Του ΦΩΤΗ ΑΠΕΡΓΗ – Φωτ.: Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Λάκης Λαζόπουλος περπατά στο μεγάλο φουαγέ με το καλογυαλισμένο δάπεδο και δείχνει με αδημονία το απάτητο ξύλινο πάτωμα μπρος στη σκηνή και τα 977 καθίσματα του ολοκαίνουριου θεάτρου του «Ελληνικού Κόσμου» στην Πειραιώς. Μόνο η ίδια η σκηνή μοιάζει κιόλας μεταχειρισμένη από τα συνεχή ξενύχτια των ηθοποιών και τις εργασίες των τεχνικών για τον «Βιοπαλαιστή στη στέγη». Η νέα του «μετεπιθεώρηση» τον απομάκρυνε -ώς τον Μάρτιο, όπως διαβεβαιώνει- από το «Αλ Τσαντίρι» και τον Alpha και τον βύθισε στις παράπλευρες απώλειες του εκσυγχρονισμού.
Ο ήρωάς του, βλέπετε, είναι κάποιος που, κινδυνεύοντας να πνιγεί σε μια πλημμύρα, βλέπει τη ζωή του να ξετυλίγεται σε δευτερόλεπτα, μαζί με όλη την απληστία που τη βρόμισε. Ολο και κάποιος συνεργάτης του Λαζόπουλου έρχεται στο καμαρίνι του κάτι να ρωτήσει, ώσπου η πόρτα κλείνει και το κασετόφωνο ανοίγει:
- – Θα είναι ένα έργο με αληθινά θεατρική στόφα ή ένας κορμός που θα σου χρησιμεύσει για παρλάτες; Γιατί, φαντάζομαι, ότι, ύστερα από τόσον καιρό που κάνεις το δεύτερο με τόση επιτυχία, θα έχεις κάποια δυσκολία να θυμηθείς το πρώτο.
«Καμία δυσκολία. Προέρχομαι από το θέατρο και ξέρω τους κανόνες του. Στην παράσταση θα υπάρχουν ελάχιστες επικαιρικές αναφορές, αναπόφευκτες, αφού ο ήρωας ζει στη σύγχρονη Ελλάδα. Κάποια στιγμή βρίσκεται στην Ψαρρού στη Μύκονο και σχολιάζει τους διπλανούς του, κάποια άλλη λέει πώς τον επηρέασε η γνωριμία του με τον Παλαιοκώστα, όταν κλείστηκε κι αυτός στη φυλακή».
Ηρωες και αντιήρωες
- – Πώς τον επηρέασε δηλαδή;
«Λέει εκείνος στον ήρωά μου: «Σου τηλεφώνησε κανείς από τον κύκλο σου όταν σ’ έκλεισαν μέσα; Κανείς. Φοβήθηκαν όλοι μη θεωρηθεί ύποπτη η κλήση τους. Ενώ εγώ, αν με καλέσεις απ’ έξω, θα βρω τρόπο ν’ αποδράσω και θα ‘ρθω». Εχεις δηλαδή την αίσθηση πως ο Παλαιοκώστας, όταν σου πει κάτι, θα ισχύει. Ενώ με όλους τους καραγκιόζηδες αυτής της κοινωνίας συμβαίνει το αντίθετο. Γι’ αυτό είναι αγαπητός παρ’ όλα όσα έχει κάνει. Ο κόσμος καταλαβαίνει ότι πρέπει να τιμωρηθεί, αλλά την ίδια στιγμή λέει ότι καλά κάνει».
- – Μήπως προκειμένου να μεμφθείς κάτι που αξίζει να το μεμφθεί κάποιος, ηρωοποιείς κάτι που δεν αξίζει να ηρωοποιηθεί;
«Δεν τον ηρωοποιώ. Αλλά και ποιον να ηρωοποιήσω, τον Εφραίμ; Πιο τίμιος δεν είναι ο Παλαιοκώστας απ’ όλους εκείνους που είναι έξω και ισχυρίζονται ότι είναι αθώοι, που μας κοροϊδεύουν μπρος στα μάτια μας; Τουλάχιστον αυτός πληρώνει ό,τι έχει κάνει».
- – Στο «Ηταν ένα μικρό καράβι» και στην «Κυριακή των παπουτσιών» είχες επίσης στήσει ένα ολόκληρο σκηνικό-εργοστάσιο, όπως και τώρα. Σου είναι απαραίτητο αυτό;
«Οταν στήνεις ένα παραμύθι, πρέπει να είναι πειστικό. Αλλά η υπερπαραγωγή δεν κατευθύνει το λόγο μου. Εχω παίξει και το «Επιτέλους μόνοι» όπου στέκομαι μόνος και μιλάω. Μπορεί αύριο να κάνω έναν μονόλογο πάνω σ’ ένα μπαούλο. Κι αυτό είναι στο μυαλό μου».
- – Οταν, πάντως, δοκίμασες κάτι τέτοιο στο «Ημερολόγιο ενός τρελού», απέτυχε.
«Ηταν μια κακή περίοδος. Δεν ήμουν καλός στον ρόλο και πολλά πρόσωπα ήταν εχθρικά απέναντί μου. Γιατί να πετύχει;»
- – Προφανώς είσαι καλύτερος στα δικά σου κείμενα.
«Ναι, γιατί είμαι συνολικά δημιουργός: Γράφω, σκηνοθετώ, κάνω την παραγωγή. Μοιραία ένας τέτοιος άνθρωπος νιώθει μισός αλλιώς. Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν πολλοί ρόλοι για μένα. Δεν θα παίξω και τον Οιδίποδα. Με τον Αριστοφάνη αισθάνομαι συγγένεια. Εχει ένα μηχανισμό σκέψης που με αφορά περισσότερο».
- – Ας επιστρέψουμε στον ήρωά σου.
«Είναι ένας από τους καιροσκόπους της μεσαίας τάξης, που, ιδιαίτερα μετά την έξαρση του Χρηματιστηρίου, πέρασε σε άλλη κλίμακα διαφθοράς. Πολλοί έλπιζαν ότι οι επόμενοι δεν θα έκλεβαν, αλλ’ αποδείχτηκαν ίδιοι και σήμερα ένας ολόκληρος λαός είναι εγκλωβισμένος. Θα κυβερνηθούμε σε πλαίσια αδιεξόδου».
- – Πώς νιώθεις όταν ακούς τον Βουλγαράκη να αποφαίνεται πως «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό»; Γιατί ζούμε σήμερα αυτό το στένεμα της αξιοπρέπειας στα όρια του καθωσπρεπισμού;
«Αυτό ακριβώς έκανε η Ν.Δ.: τα ίδια με το ΠΑΣΟΚ, αλλά νομότυπα. Αυτή ήταν η ηθική της. Γιατί όντως είναι νόμιμο να βάλει κανείς τα ακίνητά του σε μια ανώνυμη εταιρεία. Ομως, το ότι αυτός ο νόμος δεν προτείνεται ως επιλογή στο λαό, αλλά είναι μια νομιμότητα περιορισμένης χρήσης, είναι ανήθικο. Γιατί δεν λες και στον κόσμο αυτόν τον νόμιμο τρόπο που βρήκες, να μην πληρώνει όσα πληρώνει, αφού έχει λιγότερα από σένα; Αφού είχες τόσο ωραία πρόταση, γιατί δεν μας την είπες κι εμάς;»
- – Μπορείς να φανταστείς έναν έλληνα Ομπάμα; Εναν ανέλπιστο πρωθυπουργό που θα δικαιολογούσε κάποια ελπίδα;
«Ναι, μπορώ. Μ’ αρέσει να φαντάζομαι μια νέα αντιπολίτευση μεσ’ από τον καινούριο τρόπο γραφής και αντίληψης, το Διαδίκυτο. Αν όλοι αυτοί οι ανήσυχοι άνθρωποι που ψάχνουν και επικοινωνούν μέσω Ιντερνετ χωρίς ηλικιακές, ταξικές και κομματικές διακρίσεις, πρότειναν εκείνους που ξεχωρίζουν ανάμεσά τους, θα δημιουργούνταν μια νέα, φρέσκια πολιτική δύναμη, που μας είναι απαραίτητη. Γιατί, αυτή τη στιγμή, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ αδυνατούν να κυβερνήσουν τη χώρα».
- – Γι’ αυτό υποστήριξες τόσο τον Τσίπρα στην εκπομπή σου;
«Αν δεν δώσεις βήμα σ’ έναν νέο άνθρωπο, σε ποιον θα το δώσεις; Ανανέωση μπορεί να προκύψει μόνο από ένα χώρο που δεν έχει σαπίσει. Τέτοιοι χώροι είναι μόνο το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Το πρώτο επιμένει σε μια πολιτική κλειστών θυρών. Οι άλλοι ανοίγουν μια καινούρια πόρτα».
- – Και πώς θα σου φαινόταν αν έβλεπες τον Τσίπρα υπουργό σε μια αυριανή κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ;
«Το ΠΑΣΟΚ δεν πιστεύει στην αριστερά, πιστεύει μόνο στην εξουσία. Δεν θα δημιουργηθεί ποτέ νέα αντιπολίτευση, αν ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνήσει μαζί του. Πιο πιθανό μου φαίνεται άλλωστε να τα βρει το ΠΑΣΟΚ με κείνους που έχουν την ίδια πολιτική, δηλαδή τη Ν.Δ.».
- – Σατιρίζεις τους ισχυρούς. Αλλά γιατί επιμένεις να το κάνεις και με τους ανίσχυρους;
«Ακόμα και ο Αριστοφάνης δεν καυτηρίαζε μόνο τα πρόσωπα της εξουσίας. Αναφερόταν και στους δεύτερους, που όμως διαμόρφωναν γνώμη στην κοινωνία. Πόσω μάλλον σήμερα, που η εξουσία είναι οι μέτριοι, οι ηλίθιοι. Για να εμφανίζονται επί τρεις ώρες κάθε μέρα όλοι αυτοί οι «ανίσχυροι» που λες, εργάζονται δεκάδες δημοσιογράφοι, παρουσιαστές και τεχνικοί. Ξοδεύονται χρήματα για να μας κάνουν πλύση εγκεφάλου κι αυτό αντανακλά τη δική τους εξουσία».
- – Είναι κι εκείνοι που αντεπιτίθενται χυδαιολογώντας για την προσωπική σου ζωή, όπως ο Καρβέλας. Σκέφτεσαι τότε την οικογένειά σου;
«Ο καθένας, όταν μιλά, φανερώνει τον δικό του χαρακτήρα, όχι εκείνου που τον ακούει. Κι έπειτα, όταν εκφράζεις ελεύθερα αυτό που σκέφτεσαι, πρέπει να ξέρεις ότι μπορεί να σου απαντήσουν και χυδαίοι με χυδαίο τρόπο. Αν θέλεις να απευθύνεσαι μόνο σ’ εκείνους που θα σου απαντήσουν ευγενικά, δεν πρέπει να κάνεις αυτή τη δουλειά».
- – Υπάρχει και η απάντηση μέσω του ΕΣΡ, που επεδίωξε η Ντενίση.
«Προφανώς το ΕΣΡ δεν ενοχλείται από το ότι τα τηλεοπτικά πρωινάδικα και μεσημεριανά δίνουν πρότυπα. Ενοχλείται από κείνους που το επισημαίνουν. Αυτά τα όργανα δεν πρέπει να υποκαταστήσουν τα δικαστήρια. Η σάτιρα είναι ταυτισμένη με την απόλυτη ελευθερία. Δεν λειτουργεί αλλιώς. Κι αν ένα πρόσωπο παραμένει σημαδούρα τού καρκατσουλιού της καλλιτεχνίας, η σάτιρα θα το περιλάβει ξανά και ξανά. Δεν είναι θέμα εμμονής. Δεν είσαι εσύ εμμονικός που εμφανίζεσαι εκθέτοντας συνέχεια την προσωπική σου ζωή και είμαι εγώ που σε βρίσκω μπροστά μου; Μιλάμε για πανεπιστημιακό άσυλο. Ισως επιτέλους πρέπει να υπάρξει και πνευματικό άσυλο!»
- – Είπες τις προάλλες ότι «όταν χάνεις το μέτρο, θα συγκρουστείς με την κοινωνία. Οταν πιστεύεις ότι είσαι ο πιο έξυπνος και πιο δυνατός απ’ όλους θα ‘ρθεί η κοινωνία να σου απαντήσει. Ο κόσμος ελέγχει τη συμπεριφορά και λέει: «Δε μου κάνεις, παραπήρες αέρα»». Το είπες αυτό για τον Ρουσόπουλο. Δεν έχει συμβεί ποτέ και σε σένα;
«Ανά πάσα στιγμή μπορείς να χάσεις το μέτρο. Την περίοδο της «Λυσιστράτης», το ’86, μιλούσα παραπάνω απ’ ό,τι ήμουν. Το κατάλαβα κάποια χρόνια αργότερα. Αλλά ποτέ δεν το έκανα με σκοπιμότητα. Και τώρα πατάω πιο καλά. Μεγαλώνοντας είναι δύσκολο να μου συμβεί το ίδιο».
- – Το χιούμορ σου είναι ισχυρό όπλο. Σε προβληματίζει ότι μπορεί να ξεπερνά την πολιτική σου σκέψη και επομένως να το χρησιμοποιείς μερικές φορές με άδικο τρόπο;
«Εκφράζω αυτό που ο καθένας σκέφτεται στο σπίτι του, διευρύνοντάς το μεσ’ από το χιούμορ. Και είναι σημαντικό ν’ ακουστεί κάθε σκέψη. Η χειρότερη, η καλύτερη, η πιο ανατρεπτική. Είναι κομμάτι της Ιστορίας μας. Αν πούμε ότι κάποια λέγονται και κάποια όχι, τότε τι Ιστορία είναι αυτή που καταγράφει τα μισά;»
- – Λες επίσης ότι τα όρια της σάτιρας τα θέτει ο κόσμος. Αλλά ο κόσμος είναι αλάθητος; Μήπως κι εσύ δεν έχεις νιώσει ότι μπορεί μερικές φορές να λαϊκίζει, να φθονεί;
«Ασφαλώς. Ομως τον Αριστοφάνη δεν τον καθόρισε ο Κλέων που κυνηγούσε να τον εξορίσει. Τον καθόρισε ο κόσμος που τον στήριξε. Οι άνθρωποι νιώθουν λύτρωση όταν ακούνε δυνατά την ίδια τους τη σκέψη. Αυτοί θα γίνουν το μέτρο μου, δεν μπορεί να γίνει άλλος. Πολλοί από αυτούς μπορεί να έχουν υπάρξει άδικοι. Και με το παιδί σου ακόμα θα τσακωθείς και θα φιλιώσεις. Αυτή είναι η ζωή. Και θέλει χρόνο η σχέση με το κοινό. Στο «Αλ Τσαντίρι» είναι η πρώτη φορά που βλέπουν κατά μέτωπο εμένα κι όχι κάποιον ρόλο. Χρειάστηκαν χρόνια για να κατακτηθεί αυτό. Το χιούμορ είναι σαν να κοιτάς τον ουρανό: Οποιος κι αν είσαι, αν κοιτάξεις ψηλά, την ίδια ανάταση σου δημιουργεί. Κι όσο διαφορετικός κι αν θέλεις να φαίνεσαι, κάποια στιγμή θέλεις να υπερασπιστείς και το μαζί. Μια σατιρική εκπομπή που έχει ελεύθερη σκέψη ξεφοβίζει τον κόσμο. Και μόνο μια κοινωνία που δεν φοβάται μπορεί να δημιουργήσει».
«Δεν μπορώ να με σατιρίσω»
- – Σου είναι το ίδιο εύκολο να εντοπίζεις το κοινό αίσθημα από τότε που βγαίνεις με τον Κοντομηνά, κάνεις διακοπές με τη Λάτση και συνεργάζεσαι με τη Γιάννα;
«Και τον Κίτσο τον Τεγόπουλο συναντούσα και τον εκτιμούσα. Η σχέση μας, μάλιστα, γεννήθηκε από μια διαφωνία: Οταν έκανα τους «Δέκα μικρούς Μήτσους» στο Mega, είχα πει σε μια συνέντευξη ότι δεν μ’ ενδιαφέρουν οι μέτοχοι, αλλά οι αμέτοχοι. Με πήρε τότε ο Τεγόπουλος και φιλικά με ρώτησε γιατί η δική του γνώμη δεν πρέπει να παίζει κάποιο ρόλο. Του απάντησα πως, όταν τελειώσει η εκπομπή, ευχαρίστως να το συζητήσουμε. Αλλά τώρα που είναι ακόμα αφεντικό μου, πρέπει να σεβαστεί κι εκείνος ότι θέλω να κάνω τη δουλειά μου ελεύθερα. Το εκτίμησε, πέρασε ένας χρόνος, και τότε κουβεντιάσαμε γι’ αυτό. Οι απόψεις μου δεν αλλάζουν, όποιον και αν συναντώ. Ο Κοντομηνάς είναι το αφεντικό μου και τον εκτιμώ. Ο «Ελεύθερος Τύπος» μοιράζει σε DVD την εκπομπή μου. Αύριο θα ενδιαφερθεί μια άλλη εφημερίδα. Και λοιπόν; Οταν είμαι στη σκηνή, λέω κάτι άλλο από αυτό που σκέφτεσαι εσύ; Αυτό έχει σημασία. Κι ύστερα εγώ δεν εύχομαι σε κανέναν το κατώτατο εισόδημα, το ανώτατο εύχομαι».
- – Θα μπορούσες να σατιρίσεις τον εαυτό σου;
«Οχι. Είναι μια δουλειά των άλλων. Η αυτοψυχανάλυση είναι κατά κανόνα ανεπιτυχής».
- – Υποτίθεται όμως ότι τα βασικά μας ελαττώματα τα γνωρίζουμε.
«Τα δικαιολογούμε, δεν τα γνωρίζουμε. Είμαι ένας εξαιρετικά παρορμητικός άνθρωπος, κι ας φαίνομαι ψύχραιμος. Επίσης μπορώ να καταστραφώ, όταν μου απαγορεύεις να πω αυτό που θέλω. Μπορεί να θυσιάσω τα πάντα, αλλ’ αποκλείεται να μην το ξεστομίσω».
- – «Το μεγαλύτερο ελάττωμά μου είναι η ειλικρίνεια». Αυτό μου θυμίζεις…
«Να βρω κι άλλα τότε… Οταν δεν βγαίνουν τα πράγματα όπως θέλω, έχω τρομερό θυμό. Μια νύχτα εδώ στο θέατρο τους είχα εξοντώσει κι από πάνω εξοργίστηκα. Ο απαιτητικός άνθρωπος δεν θα χάσει το μέτρο; Το χάνω. Και τότε φέρνω τους άλλους σε απόγνωση».
- – Είσαι και στην προσωπική σου ζωή έτσι;
«Με την κόρη μου είμαι απόλυτα ήρεμος».
- – Πώς φτιάχνεις ένα αστείο;
«Βγαίνει αυθόρμητα. Γι’ αυτό, ελάχιστες μουντζούρες θα δεις στα κείμενά μου».
- – Και γράφεις πάντα ξαπλωμένος στο κρεβάτι;
«Από παιδί. Το γραφείο δεν μου πάει, μου θυμίζει υπαλληλίκι. Και γράφω πάντα με το χέρι. Θέλω τη νύχτα που κοιμάμαι να ‘χω γύρω μου τα χαρτιά και τα στιλό μου. Καμιά φορά ξυπνώ και σημειώνω κάτι. Το χειρότερο είναι όταν δεν με πιάνει ύπνος, όπως κάθε Δευτέρα πριν βγει το «Αλ Τσαντίρι»».
- – Το γέλιο μας αλλάζει με τις εποχές;
«Βέβαια. Η νέα γενιά γελάει με περισσότερες γωνίες. Θέλει σαφήνεια στο αστείο. Είναι όπως τα μηνύματά τους. Χρειάζονται μια SMS πολιτική, χωρίς φλυαρίες. Παρήλθε η εποχή της μεγάλης σαχλαμάρας. Θέλουν τη φράση, τη λέξη, τις υπογραμμίσεις. Ομως καταλαβαίνουν και τα καλά ελληνικά και συνεχίζουν να γελούν με τον ήχο της φωνής. Γιατί αυτό που μένει αναλλοίωτο δεν είναι τι λες, αλλά αν ο ήχος με τον οποίο το εκφέρεις τους θυμίζει τον ήχο που ακούν από τη μάνα τους και τη γιαγιά τους. Πρέπει επίσης να τους μεταφέρεις εικόνες. Ο ηθοποιός διηγείται μια ταινία. Αν δεν έχει δει την ταινία, πώς θα τη διηγηθεί στον κόσμο; Το πρόβημα με πολλούς ηθοποιούς είναι πως λένε ένα αστείο που δεν έχει εικόνα. Εγώ έχω δει την ταινία. Θυμάμαι τους ήχους ακριβώς. Η λαϊκότητα του χιούμορ: να τι δεν αλλάζει με τις εποχές. Κι όταν ξέρεις τους ήχους του Ελληνα, μπορείς να ανακαλύψεις το συντακτικό της κωμωδίας. Απευθύνομαι στους ανθρώπους που έχουν συναισθηματικό λεξικό. Κάθε λέξη, κάθε ήχος ταιριάζει μ’ ένα συναίσθημα. Οταν εντοπίσω τον ήχο, τότε εκείνοι ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάω».
- – Με τι νομίζεις ότι θα γελάμε αύριο;
«Κατ’ αρχάς οι νέοι ήδη γελάνε μ’ όλ’ αυτά που κάνουμε εμείς. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχουν πλέον σόου για πολιτικούς. Ούτε να γελάσεις δεν μπορείς μαζί τους. Κι έπειτα τα παιδιά έχουν περάσει στο Διαδίκτυο. Βρίσκονται σ’ ένα άλλο δωμάτιο από κείνο που είμαστε εμείς. Κι αν εμείς δεν μπούμε στο δωμάτιό τους, δεν θα μας δουν. Ανοίγουν την πόρτα, κοιτούν ποιος αληθινά τα αγαπάει και τον βάζουν μέσα. Στο δικό μας, πάντως, δεν θα ξαναμπούν. Οποιος καταφέρει να τους μιλήσει στη δική τους, την καινούρια ηλεκτρονική αλφάβητο, έχει καλώς. Οποιος όχι, θα μείνει απ’ έξω. Κι ούτε θέλουν καθοδήγηση. Αυτοί θα αναλάβουν πρωτοβουλίες. Εχουν το δικαίωμα να κάνουν τα δικά τους λάθη. Αλλά θέλουν να ξέρεις ότι στο δωμάτιο αυτό δεν ψωλοκοπανάνε. Θα μάθουν τα γράμματα με τον δικό τους τρόπο. Μπορεί ένας πιτσιρικάς σήμερα να λιώνει στο PC, αλλά αν καθίσεις πέντε λεπτά να συζητήσεις μαζί του, δεν θα απογοητευθείς».
- – Η κόρη σου σπούδασε δημοσιογραφία. Τι θα τη συμβούλευες ως αυριανή μου συνάδελφο;
«Είμαι πάντα δίπλα της, αλλά δεν θέλω να επιλύω τις αγωνίες της – προτιμώ να βρίσκει μόνη της την άκρη. Θα της έλεγα να γίνει δημοσιογράφος μόνο αν έβρισκε τον τρόπο να εκφράζεται χωρίς καθοδήγηση. Αλλιώς τι νόημα θα είχε;»
- – Σε πρόσφατη συνέντευξη είπες ότι ο Ελληνας σήμερα βιώνει μια «χαμογελαστή κατάθλιψη». Εσύ, μες στη δίνη της δημοσιότητας, προλαβαίνεις να συνειδητοποιήσεις τι βιώνεις;
«Εγώ προλαβαίνω να με δω μόνο όταν περνώ μπροστά από κανέναν καθρέφτη. Μόνο το καλοκαίρι με είδα. Πρώτη φορά μετά από χρόνια, έμεινα έναν ολόκληρο μήνα ακίνητος, μακριά από το κινητό. Φαντάζομαι ότι έτσι θα ήταν ο Βούδας σε πρώτη φάση. Και θέλω να ξαναθυμηθώ αυτή την ακινησία. Είναι τέτοιες οι ταχύτητες, που, αν δεν είχα να μιλάω και με το παιδί μου κάθε βράδυ, δεν ξέρω πότε και πώς θα ηρεμούσα».
- – Σου έχει πει κάτι που σε προβλημάτισε πολύ;
«Τα χειρότερα μου τα λέει πάντα γρήγορα, κοφτά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Στο κεφάλι! Κι εκεί καταλαβαίνεις την αγάπη. Στην ευθεία».
«Δεν μου τα λέει για να σου τα πω».
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 – 07/12/2008