Η Αθήνα υποδέχεται την πρώτη σκηνή της χώρας: Καλωσήρθες (ξανά) Εθνικό μας Θέατρο

Η αποκαταστημένη οροφή της κεντρικής σκηνής.

Το παρελθόν του υπήρξε πολυτάραχο όσο και ένδοξο. Τώρα το κτήριο του Εθνικού Θεάτρου, που εγκαινιάστηκε το 1901, επιστρέφει ανανεωμένο και με νέα ενισχυμένη αποστολή, στην καρδιά της Αθήνας, με ένα ευφρόσυνο και παλλόμενο μήνυμα, όχι μόνο για το θέατρο, αλλά συνολικά για τις τέχνες της Ελλάδας. Το επισκεφθήκαμε και σας μεταφέρουμε τις πρώτες εικόνες.

Eνα επιφώνημα που έρχεται να εκφράσει το πρώτο ξάφνιασμα: κάπως έτσι αρχίζει να γράφεται εξαρχής η σχέση του επισκέπτη με το περίφημο κτήριο του Εθνικού Θεάτρου στην Αγίου Κωνσταντίνου, που από την Τετάρτη παραδόθηκε εν πλήρη λειτουργία στο κοινό του, έπειτα από 8,5 χρόνια σιγής αλλά και αγωνίας για την αποπεράτωση των εργασιών που θα εγγυόταν την επαναλειτουργία του. Και ναι, η Αθήνα -η χώρα- έχει και πάλι μια μεγάλη κεντρική σκηνή, ικανή και άξια και θαυμαστή.

Επίθετα που κατ’ αρχήν περιγράφουν άριστα το κτήριο αυτό καθαυτό, τη μοναδική δημιουργία του Τσίλερ στη νέα της μορφή, καθώς ακουμπά και απορροφά (δεν «κουμπώνει απλά») στο κτήριο της Νέας Σκηνής. Ετσι, η εκφραστικότητα, το μέγεθος, ο μαξιμαλισμός και η φόρμα του 1900 συνυπάρχουν μοναδικά με ένα σχεδόν βιομηχανικό μινιμαλισμό που χαρακτηρίζει τη νέα σκηνή.

Απίστευτων δυνατοτήτων η σκηνή του θεάτρου, είναι μία από τις τεχνικά αρτιότερες σκηνές της Ευρώπης, με πολύπλοκους μηχανισμούς που την κάνουν πολυμορφική.
  • Η παλιά, νέα αισθητική

Το κτήριο, πολύπαθο, υπέστη πολλά από τους διαχειριστές του, αλλά και από φυσικές καταστροφές. Οι υπέροχες τοιχογραφίες κάποια εποχή ασπρίστηκαν -για να μη λερώνεται το κτήριο- θάβοντας εικόνες εξαιρετικής αισθητικής. Ο σεισμός του 1981 κατάφερε το πρώτο πλήγμα, για να ακολουθήσει η πυρκαγιά που έκαψε την οροφή της Κεντρικής Σκηνής το 1985 και, τέλος, ο καταστροφικός σεισμός του 1999.

Το θέατρο έκλεισε, νέες σκηνές επιστρατεύτηκαν και κάπως έτσι ξεκίνησε ο μακρύς, επίμονος και προφανώς πια αποτελεσματικός αγώνας τού τότε καλλιτεχνικού διευθυντή, Νίκου Κούρκουλου για την αποκατάσταση του θεάτρου. Το πείσμα του υπάρχει σήμερα στο χώρο: στην πανέμορφη Κεντρική Σκηνή, όπου η σχετικά μικρή αίθουσα καθισμάτων με τα κόκκινα βελούδινα καθίσματα, και την αποκαταστημένη οροφή, «καθηλώνεται» από την μεγάλη απίστευτων δυνατοτήτων σκηνή.

Η κεντρική σκηνή με τους εξώστες της έχει δυνατότητα να φιλοξενήσει 750 θεατές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η σκηνή έχει πλάτος 17,6 μ., βάθος 21,4 και ύψος 25 μέτρα. Είναι μια από τις τεχνικά αρτιότερες σκηνές που συναντάμε σήμερα στην Ευρώπη, με πολύπλοκους μηχανισμούς, που την κάνουν στην ουσία πολυμορφική -όπως θα διαπιστώσουν και οι θεατές του «Πουθενά», της παράστασης που ετοίμασε ειδικά για το χώρο ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Οι διάδρομοι έξω από τους εξώστες, με μοναδικές τοιχογραφίες και μωσαϊκά, γίνονται αγαπημένοι χώροι περιπάτου για το κοινό λίγο πριν από την παράσταση ή και μετά, ενώ όσοι τυχεροί παραβρεθούν σε κάποιο δρώμενο στη μεγάλη αίθουσα του χορού θα έχουν μια σπάνια εμπειρία βίωσης ενός μοναδικού χώρου.

Το κόστος των εργασιών ανήλθε στα 30 εκατ. ευρώ εκ των οποίων το 80% προήλθε από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και τα υπόλοιπα προήλθαν από εθνικούς πόρους. Το έργο περιλαμβάνει φυσικά και τη νέα σκηνή, που έχει χωρητικότητα 300 θεατών (η κεντρική σκηνή με τους εξώστες της φιλοξενεί 750) και δυνατότητα συνεχών αλλαγών στη διάταξη των καθισμάτων.

Επάνω, οι διάδρομοι έξω από τους εξώστες με τις μοναδικές τοιχογραφίες και τα μωσαϊκά και, κάτω, η μεγάλη αίθουσα του χορού.

Ο χώρος της σκηνής παραμένει στο πρώτο επίπεδο, δεν είναι υπερυψωμένος ποντάροντας στην αμφιθεατρική διάταξη των καθισμάτων. Στον ευρύτερο χώρο της Νέας Σκηνής θα λειτουργεί βιβλιοπωλείο και μπαρ, ενώ στο θέατρο θα υπάρχει και καφέ εστιατόριο με επιλεγμένα πιάτα που θα είναι ανοιχτό από το πρωί για το κοινό. Στόχος να γενικευθεί η επικοινωνία του θεάτρου με το κοινό, με την πόλη, δημιουργώντας σχέσεις οικειότητας και συνύπαρξης.

Αυτό το τελευταίο ζητούμενο παραμένει εξαιρετικά σημαντικό για όσους εξακολουθούν να δυσπιστούν ή να φοβούνται τη μετάβαση σε αυτό το σημείο της πόλης. Λίγα λεπτά από το σταθμό του μετρό στην Ομόνοια, το υπέροχο κτήριο του Εθνικού Θεάτρου, γειτνιάζει με το πολιτιστικό κέντρο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης δημιουργώντας μια ασπίδα προστασίας και προσβασιμότητας, δημιουργώντας εν τέλει ένα νέο niche πολιτισμού και βιώματος στο μαλακό υπογάστριο της πόλης. Αυτή η αίσθηση ήταν έντονη, την Κυριακή το βράδυ, καθώς κάποιοι από εμάς σπεύδαμε για να δούμε τη γενική δοκιμή της παράστασης που οδηγεί το νέο Εθνικό Θέατρο σε μια θαρραλέα εποχή: το «Πουθενά».

Στιγμιότυπο από τις πρόβες της παράστασης «Πουθενά», του Δημήτρη Παπαϊωάννου.

Μόνο εδώ, μόνο για 35′

Τετάρτη βράδυ έγινε η πρεμιέρα του «Πουθενά» (οι σελίδες που κρατάτε βρίσκονταν ήδη στο τυπογραφείο) όμως, λίγες μέρες νωρίτερα, η γενική δοκιμή μάς επέτρεπε να δούμε την παράσταση, που εγκαινιάζει τη νέα εποχή για την οποία μιλούσαμε νωρίτερα. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου εκλήθη από τον Γιάννη Χουβαρδά να σχεδιάσει μια μοναδική παράσταση, ειδικά για την Κεντρική Σκηνή, με στόχο να αναδείξει τις σημαντικές τεχνικές προδιαγραφές της και να κάνει με τον πιο εύληπτο τρόπο τις συστάσεις της με το κοινό.

Το αποτέλεσμα ήταν το «Πουθενά», μια site specific παράσταση που βάζει σε διάλογο και, υπογείως, σε έναν ανταγωνισμό τα σώματα με τη σκηνή. Στο «Πουθενά», οι περίπου 35 συντελεστές εξερευνούν, κατακτούν, καταλαμβάνονται, αγωνιούν, αγγίζουν συναισθηματικές αποχρώσεις από την πρώτη στιγμή που θα πατήσουν το πόδι στη σκηνή.

Περιέργως σκέφτομαι το Mad Max, καθώς η άδεια βιομηχανική σκηνή, σαν προωθημένο σεληνιακό τοπίο, μετατρέπει τους χορευτές σε πλάσματα πρωτόγονα, που ταράζονται από τη φύση και συνάμα προσπαθούν να την υποτάξουν. Η σκηνή υποχωρεί, φέτες της κυλούν κάτω από τα πόδια, μεταλλικές κατασκευές κατεβαίνουν και εγκλωβίζουν τους ανθρώπους, γίνονται κλίμακες και υψώματα που πρέπει να κατακτηθούν. Με κάθε μέσο: σκαρφαλώνοντας, οπισθοχωρώντας, δένοντας ψηλά ηχεία στις πατούσες για να γίνει ένας γύρος της σκηνής σε μια ιδιόρρυθμη ανάγνωση του νόμου της βαρύτητας.

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έδειξε πως δεν υποτάχθηκε στη σκηνή, τη σεβάστηκε όμως, και εν τέλει την αγάπησε τόσο ώστε να προσφέρει τρυφερές στιγμές αφής, ψεξίματος και γυμνών αγκαλιών, αλλά και δυο ριπών χιούμορ. Χειρονομιακές υπογραφές του σκηνοθέτη και χορογράφου, που για το «Πουθενά» συνεργάστηκε με τον μουσικό Coti K και τον εικαστικό Ζάφο Ξαγοράρη. Το «Πουθενά» διαρκεί 35 λεπτά (δυο παραστάσεις κάθε βράδυ) και έχει ειδικό εισιτήριο δέκα ευρώ.

  • ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΑΝΕΣΤΗ, Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, Παρασκευη, 16 Οκτωβριου 2009
Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε