές περιοδείες στην Ευρώπη, στην Αμερική και την Ασία. Το βασικό του γνώρισμα είναι ότι συνδυάζει την κλασική παιδεία και χορογραφική παρακαταθήκη με την αυθεντικότητα του ισπανοαμερικανικού πολιτισμού, ένα ιδιόμορφο στοιχείο που αναδεικνύεται εξάλλου μέσα από τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα του ρεπερτορίου του: Μυθικά μπαλέτα όπως «Η λίμνη των κύκνων» ή «Η ωραία κοιμωμένη» συνυπάρχουν με τη ρωσική κληρονομιά του «Πετρούσκα» ή του «Απομεσήμερου ενός φαύνου», με τις χορογραφίες των Μπαλανσίν, Φορσάιθ, Ρόμπινς, Μακ Μίλαν ή Μπεζάρ ή ακόμα και με τις δημιουργίες γνωστών μετρ του φλαμένκο, όπως ο Αντόνιο Γαδές. Για την υψηλή ποιότητα της καλλιτεχνικής του προσφοράς έχει αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το Διεθνές Φεστιβάλ Μπαλέτου, που διοργανώνει κάθε χρόνο στην Αβάνα, με τη συμμετοχή καταξιωμένων χορευτών απ’ όλο τον κόσμο.

«Δον Κιχώτης»

Σε μια χώρα, όπου πριν την Επανάσταση ο κλασικός χορός ήταν στο περιθώριο, τα τελευταία πενήντα χρόνια γνώρισε μεγάλη άνθηση. Το κλασικό μπαλέτο καλλιεργείται ιδιαίτερα όχι μόνο στο επίπεδο των μεγάλων καλλιτεχνικών σχημάτων, αλλά κυρίως στο επίπεδο της παρεχόμενης καλλιτεχνικής παιδείας. Είναι πραγματικός άθλος το ότι σήμερα υπάρχει ένα δίκτυο εκατοντάδων σχολείων χορού, που παρέχουν πλήρη εκπαίδευση σε παιδιά ηλικίας 9 – 18 χρόνων. Σε αρκετά απ’ αυτά τα σχολεία, συνεχίζει και σήμερα να διδάσκει ακόμα τακτικά η θρυλική Αλόνσο, παρά τα 87 της χρόνια. Για τη μεγάλη της προσφορά, η μεγάλη κυρία του χορού, που είναι Επίτιμη Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Αβάνας και του Ανωτάτου Ινστιτούτου Τεχνών της Κούβας, έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία στη χώρα της και στο εξωτερικό.

«Δον Κιχώτης» και «Ζιζέλ»

Οσον αφορά στις παραστάσεις που θα δώσει στην Αθήνα το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας, το κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει τη χορογραφική «ματιά» της Αλόνσο. Η δική της εκδοχή πάνω στον «Δον Κιχώτη» στηρίζεται στην παλαιότερη χορογραφία των Πετιπά – Γκόρσκι, η οποία είναι βασισμένη στη μουσική του Λούντβιχ Μίνκους. Αυτή τη σύνθεση χρησιμοποίησε και η Αλίσια Αλόνσο για να δημιουργήσει το 1988 τον δικό της «Δον Κιχώτη», σε συνεργασία με τις Μάρτα Γκαρσία και Μαρία Ελένα Γιορέντε, αναθέτοντας στον Σαλβαντόρ Φερνάντες την προσαρμογή του λιμπρέτου και το σχεδιασμό των σκηνικών και των κοστουμιών. Γνωρίζοντας πόσο βαθιά ριζωμένος είναι ο ιππότης της Λα Μάντσα στην ισπανοκουβανική κουλτούρα, η Αλόνσο επέμεινε ιδιαίτερα στην αυθεντικότητα των παραδοσιακών ισπανικών χορών, από τους οποίους άντλησε την έμπνευσή της για το τρίπρακτο μπαλέτο της. Μια άλλη σημαντική διαφορά της κουβανικής εκδοχής του «Δον Κιχώτη» σε σχέση με άλλες διαδεδομένες χορογραφικές καταθέσεις, είναι ότι αναβαθμίζει τα πρόσωπα του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, τα οποία συνήθως λειτουργούν κάπως …περιφερειακά σε άλλες εκδοχές, οι οποίες εστιάζουν την προσοχή τους κυρίως στην κόρη του πανδοχέα Κίτρι και στον κουρέα Μπαζίλιο. Μάλιστα, η Αλόνσο βάζει τον δικό της Δον Κιχώτη να χορεύει ως παρτενέρ της Κίτρι στο αντάτζιο της Β΄ Πράξης.

«Ζιζέλ»

Η «Ζιζέλ», αυτό το αριστούργημα του ρομαντικού μπαλέτου, κατέχει ξεχωριστή θέση στο ρεπερτόριο του Εθνικού Μπαλέτου της Κούβας, αλλά και στην καρδιά της χορογράφου, η οποία, όταν χόρεψε το ρόλο αυτό στις ΗΠΑ, απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές για την εντελώς υπερβατική της ερμηνεία: «Μια ψυχή που χορεύει», έγραψε ο Τύπος. Αυτήν ακριβώς τη διάσταση θέλησε να δώσει στη δική της χορογραφική εκδοχή για τη «Ζιζέλ» η Αλόνσο, εισάγοντας ορισμένες καινοτομίες που τονίζουν το ποιητικά μεταφυσικό στοιχείο του λιμπρέτου. Η «Ζιζέλ» της Αλίσια Αλόνσο αποτελεί μία από τις δημοφιλέστερες χορογραφικές εκδοχές του γνωστού μύθου, καθώς έχει ενταχθεί, εδώ και δεκαετίες, στα ρεπερτόρια του Θεάτρου Κολόν του Μπουένος Αϊρες, της Οπερας των Παρισίων, του Μπαλέτου του Θεάτρου Καλών Τεχνών του Μεξικού, του Μπαλέτου της Οπερας της Βιέννης, κ.ά. Επίσης, έχει χαρίσει στην ερμηνεύτρια και δημιουργό της μια σπουδαία διπλή διάκριση: Το 1966, το Μέγα Βραβείο της Πόλης των Παρισίων (χορογραφία και ερμηνεία) στο 4ο Φεστιβάλ Χορού των Ηλυσίων Πεδίων.

Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ, Ριζοσπάστης, 14/12/2008