To βλέμμα του Νάρκισσου

Ο Γιαν Φαμπρ σε ένα «Όργιο ανεκτικότητας»
  • ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΡΑΠΤΟΥ, Η ΑΥΓΗ: 19/06/2009

Μέσα από τα δύσκολα μονοπάτια της ψυχανάλυσης ιχνηλατείται η περιπέτεια της θέασης. Ο Λακάν, μιλώντας για την ηδονοβλεψία ως διαστροφή, κάνει λόγο για την ενόρμηση της θέασης ως κύκλωμα που επιστρέφει στην απαρχή του: κοιτάζω το αντικείμενο και βλέπω τον εαυτό μου να κοιτάζει. Δημιουργώ δηλαδή με το βλέμμα το αντικείμενο που μου λείπει και μέσα από τη «βάναυση» συνάντηση με αυτό βλέπω εμένα να κοιτάζω.

Ειδικά στο μεταμοντέρνο θέατρο, το βλέμμα κωδικοποιείται διπλά. Συγκροτείται ένα συμμετοχικό – συντελεστικό μοντέλο θέασης και ερμηνείας του θεάματος από την μεταλλασσόμενη κοινότητα θεατών και δημιουργών. Ο παραστάσιμος εαυτός τελεί συνεχώς υπό το βλέμμα του «γενικευμένου άλλου». Οργανώνεται ένα πυκνό δίκτυο από μερικότητες και ροές, ένα «ηδονοβλεπτικό» παραστασιακό σύστημα που βασίζεται στην αποσπασματικότητα, τη σωματικότητα, την ενθαδικότητα και τη διαμόρφωση επί σκηνής φυγόκεντρων χωροχρονικών αλληλουχιών και συσσωματώσεων από συνδηλώσεις και υπαινιγμούς.

Στο μεταμοντέρνο θέατρο η αμφισβήτηση του παραδοσιακού δυτικού θεάτρου, η προσπάθεια εξάλειψης του πατρικού συμβόλου, η εμμονή στο σώμα, η μετα-αποικιοκρατική πολιτιστική μετανάστευση, πλαισιώνουν την παραστασιακή πράξη. Το βλέμμα αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα για την πρόσβαση σε χώρους που μέχρι πρότινος ανήκαν στο ασύνειδο (συλλογικό ή ατομικό). Η σκοπική ενόρμηση κανοναρχεί το μεταμοντέρνο θέαμα.

Την σκοπική ενόρμηση, το ένστικτο της θέασης κατά Λακάν, χρησιμοποιεί ο ευφυής και καλά διαβασμένος Jan Fabre όταν κατασκευάζει τα θεάματά του. Ο Fabre αρέσκεται να δημιουργεί προκλητικά εικαστικά assemblage, όπου πρωταγωνιστεί η σωματικότητα σε όλες τις πιθανές εκδοχές. Ο ίδιος εξάλλου έχει πει πως μέσα από το σώμα στοχεύει στην απομορφοποίηση και αναδιαμόρφωση του λόγου και ότι για να το πετύχει αυτό προετοιμάζει προσεκτικά την παράσταση και ασκεί στο έπακρο τους ηθοποιούς – επιτελεστές, τους οποίους και αποκαλεί «μαχητές του ωραίου». Ο Fabre αρέσκεται στα παιχνίδια της σεξουαλικότητας και στη χρήση φαλλικών συμβόλων (σπαθιά, όπλα κ.λπ.). Χρησιμοποιεί το χώρο και το χρόνο με γλυπτική διάθεση. Διαμορφώνει μέσα από τις χορογραφίες του χωρικά αποσπάσματα, πρόσωπα και αφηγήσεις. Συχνά οργανώνει παραστασιακά μορφώματα – απεικονίσεις του κόσμου του Ιερώνυμου Μπος και του Μπρυγκέλ (για παράδειγμα στο Je suis sang, στο Parrots and Guinea Pigs, στο Tannhauser) και τα μπολιάζει με θεωρητικούς προβληματισμούς. Οι γυναίκες στα έργα του είναι δίσημες και οι άντρες καταδυναστεύονται από την αρσενικότητά τους. Η ενοχή και η τιμωρία, η ιδέα του θανάτου και της εξουσίας, η έννοια της διάβασης αποτελούν για τον Fabre πρώτες ύλες. Επενδύει στη συμμετοχή και τη συνενοχή και υπεραμύνεται της καθαρτικής λειτουργίας των θεαμάτων του.

Στο Όργιο ανεκτικότητας (θέατρο Παλλάς, 10-11 Ιουνίου) ο Fabre συνθέτει ένα ενδόμυχα ρεαλιστικό πίνακα του δυτικού κόσμου. Κεντρικός άξονας η ολική κατανάλωση και ο ναρκισσισμός των υποκειμένων που εκδηλώνεται διαστροφικά και βουλιμικά. Τα πάντα είναι προς αγορά και κατανάλωση και αυτή η συμπεριφορά συμπυκνώνεται στην πράξη της αυτοϊκανοποίησης σε όλες τις μορφές της. Μιας αυτοϊκανοποίησης αγχωτικής και επιδεικτικής, που κατακλύζεται από αισθήματα ενοχής, ένας ψυχαναγκασμός χωρίς διέξοδο. Το Όργιο ανεκτικότητας έχει όλα τα υλικά που χρησιμοποιεί κατά καιρούς ο Fabre. Η χορευτική κίνηση και η γεωμετρική, «καθαρή» διαχείριση του χώρου, η κατάτμησή του σε επιμέρους χωρικά επεισόδια με τους καναπέδες και τα καλάθια του σούπερ μάρκετ, τα παιχνίδια με τις σκιές και το φως, οι ενδυματολογικές επιλογές, τα ειρωνικά σχόλια και η μουσική αποτελούν τα θετικά σημεία της παράστασης. Αντιθέτως, η επανάληψη των σκηνών σωματικής αυτοϊκανοποίησης, η «πολυφορεμένη» χρήση του γυμνού και οι κλισέ πλέον φιλοσοφικές πινελιές που υποτίθεται ότι αναδεικνύονται με την οργασμική «αγωνία» και την «αλήθεια» του σώματος, πολύ λίγα μπορούν να προσδώσουν στην παράσταση. Λειτουργούν πορνογραφικά και γειώνουν το θεατρικό γεγονός, αφού καθηλώνουν το ετερόκλητο κοινό στο ρόλο του ηδονοβλεψία καταναλωτή, που γελά με ανακουφισμένη ενοχή στα καυστικά – διακοσμητικά λεκτικά σχόλια της παράστασης.

Το Όργιο ανεκτικότητας σίγουρα δεν αποτελεί την καλύτερη παράσταση του Fabre, αφού πέρα από το εικαστικό διακύβευμα, εγκλωβίζεται σε αυτό που υποτίθεται ότι θέλει να καταγγείλει: την κοινωνία που λειτουργεί ως νάρκισσος – ηδονοβλεψίας, το σύστημα που παράγει σαρκοφάγους γεροντο-έφηβους, χωρίς καμιά πιθανότητα για κάθαρση… Αυτή τη φορά η φρεσκάδα του πειραματισμού υποσκελίστηκε από την φορμόλη του πειραματικού σχολαστικισμού.

* Η Ελευθερία Ράπτου είναι θεατρολόγος

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε