Daily Archives: 8 Δεκεμβρίου, 2008

Ολίγη συστολή δεν θα έβλαπτε!

Κλειστό για τον Αλέξη
«Στέκομαι δίπλα στο 15χρονο παιδί που δολοφονήθηκε από σφαίρα αστυνομικού σε περίοδο Δημοκρατίας και στο δικαίωμα κάθε παιδιού να εκφράζει ελεύθερα τις αντιρρήσεις του στο σύστημα», τονίζει σε ανακοίνωσή του ο Λάκης Λαζόπουλος, που συμμετέχοντας στο πένθος όλων μας αναβάλλει την αποψινή επίσημη πρεμιέρα του «Βιοπαλαιστή στη Στέγη» στο «Θέατρον». Επειδή ενδέχεται κι άλλοι να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, πριν από την αποψινή έξοδό σας καλό είναι να κάνετε ένα τηλεφώνημα στο ταμείο του θεάτρου. Ενδέχεται οι περισσότερες σκηνές του κέντρου αλλά και της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπως και χθες, λόγω των επεισοδίων, να παραμείνουν κλειστές.

ΙΩ.Κ., ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 08/12/2008

alex

Το να κάνεις κανείς σχόλιο σε δημοσίευμα εφημερίδας, εκ προοιμίου είναι… χαμένος! Εν πάση περιπτώσει, ο Λαζόπουλος θα πρέπει να σημειώσω ότι είν αι ένας από τους πλέον «πολυπαιγμνένους» στα μέσα ενημέρωσης. Κι αυτό δεν το λέω αυθαιρέτως, αλλά στο αρχείο μας έχουμε αποδελτιώσει εκατοντάδες δημοσιεύματα για απίθανες δραστηριότητες του Λαζόπουλου. Και μόνη η αναφορά του ονόματός του σε κάποια εκδήλωση, ο αρμόδιος συντάκτης ή ο συντάκτης ύλης θεωρεί «πρέπον» να βάλει και μια φωτογραφία του Λαζόπουλου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Λαζόπουλος βγήκε στις ειδήσεις του καναλιού που εργάζεται για να εκφράσει περίλυπος αυτό που νιώθουν όλοι οι Έλληνες για τη δολοφονία του 16χρονου μαθητή, κι ότι επιπλέον θα αναβάλει την  έναρξη της εκπομπής του! Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι….

Όσο για τους καλλιτέχνες, είμαι βέβαιος ότι όλοι λυπούνται για το τραγικό συμβάν, οι περισσότεροι θα ματαιώσουν παραστάσεις ή εκδηλώσεις σαν μια ελάχιστη χειρονομία συμπαράστασης… Ποιος, λοιπόν, δεν συμμερίζεται τη μάνα που έχασε το γιο της και ποιος δεν οργίζεται για το κράτος της δεξιάς και το παρακράτος που έχει καλλιεργήσει; Φτάνουν πια οι φωτογραφίες του Λάκη!

Χάνοντας απρόσμενα το… τρένο

Σαν μια κουρτίνα που τραβιέται σιγά σιγά για να αποκαλύψει την «ψευδαίσθηση» της ζωής μοιάζει το μονόπρακτο του Λουίτζι Πιραντέλο «Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα». Το παρουσιάζει η ομάδα «Πλάνη» τα Δευτερότριτα στο θέατρο «Σημείο».Μεσάνυχτα στο καφενείο ενός σιδηροδρομικού σταθμού. Ένας άντρας έχοντας χάσει το τρένο στο τσακ περιμένει το επόμενο για να επιστρέψει στην οικογένειά του που κάνει διακοπές στην εξοχή. Στο διπλανό τραπεζάκι ένας καλοντυμένος και κάπως μελαγχολικός κύριος του πιάνει την κουβέντα. Λέει λοιπόν πως τριγυρίζει στους δρόμους παρατηρώντας κινήσεις, συμπεριφορές αγνώστων. Γραπώνεται με τη φαντασία του από τις ζωές των άλλων.

Πυρήνας του μικρού πιραντελικού κομψοτεχνήματος, η πικρή αίσθηση της γνώσης για το… επερχόμενο τέλος, η οποία γεννάει μια απελπισμένη δίψα για ζωή. Ένας παιγνιώδης κλαυσίγελως για το αναπότρεπτο. Αυτό άλλωστε τόνισε με τη σκηνοθεσία της η Αννα Ετιαρίδου δημιουργώντας μια λιτή παράσταση δωματίου με ατμόσφαιρα μεσοπολεμικής Ιταλίας (η ίδια έκανε και τη ρέουσα μετάφραση).

Ντυμένος με λευκό κοστούμι και φορώντας λευκό καπέλο, ο Κώστας Δελακούρας έπλασε πειστικά τον παρατηρητικό άνθρωπο «με το λουλούδι στο στόμα», βγάζοντας τη λυπημένη, στωική διάθεσή του (στους θυμούς του ενίοτε ήταν υπέρ το δέον «σκεπάζοντας» τα λόγια). Ο Μιχάλης Γκίνος έπλασε άνετα τον ευτραφή φιλήσυχο πελάτη που γκρίνιαζε για τη μανία της γυναικείας κοκεταρίας κι άκουγε υπομονετικά κι ευγενικά τον αξιοπερίεργο συνομιλητή του.

Μια ενδιαφέρουσα περιπλάνηση της ομάδας «Πλάνη» στα πιραντελικά μονοπάτια του φαίνεσθαι και του είναι.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΔΑΛΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 08/12/2008

Αντίλογος για τον «Νοέμβριο»

Από τον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή της παράστασης του έργου του Ντέιβιντ Μάμετ «Νοέμβριος», Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, και την εκπρόσωπο της Ελληνικής Θεαμάτων, Αρχοντούλας Παπαπαναγιώτου, λάβαμε την ακόλουθη επιστολή:
«Κάνοντας χρήση του σεβασμού που εσείς οι ίδιοι πρώτα απ’ όλα θα διατηρείτε απέναντι στον τίτλο της εφημερίδας σας, ζητούμε τη δημοσίευση της επιστολής μας, η οποία δεν έχει τον χαρακτήρα της καταγγελίας και της διαμαρτυρίας ως θα όφειλε, αλλά μιας κατά το δυνατόν δίκαιης αποκατάστασης των πραγμάτων. Η συνεργάτις σας Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, γράφοντας (25/11/08) για την παράσταση του έργου «Νοέμβριος», ισχυρίζεται ότι ο Θ. Πετρόπουλος διασκεύασε το έργο του Μάμετ, με συνέπεια να μεταβληθεί ο γίγαντας σε νάνο. Δηλώνουμε ευθαρσώς, απερίφραστα και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου, ότι πρόκειται για καθαρή και αυτούσια μετάφραση του πρωτότυπου κειμένου. Μια μετάφραση που σεβάστηκε επ’ ακριβέστατα και ο σκηνοθέτης της παράστασης Χρ. Χατζηπαναγιώτης. Κατόπιν τούτου, όλες οι κρίσεις της συνεργάτιδός σας μπορούν να εκληφθούν ως εικασίες που χρεώνουν μόνο την ίδια. Το παραδέχτηκε άλλωστε και η ίδια σε συζήτησή της με την εκπρόσωπο και νομικό σύμβουλο της ΕΛΘΕΑ Αρχ. Παπαπαναγιώτου, αποδεχόμενη ότι η κρίση της περί διασκευής στηρίζεται στις απόψεις δύο φίλων της που είδαν την παράσταση στην Αμερική».

Απάντηση της ΙΩ.Κ.: «Ουδέποτε ανέφερα στην κ. Παπαπαναγιώτου ότι βασίστηκα για τη γνώμη μου σε κρίσεις φίλων που είδαν την παράσταση στις ΗΠΑ. Της είπα ότι διάβασα τις κριτικές του έργου στην Αμερική κι ότι η παράσταση, είτε είναι διασκευή είτε πιστή μετάφραση, ένα και το αυτό επιτυγχάνει στο σύνολό της: να κάνει τον Μάμετ νάνο. Αμέσως μετά αναζήτησα το πρωτότυπο του Μάμετ. Ο Πετρόπουλος με ταχυδακτυλουργικό τρόπο, χωρίς να κόψει ή να αλλάξει σειρά σκηνών, όντως έκανε μια απόδοση στα καθ’ ημάς. Αλλωστε η μαρκίζα του θεάτρου «Εμπορικόν» προδίδει την αλήθεια. Δεν γράφει μετάφραση: Θ. Πετρόπουλος, αλλά απόδοση. Προφανώς, δεν ενοχλεί το ότι χαρακτήρισα την παράσταση διασκευή. Αυτό που δεν συγχωρείται είναι η αρνητική κρίση».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 08/12/2008

«Ριγκολέτο» σαν φιλμ νουάρ

Της ΜΑΤΟΥΛΑΣ ΚΟΥΣΤΕΝΗ

Ο Λουτσιάνο Παβαρότι συνήθιζε να λέει πως, στα νιάτα του, όταν επρόκειτο να κάνει ερωτική καντάδα, διάλεγε μόνο άριες από τον «Ριγκολέτο». Δεν είχε και άδικο, όσο άτιμος είναι ο πρωταγωνιστής της συγκεκριμένης όπερας τόσο μαγευτική είναι η μουσική που έγραψε ο Τζουζέπε Βέρντι. Χριστούγεννα, λοιπόν, με τον «Ριγκολέτο» θα κάνουν όσοι βρεθούν στη Λυρική Σκηνή, αφού το έργο κάνει πρεμιέρα στις 19 του μηνός σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια Νίκου Πετρόπουλου. Τον ομώνυμο ρόλο θα ερμηνεύσουν εναλλάξ οι Φράνκο Βασάλο και Δημήτρης Πλατανιάς, ενώ στο υπόλοιπο καστ συμμετέχει η αφρόκρεμα των ελλήνων λυρικών τραγουδιστών.

Σε ένα υγρό, σκοτεινό, βροχερό Μιλάνο, κοντά στα τέλη της δεκαετίας του ’30, με κυρίαρχο το φασιστικό ρεύμα επέλεξε ο σκηνοθέτης να μεταφέρει τη δημοφιλή όπερα. «Δεν μπορούσα να φανταστώ έναν Ριγκολέτο εποχής με κοστούμια φρου φρου», λέει χαρακτηριστικά ο Νίκος Πετρόπουλος. «Από την άλλη, η αλλαγή εποχής σε ένα κλασικό έργο δεν πρέπει να γίνεται αν δεν υπάρχει το φιλολογικό, φιλοσοφικό και μουσικό περιβάλλον. Η τόλμη από μόνη της δεν λέει τίποτα. Δεν πετάω τη σκούφια μου για την πρόκληση».

Ο «Ριγκολέτο» είναι ένα τρίπρακτο μελόδραμα εμπνευσμένο από το θεατρικό «Ο βασιλιάς διασκεδάζει» (1832) του Βικτόρ Ουγκό. Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα της Τζίλντας, κόρης του καμπούρη αυλικού γελωτοποιού Ριγκολέτο, για τον έκλυτο δούκα της Μάντουας που της παρουσιάζεται ως φτωχός φοιτητής. Προκειμένου να εκδικηθεί για την χαμένη τιμή τη κόρης του, ο Ριγκολέτος οργανώνει την δολοφονία του δούκα. Ανακαλύπτοντας τα σχέδια του πατέρα της, η Τζίλντα αποφασίζει να σώσει τον αγαπημένο της: μεταμφιέζεται, παίρνει τη θέση του και θυσιάζεται.

«Ο αυταρχισμός και η περιρρέουσα χυδαία ατμόσφαιρα της εποχής που γράφτηκε το έργο είναι ανάλογη με εκείνη της Ιταλίας του 1938: αυταρχικό καθεστώς, άρχοντες με τον απόλυτο έλεγχο, φασισμός στο υπέρτατο όριο», λέει ο Ν. Πετρόπουλος. «Για μας ο Ριγκολέτος είναι ένας φασίστας που εναποθέτει όλες του τις κακές δυνάμεις στο να καταστρέψει τους γύρω του. Κι όπως όλοι οι αμετροεπείς, έτσι κι αυτός υπερβαίνει τα εσκαμμένα, χάνει τον έλεγχο και στο τέλος την πατάει. Πρόκειται, για ένα έργο σοφά γραμμένο που δεν σκοτώνει τον κακό πρωταγωνιστή, αλλά του επιφυλάσσει το τραγικότερο φινάλε: τον αφήνει να ζήσει με τις τύψεις του».

Το έργο παρουσιάστηκε τελικά πρώτη φορά στο ιστορικό θέατρο «Λα Φενίτσε» στις 11 Μαΐου του 1851 με εξαιρετική επιτυχία. Νωρίτερα, όμως, είχε υποχρεωθεί να «παρακάμψει» δεκάδες προβλήματα που σχετίζονταν με τη λογοκρισία, τις κατηγορίες περί συνωμοσίας εναντίον βασιλέων αλλά και τις επιφυλάξεις εκείνων που διατείνονταν ότι προσβάλλει τις θρησκευτικές αξίες της Καθολικής Εκκλησίας. Η εμπνευσμένη, ωστόσο, μουσική του Βέρντι φαίνεται ότι εξέφρασε την επιθυμία των συμπατριωτών του να δουν την Ιταλία ελεύθερη και ενωμένη. Αλλωστε, ο «Ριγκολέτο» όπως και όλα τα πρώτα έργα του Βέρντι γράφτηκαν μέσα στο επαναστατικό κλίμα της εποχής, απηχώντας ιδεολογικά τον αγώνα για την απελευθέρωση των ιταλικών κρατιδίων από τους Αυστριακούς και την ενοποίησή τους σε κυρίαρχη χώρα.

Οσο για τον ίδιο το συνθέτη, υπήρξε από τους δημιουργούς εκείνους που όχι μόνο έζησε τις ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις του 19ου αιώνα αλλά αναδείχθηκε σε εθνικό σύμβολο αφού το 1861 εξελέγη μέλος του πρώτου ιταλικού κοινοβουλίου.

* Η κινησιολογία και χορογραφία είναι του Πέτρου Γάλλια, βοηθός σκηνοθέτης είναι ο Ιων Κετσούλης. Τους ρόλους ερμηνεύουν οι Ζ.-Φ. Μποράς, Α. Κορωναίος, Δ. Καβράκος, Ελ. Κελεσίδη, Β. Καραγιάννη, Β. Ντ.-Μαϊφάτοβα, Ειρ. Καραγιάννη. Παραστάσεις θα πραγματοποιηθούν επίσης στις 19, 20, 21, 23, 26, 27, 28, 30 Δεκεμβρίου και 2, 3, 4, 6 Ιανουαρίου.

ΛΑΚΗΣ ΛΑΖΟΠΟΥΛΟΣ: «Ζητώ πνευματικό άσυλο»

Του ΦΩΤΗ ΑΠΕΡΓΗ – Φωτ.: Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Λάκης Λαζόπουλος περπατά στο μεγάλο φουαγέ με το καλογυαλισμένο δάπεδο και δείχνει με αδημονία το απάτητο ξύλινο πάτωμα μπρος στη σκηνή και τα 977 καθίσματα του ολοκαίνουριου θεάτρου του «Ελληνικού Κόσμου» στην Πειραιώς. Μόνο η ίδια η σκηνή μοιάζει κιόλας μεταχειρισμένη από τα συνεχή ξενύχτια των ηθοποιών και τις εργασίες των τεχνικών για τον «Βιοπαλαιστή στη στέγη». Η νέα του «μετεπιθεώρηση» τον απομάκρυνε -ώς τον Μάρτιο, όπως διαβεβαιώνει- από το «Αλ Τσαντίρι» και τον Alpha και τον βύθισε στις παράπλευρες απώλειες του εκσυγχρονισμού.

Ο ήρωάς του, βλέπετε, είναι κάποιος που, κινδυνεύοντας να πνιγεί σε μια πλημμύρα, βλέπει τη ζωή του να ξετυλίγεται σε δευτερόλεπτα, μαζί με όλη την απληστία που τη βρόμισε. Ολο και κάποιος συνεργάτης του Λαζόπουλου έρχεται στο καμαρίνι του κάτι να ρωτήσει, ώσπου η πόρτα κλείνει και το κασετόφωνο ανοίγει:

  • – Θα είναι ένα έργο με αληθινά θεατρική στόφα ή ένας κορμός που θα σου χρησιμεύσει για παρλάτες; Γιατί, φαντάζομαι, ότι, ύστερα από τόσον καιρό που κάνεις το δεύτερο με τόση επιτυχία, θα έχεις κάποια δυσκολία να θυμηθείς το πρώτο.
«Καμία δυσκολία. Προέρχομαι από το θέατρο και ξέρω τους κανόνες του. Στην παράσταση θα υπάρχουν ελάχιστες επικαιρικές αναφορές, αναπόφευκτες, αφού ο ήρωας ζει στη σύγχρονη Ελλάδα. Κάποια στιγμή βρίσκεται στην Ψαρρού στη Μύκονο και σχολιάζει τους διπλανούς του, κάποια άλλη λέει πώς τον επηρέασε η γνωριμία του με τον Παλαιοκώστα, όταν κλείστηκε κι αυτός στη φυλακή».
Ηρωες και αντιήρωες
  • – Πώς τον επηρέασε δηλαδή;

«Λέει εκείνος στον ήρωά μου: «Σου τηλεφώνησε κανείς από τον κύκλο σου όταν σ’ έκλεισαν μέσα; Κανείς. Φοβήθηκαν όλοι μη θεωρηθεί ύποπτη η κλήση τους. Ενώ εγώ, αν με καλέσεις απ’ έξω, θα βρω τρόπο ν’ αποδράσω και θα ‘ρθω». Εχεις δηλαδή την αίσθηση πως ο Παλαιοκώστας, όταν σου πει κάτι, θα ισχύει. Ενώ με όλους τους καραγκιόζηδες αυτής της κοινωνίας συμβαίνει το αντίθετο. Γι’ αυτό είναι αγαπητός παρ’ όλα όσα έχει κάνει. Ο κόσμος καταλαβαίνει ότι πρέπει να τιμωρηθεί, αλλά την ίδια στιγμή λέει ότι καλά κάνει».

  • – Μήπως προκειμένου να μεμφθείς κάτι που αξίζει να το μεμφθεί κάποιος, ηρωοποιείς κάτι που δεν αξίζει να ηρωοποιηθεί;

«Δεν τον ηρωοποιώ. Αλλά και ποιον να ηρωοποιήσω, τον Εφραίμ; Πιο τίμιος δεν είναι ο Παλαιοκώστας απ’ όλους εκείνους που είναι έξω και ισχυρίζονται ότι είναι αθώοι, που μας κοροϊδεύουν μπρος στα μάτια μας; Τουλάχιστον αυτός πληρώνει ό,τι έχει κάνει».

  • – Στο «Ηταν ένα μικρό καράβι» και στην «Κυριακή των παπουτσιών» είχες επίσης στήσει ένα ολόκληρο σκηνικό-εργοστάσιο, όπως και τώρα. Σου είναι απαραίτητο αυτό;

«Οταν στήνεις ένα παραμύθι, πρέπει να είναι πειστικό. Αλλά η υπερπαραγωγή δεν κατευθύνει το λόγο μου. Εχω παίξει και το «Επιτέλους μόνοι» όπου στέκομαι μόνος και μιλάω. Μπορεί αύριο να κάνω έναν μονόλογο πάνω σ’ ένα μπαούλο. Κι αυτό είναι στο μυαλό μου».

  • – Οταν, πάντως, δοκίμασες κάτι τέτοιο στο «Ημερολόγιο ενός τρελού», απέτυχε.

«Ηταν μια κακή περίοδος. Δεν ήμουν καλός στον ρόλο και πολλά πρόσωπα ήταν εχθρικά απέναντί μου. Γιατί να πετύχει;»

  • – Προφανώς είσαι καλύτερος στα δικά σου κείμενα.

«Ναι, γιατί είμαι συνολικά δημιουργός: Γράφω, σκηνοθετώ, κάνω την παραγωγή. Μοιραία ένας τέτοιος άνθρωπος νιώθει μισός αλλιώς. Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν πολλοί ρόλοι για μένα. Δεν θα παίξω και τον Οιδίποδα. Με τον Αριστοφάνη αισθάνομαι συγγένεια. Εχει ένα μηχανισμό σκέψης που με αφορά περισσότερο».

  • – Ας επιστρέψουμε στον ήρωά σου.

«Είναι ένας από τους καιροσκόπους της μεσαίας τάξης, που, ιδιαίτερα μετά την έξαρση του Χρηματιστηρίου, πέρασε σε άλλη κλίμακα διαφθοράς. Πολλοί έλπιζαν ότι οι επόμενοι δεν θα έκλεβαν, αλλ’ αποδείχτηκαν ίδιοι και σήμερα ένας ολόκληρος λαός είναι εγκλωβισμένος. Θα κυβερνηθούμε σε πλαίσια αδιεξόδου».

  • – Πώς νιώθεις όταν ακούς τον Βουλγαράκη να αποφαίνεται πως «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό»; Γιατί ζούμε σήμερα αυτό το στένεμα της αξιοπρέπειας στα όρια του καθωσπρεπισμού;

«Αυτό ακριβώς έκανε η Ν.Δ.: τα ίδια με το ΠΑΣΟΚ, αλλά νομότυπα. Αυτή ήταν η ηθική της. Γιατί όντως είναι νόμιμο να βάλει κανείς τα ακίνητά του σε μια ανώνυμη εταιρεία. Ομως, το ότι αυτός ο νόμος δεν προτείνεται ως επιλογή στο λαό, αλλά είναι μια νομιμότητα περιορισμένης χρήσης, είναι ανήθικο. Γιατί δεν λες και στον κόσμο αυτόν τον νόμιμο τρόπο που βρήκες, να μην πληρώνει όσα πληρώνει, αφού έχει λιγότερα από σένα; Αφού είχες τόσο ωραία πρόταση, γιατί δεν μας την είπες κι εμάς;»

  • – Μπορείς να φανταστείς έναν έλληνα Ομπάμα; Εναν ανέλπιστο πρωθυπουργό που θα δικαιολογούσε κάποια ελπίδα;

«Ναι, μπορώ. Μ’ αρέσει να φαντάζομαι μια νέα αντιπολίτευση μεσ’ από τον καινούριο τρόπο γραφής και αντίληψης, το Διαδίκυτο. Αν όλοι αυτοί οι ανήσυχοι άνθρωποι που ψάχνουν και επικοινωνούν μέσω Ιντερνετ χωρίς ηλικιακές, ταξικές και κομματικές διακρίσεις, πρότειναν εκείνους που ξεχωρίζουν ανάμεσά τους, θα δημιουργούνταν μια νέα, φρέσκια πολιτική δύναμη, που μας είναι απαραίτητη. Γιατί, αυτή τη στιγμή, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ αδυνατούν να κυβερνήσουν τη χώρα».

  • – Γι’ αυτό υποστήριξες τόσο τον Τσίπρα στην εκπομπή σου;

«Αν δεν δώσεις βήμα σ’ έναν νέο άνθρωπο, σε ποιον θα το δώσεις; Ανανέωση μπορεί να προκύψει μόνο από ένα χώρο που δεν έχει σαπίσει. Τέτοιοι χώροι είναι μόνο το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Το πρώτο επιμένει σε μια πολιτική κλειστών θυρών. Οι άλλοι ανοίγουν μια καινούρια πόρτα».

  • – Και πώς θα σου φαινόταν αν έβλεπες τον Τσίπρα υπουργό σε μια αυριανή κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ;

«Το ΠΑΣΟΚ δεν πιστεύει στην αριστερά, πιστεύει μόνο στην εξουσία. Δεν θα δημιουργηθεί ποτέ νέα αντιπολίτευση, αν ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνήσει μαζί του. Πιο πιθανό μου φαίνεται άλλωστε να τα βρει το ΠΑΣΟΚ με κείνους που έχουν την ίδια πολιτική, δηλαδή τη Ν.Δ.».

  • – Σατιρίζεις τους ισχυρούς. Αλλά γιατί επιμένεις να το κάνεις και με τους ανίσχυρους;

«Ακόμα και ο Αριστοφάνης δεν καυτηρίαζε μόνο τα πρόσωπα της εξουσίας. Αναφερόταν και στους δεύτερους, που όμως διαμόρφωναν γνώμη στην κοινωνία. Πόσω μάλλον σήμερα, που η εξουσία είναι οι μέτριοι, οι ηλίθιοι. Για να εμφανίζονται επί τρεις ώρες κάθε μέρα όλοι αυτοί οι «ανίσχυροι» που λες, εργάζονται δεκάδες δημοσιογράφοι, παρουσιαστές και τεχνικοί. Ξοδεύονται χρήματα για να μας κάνουν πλύση εγκεφάλου κι αυτό αντανακλά τη δική τους εξουσία».

  • – Είναι κι εκείνοι που αντεπιτίθενται χυδαιολογώντας για την προσωπική σου ζωή, όπως ο Καρβέλας. Σκέφτεσαι τότε την οικογένειά σου;

«Ο καθένας, όταν μιλά, φανερώνει τον δικό του χαρακτήρα, όχι εκείνου που τον ακούει. Κι έπειτα, όταν εκφράζεις ελεύθερα αυτό που σκέφτεσαι, πρέπει να ξέρεις ότι μπορεί να σου απαντήσουν και χυδαίοι με χυδαίο τρόπο. Αν θέλεις να απευθύνεσαι μόνο σ’ εκείνους που θα σου απαντήσουν ευγενικά, δεν πρέπει να κάνεις αυτή τη δουλειά».

  • – Υπάρχει και η απάντηση μέσω του ΕΣΡ, που επεδίωξε η Ντενίση.

«Προφανώς το ΕΣΡ δεν ενοχλείται από το ότι τα τηλεοπτικά πρωινάδικα και μεσημεριανά δίνουν πρότυπα. Ενοχλείται από κείνους που το επισημαίνουν. Αυτά τα όργανα δεν πρέπει να υποκαταστήσουν τα δικαστήρια. Η σάτιρα είναι ταυτισμένη με την απόλυτη ελευθερία. Δεν λειτουργεί αλλιώς. Κι αν ένα πρόσωπο παραμένει σημαδούρα τού καρκατσουλιού της καλλιτεχνίας, η σάτιρα θα το περιλάβει ξανά και ξανά. Δεν είναι θέμα εμμονής. Δεν είσαι εσύ εμμονικός που εμφανίζεσαι εκθέτοντας συνέχεια την προσωπική σου ζωή και είμαι εγώ που σε βρίσκω μπροστά μου; Μιλάμε για πανεπιστημιακό άσυλο. Ισως επιτέλους πρέπει να υπάρξει και πνευματικό άσυλο!»

  • – Είπες τις προάλλες ότι «όταν χάνεις το μέτρο, θα συγκρουστείς με την κοινωνία. Οταν πιστεύεις ότι είσαι ο πιο έξυπνος και πιο δυνατός απ’ όλους θα ‘ρθεί η κοινωνία να σου απαντήσει. Ο κόσμος ελέγχει τη συμπεριφορά και λέει: «Δε μου κάνεις, παραπήρες αέρα»». Το είπες αυτό για τον Ρουσόπουλο. Δεν έχει συμβεί ποτέ και σε σένα;

«Ανά πάσα στιγμή μπορείς να χάσεις το μέτρο. Την περίοδο της «Λυσιστράτης», το ’86, μιλούσα παραπάνω απ’ ό,τι ήμουν. Το κατάλαβα κάποια χρόνια αργότερα. Αλλά ποτέ δεν το έκανα με σκοπιμότητα. Και τώρα πατάω πιο καλά. Μεγαλώνοντας είναι δύσκολο να μου συμβεί το ίδιο».

  • – Το χιούμορ σου είναι ισχυρό όπλο. Σε προβληματίζει ότι μπορεί να ξεπερνά την πολιτική σου σκέψη και επομένως να το χρησιμοποιείς μερικές φορές με άδικο τρόπο;

«Εκφράζω αυτό που ο καθένας σκέφτεται στο σπίτι του, διευρύνοντάς το μεσ’ από το χιούμορ. Και είναι σημαντικό ν’ ακουστεί κάθε σκέψη. Η χειρότερη, η καλύτερη, η πιο ανατρεπτική. Είναι κομμάτι της Ιστορίας μας. Αν πούμε ότι κάποια λέγονται και κάποια όχι, τότε τι Ιστορία είναι αυτή που καταγράφει τα μισά;»

  • – Λες επίσης ότι τα όρια της σάτιρας τα θέτει ο κόσμος. Αλλά ο κόσμος είναι αλάθητος; Μήπως κι εσύ δεν έχεις νιώσει ότι μπορεί μερικές φορές να λαϊκίζει, να φθονεί;

«Ασφαλώς. Ομως τον Αριστοφάνη δεν τον καθόρισε ο Κλέων που κυνηγούσε να τον εξορίσει. Τον καθόρισε ο κόσμος που τον στήριξε. Οι άνθρωποι νιώθουν λύτρωση όταν ακούνε δυνατά την ίδια τους τη σκέψη. Αυτοί θα γίνουν το μέτρο μου, δεν μπορεί να γίνει άλλος. Πολλοί από αυτούς μπορεί να έχουν υπάρξει άδικοι. Και με το παιδί σου ακόμα θα τσακωθείς και θα φιλιώσεις. Αυτή είναι η ζωή. Και θέλει χρόνο η σχέση με το κοινό. Στο «Αλ Τσαντίρι» είναι η πρώτη φορά που βλέπουν κατά μέτωπο εμένα κι όχι κάποιον ρόλο. Χρειάστηκαν χρόνια για να κατακτηθεί αυτό. Το χιούμορ είναι σαν να κοιτάς τον ουρανό: Οποιος κι αν είσαι, αν κοιτάξεις ψηλά, την ίδια ανάταση σου δημιουργεί. Κι όσο διαφορετικός κι αν θέλεις να φαίνεσαι, κάποια στιγμή θέλεις να υπερασπιστείς και το μαζί. Μια σατιρική εκπομπή που έχει ελεύθερη σκέψη ξεφοβίζει τον κόσμο. Και μόνο μια κοινωνία που δεν φοβάται μπορεί να δημιουργήσει».

«Δεν μπορώ να με σατιρίσω»

  • – Σου είναι το ίδιο εύκολο να εντοπίζεις το κοινό αίσθημα από τότε που βγαίνεις με τον Κοντομηνά, κάνεις διακοπές με τη Λάτση και συνεργάζεσαι με τη Γιάννα;
«Και τον Κίτσο τον Τεγόπουλο συναντούσα και τον εκτιμούσα. Η σχέση μας, μάλιστα, γεννήθηκε από μια διαφωνία: Οταν έκανα τους «Δέκα μικρούς Μήτσους» στο Mega, είχα πει σε μια συνέντευξη ότι δεν μ’ ενδιαφέρουν οι μέτοχοι, αλλά οι αμέτοχοι. Με πήρε τότε ο Τεγόπουλος και φιλικά με ρώτησε γιατί η δική του γνώμη δεν πρέπει να παίζει κάποιο ρόλο. Του απάντησα πως, όταν τελειώσει η εκπομπή, ευχαρίστως να το συζητήσουμε. Αλλά τώρα που είναι ακόμα αφεντικό μου, πρέπει να σεβαστεί κι εκείνος ότι θέλω να κάνω τη δουλειά μου ελεύθερα. Το εκτίμησε, πέρασε ένας χρόνος, και τότε κουβεντιάσαμε γι’ αυτό. Οι απόψεις μου δεν αλλάζουν, όποιον και αν συναντώ. Ο Κοντομηνάς είναι το αφεντικό μου και τον εκτιμώ. Ο «Ελεύθερος Τύπος» μοιράζει σε DVD την εκπομπή μου. Αύριο θα ενδιαφερθεί μια άλλη εφημερίδα. Και λοιπόν; Οταν είμαι στη σκηνή, λέω κάτι άλλο από αυτό που σκέφτεσαι εσύ; Αυτό έχει σημασία. Κι ύστερα εγώ δεν εύχομαι σε κανέναν το κατώτατο εισόδημα, το ανώτατο εύχομαι».
  • – Θα μπορούσες να σατιρίσεις τον εαυτό σου;

«Οχι. Είναι μια δουλειά των άλλων. Η αυτοψυχανάλυση είναι κατά κανόνα ανεπιτυχής».

  • – Υποτίθεται όμως ότι τα βασικά μας ελαττώματα τα γνωρίζουμε.

«Τα δικαιολογούμε, δεν τα γνωρίζουμε. Είμαι ένας εξαιρετικά παρορμητικός άνθρωπος, κι ας φαίνομαι ψύχραιμος. Επίσης μπορώ να καταστραφώ, όταν μου απαγορεύεις να πω αυτό που θέλω. Μπορεί να θυσιάσω τα πάντα, αλλ’ αποκλείεται να μην το ξεστομίσω».

  • – «Το μεγαλύτερο ελάττωμά μου είναι η ειλικρίνεια». Αυτό μου θυμίζεις…

«Να βρω κι άλλα τότε… Οταν δεν βγαίνουν τα πράγματα όπως θέλω, έχω τρομερό θυμό. Μια νύχτα εδώ στο θέατρο τους είχα εξοντώσει κι από πάνω εξοργίστηκα. Ο απαιτητικός άνθρωπος δεν θα χάσει το μέτρο; Το χάνω. Και τότε φέρνω τους άλλους σε απόγνωση».

  • – Είσαι και στην προσωπική σου ζωή έτσι;

«Με την κόρη μου είμαι απόλυτα ήρεμος».

  • – Πώς φτιάχνεις ένα αστείο;

«Βγαίνει αυθόρμητα. Γι’ αυτό, ελάχιστες μουντζούρες θα δεις στα κείμενά μου».

  • – Και γράφεις πάντα ξαπλωμένος στο κρεβάτι;

«Από παιδί. Το γραφείο δεν μου πάει, μου θυμίζει υπαλληλίκι. Και γράφω πάντα με το χέρι. Θέλω τη νύχτα που κοιμάμαι να ‘χω γύρω μου τα χαρτιά και τα στιλό μου. Καμιά φορά ξυπνώ και σημειώνω κάτι. Το χειρότερο είναι όταν δεν με πιάνει ύπνος, όπως κάθε Δευτέρα πριν βγει το «Αλ Τσαντίρι»».

  • – Το γέλιο μας αλλάζει με τις εποχές;

«Βέβαια. Η νέα γενιά γελάει με περισσότερες γωνίες. Θέλει σαφήνεια στο αστείο. Είναι όπως τα μηνύματά τους. Χρειάζονται μια SMS πολιτική, χωρίς φλυαρίες. Παρήλθε η εποχή της μεγάλης σαχλαμάρας. Θέλουν τη φράση, τη λέξη, τις υπογραμμίσεις. Ομως καταλαβαίνουν και τα καλά ελληνικά και συνεχίζουν να γελούν με τον ήχο της φωνής. Γιατί αυτό που μένει αναλλοίωτο δεν είναι τι λες, αλλά αν ο ήχος με τον οποίο το εκφέρεις τους θυμίζει τον ήχο που ακούν από τη μάνα τους και τη γιαγιά τους. Πρέπει επίσης να τους μεταφέρεις εικόνες. Ο ηθοποιός διηγείται μια ταινία. Αν δεν έχει δει την ταινία, πώς θα τη διηγηθεί στον κόσμο; Το πρόβημα με πολλούς ηθοποιούς είναι πως λένε ένα αστείο που δεν έχει εικόνα. Εγώ έχω δει την ταινία. Θυμάμαι τους ήχους ακριβώς. Η λαϊκότητα του χιούμορ: να τι δεν αλλάζει με τις εποχές. Κι όταν ξέρεις τους ήχους του Ελληνα, μπορείς να ανακαλύψεις το συντακτικό της κωμωδίας. Απευθύνομαι στους ανθρώπους που έχουν συναισθηματικό λεξικό. Κάθε λέξη, κάθε ήχος ταιριάζει μ’ ένα συναίσθημα. Οταν εντοπίσω τον ήχο, τότε εκείνοι ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάω».

  • – Με τι νομίζεις ότι θα γελάμε αύριο;

«Κατ’ αρχάς οι νέοι ήδη γελάνε μ’ όλ’ αυτά που κάνουμε εμείς. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχουν πλέον σόου για πολιτικούς. Ούτε να γελάσεις δεν μπορείς μαζί τους. Κι έπειτα τα παιδιά έχουν περάσει στο Διαδίκτυο. Βρίσκονται σ’ ένα άλλο δωμάτιο από κείνο που είμαστε εμείς. Κι αν εμείς δεν μπούμε στο δωμάτιό τους, δεν θα μας δουν. Ανοίγουν την πόρτα, κοιτούν ποιος αληθινά τα αγαπάει και τον βάζουν μέσα. Στο δικό μας, πάντως, δεν θα ξαναμπούν. Οποιος καταφέρει να τους μιλήσει στη δική τους, την καινούρια ηλεκτρονική αλφάβητο, έχει καλώς. Οποιος όχι, θα μείνει απ’ έξω. Κι ούτε θέλουν καθοδήγηση. Αυτοί θα αναλάβουν πρωτοβουλίες. Εχουν το δικαίωμα να κάνουν τα δικά τους λάθη. Αλλά θέλουν να ξέρεις ότι στο δωμάτιο αυτό δεν ψωλοκοπανάνε. Θα μάθουν τα γράμματα με τον δικό τους τρόπο. Μπορεί ένας πιτσιρικάς σήμερα να λιώνει στο PC, αλλά αν καθίσεις πέντε λεπτά να συζητήσεις μαζί του, δεν θα απογοητευθείς».

  • – Η κόρη σου σπούδασε δημοσιογραφία. Τι θα τη συμβούλευες ως αυριανή μου συνάδελφο;

«Είμαι πάντα δίπλα της, αλλά δεν θέλω να επιλύω τις αγωνίες της – προτιμώ να βρίσκει μόνη της την άκρη. Θα της έλεγα να γίνει δημοσιογράφος μόνο αν έβρισκε τον τρόπο να εκφράζεται χωρίς καθοδήγηση. Αλλιώς τι νόημα θα είχε;»

  • – Σε πρόσφατη συνέντευξη είπες ότι ο Ελληνας σήμερα βιώνει μια «χαμογελαστή κατάθλιψη». Εσύ, μες στη δίνη της δημοσιότητας, προλαβαίνεις να συνειδητοποιήσεις τι βιώνεις;

«Εγώ προλαβαίνω να με δω μόνο όταν περνώ μπροστά από κανέναν καθρέφτη. Μόνο το καλοκαίρι με είδα. Πρώτη φορά μετά από χρόνια, έμεινα έναν ολόκληρο μήνα ακίνητος, μακριά από το κινητό. Φαντάζομαι ότι έτσι θα ήταν ο Βούδας σε πρώτη φάση. Και θέλω να ξαναθυμηθώ αυτή την ακινησία. Είναι τέτοιες οι ταχύτητες, που, αν δεν είχα να μιλάω και με το παιδί μου κάθε βράδυ, δεν ξέρω πότε και πώς θα ηρεμούσα».

  • – Σου έχει πει κάτι που σε προβλημάτισε πολύ;

«Τα χειρότερα μου τα λέει πάντα γρήγορα, κοφτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Στο κεφάλι! Κι εκεί καταλαβαίνεις την αγάπη. Στην ευθεία».

  • – Ενα παράδειγμα;

«Δεν μου τα λέει για να σου τα πω».

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 – 07/12/2008

Ο Ντάριο Φο στην… οικονομική κρίση

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΑΦΚΟΥ

Η πρώτη ανάμνηση του Πάνου Σκουρολιάκου από τον Ντάριο Φο χρονολογείται από το 1977: Μια παρέα φοιτητών δραματικών σχολών άκουγε αυτόν τον αναρχικό του θεάτρου να τους πειράζει για τη συγκρατημένη αριστεροσύνη τους σε μια βεράντα τού «Ξενία». Είχε πάει δυόμισι το πρωί, όταν άνοιξε πάνω από την παρέα ένα παράθυρο, πρόβαλε μια καλλονή και κάλεσε τον διάσημο ιταλό συγγραφέα μ’ ένα απλό: «Ντάριο!» Τότε εκείνος τα μάζεψε και αποσύρθηκε στο δωμάτιό του.

*«Ηταν η Φράνκα Ράμε», λέει ο Π. Σκουρολιάκος, που τόσα χρόνια μετά παρουσιάζει στο θέατρο «Αλέκος Αλεξανδράκης» (πρώην «Ριάλτο») το «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» του Φο στη διασκευή του Γιάννη Καραχισαρίδη και σε σκηνοθεσία Κώστα Αρζόγλου, μια παράσταση που ανέβηκε ως συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης. Αν και πιο επίκαιρο παρά ποτέ, το έργο επιλέχθηκε πριν από μήνες:«Δεν διεκδικώ δάφνες οικονομικού αναλυτή», λέει ο ηθοποιός. «Η ιδέα μού ήρθε πέρσι που έγιναν τα πρώτα »ντου» στα σουπερμάρκετ».

*Και πράγματι, άξονας του έργου δεν είναι άλλος από τις αγανακτισμένες νοικοκυρές που ψωνίζουν και αρνούνται να πληρώσουν. Τον καιρό που γράφτηκε -δεκαετία του ’70- η κωμωδία αποτύπωνε όσα συνέβαιναν τότε στην Ιταλία.

«Συνεχιστής ο Φο του Ρουτζάντε, του Γκολντόνι και του Μολιέρου, είναι αυτός που γράφει, σκηνοθετεί και παίζει, συμμετέχοντας στα δρώμενα της εποχής του και περνώντας τα κοινωνικά του μηνύματα μέσα από το γέλιο. Και βέβαια παρά την ηλικία του το έργο είναι ολόφρεσκο, αφού ο ίδιος ο συγγραφέας του θεωρεί τη δουλειά του εξελισσόμενη και ζητάει παρεμβάσεις», λέει ο Π. Σκουρολιάκος, υπογραμμίζει δε πως στην Κοζάνη έπαιξαν σε γεμάτες αίθουσες.

*Εχοντας διευθύνει επί δέκα χρόνια το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης, έχοντας κλείσει αυτό τον κύκλο κι έχοντας μπει ξανά στη θεατρική πιάτσα του κέντρου αλλά και στην περιπέτεια που αυτή επιβάλλει, επισημαίνει πως ο δημιουργικός άνθρωπος δεν μπορεί να πάρει σύνταξη πίσω από ένα γκισέ· «Αλλωστε όταν έχω κενό χρόνο αισθάνομαι άχρηστος, ψάχνω κάτι για να τον γεμίσω. Πρέπει συνεχώς ν’ αλλάζουμε χώρο, συνεργάτες, υποχρεώσεις».

*Λειτουργώντας πια ξανά ως ηθοποιός λέει, γελώντας, πως το καλοκαίρι τού φαινόταν περίεργο το ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να επιβλέπει το σκηνικό ή να αγωνιά για το αν έγινε η αφισοκόλληση: «Ένιωσα την ατέλειωτη πολυτέλεια να ασχολούμαι μόνο με το ρόλο μου».

*Παράλληλα, διδάσκει υποκριτική στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου στο Ναύπλιο και διευθύνει τη Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. «Μαθαίνεις ξανά με τα παιδιά και προπονείσαι συνεχώς. Κάνοντας 15 ώρες μάθημα την εβδομάδα, κάνεις παράλληλα και 15 ώρες πρόβα. Διερωτώμαι ωστόσο, με την έκρηξη των θεατρικών εργαστηρίων, τι διδάσκονται τα παιδιά σε κάποια από αυτά. Προετοιμάζουν τα παιδιά για να κάνουν μια παράσταση ή ένα ντεφιλέ;»

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 – 07/12/2008

Περί νεοελληνικού έργου και πραγματικότητας

ΕΞΩΣΤΗΣ

Του ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ*
Είναι πράγματι εντυπωσιακός ο αριθμός των καινούριων ελληνικών έργων που παρουσιάζονται και φέτος στις σκηνές της Αθήνας. Τα υπολογίζω γύρω στα 40, ίσως και περισσότερα. Δικαιολογημένα λοιπόν τα εκτενή ρεπορτάζ που διαβάζουμε στα πολιτιστικά ένθετα των εφημερίδων.Στο ερώτημα «Γιατί αυτή η έκρηξη;», κάποιος θα μπορούσε να επικαλεσθεί ποικίλους λόγους που έχουν να κάνουν με την πληθώρα των εργαστηρίων γραφής, τον όγκο των ομάδων που αναζητούν νέα έργα κ.λπ. Τα παρακάμπτω όλα αυτά τα προφανή και στέκομαι σε μια κάπως πιο διαχρονική εξήγηση του φαινομένου, που λέει ότι σε στιγμές κρίσης ο άνθρωπος έχει την τάση να στρέφεται μαζικά στο θέατρο, γιατί η διπλή φύση του είδους τού δίνει τη δυνατότητα να υπερβεί τα όποια προβλήματα μέσα από την υιοθέτηση ενός άλλου προσωπείου. Σήμερα υπάρχει βαθιά κρίση· και βεβαίως δεν αναφέρομαι μόνο στην οικονομική. Υπάρχει κρίση ορισμού της ίδιας της πραγματικότητας. Δικαιολογημένο, λοιπόν, το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών μας.

Εκείνο που προβληματίζει ωστόσο με τα περισσότερα έργα που βλέπουμε στη σκηνή τα τελευταία χρόνια είναι ότι, αν και έχουν αφήσει πίσω τους την καμπανελλική αυλή και την «αντιπαραθετική» λογική των συγγραφέων της δεκαετίας του 1970, δυσκολεύονται ακόμη να ξεφύγουν από τις φιλοσοφικές βεβαιότητες που τους υπόσχεται η νατουραλιστική ανάγνωση της ζωής. «Ο,τι βλέπετε στη σκηνή δεν διαφέρει σε τίποτα από εκείνο που βλέπετε εκτός σκηνής»: Αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί ως κυρίαρχη άποψη. Και δεν θα είχα καμιά αντίρρηση εάν η παραπάνω θέση δεν απέκλειε την πεμπτουσία της ζωής, που είναι η ίδια η θεατρικότητά της. Είτε μιλούν για την παραβατικότητα των νέων, τα διαζύγια, τις εργασιακές σχέσεις, τον πόλεμο, τη μετανάστευση, τη βία κ.λπ., τα έργα αυτά συνήθως εξαντλούν τα αποθέματά τους σε περιοχές που ήδη γνωρίζουμε.

Ομως ο καλός καλλιτέχνης δεν πρέπει να λειτουργεί απλώς ως οργανωτής (μάνατζερ) της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά κυρίως ως ερμηνευτής. Που πάει να πει πως δεν αρκεί η γνώριμη δικαιολογία «γράφω ό,τι γνωρίζω καλύτερα», γιατί έτσι εξορίζεται κάθε δυνατότητα εμπλοκής της φαντασίας στη δημιουργική διαδικασία.

Μάλιστα με δεδομένη την επιθετικότητα της εικονικής πραγματικότητας, εκείνο που πρωτίστως χρειαζόμαστε τώρα είναι έργα που αναζητούν το «χαμένο ρεαλισμό» της ζωής, δηλαδή έργα λιγότερο αθώα, λιγότερο «χαβαλετζίδικα», λιγότερο «παρεΐστικα», λιγότερο lifestyle, λιγότερο trendy, λιγότερο fast forward, λιγότερο fastfood, με δυο λόγια, έργα που «είναι» και όχι που «φαίνονται» θέατρο, έργα που προβάλλουν βαθιές σκέψεις μέσα από τον καθημερινό λόγο και ασυνήθιστες πράξεις μέσα σε συνηθισμένες καταστάσεις.

Σε αυτό τον αστερισμό της δημοκρατίας του θεάματος, όπου το καρτεσιανό απόφθεγμα «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» έχει αντικατασταθεί από το πιο σύγχρονο «ψωνίζω, άρα υπάρχω», χρειαζόμαστε έργα που έχουν να πουν πράγματα που δεν έχουμε σκεφτεί ή που δεν έχουμε ξαναδεί, έργα που δεν βιάζονται να τα πουν όλα με μισόλογα ή με κουβέντες του καφενέ εδώ και τώρα, λες και δεν υπάρχει αύριο. Εργα που δεν φοβούνται τις ουσιαστικές ρήξεις, τις επικίνδυνες διαβάσεις, τον κοσμοπολιτισμό, τη νομαδικότητα και την εξωστρέφεια. Εργα που όντως θέλουν να δημιουργήσουν σκεπτόμενους (= «επικίνδυνους») θεατές-πολίτες του τόπου και του κόσμου, πολίτες λίγο global και λίγο local, δηλαδή glocal.

Είναι σίγουρα ελπιδοφόρο το ότι αγωνιούν οι νέοι καλλιτέχνες μας (θα ήταν σκέτη ανωμαλία εάν συνέβαινε το αντίθετο). Είναι καλό το ότι πολλαπλασιάζονται τα φεστιβάλ, τα αναλόγια, οι εναλλακτικοί χώροι, τα στιλ. Ομως θα είναι ακόμη καλύτερο όταν αντιληφθούν οι εμπλεκόμενοι στο θεατρικό γίγνεσθαι του τόπου ότι η ζωή είναι όμορφη (ακόμη και στα σημερινά της ανεκδιήγητα χάλια) μόνο όταν τη ζεις, όχι όταν τη βλέπεις να μετακομίζει αμετάλλακτη στο σανίδι σαν παλιός γνώριμος καναπές. Τότε είναι απίστευτα βαρετή, μα πάνω από όλα ψεύτικη. Τουλάχιστον αυτό μας έχει διδάξει η ιστορία του καλού θεάτρου: η «πραγματική» πραγματικότητα δεν περιφέρεται ποτέ με ρεαλιστική αμφίεση. Οσοι επιμένουν να την περιφέρουν έτσι, φοβούμαι πως έχουν μπερδέψει τη μάσκα με τα μασκαραλίκια.

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 – 07/12/2008
  • Ο Σάββας Πατσαλίδης είναι καθηγητής Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.