Την ίδια στιγμή που… έντερα και νεφρά δίνουν κάθε βράδυ στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» έναν ανένδοτο αγώνα επιβίωσης δημιουργώντας ουρές θεατών μπροστά στο ταμείο, οι «Εχθροί εξ αίματος» διεθνοποιούνται! Το πρώτο θεατρικό έργο του Αρκά, μέσα σ’ ένα χρόνο ανέβηκε στην Αθήνα, στην Κύπρο, αλλά και στη Φλωρεντία!
Δύο Ιταλοί και ο Ελληνας Δ. Μηλόπουλος που ζει χρόνια στην Ιταλία, υποδύονται τα ανθρώπινα όργανα στη μαύρη κωμωδία του Αρκά. Στη σκηνή και με φόντο τη Φλωρεντία.
|
Πήγαμε στην πόλη όπου η αναγέννηση ζει και βασιλεύει, και παρακολουθήσαμε την παράσταση στο καλαίσθητο «Teatro Della Limonaia» σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα (κι εδώ αξιοποιούνται τα σκαλάκια), ανάμεσα σε θεατές διαφορετικών ηλικιών που απολάμβαναν γελώντας το ιδιαίτερο θέμα του έργου και το μοναδικό χιούμορ του Αρκά που φαίνεται, τελικά, ότι είναι διεθνές.
Το «Τεάτρο Ντέλα Λιμονάια» βρίσκεται στο Σέστο Φιορεντίνο, έξι χιλιόμετρα από το ιστορικό κέντρο της Φλωρεντίας και στεγάζεται μέσα σε μια σέρα… Σ’ ένα χώρο που πριν από χρόνια αποτελούσε το θερμοκήπιο λεμονόδενδρων ενός ιστορικού φλωρεντινού παλάτσου.
Αλλά πώς βρέθηκε ο Αρκάς στη Φλωρεντία;
Είναι το πρώτο λοξό έργο σ’ έναν κύκλο ρεπερτορίου, το «Folia», αφιερωμένο στην τρέλα. Ο Δημήτρης Μηλόπουλος σπούδασε σκηνογραφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών τής ιστορικής ιταλικής πόλης. Από τότε είναι μόνιμος κάτοικός της -πάνω από 25 χρόνια-, καλλιτεχνικός διευθυντής του συγκεκριμένου θεάτρου και λάτρης των σκίτσων του Αρκά. Εχοντας ρίξει μαύρη πέτρα πίσω -δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα για λόγους… αρχής- αισθάνεται την Ιταλία πατρίδα του. Οι φίλοι, όμως, που τον επισκέπτονταν κάθε χρόνο, του χάριζαν από μία σειρά κόμικς του Αρκά. Μέχρι που, πέρσι, του έφεραν κι ένα θεατρικό έργο.
«Το διάβασα και τρελάθηκα» εξηγεί ο ίδιος. «Το μετέφρασα στα ιταλικά κι αποφασίσαμε να το ανεβάσουμε. Εγραψα στον Αρκά, του εξήγησα ποιοι είμαστε και τι επιθυμούμε. Ενιωσα σαν να πετάω ένα μπουκάλι στη θάλασσα… Ομως επικοινώνησε μαζί μου λέγοντας ότι δεν έχει πρόβλημα, μάλιστα σ’ αυτή την πρώτη φάση το παραχώρησε χωρίς να ζητήσει δικαιώματα. Το έργο αποτελεί ένα καινούριο είδος. Ποτέ πριν δεν γράφτηκε κάτι παρόμοιο».
Ο «Εχθροί εξ αίματος» ανέβηκαν ύστερα από πρόβες που διήρκεσαν λιγότερο από μήνα! Το έργο παίζεται σ’ ένα διάδρομο στο χρώμα του αίματος, όπου τα τρία ανθρώπινα όργανα κινούνται, λογομαχούν, τρομάζουν.
Τα έντερα έχουν λευκά πρόσωπα, άσπρες φόρμες και άσπρες γαλότσες. Νευρικό κι ανήσυχο το λεπτό (Δημήτρης Μηλόπουλος), φουσκωμένο, ευσυγκίνητο, αφελές το παχύ (Μικέλε Πανέλα). Το νεφρό (Φραντσέσκο Ακουαρόλι), κατακόκκινο από τις υπόγειες, ιντριγκαδόρικες διαδρομές του μέσα στις αρτηρίες, φορά κοστουμάκι και παπιγιόν αφού είναι το πολιτικό τέρας του οργανισμού, ο ευέλικτος τύπος που με πειστικά ψέματα μπορεί να μεταστρέψει τη γνώμη και του πιο καχύποπτου ψηφοφόρου.
«Με κυνηγάει η μανία του σκηνογράφου», εξηγεί ο Δ. Μηλόπουλος, ο οποίος επιμελήθηκε και το σκηνικό. «Διαβάζω πολλά θεατρικά κι όταν κάποιο μ’ αρέσει κάθεται στο μυαλό μου η όψη της παράστασής του. Δεν άλλαξα τίποτα απολύτως στο έργο, ήθελα να σχεδιαστεί στη σκηνή αυτή η πικρή κωμωδία με όλες τις πιθανές αλληγορίες της».
Η παράσταση δίνει έμφαση περισσότερο στο κείμενο παρά στη σκηνοθεσία. Η μελωδική, «σωματική» ιταλική γλώσσα ταιριάζει στο λόγο του Αρκά. Ο Δημήτρης Μηλόπουλος, ο οποίος έχει κι ο ίδιος μαύρο χιούμορ, απέφυγε όχι μόνο να δει την ελληνική παράσταση, αλλά ακόμα και την αφίσα της, γιατί δεν ήθελε να επηρεαστεί. Στη συνέντευξη τύπου στα ιταλικά ΜΜΕ, εξήγησε ποιος είναι ο Αρκάς τονίζοντας ότι πρόκειται για έναν αντιστάρ που δεν προβάλλεται ποτέ ο ίδιος. Προμηθεύτηκε, μάλιστα, τα κόμικς του από την εκδοτική εταιρεία που τα έχει μεταφράσει στα ιταλικά και πωλούνται στο φουαγέ του θεάτρου.
Ο Δημ. Μηλόπουλος είναι άνθρωπος-ορχήστρα: καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου, σκηνογράφος, ηθοποιός, σκηνοθέτης ενίοτε, έχει επίσης στους ώμους του την ευθύνη της οργανωτικής και εκδοτικής δουλειάς με βοηθούς τους Μικέλε Πανέλα και Λάουρα Ματακιόνι. Οι δραστηριότητες του θεάτρου δεν εξαντλούνται στο εναλλασσόμενο ρεπερτόριο της σεζόν, σε δικές του παραγωγές ή μετακλήσεις θιάσων. Το μεγάλο ατού είναι το Φεστιβάλ Intercity που γίνεται κάθε χρόνο από τέλος Σεπτεμβρίου μέχρι αρχές Οκτωβρίου και αφορά την καλλιτεχνική σύνδεση της Φλωρεντίας με μια άλλη πόλη του κόσμου.
Η ιδέα για το φεστιβάλ ξεκίνησε 22 χρόνια πριν, όταν μια ομάδα νέων καλλιτεχνών ζήτησε από το δήμο την παραχώρηση του κήπου της εγκαταλειμμένης βίλας με τις λεμονιές για να οργανώσει ένα μικρό φεστιβάλ. Τον επόμενο χρόνο η ομάδα επανήλθε με πιο προωθημένα σχέδια. Το θερμοκήπιο μεταβλήθηκε σ’ ένα ωραίο θεατρικό χώρο, το «Τεάτρο Ντέλα Λιμονάια» και το πρώτο Intercity «Νέα Υόρκη-Φλωρεντία» πραγματοποιήθηκε το 1988 με επιτυχία. Από τότε συνεχίζει φιλοξενώντας πόλεις με ιδιαίτερο και κυρίως άγνωστο για τη Φλωρεντία ενδιαφέρον. Ακολουθεί δε τη λογική του γρήγορου τρένου, του intercity, που συνδέει, προλαβαίνει τις μεταγγίσεις καινούριων ιδεών, ρευμάτων, σχολών. Ετσι πρωτοήρθαν στο «Τεάτρο Ντέλα Λιμονάια» η Σάρα Κέιν και ο Ρέινβενχιλ από το Λονδίνο, η Μόσχα επί περεστρόικα, η Βουδαπέστη, η Στοκχόλμη, το Παρίσι, το Βερολίνο, το Σάο Πάολο, το Εδιμβούργο, το Αμστερνταμ, η Αθήνα δύο φορές, ενώ τώρα ετοιμάζεται το Οσλο. Φιλοξενούμενοι με έργα και παραστάσεις τους βρέθηκαν στο φεστιβάλ οι Θόδωρος Τερζόπουλος, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Γιάννης Μαυριτσάκης, Δημήτρης Δημητριάδης.
Μέλη της αρχικής ομάδας καλλιτεχνών που δημιούργησαν το θέατρο ήταν ο νεαρός τότε Δημ. Μηλόπουλος και η σύζυγός του Μπάρμπαρα Νατίβι, η οποία πέθανε πριν από τριάμισι χρόνια. Τώρα ο άντρας της συνεχίζει το όραμά της, όχι χωρίς δυσκολίες, όπως εξομολογείται: «Η Μπάρμπαρα ήταν συγγραφέας και σκηνοθέτης. Ξεκινήσαμε αυτή την ιστορία και ζήσαμε μαζί στη ζωή και στο θέατρο 19 χρόνια. Πέρασα δύσκολες στιγμές, αλλά προχωράω. Ψάχνουμε τα ιδιαίτερα, άγνωστα καλλιτεχνικά της στίγματα, αυτά που θα δώσουν το προφίλ στο φεστιβάλ».
- Η Ελλάδα δεν τον πληγώνει
Ο 43χρονος Δημ. Μηλόπουλος ήρθε στη Φλωρεντία το 1984 κι από τότε δεν ξανάφυγε. Η απειλή «στρατός» απαγόρευε στην αρχή ταξίδια στην Ελλάδα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Σπάνια συναντάς Ελληνα που ζει στο εξωτερικό κι όχι μόνο δεν νοσταλγεί την πατρίδα, έστω και λίγο, αλλά επιπλέον τον αφήνει παγερά αδιάφορο…
«Οταν τακτοποιήθηκε το στρατολογικό ζήτημα, επισκέφθηκα την Ελλάδα κι ομολογώ ότι δεν απέφυγα ένα δάκρυ όταν το αεροπλάνο πετούσε πάνω από τον Θερμαϊκό. Αν υπολογίσεις ότι έφυγα στα 18 και τώρα είμαι 43, έχω ζήσει το περισσότερο της ενήλικης ζωής μου στην Ιταλία. Σκέφτομαι και ονειρεύομαι στα ιταλικά. Η 19χρονη κόρη μου δεν μιλάει καν ελληνικά. Δεν επιθυμώ την Ελλάδα γιατί είναι μια σκληρή χώρα. Οταν έφυγα την άφησα να κοιμάται αμέριμνη πάνω στα μάρμαρά της, παραδομένη στη στείρα προγονολατρία. Τώρα δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα. Πάντως όταν ήμουν έφηβος στη Θεσσαλονίκη δεν ένιωθα άνετα. Θυμάμαι ότι η παγκόσμια Ιστορία της Τέχνης εξαντλούνταν σε μία μόνο σελίδα του σχολικού βιβλίου… Επειτα υπήρχε η θητεία. Εφυγα με μίσος από την Ελλάδα. Και πολύ αργότερα, όταν διάβασα το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δ. Δημητριάδη, σκέφτηκα ότι το έργο αφορά την Ελλάδα».
Οσο κι αν του λέμε ότι η Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 δεν έχει σχέση με τη σημερινή, ο Δημ. Μηλόπουλος δεν πολυσυγκινείται: «Σίγουρα είναι μια χώρα που παράγει πολιτισμό αν σκεφτείς προσωπικότητες σαν τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και πολλούς άλλους. Ομολογώ, όμως, ότι έχω ακόμα άρνηση… Αυτά που στην Ελλάδα αποτελούν καθημερινότητα, εδώ δεν υφίστανται ούτε ως ιδέα. Πάντως είμαι περίεργος να την ανακαλύψω ξανά».