Daily Archives: 14 Φεβρουαρίου, 2009

Εναλλακτικές φωνές- Κωφεύουσα πολιτεία

ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΑΤΣΟΥΛΗ*

Η αρχή έγινε από τη μυθική πλέον «Κατσαρίδα» των Β. Μαυρογεωργίου – Κ. Γάκη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και, ταυτόχρονα, από την εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενη «Golfω» της Ομάδας «Χώρος» του Σίμου Κακάλα. Νεότατοι δημιουργοί καθιερώνονται με νέες παραστασιακές προτάσεις πρώτα στη συνείδηση του συρρέοντος νεανικού κοινού και, καθυστερημένα, αν όχι «πατερναλιστικά», από δημοσιογράφους και κριτικούς.

Αισθάνεται κανείς ότι το έναυσμα δόθηκε. Το νεανικό κοινό ανακαλύπτει το δικό του θέατρο και συνεχίζει να το αναζητά σε νέες ομάδες που, με διαφορετικές προσεγγίσεις, δοκιμάζονται σε ποικίλα είδη. Ενα εναλλακτικό θέατρο, κινούμενο παράπλευρα προς τα καθιερωμένα, ακόμα και πρωτοποριακά θεατρικά σχήματα, με διαφορετική αισθητική και βασικά εφόδια τη ζωντάνια, τον αυτοσχεδιασμό, την πενιχρότητα των σκηνικών μέσων, την αμεσότητα με το κοινό το οποίο καθιστά συνένοχο, την έμπνευση από άλλες μορφές τέχνης που αγγίζουν το λαϊκό θέαμα. Και συχνά, την ανάδειξη υποκριτικών μέσων που επικεντρώνονται στις εκφραστικές δυνατότητες του σώματος.

Η ομάδα «Ex Animo» με τον καλοδουλεμένο «Νοσφεράτους Διδόντικους» που παίζεται τρίτη χρονιά, παράσταση εμπνευσμένη από τον κινηματογραφικό εξπρεσιονισμό του Murnau και το έργο του Στόουκερ, η ομάδα «Splish-Splash» που σκηνοθετεί ο Γιάννης Ο. με την εντυπωσιακή φετινή δημιουργία της «ScarMface», εμπνευσμένη από την κινηματογραφική ταινία του Χάουαρντ Χοκς «Ο Σημαδεμένος» (1932), υιοθετώντας την παντομίμα και τις αρχές του βωβού κινηματογράφου, η ομάδα «Sforaris» με σκηνοθέτη τον Γιάννη Καλαβριανό που επανέρχεται φέτος, μετά το επεισοδιακό «Εγώ είμαι το θείον βρέφος», με τις «Praktorisses», παράσταση που διακωμωδεί τις σχετικές κατασκοπικές ταινίες με κωμικά γκαγκ αλλά και μουσικοχορευτικές σκηνές, καταδηλώνουν τα κινηματογραφικά τους διακείμενα, επεξεργασμένα δημιουργικά και ενθουσιάζουν τις απόλυτης πληρότητας πλατείες τους.

Σε σχετικό με την τελευταία ομάδα μήκος κύματος κινούνται και οι «Ab Ovo» με φετινή παραγωγή τους το «Μαμά Ελλάδα», μια σάτιρα του νεοέλληνα, με επιμέρους επιθεωρησιακού ύφους σκετς, χορό και τραγούδι και άμεση επικοινωνία με το νεανικό τους κοινό που τους ακολουθεί φανατικά.

Με περισσότερο σοφιστικέ διάθεση, αισθητικές απαιτήσεις και ιδιάζον ύφος, η πρωτεμφανιζόμενη ομάδα «Κούλα η Πλανιδού» με το «αυτοσχεδιαστικό» έργο «Κορσεδία» και ψαγμένη κινησιολογία διεκδικεί τη δική της θέση μεταξύ των νεανικών προτάσεων.

Το δικό της ύφος έχει ήδη κατακτήσει η ομάδα «Mag», με βασικό συντελεστή τον Κώστα Κουτσολέλο με το περσινό «Less» αλλά και το φετινό «Desire»: ο θρίαμβος του αποστασιοποιημένου παιξίματος-περφόρμανς.

Στα όρια περφόρμανς και «devised theatre» κινούνται τόσο η ομάδα «Nova Melancholia» με σκηνοθέτη τον Βασίλη Νούλα και το περσινό σκηνικά ψαγμένο «Αηδίασμα» σε κείμενα Ν. Γ. Πεντζίκη, όσο και η ομάδα «Per-Theater-Formance», με σκηνοθέτη τον Δημ. Τσιάμη και το επίσης περσινό «Στους dada θα άρεσε μια νύχτα σαν κι αυτή».

Νέο δυναμικό ανθρώπων που προέρχονται από θεατρολογικές σπουδές, δραματικές σχολές ή και τα δύο. Που προτείνουν το εναλλακτικό δικό τους θέατρο με πολλαπλό κόστος: οικονομικό και ψυχολογικό. Που πληρώνουν αδρά τις μικρές συνήθως αίθουσες που ενοικιάζουν και που παρά την επιτυχία τους δεν επέρχεται απόσβεση εξόδων. Τα οποία καλύπτονται από τις παράλληλες δουλειές των συντελεστών.

Η τακτική επιχορηγήσεων που βάζει τις ομάδες αυτές σε ισότιμη κρίση με καθιερωμένους θιάσους είναι αδιέξοδη. Ουσιαστική θεσμική παρέμβαση από ΥΠΠΟ ή ΕΚΕΘΕΧ θα αποτελούσε η συζητημένη αλλά ακόμα ανενεργή δημιουργία ενός θεατρικού χώρου, πλήρως εξοπλισμένου, όπου θα φιλοξενούνται νεανικές ομάδες προεπιλεγμένες κάθε χρόνο από επιτροπή: όχι την συνήθη αλλά αποτελούμενη από ανθρώπους που έχουν επαφή με τους νεανικούς χώρους, τις δημιουργίες, τις ανησυχίες τους. Επιτροπή ίσως φιλικά συμβουλευτική προς τις ομάδες αυτές.

Αυτό θα ήταν ελάχιστη ειλικρινής φροντίδα μη κωφεύουσας στις δημιουργικές φωνές των νέων Πολιτείας.

* Ο Δ. Τσατσούλης είναι κριτικός θεάτρου, επίκ. καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 – 15/02/2009

Μετανάστευση νεφρού – οι «Εχθροί εξ αίματος» στο «Teatro Della Limonaia»

Την ίδια στιγμή που… έντερα και νεφρά δίνουν κάθε βράδυ στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» έναν ανένδοτο αγώνα επιβίωσης δημιουργώντας ουρές θεατών μπροστά στο ταμείο, οι «Εχθροί εξ αίματος» διεθνοποιούνται! Το πρώτο θεατρικό έργο του Αρκά, μέσα σ’ ένα χρόνο ανέβηκε στην Αθήνα, στην Κύπρο, αλλά και στη Φλωρεντία!

Δύο Ιταλοί και ο Ελληνας Δ. Μηλόπουλος που ζει χρόνια στην Ιταλία, υποδύονται τα ανθρώπινα όργανα στη μαύρη κωμωδία του Αρκά. Στη σκηνή και με φόντο τη Φλωρεντία.

Πήγαμε στην πόλη όπου η αναγέννηση ζει και βασιλεύει, και παρακολουθήσαμε την παράσταση στο καλαίσθητο «Teatro Della Limonaia» σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα (κι εδώ αξιοποιούνται τα σκαλάκια), ανάμεσα σε θεατές διαφορετικών ηλικιών που απολάμβαναν γελώντας το ιδιαίτερο θέμα του έργου και το μοναδικό χιούμορ του Αρκά που φαίνεται, τελικά, ότι είναι διεθνές.

Το «Τεάτρο Ντέλα Λιμονάια» βρίσκεται στο Σέστο Φιορεντίνο, έξι χιλιόμετρα από το ιστορικό κέντρο της Φλωρεντίας και στεγάζεται μέσα σε μια σέρα… Σ’ ένα χώρο που πριν από χρόνια αποτελούσε το θερμοκήπιο λεμονόδενδρων ενός ιστορικού φλωρεντινού παλάτσου.

Αλλά πώς βρέθηκε ο Αρκάς στη Φλωρεντία;

Είναι το πρώτο λοξό έργο σ’ έναν κύκλο ρεπερτορίου, το «Folia», αφιερωμένο στην τρέλα. Ο Δημήτρης Μηλόπουλος σπούδασε σκηνογραφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών τής ιστορικής ιταλικής πόλης. Από τότε είναι μόνιμος κάτοικός της -πάνω από 25 χρόνια-, καλλιτεχνικός διευθυντής του συγκεκριμένου θεάτρου και λάτρης των σκίτσων του Αρκά. Εχοντας ρίξει μαύρη πέτρα πίσω -δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα για λόγους… αρχής- αισθάνεται την Ιταλία πατρίδα του. Οι φίλοι, όμως, που τον επισκέπτονταν κάθε χρόνο, του χάριζαν από μία σειρά κόμικς του Αρκά. Μέχρι που, πέρσι, του έφεραν κι ένα θεατρικό έργο.

  • Ενας άνθρωπος-ορχήστρα

«Το διάβασα και τρελάθηκα» εξηγεί ο ίδιος. «Το μετέφρασα στα ιταλικά κι αποφασίσαμε να το ανεβάσουμε. Εγραψα στον Αρκά, του εξήγησα ποιοι είμαστε και τι επιθυμούμε. Ενιωσα σαν να πετάω ένα μπουκάλι στη θάλασσα… Ομως επικοινώνησε μαζί μου λέγοντας ότι δεν έχει πρόβλημα, μάλιστα σ’ αυτή την πρώτη φάση το παραχώρησε χωρίς να ζητήσει δικαιώματα. Το έργο αποτελεί ένα καινούριο είδος. Ποτέ πριν δεν γράφτηκε κάτι παρόμοιο».

Ο «Εχθροί εξ αίματος» ανέβηκαν ύστερα από πρόβες που διήρκεσαν λιγότερο από μήνα! Το έργο παίζεται σ’ ένα διάδρομο στο χρώμα του αίματος, όπου τα τρία ανθρώπινα όργανα κινούνται, λογομαχούν, τρομάζουν.

Τα έντερα έχουν λευκά πρόσωπα, άσπρες φόρμες και άσπρες γαλότσες. Νευρικό κι ανήσυχο το λεπτό (Δημήτρης Μηλόπουλος), φουσκωμένο, ευσυγκίνητο, αφελές το παχύ (Μικέλε Πανέλα). Το νεφρό (Φραντσέσκο Ακουαρόλι), κατακόκκινο από τις υπόγειες, ιντριγκαδόρικες διαδρομές του μέσα στις αρτηρίες, φορά κοστουμάκι και παπιγιόν αφού είναι το πολιτικό τέρας του οργανισμού, ο ευέλικτος τύπος που με πειστικά ψέματα μπορεί να μεταστρέψει τη γνώμη και του πιο καχύποπτου ψηφοφόρου.

«Με κυνηγάει η μανία του σκηνογράφου», εξηγεί ο Δ. Μηλόπουλος, ο οποίος επιμελήθηκε και το σκηνικό. «Διαβάζω πολλά θεατρικά κι όταν κάποιο μ’ αρέσει κάθεται στο μυαλό μου η όψη της παράστασής του. Δεν άλλαξα τίποτα απολύτως στο έργο, ήθελα να σχεδιαστεί στη σκηνή αυτή η πικρή κωμωδία με όλες τις πιθανές αλληγορίες της».

Η παράσταση δίνει έμφαση περισσότερο στο κείμενο παρά στη σκηνοθεσία. Η μελωδική, «σωματική» ιταλική γλώσσα ταιριάζει στο λόγο του Αρκά. Ο Δημήτρης Μηλόπουλος, ο οποίος έχει κι ο ίδιος μαύρο χιούμορ, απέφυγε όχι μόνο να δει την ελληνική παράσταση, αλλά ακόμα και την αφίσα της, γιατί δεν ήθελε να επηρεαστεί. Στη συνέντευξη τύπου στα ιταλικά ΜΜΕ, εξήγησε ποιος είναι ο Αρκάς τονίζοντας ότι πρόκειται για έναν αντιστάρ που δεν προβάλλεται ποτέ ο ίδιος. Προμηθεύτηκε, μάλιστα, τα κόμικς του από την εκδοτική εταιρεία που τα έχει μεταφράσει στα ιταλικά και πωλούνται στο φουαγέ του θεάτρου.

Ο Δημ. Μηλόπουλος είναι άνθρωπος-ορχήστρα: καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου, σκηνογράφος, ηθοποιός, σκηνοθέτης ενίοτε, έχει επίσης στους ώμους του την ευθύνη της οργανωτικής και εκδοτικής δουλειάς με βοηθούς τους Μικέλε Πανέλα και Λάουρα Ματακιόνι. Οι δραστηριότητες του θεάτρου δεν εξαντλούνται στο εναλλασσόμενο ρεπερτόριο της σεζόν, σε δικές του παραγωγές ή μετακλήσεις θιάσων. Το μεγάλο ατού είναι το Φεστιβάλ Intercity που γίνεται κάθε χρόνο από τέλος Σεπτεμβρίου μέχρι αρχές Οκτωβρίου και αφορά την καλλιτεχνική σύνδεση της Φλωρεντίας με μια άλλη πόλη του κόσμου.

Η ιδέα για το φεστιβάλ ξεκίνησε 22 χρόνια πριν, όταν μια ομάδα νέων καλλιτεχνών ζήτησε από το δήμο την παραχώρηση του κήπου της εγκαταλειμμένης βίλας με τις λεμονιές για να οργανώσει ένα μικρό φεστιβάλ. Τον επόμενο χρόνο η ομάδα επανήλθε με πιο προωθημένα σχέδια. Το θερμοκήπιο μεταβλήθηκε σ’ ένα ωραίο θεατρικό χώρο, το «Τεάτρο Ντέλα Λιμονάια» και το πρώτο Intercity «Νέα Υόρκη-Φλωρεντία» πραγματοποιήθηκε το 1988 με επιτυχία. Από τότε συνεχίζει φιλοξενώντας πόλεις με ιδιαίτερο και κυρίως άγνωστο για τη Φλωρεντία ενδιαφέρον. Ακολουθεί δε τη λογική του γρήγορου τρένου, του intercity, που συνδέει, προλαβαίνει τις μεταγγίσεις καινούριων ιδεών, ρευμάτων, σχολών. Ετσι πρωτοήρθαν στο «Τεάτρο Ντέλα Λιμονάια» η Σάρα Κέιν και ο Ρέινβενχιλ από το Λονδίνο, η Μόσχα επί περεστρόικα, η Βουδαπέστη, η Στοκχόλμη, το Παρίσι, το Βερολίνο, το Σάο Πάολο, το Εδιμβούργο, το Αμστερνταμ, η Αθήνα δύο φορές, ενώ τώρα ετοιμάζεται το Οσλο. Φιλοξενούμενοι με έργα και παραστάσεις τους βρέθηκαν στο φεστιβάλ οι Θόδωρος Τερζόπουλος, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Γιάννης Μαυριτσάκης, Δημήτρης Δημητριάδης.

Μέλη της αρχικής ομάδας καλλιτεχνών που δημιούργησαν το θέατρο ήταν ο νεαρός τότε Δημ. Μηλόπουλος και η σύζυγός του Μπάρμπαρα Νατίβι, η οποία πέθανε πριν από τριάμισι χρόνια. Τώρα ο άντρας της συνεχίζει το όραμά της, όχι χωρίς δυσκολίες, όπως εξομολογείται: «Η Μπάρμπαρα ήταν συγγραφέας και σκηνοθέτης. Ξεκινήσαμε αυτή την ιστορία και ζήσαμε μαζί στη ζωή και στο θέατρο 19 χρόνια. Πέρασα δύσκολες στιγμές, αλλά προχωράω. Ψάχνουμε τα ιδιαίτερα, άγνωστα καλλιτεχνικά της στίγματα, αυτά που θα δώσουν το προφίλ στο φεστιβάλ».

  • Η Ελλάδα δεν τον πληγώνει

Ο 43χρονος Δημ. Μηλόπουλος ήρθε στη Φλωρεντία το 1984 κι από τότε δεν ξανάφυγε. Η απειλή «στρατός» απαγόρευε στην αρχή ταξίδια στην Ελλάδα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Σπάνια συναντάς Ελληνα που ζει στο εξωτερικό κι όχι μόνο δεν νοσταλγεί την πατρίδα, έστω και λίγο, αλλά επιπλέον τον αφήνει παγερά αδιάφορο…

«Οταν τακτοποιήθηκε το στρατολογικό ζήτημα, επισκέφθηκα την Ελλάδα κι ομολογώ ότι δεν απέφυγα ένα δάκρυ όταν το αεροπλάνο πετούσε πάνω από τον Θερμαϊκό. Αν υπολογίσεις ότι έφυγα στα 18 και τώρα είμαι 43, έχω ζήσει το περισσότερο της ενήλικης ζωής μου στην Ιταλία. Σκέφτομαι και ονειρεύομαι στα ιταλικά. Η 19χρονη κόρη μου δεν μιλάει καν ελληνικά. Δεν επιθυμώ την Ελλάδα γιατί είναι μια σκληρή χώρα. Οταν έφυγα την άφησα να κοιμάται αμέριμνη πάνω στα μάρμαρά της, παραδομένη στη στείρα προγονολατρία. Τώρα δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα. Πάντως όταν ήμουν έφηβος στη Θεσσαλονίκη δεν ένιωθα άνετα. Θυμάμαι ότι η παγκόσμια Ιστορία της Τέχνης εξαντλούνταν σε μία μόνο σελίδα του σχολικού βιβλίου… Επειτα υπήρχε η θητεία. Εφυγα με μίσος από την Ελλάδα. Και πολύ αργότερα, όταν διάβασα το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δ. Δημητριάδη, σκέφτηκα ότι το έργο αφορά την Ελλάδα».

Οσο κι αν του λέμε ότι η Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 δεν έχει σχέση με τη σημερινή, ο Δημ. Μηλόπουλος δεν πολυσυγκινείται: «Σίγουρα είναι μια χώρα που παράγει πολιτισμό αν σκεφτείς προσωπικότητες σαν τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και πολλούς άλλους. Ομολογώ, όμως, ότι έχω ακόμα άρνηση… Αυτά που στην Ελλάδα αποτελούν καθημερινότητα, εδώ δεν υφίστανται ούτε ως ιδέα. Πάντως είμαι περίεργος να την ανακαλύψω ξανά».

  • Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΓΥΠΙΑ / 7 – 15/02/2009

Από τη φυλακή στον Στρίντμπεργκ [«Οι δανειστές» και στο θέατρο «Μεταξουργείο»]

Εχει περάσει καιρός από το «Πέναλτι», ένα από τα πιο πετυχημένα ελληνικά θεατρικά έργα των τελευταίων χρόνων. Στο διάστημα αυτό, ο δημιουργός του Γιώργος Παλούμπης σκηνοθέτησε κι άλλα έργα σύγχρονου, σκληρού ρεαλισμού, γραφή που έχει αποδείξει ότι ξέρει να χειρίζεται καλά. Φέτος, πρώτη φορά, ισορροπεί ανάμεσα σε δυο είδη: στο θέατρο «Επί Κολωνώ» σκηνοθετεί το κλασικό έργο του Αυγ. Στρίντμπεργκ «Οι δανειστές» και στο θέατρο «Μεταξουργείο», στη σειρά «Βιογραφίες» που ενέταξε στο ρεπερτόριο ο Στάθης Λιβαθινός, ένα έργο σημερινό, το «Νο 44», που βασίζεται στην πραγματική ζωή ενός φυλακισμένου και κάνει πρεμιέρα στα μέσα Φεβρουαρίου.

* Στο θέατρο «Μεταξουργείο» ο Γ. Παλούμπης συνέθεσε τη βιογραφία ενός φυλακισμένου, τον οποίο υποδύεται ο Γιάννης Λεκάκος. Το «Νο 44», ο αριθμός του κελιού του, αντλεί στοιχεία από την προσωπικότητα και την πραγματική ιστορία ενός 30χρονου που βρίσκεται στις φυλακές Κορυδαλλού για κατοχή και εμπορία ναρκωτικών. Είχε καταδικαστεί σε 15 χρόνια φυλάκισης που στο Εφετείο έγιναν 12. Κάπως έτσι αρχίζει η ζωή του ήρωα μέσα στη φυλακή αλλά και στην παράσταση: «Το πράγμα έχει ως εξής: στην αρχή φοβάσαι, μετά μαθαίνεις, μετά συνηθίζεις, μετά βαριέσαι, μετά σαπίζεις. Είναι λίγο όπως στη ζωή. Μόνο που στη ζωή σαπίζεις όταν πεθαίνεις. Στη φυλακή είσαι ζωντανός-σαπισμένος και συνεχίζεις»…

Το έργο δημιουργήθηκε από το θίασο μέσα από μελέτη και αυτοσχεδιασμούς. Μια παράσταση ανάμεσα στο φιξιόν και το ντοκιμαντέρ που παρακολουθεί τον ήρωα την ημέρα της αποφυλάκισής του (αν και ο πραγματικός εκτίει ακόμα την ποινή του). Μέσα από φλας μπακ, μονολόγους και διαλόγους, γνωρίζουμε το παρελθόν, τις σκέψεις και τα αισθήματά του, όταν συναντά την πρώην κοπέλα του (Εκάβη Ντούμα) και τον αδελφό του (Μάνος Κανναβός).

Η παράσταση δεν έχει τάσεις αγιοποίησης του ήρωα, δεν γέρνει καθόλου προς το δραματικό. Οι καταστάσεις είναι πεζές -αυτές της φυλακής πολύ κωμικές- το πολιτικοκοινωνικό σχόλιο βγαίνει ανάλαφρα, με χιούμορ. Ενας ράπερ (Παναγιώτης Στραβαλέξης) σχολιάζει σε ρυθμούς χιπ-χοπ τις σκέψεις του ήρωα.

Σκηνικό πακέτο

Πολύ ενδιαφέρον είναι το σκηνικό της Λουκίας Μινέτου: ένα κουτί-πακέτο που ανοίγουν οι ηθοποιοί και γίνεται σκηνή, «ταχυδρομείο», φυλακή, σαλονάκι, κοινωνία: «Η κοινωνία σαν πακέτο, με όλες τις έννοιες, είναι το μέγα ζήτημα για το φυλακισμένο», σχολιάζει ο Γ. Παλούμπης. «Επισήμως, είναι ο μοναδικός έξω απ’ αυτήν. «Κοινωνία», μια λέξη που εμείς χρησιμοποιούμε ανέμελα αλλά για κείνον έχει πολύ συγκεκριμένη σημασία. Οταν τον ακούω να την προφέρει, ο τρόπος είναι πολύ ξεχωριστός».

Αλλά πώς αντιμετώπισε ο πραγματικός φυλακισμένος την θεατροποίηση της ζωής του;

«Ψύχραιμα. Είναι καλό παιδί. Αλληλογραφούσαμε και συναντηθήκαμε τρεις φορές στις άδειές του. Πιστεύει ότι η ποινή του ήταν σκληρή σε σχέση με το αδίκημα – στο εξωτερικό οι νόμοι είναι επιεικέστεροι. Ψάχνεται σχετικά με την πράξη του, αλλά, όταν τον ρωτήσεις περί σωφρονισμού του, ακόμα κι αν αυτό έχει συμβεί, θα σου πει θυμωμένος ένα κάθετο «όχι». Το θέμα είναι ότι αυτός έχει οικογένεια, χρήματα να στηριχτεί όταν αποφυλακιστεί. Οι περισσότεροι όμως βγαίνουν στο τίποτα. Και με μαθηματική ακρίβεια επιστρέφουν ξανά στον Κορυδαλλό».

* Κι αν στο θέατρο «Μεταξουργείο» ο ήρωας μετράει τις μέρες της αποφυλάκισής του, στο θέατρο «Επί Κολωνώ» δυο άντρες εκτίουν μια άλλου είδους ποινή: ισόβια καταδικασμένοι από τον έρωτα για την ίδια μοιραία γυναίκα.

Το ερωτικό τρίγωνο σχηματίζεται στο απλό σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου: ένα τραπέζι, δυο πολυθρόνες, μια κρεμάστρα. Μια γυναίκα (Αθηνά Αλεξοπούλου) είναι το μήλον της Εριδος ανάμεσα σε δυο άντρες (Θάνος Αλεξίου, Αγης Εμμανουήλ), τον πρώην και τον νυν. Ο πρώτος οργανώνει ένα σατανικό σχέδιο εκδίκησης συμπαρασύροντας τον δεύτερο που τον λιώνει η αγωνία μήπως χάσει τη γυναίκα του. Κι οι τρεις ήρωες βρίσκονται συνεχώς στη σκηνή -στο έργο μόνο στην τελευταία σκηνή συναντιούνται- εγκλωβισμένοι σ’ αυτό το αιώνιο τρίγωνο. Η γυναίκα, παρούσα απ’ την αρχή με τη μορφή του αγάλματος, ως το γλυπτό αντικείμενο του πόθου τους, κάποτε ζωντανεύει. Είναι το απόλυτο θηλυκό που αλλάζει ρόλους…

Η τραυματική εμπειρία και τα πάθη του Στρίντμπεργκ από τον περιπετειώδη γάμο του διατρέχουν το έργο. Στοιχεία αυτοβιογραφικά μοιράζονται και στους δυο ήρωες μέσα από συμπεριφορές, ιδεοληψίες, αδυναμίες.

«Το δέος του κλασικού λειτούργησε σε ό,τι αφορά την πυκνότητα των νοημάτων, τη σημασία κάθε λέξης, κάθε στιγμής», λέει ο σκηνοθέτης. «Οσα γίνονται στη σκηνή είναι τόσο σημαντικά που δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Ενα κείμενο τόσο εύθραυστο που μια αδεξιότητα μπορεί να το σπάσει. Αν και γράφτηκε το 1888, είναι τόσο οικείο που μια παράσταση μπορεί ν’ αναδείξει το σημερινό ενδιαφέρον του. Αναζητούσα το άχρονο στην όψη της παράστασης που σε συνδυασμό με το διαχρονικό του έργου θα οδηγούσε με ξεκάθαρο τρόπο στην ουσία».

  • Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 – 15/02/2009

Ο Χιού Λέοναρντ – το «Ντα» ήταν ο θρίαμβός του…

Πέθανε ο Χιού Λέοναρντ. Ο γνωστός Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας Χιού Λέοναρντ πέθανε προχθές στα 82 του χρόνια μετά από πολύμηνη νοσηλεία εξαιτίας σοβαρών προβλημάτων υγείας. Δημιουργός του περίφημου «Ντα», που του χάρισε τη διεθνή αναγνώριση μετά το θρίαμβο που γνώρισε όταν παρουσιάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στο Μπρόντγουέι, ο Χιου Λέοναρντ ξεκίνησε τη συγγραφική του διαδρομή στη δεκαετία του ’50, αλλάζοντας μάλιστα το πραγματικό του όνομα το οποίο ήταν Τζον Κέις Μπερν για να μη γίνει αντιληπτός από τους εργοδότες του στη συντηρητική καθολική Ιρλανδία της εποχής. Παραιτήθηκε από τη δουλειά του το 1957, ένα χρόνο μετά το θρίαμβο που γνώρισε το έργο του «Πάρτι Γενεθλίων» στο Abbey Theatre για να ξεκινήσει μια διαδρομή που σε λίγα μόλις χρόνια, μέσα στη δεκαετία του ’60, τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς. Σταθμός στην πορεία του υπήρξε το βραβευμένο με Tony Award έργο του «Ντα», το οποίο πρωτογνωρίσαμε στην Ελλάδα από τη συγκλονιστική ερμηνεία και κύκνειο άσμα του Μάνου Κατράκη, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Έργο λεπτών αποχρώσεων, το αυτοβιογραφικό  «Ντα» δίνει την ευκαιρία στον Λέοναρντ να ανατέμψει με μαεστρία τους ήρωές του τοποθετημένους στο κάδρο της εξαθλιωμένης οικονομικά μεταπολεμικής Ιρλανδίας. Έγραψε δεκάδες έργα, δεκαέξι από τα οποία ειδικά για το Θεατρικό Φεστιβάλ του Δουβλίνου, το οποίο «υπηρέτησε» και από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, από το 1978 ώς το 1980. Τα τελευταία χρόνια είχε αφιερωθεί στην εβδομαδιαία στήλη του στην εφημερίδα Sunday Independent, την οποία υπέγραφε ως Curmudgeon (Παλιόγερος).  [Η Αυγή, Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009]

Ο θρίαμβός του ήταν το «Ντα». Νικημένος από τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν το τελευταίο διάστημα, ο Χιου Λέοναρντ έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη, σε ηλικία 82 ετών, έπειτα από πολύμηνη νοσηλεία. Βραβευμένος με Τόνι για το «Ντα», τη μεγαλύτερη θεατρική επιτυχία της καριέρας του, ο Λέοναρντ, Ιρλανδός στην καταγωγή, ανήκε στους πρωτοπόρους της βρετανικής θεατρικής σκηνής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζος Κέις Μπερν. Ο ίδιος υιοθέτησε το Χιου Λέοναρντ, ώστε να μη γίνει αντιληπτός από τους εργοδότες του, στη συντηρητική καθολική Ιρλανδία της δεκαετίας του 50. Το 1957 παραιτήθηκε από τη δουλειά του, έναν χρόνο μετά το θρίαμβο του «Πάρτι γενεθλίων» στο Αμπεϊ Θίατερ. Κατά τη δεκαετία του 60, ο Λέοναρντ καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς της χώρας του. Εγραψε δεκάδες έργα, δεκαέξι από τα οποία ειδικά για το Θεατρικό Φεστιβάλ του Δουβλίνου, το οποίο υπηρέτησε και από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, από το 1978 έως το 1980. Η παγκόσμια αναγνώριση ήρθε γι αυτόν στα τέλη της δεκαετίας του 70, μετά τον θρίαμβο που σημείωσε στο Μπρόντγουεϊ το αυτοβιογραφικό «Ντα» (στιγμές από το παρελθόν πλημμυρίζουν τη μνήμη ενός 40χρονου άντρα, καθώς μετά την κηδεία του πατέρα του, τον οποίο φώναζαν χαϊδευτικά «Ντα», προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τα αντικείμενα στο πατρικό του σπίτι), ένα έργο που έχει παιχτεί πολλές φορές και στην Ελλάδα, με πρωταγωνιστές, στον ομώνυμο ρόλο, μεταξύ άλλων, τον Μάνο Κατράκη, τον Πέτρο Φυσσούν και προσφάτως, τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο. Το «Ντα» είχε μεταφερθεί και στο σινεμά το 1988 με πρωταγωνιστές τους Μπάρναρντ Χιουζ και Μάρτιν Σιν. Τα τελευταία χρόνια, ο συγγραφέας είχε αφιερωθεί στην εβδομαδιαία στήλη του στην εφημερίδα «Σάντεϊ Ιντιπέντεντ», την οποία υπέγραφε ως «Παλιόγερος». [Έθνος, 13/02/2009]


«Νο 44» στο Μεταξουργείο

«Πρώτες στιγμές στη φυλακή. Περπατάω με ένα φύλακα και ακούγεται παντού βουητό. Τι ’ν’ αυτό το βουητό; Σκέφτομαι. Τι κρύβεται πίσω απ’ αυτές τις κλειστές πόρτες; Τι να κάνουν άραγε όλοι αυτοί οι εγκληματίες εκεί μέσα κλεισμένοι; Τρελά πράγματα μέσα στο κεφάλι μου. Μετά βέβαια κατάλαβα ότι είναι ένα σωρό βαρεμένοι τύποι που βλέπουν τηλεόραση. Μεσημεριανά και τέτοια. Λαμπίρη, Κους Κους κάργα».

Το «Νο 44» είναι η δεύτερη κατά σειρά παράσταση της θεματικής ενότητας «Αγιογραφίες» που δημιούργησε ο Στάθης Λιβαθινός στο Μεταξουργείο (προηγήθηκε η «Περίπτωση Ευρυδίκη» της Κατερίνας Μάτσα σε σκηνοθεσία Oλιας Λαζαρίδου). Το κείμενο έχει επινοηθεί και δημιουργηθεί από το σκηνοθέτη Γιώργο Παλούμπη και τους ηθοποιούς της παράστασης Εκάβη Ντούμα, Γιάννη Λεάκο, Μάνο Κανναβό και Παναγιώτη Στραβαλέξη, μέσα από μελέτη και αυτοσχεδιασμούς. Το υλικό και τα γεγονότα που παρουσιάζονται βασίζονται σε πραγματικό πρόσωπο (με το οποίο ο θίασος επικοινωνούσε) που εκτίει την ποινή του σε ελληνική φυλακή, έχοντας καταδικαστεί για χρήση και εμπορία ναρκωτικών. Στόχος της παράστασης είναι να παρουσιάσει με κριτικό βλέμμα, χωρίς τάσεις αγιοποίησης, τα βιώματα του προσώπου αυτού, καθώς και τα κίνητρα των πράξεών του και να κάνει ένα ισχυρό σχόλιο για το σωφρονιστικό σύστημα, την έννοια της τιμωρίας και τη θέση του ανθρώπου μέσα στις κοινωνίες που έχει δημιουργήσει. «Μη φαντάζεστε όπως στις ταινίες το τρελό μαχαίρωμα στην τραπεζαρία, γιατί δεν υπάρχει τραπεζαρία. Ούτε κινδυνεύεις στο μπάνιο, αν σου πέσει το σαπούνι, γιατί εγώ τουλάχιστον δεν γνώρισα κανέναν με τέτοιες ορέξεις μες στο χειμώνα με το νερό στους 0 βαθμούς».

Η βιογραφία ξεδιπλώνεται με κεντρικό άξονα τη μέρα της αποφυλάκισης, όταν το πρόσωπο βρίσκεται αντιμέτωπο με το μέλλον και το παρελθόν του. «Το πράγμα έχει ως εξής: Στην αρχή φοβάσαι, μετά μαθαίνεις, μετά συνηθίζεις, μετά βαριέσαι, μετά σαπίζεις. Είναι λίγο όπως στη ζωή. Μόνο που στη ζωή σαπίζεις όταν πεθάνεις. Στη φυλακή είσαι ζωντανός-σαπισμένος και συνεχίζεις».

Το μουσικό φόντο της παράστασης είναι ζωντανή χιπ χοπ μουσική, η κατεξοχήν μουσική που καταπιάνεται με τα κοινωνικά ζητήματα, από τον dj Alex. Ι.Μπ. Μεταξουργείο Ακαδήμου 14, Μεταξουργείο, τηλ. 210-5234382. Πρεμιέρα: 16/2. [ET AGENDA, Σάββατο, 14.02.09]

Hugh Leonard, 82, Dies; Wrote Broadway’s ‘Da’

By BRUCE WEBER, The New York Times: February 12, 2009

Hugh Leonard, the prolific Irish playwright, memoirist, travel writer and dyspeptic newspaper columnist whose autobiographical play “Da” won four Tony Awards in 1978, including best play, died Thursday in Dublin. He was 82 and lived in Dalkey, the Dublin suburb where he grew up.

Associated Press

Hugh Leonard in 1978.

Wally Fong/Associated Press

Brian Murray, left, and Barnard Hughes on Broadway in “Da,” for which Hugh Leonard won the Tony Award for best play. He died of multiple ailments in a hospital after having been ill for some time, his daughter, Danielle Byrne, said. Mr. Leonard was a celebrity in Dublin, where his plays were produced at the city’s famed theaters — the Abbey, the Gate and others — beginning in 1956; where his two volumes of autobiography, “Home Before Night” and “Out After Dark,” were widely read; and where he wrote a weekly column in The Sunday Independent, Ireland’s largest Sunday newspaper.

But in the United States he is largely known for “Da,” which was first produced in 1973 at the Olney Theater Center in Maryland, a company Mr. Leonard provided with several works in the 1970s. It tells the story of a successful playwright who returns home to Ireland after the death of his father — his “da” — and finds himself revisiting all the frustrations of their relationship.

“Da” reached Broadway at the tail end of the 1977-78 season and won Tonys for best play, best director (Melvin Bernhardt), best featured actor (Lester Rawlins) and, perhaps most famously, best actor: It was a career-making performance in the title role for Barnard Hughes, who went on to star in the movie version, with Martin Sheen.

Shortly before the play opened on Broadway, Mr. Leonard said in an interview with The New York Times that it is “pretty nearly totally autobiographical.” The title character was based on his own his own adoptive da, a man named Nicholas Keys who worked as gardener for a wealthy Dublin family.

Mr. Leonard was born John Joseph Byrne in Dublin on Nov. 9, 1926, to a woman who gave him up for adoption and whom he never met again. Growing up in the Keys family in Dalkey, he assumed the name John Keyes Byrne. (Why he changed the spelling of their name is a mystery, his daughter said.) Hughie Leonard was the name of a character he created in an early play that was turned down by the Abbey, so as a ruse he submitted his next play, “The Big Birthday,” to the theater with Hugh Leonard listed as the author. The play, a comedy about a party scheduled for the oldest, and possibly the most disagreeable, man in Ireland, was accepted, and a pen name was born.

In any case, everyone knew him as Jack. An autodidact and a voracious reader, Mr. Leonard never attended college. For 14 years after finishing high school he worked as a civil service clerk while he acted in and wrote for community theaters. Of his 30 or so plays, two others reached Broadway: “The Au Pair Man,” a semi-allegorical tale about relations between England and Ireland, which starred Julie Harris as a stuffy British dowager and Charles Durning as the Irishman hired to repair her crumbling house; and “A Life,” which fleshed out a minor character from “Da,” another curmudgeon, this one named Drumm, a man who reveres grammar and punctuality but does not care for people much.

His other works included “Stephen D,” based on the early autobiographical novels of James Joyce; “The Poker Session,” a dark comedy about a man released from a mental institution who uses a poker game to conduct an inquisition of his friends; “Summer,” a study of marriage at middle age, seen at two picnics six years apart; and “The Patrick Pearse Motel,” a bedroom farce.

Mr. Leonard’s first wife, Paule, died in 2000. In addition to his daughter, who lived with him during the last years of his life, he is survived by his wife, Katharine. Mr. Leonard’s newspaper column slathered praise and spread vitriol on various and sundry politicians, restaurants, theater critics and other objects of affection and/or scorn. “He used it to thank his friends and warn his enemies,” said Joe Dowling, a longtime friend who directed many of Mr. Leonard’s plays in Dublin and who is now the artistic director of the Guthrie Theater in Minneapolis. “You didn’t know which you were until you opened the paper on Sunday. You didn’t dare cross him.” Mr. Leonard was also renowned for his adaptations of classic novels — Dickens’s “Great Expectations” and “A Tale of Two Cities” among them — for British television.

He was also passionate about travel and cats, one of whom he memorialized in a 1992 book, “Rover and Other Cats.” (“We’re down to two, but there have been many over the years,” his daughter said.) He wrote many articles — including some for The New York Times — detailing his many voyages, but the best-described place in his oeuvre was Dalkey, a place he kept leaving and kept returning to, which seemed to reinforce in him his Irishness and bring out his barbed view of the world.

“Dalkey is an anomaly, neither suburb or country town,” he wrote in The Times in 1981. “It is uniquely itself, but typical of Ireland in one respect. Much disillusionment has been wreaked by travel brochures that rhapsodize over the friendliness of the Irish, when all the visitor is likely to receive is common civility. We keep our distance.”

He went on: “The conversation in pubs, say the advertisements put out by the Tourist Board, is sparkling with epigrams. This is fiction: What you get is one monologuist waiting for another monologuist to pause for breath.”

  • A version of this article appeared in print on February 13, 2009, on page A22 of the New York edition.

«Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ» ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: «Το σύστημα όλους το ίδιο μας χρησιμοποιεί»

Ο Σ�ρβος θεατρικός  συγγραφ�ας,  σεναριογράφος και  σκηνοθ�της Ντούσαν  Κοβάτσεβιτς
Πρώην Γιουγκοσλαβία. Λίγο μετά τον θάνατο του Τίτο ο συγγραφέας Τέγια Κράιγ, πρόσφατα εκλεγμένος καθηγητής πανεπιστημίου και διευθυντής εκδοτικού οίκου, δέχεται στο γραφείο του την επίσκεψη ενός μεσόκοπου άντρα που κουβαλάει μια βαλίτσα. Είναι ο Λούκα Λάμπαν. Πρώην πράκτορας της Ασφάλειας, νυν ταξιτζής. Ο οποίος επί δεκαοκτώ χρόνια ήταν εντεταλμένος να παρακολουθεί στενά- η σκιά του- τον αντικαθεστωτικό, τότε, διανοούμενο Τέγια. Θα του τα αποκαλύψει όλα και μέσα από τη βαλίτσα θα βγάλει «αναμνηστικά» από την πολύχρονη αυτή παρακολούθηση.

Έτσι αρχίζει η ιστορία του «Επαγγελματία», ενός έξοχου έργου του κορυφαίου, ίσως, σήμερα Σέρβου θεατρικού συγγραφέα και διεθνώς γνωστού και βραβευμένου σεναριογράφου («Underground» του Εμίρ Κουστουρίτσα)αλλά και σκηνοθέτη- Ντούσαν Κοβάτσεβιτς. Με το οποίο, στη δοκιμασμένη μετάφραση της Γκάγκα Ρόσιτς, διάλεξε να κάνει το ντεμπούτο της στο θέατρο η σκηνοθέτρια Πηγή Δημητρακοπούλου.

Που τα τελευταία χρόνια έχει ξεχωρίσει, έχει «γράψει»- από τις ελάχιστες εξαιρέσεις- στην αξιοθρήνητη τηλεόρασή μας. Υπογράφοντας σειρές όπως «Η αίθουσα του θρόνου», «Εν Ιορδάνη» και το περσινό θριαμβευτικό «Το 10».

«Το διάλεξα, πρώτα πρώτα, γιατί είναι ένα έργο πολιτικό και αυτή την εποχή έχω θυμώσει πολύ με την πολιτική και με όλα αυτά που γίνονται γύρω μας», λέει η Πηγή Δημητρακοπούλου. «Νιώθω ότι τσακωνόμαστε ως πολίτες μεταξύ μας- όλο αυτό το μίσος, το αίμα, οι αγώνες…- χωρίς να έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Ότι μας βάζουν να το κάνουμε αυτοί που μας εξουσιάζουν. Ότι μας χρησιμοποιούν. Ο μπάτσος και ο αντιεξουσιαστής επί της ουσίας τίποτα δεν έχουν να χωρίσουν.

Ναι, ο Λούκα είναι ο «κακός» του έργου. Αφού ήταν ένας χαφιές που παρακολουθούσε τον Τέγια επί χρόνια. Αλλά όταν αυτόν τον άνθρωπο η ίδια η εξουσία τον έχει πετάξει γιατί δεν τον χρειάζεται πια και αυτός το έχει συνειδητοποιήσει, παύει να είναι ο «κακός». Δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί». Το σύστημα όλους το ίδιο μας χρησιμοποιεί.

Από την άλλη, είναι η εξαιρετική γραφή του έργου. Είναι μια τραγική κωμωδία. Λέει τα πιο σοβαρά και δραματικά πράγματα με τον πιο κωμικό τρόπο. Ακόμα δεν ξέρω αν θα καταφέρω να το βγάλω αυτό στην παράσταση.

Όσο για τη σύλληψή του- να εμφανιστεί ένας άνθρωπος που έχει τη ζωή σου ολόκληρη μέσα σε μία βαλίτσα- τη βρίσκω υπέροχη».

«»Ο επαγγελματίας» είναι μία από τις βουτιές μου στην ανθρώπινη ψυχή», εξομολογείται ο Ντούσαν Κοβάτσεβιτς. «Που τις έκανα χωρίς τον φόβο για το τι θα συναντήσω. Όπου βρήκα καλοσύνη, αυτό με παρότρυνε να πιστεύω ακόμα περισσότερο στους ανθρώπους. Όπου βρήκα το κακό, ένιωσα περισσότερη συμπόνια. Ο Λούκα Λάμπαν, ο χαφιές, στο τέλος αυτής της λυπητερής κωμωδίας, τη στιγμή που συνειδητοποιεί τη μικρότητα και τη μιζέρια της ζωής που χαράμισε, αντί να θριαμβεύσει φτάνει σε απόγνωση. Εγώ όμως, ως συγγραφέας, έχω το καθήκον όχι να κρίνω αλλά να κατανοώ, άρα και να αγαπάω τον ήρωά μου. Σ΄ όλους μας μπορεί να συμβεί από κατήγοροι να καταλήξουμε κατηγορούμενοι. Στον σκληρό αυτό αγώνα πυγμαχίας και οι δύο ήρωές μου καταλήγουν νοκ άουτ. Όπως γίνεται συχνά και στη ζωή».

Η Πηγή Δημητρακοπούλου ισχυρίζεται πως πέρασε τυχαία από την τηλεόραση στο θέατρο. Κι ας διακρίθηκε ιδιαίτερα στις σειρές της για τη διεύθυνση του πλήθους των, κυρίως θεατρικής προέλευσης, ηθοποιών της. «Απλώς με κάλεσε ο Κοραής Δαμάτης και με ρώτησε εάν υπάρχει κάποιο έργο που θα μου άρεσε να κάνω. Μπορεί και να μην ξανακάνω θέατρο».  «Ο επαγγελματίας» ανεβαίνει με σκηνικά Κώστα Παππά, κοστούμια Μαρίας Κοντοδήμα και φωτισμούς Γιώργου Αργυροηλιόπουλου. Πρωταγωνιστούν ο Γιάννης Τσορτέκης (Τέγια) και ο Γιώργος Μπινιάρης (Λούκα). Μαζί τους η Δέσποινα Σιδηροπούλου.

ΙΝFΟ: Στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα» (Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια, τηλ. 210-52.42.211- 3).
Εισιτήρια: 20, 15 (φοιτητικό) 15 ευρώ.


«Θα τους έκανα ένα δώρο…»

Αν στην παράστασή σας εμφανίζονταν τα παιδιά που προ καιρού διέκοψαν κάποιες παραστάσεις τι θα κάνατε; «Θα ήθελα να έχουμε ένα δώρο να τους δώσουμε! Πολύ θα το χαιρόμουν. Γιατί εμένα μου αρέσει αυτό που έκαναν. Μακάρι να ξαναγίνει. Και όταν έγιναν τα επεισόδια τον Δεκέμβριο, ενώ ο Κοραής που έκανε επίσης πρόβες μού έλεγε «το θεωρώ μάταιο να πάω να κάνω πρόβα με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας», εγώ αντίθετα έλεγα πως ανυπομονώ να πάω στην πρόβα. Ίσως γιατί μέσα από τα έργο αυτό λέγονται πράγματα που αφορούν τη σημερινή πολιτική κατάσταση».

  • Του Γιώργου Δ. Κ. Σαρηγιάννη, ΤΑ ΝΕΑ: Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

Το Καρναβαλικό Κομιτάτο Πάτρας και το Δημοτικό Θέατρο Απόλλων

Κωνσταντίνος Μάγνης

O δικηγόρος σκηνοθετεί. Ο δημοσιογράφος παίζει τον Δον Κιχώτη, ο γιατρός τον αρχαίο αγγελιοφόρο και ο διαφημιστής γράφει τη μουσική. Πρωταγωνιστές σε αυτήν την ταινία δεν είναι φημισμένοι ηθοποιοί, αλλά απλοί άνθρωποι που κάποιες ώρες της ημέρας αλλάζουν ρόλους στη ζωή δημιουργώντας σατιρικές παραστάσεις, εκθέσεις αλλά και αξέχαστα πάρτι στο πλαίσιο του καρναβαλιού. «Το Καρναβαλικό Κομιτάτο είναι μια εθελοντική ομάδα που δραστηριοποιείται όλο τον χρόνο- εκτός του καλοκαιριού- με το καρναβάλι. Διανύει σχεδόν 17 χρόνια ζωής», τονίζει ο κ. Κωνσταντίνος Μάγνης, αντιπρόεδρος. Και συμπληρώνει: «Οι παραστάσεις μας είναι θέατρο χωρίς εκπτώσεις με έργα γραμμένα από εμάς, όμορφη μουσική, τραγούδια, κουστούμια. Απευθυνόμαστε στον πυρήνα της κοινωνίας που έχει μια διαφορετική επαφή με το καρναβάλι». Άλλωστε όπως λέει ο ίδιος, καρναβάλι δεν είναι μόνο η παρέλαση, αν και με την πάροδο των ετών ο εορτασμός εκσυγχρονίζεται. «Η ζωή και η κοινωνία προχωράνε. Η πολιτεία μας είναι πλέον πιο ελεύθερη. Ο ερωτισμός είναι ελεύθερος 12 μήνες τον χρόνο. Δεν χρειαζόμαστε πλέον προσχήματα, γι΄ αυτό και κάποια στοιχεία του καρναβαλιού έχουν χαθεί. Όπως η μάσκα για παράδειγμα. Τη φορούσε μία γυναίκα και μπορούσε να φλερτάρει χωρίς ενοχές. Τώρα μπορεί να το κάνει ελεύθερα όλο τον χρόνο». Κάτι ανάλογο έχει συμβεί και με τις σοκολατομαχίες. «Παλιά δεν τελείωνε πάρτι χωρίς… όργιο σοκολατομαχίας. Ακόμη και το πέταγμα της σοκολάτας ήταν αφορμή για να αρχίσει ένα φλερτ. Πλέον ο σοκολατοπόλεμος γίνεται μόνο στις παρελάσεις». Την περίοδο που τους επισκεφτήκαμε, πραγματοποιούσαν εντατικές πρόβες για το σατιρικό έργο «Κόντρα Λούτσε: Η νύχτα πέφτει στο Παλέρμο» σε σκηνοθεσία Ηλία Στεφανόπουλου και κείμενα του Ουρανού Σφονδύλη (όπως είναι το ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Μάγνη). Οι παραστάσεις δίνονται στο Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων» έως την προσεχή Κυριακή 15 Φεβρουαρίου, στις 21.30. [ΤΑ ΝΕΑ: Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009]

ΒΛΕΠΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ: Το μεγαλύτερο χειμερινό πολιτιστικό γεγονός της χώρας

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΕΙΤΕ

Το Δημοτικό Θέατρο Απόλλων
Το νεοκλασικό κτίριο που δεσπόζει στην Πλατεία Γεωργίου είναι το Δημοτικό Θέατρο Απόλλων, το οποίο κτίστηκε βάσει σχεδίων του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλερ το 1872 και αποτελεί αντίγραφο της Σκάλας του Μιλάνου. Μέχρι πέρυσι φιλοξενούσε τα διάσημα «Μπουρμπούλια», τους χορούς που διοργανώνονταν στο πλαίσιο του καρναβαλιού. Δυστυχώς, ο πρόσφατος σεισμός έκανε τους ανθρώπους του θεάτρου να απαγορεύσουν- για φέτος τουλάχιστον- τους χορούς υπό τον φόβο ζημιών. Για να ζήσετε από μέσα την αριστοκρατική αίσθηση που μεταδίδει το θέατρο, τις ημέρες του καρναβαλιού μπορείτε να παρακολουθήσετε από τις κατακόκκινες, βελούδινες, καρέκλες της πλατείας ή από τους τρεις ορόφους των σκαλιστών θεωρείων τις θεατρικές παραστάσεις ή να το επισκεφτείτε Δευτέρα έως Παρασκευή από τις 10.00 το πρωί έως τις 13.30 το μεσημέρι (τηλ. 2610 623730- 2610 273613)

ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ…

Το «baby» καρναβάλι – στην Πάτρα…

Οι πρώτοι αποκριάτικοι παιδικοί χοροί έκαναν την εμφάνισή τους στην Πάτρα το 1890! Το 1968, το παιδικό καρναβάλι είχε τη μορφή ενός ποδηλατικού αγώνα με μασκαράδες, που τότε ονομαζόταν «baby rally». Από το 1996 ονομάζεται το «Καρναβάλι των Μικρών» στο οποίο συμμετέχουν 5.000 έως 10.000 λιλιπούτειοι καρναβαλιστές απ΄ όλη την Ελλάδα. Το καρναβαλικό εργαστήρι των μικρών έχει ήδη στηθεί στα σχολεία. Φέτος το θέμα είναι η κατασκευή και εμψύχωση κούκλας υπό την καθοδήγηση καθηγήτριας εικαστικών τεχνών και θεατρολόγων. Κυρίαρχη στις εκδηλώσεις είναι η Κεντρική Καρναβαλούπολη η οποία γίνεται και κινητή, κάτι σαν περιοδεύον – στις συνοικίες της Πάτρας – καρναβάλι, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τσίρκο δρόμου, face painting, κλόουν, παραστάσεις δρόμου, κουκλοθέατρο και ουκ ολίγα παιχνίδια. Όπως στο καρναβάλι των μεγάλων, έτσι και σε αυτό των μικρών, οι εκδηλώσεις κορυφώνονται με τη μεγάλη παρέλαση (Κυριακή 22 Φεβρουαρίου, στις 11 το πρωί, με αφετηρία την Πλατεία Ομονοίας). [ΤΑ ΝΕΑ: Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009]

Καρναβάλι: Αφετηρία κεφιού η πλατεία Γεωργίου

Πλατεία Γεωργίου

Η αντίστροφη μέτρηση για το μεγάλο ξεφάντωμα έχει αρχίσει. Η Πάτρα έχει ήδη βάλει τα καλά της και περιμένει όσους θέλουν να ξεφύγουν από την καθημερινότητα και τις κρίσεις κάθε είδους διασκεδάζοντας στο Πατρινό Καρναβάλι. Όμως πίσω από την αποκριάτικη μάσκα της, τούτη η πόλη έχει πολλά να δείξει στον ταξιδιώτη. Το μόνο που χρειάζεται είναι διάθεση για περπάτημα και σίγουρα θα ανακαλύψετε γωνιές που θα λατρέψετε.

Πολλοί λένε πως τα κύρια χαρακτηριστικά της πόλης είναι δύο: οι πλατείες της και το γεγονός ότι είναι δύσκολο να… χαθείς καθώς όλοι οι δρόμοι είναι παράλληλοι ή κάθετοι στην παραλία της. Η καρδιά της πόλης χτυπά στην Πλατεία Γεωργίου (Βασ.Γεωργίου Α΄ είναι το πλήρες όνομα της αλλά οι Πατρινοί την λένε πλατεία Γεωργίου) όπου πραγματοποιούνται και πάρα πολλές καρναβαλικές εκδηλώσεις. Τούτη η πλατεία φιλοξενεί το φημισμένο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων (βλ. ενότητα Αξίζει να δείτε) ενώ πανέμορφα είναι τα δύο σιντριβάνια της με τα μπρούντζινα λιοντάρια, κατασκευασμένα στη Γαλλία το 1875. Εκτός από το Θέατρο Απόλλων εξαιρετικό είναι το κτίριο που στεγάζει την Εθνική Τράπεζα (στη γωνία της οδού Κορίνθου) αλλά και αυτό του Εμπορικού Συλλόγου Πάτρας «Ερμής» το οποίο είναι έργο του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ (στη γωνία της οδού Κορίνθου με τη Γεροκωστοπούλου).

Από την πλατεία μπορείτε να περπατήσετε τη φημισμένη Γεροκωστοπούλου με τις μανταρινιές. Τα σκαλιά της οδηγούν στη γειτονιά της Άνω Πόλης. Διαφορετικά, μπορείτε να περπατήσετε στους δύο εμπορικότερους δρόμους της πόλης, την οδό Μαιζώνος και την οδό Κορίνθου.

Στην πρώτη αξίζει να δείτε την καθολική εκκλησία του Αγίου Ανδρέα και αυτήν του Ευαγγελισμού της Παρθένου Μαρίας η οποία είναι έργο του Τσίλερ και ολοκληρώθηκε το 1846. Από το 1856 είναι ο επίσημος καθεδρικός ναός των Πατρών. Στο νούμερο 110, το Δημαρχείο πόλης στεγάζεται σε νεοκλασικό κτίριο του 1880.  Δίπλα του, η Δημοτική Βιβλιοθήκη λειτουργεί από το 1910 με περίπου 120.000 βιβλία. Στο ισόγειό της φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις της Δημοτικής Πινακοθήκης. Στην οδό Κορίνθου 241 αξίζει να δείτε το διατηρητέο κτίριο του 1840 στο οποίο γεννήθηκε ο Κωστής Παλαμάς. [ΤΑ ΝΕΑ: Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009]

ΒΛΕΠΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ: Από τον Άγιο Ανδρέα στον Φάρο και τα Ψηλά Αλώνια