Daily Archives: 12 Δεκεμβρίου, 2008

Φονικά παιχνίδια στο «Φούρνο»


Από την παράσταση Wig της ομάδας Φ 1.62″»»

Με μια διασκευή… διασκευής επιστρέφει στη σκηνή του θεάτρου Φούρνος η ομάδα » Φ 1.62″ από αύριο και για ένα μονάχα μήνα. Η παράσταση φέρει τον τίτλο Wig (που πάει να πει φενάκη) και βασίζεται στο ατμοσφαιρικό θρίλερ The Murder Game της Αγγλίδας δραματουργού Κονστάνς Κοξ. Η Κοξ (1912-1998) είναι περισσότερο γνωστή για τις διασκευές κλασικών έργων, όπως του Ντίκενς ή της Τζέιν Όστιν που πραγματοποίησε για το θέατρο. Έτσι και εδώ, η πλοκή του έργου, που πρωτοπαρουσιάστηκε στα 1976, χρωστάει πολλά στην Πατρίτσια Χάισμιθ (χωρίς όμως και να αποτελεί κατά κυριολεξίαν διασκευή), όπου ο άφραγκος σύζυγος προσπαθεί να μηχανευτεί το «τέλειο έγκλημα», προκειμένου να απαλλαγεί από την πάμπλουτη σύζυγό του, όχι όμως και από την περιουσία της…

Στην ελληνική του εκδοχή, που διασκεύασε ο σκηνοθέτης της παράστασης Φίλιππος Μπουραΐμης, παίρνουν μέρος οι ηθοποιοί Θοδωρής Κουνιάκης, Δημήτρης Μαχαίρας, Βίκυ Λέκκα και Θέκλα Γουναρίδη, ενώ τη μουσική επιμελείται ο Νικόλας Λαμπρινάκος, τα κοστούμια η Ιόλη Μιχαλοπούλου και τα σκηνικά η Κατερίνα -Χριστίνα Μανωλάκου.

Λαϊκά παραμύθια στη σκηνή και με κούκλες

ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Αριστερά, τα «Τρία γουρουνάκια»

[Ριζοσπάστης, Παρασκευή 12 Δεκέμβρη 2008. Του συνεργάτη μας Θανάση ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ[.–

Αφοί Γκριμ «Τα τρία γουρουνάκια» στο «Θέατρο Κούκλας» των Μίνας και Τάκη Σαρρή

Φέτος το «Θέατρο Κούκλας» των Μίνας και Τάκη Σαρρή γιορτάζουν τα 30χρονα της καλλιτεχνικής δημιουργίας τους, της θεατρικής και παιδαγωγικής προσφοράς τους στο χώρο του κουκλοθεάτρου. Τους συνοδεύουν η αγάπη του κοινού τους και οι ευχές μας.

Το συγκεκριμένο παραμύθι των αδερφών Γκριμ προσφέρει στους μικρούς θεατές τη συγκίνηση της παραδοσιακής παραμυθιακής ατμόσφαιρας και στέλνει κοινωνικά μηνύματα, αβίαστα και με έμμεσο τρόπο. Η λαϊκή σοφία των παραμυθιών όλου του κόσμου «διδάσκει», χωρίς πρόθεση, αρκεί τα παιδιά να μυηθούν με παιδαγωγικό τρόπο στην «ανάγνωση» τέτοιου είδους λογοτεχνικών κειμένων ή της θεατρικής μεταφοράς τους. Το θέατρο, σε οποιαδήποτε μορφή του – εδώ αναφερόμαστε στο κουκλοθέατρο – έχει τη δύναμη να συνεπαίρνει τα παιδιά καλλιτεχνικά, αλλά και ιδεολογικά. Οι θεατές του συγκεκριμένου θεατροποιημένου παραμυθιού, αν και λίγο – πολύ γνωρίζουν το περιεχόμενό του, έχουν την ευκαιρία να ζήσουν τις περιπέτειες των τριών μικρών γουρουνιών, να διαπιστώσουν τη θέλησή τους να κτίσουν το σπιτάκι τους, την εργατικότητά τους, τις διαφορετικές απόψεις τους για τα υλικά που θα χρησιμοποιήσουν, ανάλογα με το βαθμό της ωριμότητάς τους, χωρίς τα δύο απ’ τα τρία γουρουνάκια να υποψιαστούν ότι ο κακός λύκος παραμονεύει… Ο λύκος – ένα συμπαθητικό, χρήσιμο οικολογικά και παρεξηγημένο ζώο, στο παραμύθι φαίνεται ανίκητος και παντοδύναμος. Η παρεξήγηση έγκειται σε κοινωνιολογικού χαρακτήρα συμβολισμό. Εδώ «αντιπροσωπεύει όλες τις αντικοινωνικές, ασυνείδητες, καταβροχθιστικές δυνάμεις εναντίον των οποίων πρέπει να μάθουμε να προστατεύουμε τους εαυτούς μας και τις οποίες μπορούμε να νικήσουμε χάρη στη δύναμη του Εγώ μας» και της συνεργασίας μας.

Από το «Μπαούλο με τα παραμύθια»

Ο Τάκης Σαρρής με την Σοφία Σαρρή διασκευάζουν το λαϊκό παραμύθι. Προσθέτουν στοιχεία στην πλοκή του, τα οποία δεν αλλοιώνουν την υπόθεση και τα μηνύματά του, αλλά δημιουργούν έντονο ενδιαφέρον κατά τη σκηνική του μεταφορά.Πολύ καλή η κινησιολογία των κουκλών τους, σε βαθμό που να εκφράζουν ακόμη και τα συναισθήματα των ηρώων (τριών μικρών γουρουνιών, πουλιού, λαγού, χελώνας, λύκου). Οι κουκλοπαίχτες χρησιμοποιούν «κούκλες με ράβδο (μαρότ)», ενώ μόνο μια κούκλα είναι γαντόκουκλα (χελώνα). Το βάθος της σκηνής βοηθάει τον σκηνογράφο να τοποθετήσει το τριπλό σπίτι (με άχυρα, με ξύλα και με τούβλα), που κατασκεύασαν τα τρία γουρουνάκια, και τους κουκλοπαίχτες να μετακινούν με ευχέρεια τις κούκλες επί σκηνής.

Η θεατρική αγωγή που ασκεί ο Τάκης Σαρρής, με τους συνεργάτες του, Μίνα και Σοφία Σαρρή, είναι εμφανής πριν, κατά και μετά την παράσταση. Ο Τάκης Σαρρής συζητά με τα παιδιά, κατά τη διάρκεια της παράστασης, ξεφεύγοντας σκόπιμα ορισμένες φορές από το κείμενο, τα βοηθάει ψυχολογικά πριν και μετά από την παράσταση να ξεπεράσουν ενδεχόμενες φοβίες τους για το λύκο, τους εξηγεί στο προσκήνιο πώς παίζονται και «ζωντανεύουν» οι κούκλες από τον κουκλοπαίχτη, τους μαθαίνει να κατασκευάζουν κούκλες από απλά υλικά (πλαστικά μπουκάλια) κ.λπ. Τα νήπια παρεμβαίνουν καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, εκφράζοντας με έντονο τρόπο τα συναισθήματά τους.

Η τρέχουσα παράσταση είναι φροντισμένη αισθητικά (σκηνοθεσία – κούκλες – σκηνικά: Τάκης Σαρρής). Ευχάριστη η μουσική του Στάθη Ουλκέρογλου και οι φωτισμοί της Μαρίας Δερμιτζάκη.

Νίκος Καμτσής «Το μπαούλο με τα παραμύθια» στο θέατρο «Τόπος Αλλού» από το «Αερόπλοιο»

Κάτω, η «Χιονάτη και οι εφτά ψηλοί νάνοι»

Μια θεατρική παράσταση διαφορετική από τις άλλες. Μια παράσταση, η οποία έχει στοιχεία θεατρικότητας, αλλά βασικά στηρίζεται στον αφηγηματικό λόγο. Πρόκειται για δύο παραμυθούδες που αφηγούνται παραμύθια, χρησιμοποιώντας, όμως, συγχρόνως την κινησιολογία και την εκφραστικότητα προσώπου και σώματος, και διάφορα αντικείμενα, και με αρωγούς τη σκηνοθετική και σκηνογραφική ικανότητα και ευρηματικότητα των αντίστοιχων συντελεστών: του σκηνοθέτη Νίκου Καμτσή, του σκηνογράφου Στέλιου Ρουκουνάκη και της υπεύθυνης δημιουργίας των κοστουμιών Μίκας Πανάγου.

Οι παλιές φωτογραφίες, που βρίσκουν στο μπαούλο της σοφίτας οι δύο ταλαντούχοι ηθοποιοί, Μαρίνα Δανέζη και Ασπασία Πίκου, ζωντανεύουν στην προβολή βίντεο στη μεγάλη οθόνη. Τα βιβλία με παραμύθια, που διαβάζουν, με υποδειγματικό τρόπο, δραματοποιημένα παρουσιάζονται στους μικρούς θεατές, ακόμη και με θεατρικό παιχνίδι (υφάσματα για θάλασσα, μάσκες σκύλου και αλεπούς, η μεγαλοκεφάλα, το δίχτυ με τ’ αστέρια, ο αέρας με σκιές από κινούμενες κορδέλες κ.ά.), με γιγαντόκουκλα (η Βάια) και με θέατρο σκιών (η γριά και η μεγαλοκεφάλα), συγκινώντας τους αισθητικά, αλλά και συνδέοντας το περιεχόμενό τους με ιστορικές μνήμες από την Καταστροφή της Σμύρνης και της Μικρασίας, τη μετανάστευση στη χώρα μας και την οδυνηρή περιπέτεια χιλιάδων προσφύγων κ.ο.κ. Η ελληνική παράδοση είναι διάχυτη καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, παρέχοντας επιπρόσθετα και γνωστικά λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία στα παιδιά – θεατές.

Στο μπαούλο, όμως, οι δύο ηρωίδες ανακαλύπτουν, εκτός από τις παλιές φωτογραφίες της γιαγιάς Βάσας, και άλλα αντικείμενα (ρούχα, καπέλα, βεντάλια, φασμέτ, τσάντες, γάντια, παρασόλι και ένα σημαντικό ημερολόγιο), ξυπνώντας πικρές μνήμες.

Η μουσική του Χρήστου Ξενάκη και το βίντεο του Θοδωρή Σερέτη συμβάλλουν αισθητά στη δημιουργία συναισθηματικής φόρτισης των μικρών θεατών, με ύφος και περιεχόμενο ενταγμένο στα πλαίσια της ελληνικής παράδοσης, στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία.

Αφοί Γκριμ «Η Χιονάτη και οι εφτά [ψηλοί] νάνοι» στο θέατρο «Κιβωτός»

Οι σπουδαίοι Γερμανοί φιλόλογοι – γλωσσολόγοι και συλλέκτες λαϊκών παραμυθιών Αφοί Γκριμ εξακολουθούν ακόμη να συγκινούν τα παιδιά και να εμπνέουν τους καλλιτέχνες. Η Κάρμεν Ρουγγέρη διασκευάζει αυτό το γνωστό κι αγαπημένο κλασικό παραμύθι, έτσι που η μάγισσα βασίλισσα, μητριά της Χιονάτης, να αλλάζει το ύψος των νάνων, κι από κοντούς, που ήταν το φυσικό τους, να τους μεταλλάσσει σε ψηλούς… Ο καθρέφτης δε βρίσκεται εξ ορισμού στο παλάτι, αλλά τελικά επιλέγεται να αγοραστεί μετά από άλλες προτάσεις (η μαριονέτα Ποινίκιο, το οργανάκι που έπαιζε κλασικά όργανα μουσικής). Τα ζώα του δάσους δεν έρχονται να κλάψουν τη νεκρή Χιονάτη. Το βασιλόπουλο ήταν ήδη ερωτευμένο με τη Χιονάτη κι αυτή με το βασιλόπουλο, και σε όλο το έργο προσπαθούν να βρεθούν, ενώ οι αφοί Γκριμ εμφανίζουν στο τέλος ένα βασιλόπουλο που τυχαία πέρασε από το σπίτι των νάνων. Θέλει, ακόμη, τη βασίλισσα να αρρωσταίνει και στη συνέχεια να πεθαίνει, ενώ το γερμανικό παραμύθι θέλει να πεθαίνει στη γέννα, η βασίλισσα δίνει στη Χιονάτη, αντί για δηλητηριασμένη πλεχτή ζώνη και χτένι, δηλητηριασμένο φουστάνι και γιλέκο κ.λπ. Παραλείπει τις ωμότητες της γερμανικής παραμυθολογίας έτσι, ώστε η κακιά βασίλισσα δεν τρώει την καρδιά της Χιονάτης, ούτε φοράει τις πυρωμένες σιδερένιες παντούφλες, ούτε και στο τέλος σωριάζεται κατάχαμα νεκρή.

Εντονα τα μηνύματα του έργου εξοργίζουν ή χαροποιούν τους μικρούς θεατές: το μίσος και τα αποτελέσματα που φέρνει στον άνθρωπο από τη μια, η αγάπη, η συντροφικότητα, η εργατικότητα των νάνων δημιουργεί ένα ευχάριστο και αισιόδοξο κλίμα, από την άλλη.

Και οι 12 ηθοποιοί (Μ. Ροζάκη, Ν. Μανίσαλη, Ευ. Καρακατσάνη, Ν. Πανταζίδου, Κ. Τζανοκωστάκης, Α. Χατζάς, Στ. Μαυρίδης, Γ. Πολιτάκης, Γ. Νικολάου, Γ. Λάζαρης, Αλ. Κομπόγιωργας, Θ. Πετρόπουλος) υποκρίνονται θαυμάσια και αποδίνουν τους ρόλους τους, με περίσσιο κέφι και μπρίο, με υπέροχη κινησιολογία και εκφραστικότητα. Η μουσικότητα της φωνής της παραμάνας είναι σπάνια, όπως εντύπωση δημιουργούν όλα τα σκηνοθετικά ευρήματα της Κάρμεν Ρουγγέρη. Το σκηνικό και τα κοστούμια της Χριστίνας Κουλουμπή είναι λειτουργικά και εντυπωσιακά. Ο θεατής μεταφέρεται στην προ διακοσίων χρόνων εποχή στη Γερμανία, ενώ παράλληλα ταξιδεύει στο μαγικό παραμυθιακό κόσμο, καθηλώνεται κυριολεκτικά από τον αισθητικό πλούτο της παράστασης. Τα παιδιά παρακολουθούν με έκσταση την παράσταση, αντιδρούν με την έκφραση του προσώπου τους, καθώς τα συναισθήματά τους εναλλάσσονται συνεχώς. Η κίνηση και το τραγούδι των ηθοποιών στους διαδρόμους του θεάτρου, ανάμεσα στους θεατές της πλατείας, δημιουργούν μια αμεσότητα, που τους κρατάει σε περισσότερη εγρήγορση. Η επιλογή της μαγευτικής μουσικής του Φ. Σούμπερτ είναι επιτυχής (σε διασκευή – σύνθεση: Γιάννη Μακρίδη, με στίχους τραγουδιών: Ανδρέα Κουλουμπή). Η χορογραφία είναι του Πέτρου Γάλλια.