«Λίγες και καλές θεατρικές παραγωγές». Ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος εκτιμά ότι ο θεατής απαιτεί ξεκάθαρο στίγμα και πιο ολοκληρωμένες προτάσεις

  • Η «Αλκηστη» είναι το πιο παράξενο έργο του Ευριπίδη. Ούτε σατυρικό δράμα ούτε τραγωδία. Εχει στοιχεία και από τα δύο είδη, γι’ αυτό και οι μελετητές συχνά την περιγράφουν ως τραγικωμωδία. Πρωτοπαρουσιάστηκε μάλιστα σε εποχή κρίσιμη για την Αθηναϊκή Δημοκρατία: το 438 π.Χ., όταν εγκαινιάστηκε ο Παρθενώνας και λίγο πριν ξεσπάσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Είναι το έργο το οποίο διάλεξε ο Θωμάς Μοσχόπουλος για να κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο της Επιδαύρου, με το Εθνικό Θέατρο και μια ομάδα καλών ηθοποιών, σε μια παράσταση που δεν μένει στην επιφάνεια αλλά ούτε προσπαθεί να αποδομήσει το κείμενο, μόνο και μόνο για να διαφοροποιηθεί και να συζητηθεί. Ο Μοσχόπουλος, με σπουδές φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο αλλά και μουσικές σπουδές, είναι από τους σκηνοθέτες που μελετούν εξαντλητικά τα έργα που ανεβάζουν, και οι παραστάσεις του δεν μένουν απαρατήρητες.
  • Μετά τις παραστάσεις στους Δελφούς και το αργολικό θέατρο, η Αλκηστη ετοιμάζεται για δυο παραστάσεις στην Κύπρο (25 και 26 του μηνός) και ύστερα παραστάσεις σε όλη τη χώρα.
  • Γιατί μου άρεσε η «Αλκηστη». Γιατί η αμφισημία του έργου (μεταξύ τραγωδίας και κωμωδίας), είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ. Εχει ενδιαφέρουσες προοπτικές στην προσέγγισή του και ταιριάζει πιο άμεσα στο ύφος της δικής μας εποχής που αναζητά μια ταυτότητα ανάμεσα σε κάποια άκρα. Ισως πάλι γιατί ψυχολογικά υπάρχουν και συγκεκριμένες αναφορές με πράγματα που διαπραγματεύομαι ο ίδιος με τη ζωή μου. Το πρώτο χρονολογικά σωζόμενο έργο του Ευριπίδη αποτελεί μια εξαιρετικά γοητευτική και ταυτόχρονα αινιγματική περίπτωση δράματος. Παρ’ ότι ο Ευριπίδης και στη μεταγενέστερη παραγωγή του δείχνει μέσα από καινοτομίες και να εξωθεί την κλασική φόρμα της τραγωδίας στα όριά της αλλά και ο τραγικός ήρωας να αντιμετωπίζεται στα έργα του με υπομειδίαμα, πουθενά η αμφισημία ενός έργου δεν είναι τόσο έκδηλη όσο στην «Αλκηστη».
  • Η ιστορία. Ο Αδμητος, βασιλέας των Φερών, λόγω της ευσέβειάς του έχει δεχθεί ένα δώρο από τον θεό Απόλλωνα. Παρ’ ότι είναι η ώρα του να πεθάνει μπορεί να γλιτώσει από το γραφτό του εφ’ όσον κάποιος άλλος δεχτεί να πεθάνει στη θέση του. Και ενώ μέχρι και οι γέροι γονείς του αρνούνται να πάρουν τη θέση του, η σύζυγός του Αλκηστη δέχεται να πεθάνει αντί γι’ αυτόν. Το έργο αρχίζει και τελειώνει τη μέρα που η ηρωίδα οδηγείται στον Κάτω Κόσμο από τον Θάνατο και πάλι πίσω στον Επάνω από τον σχεδόν –από μηχανής– ημίθεο Ηρακλή. Προηγουμένως όμως έχουν εκτυλιχθεί διάφορα ιλαροτραγικά επεισόδια γύρω από την ετοιμοθάνατη ή και νεκρή Αλκηστη, δημιουργώντας το κατάλληλο πλαίσιο ώστε να αποκρυσταλλωθούν σε θεατρικό λόγο ερωτήματα που απασχολούν έντονα τη φιλοσοφία και την σοφιστική της εποχής του ποιητή και όχι μόνο. Παράλληλα, ο λυρισμός δεν παύει να διατρέχει το έργο σε μια συμφωνία αρμονίας και παρωδίας, ομορφιάς και παράδοξου.
  • Οι μικρότητες. Εξετάζεται η αδυναμία του ανθρώπου αλλά και η ανάγκη του για κάτι μεγάλο και σπουδαίο. Ο Αδμητος έχει πάρει ένα δώρο από τους θεούς για την ευσέβειά του. Δείχνει, ωστόσο, και μια μικρότητα αφού δεν μπορεί να αποδεχθεί τη μοίρα του και δέχεται να πάρει ένας άλλος τη θέση του προκειμένου ο ίδιος να ζήσει. Αντιστοίχως, η Αλκηστη προτίθεται να πάρει τη θέση του αλλά ζητάει ως αντίτιμο να μην υπάρξει άλλη γυναίκα στη ζωή του. Εγωιστικό αλλά και ανθρώπινο. Ολο αυτό σχετίζεται με όσα πιστεύουμε για τον εαυτό μας. Θέλουμε να νιώθουμε ότι είμαστε σε υψηλότερο επίπεδο –πνευματικό και ιδεολογικό– απ’ ό,τι αντέχουμε ως άνθρωποι. Το πιο εγωιστικό απ’ όλα είναι να αρνηθείς την εγωπάθειά σου. Από την άλλη, ούτε ο απόλυτος κυνισμός είναι κάτι που αντέχει ο άνθρωπος.
  • Αρχαιολατρία. Πάρτε για παράδειγμα όλη αυτή την ιστορία με το μουσείο της Ακρόπολης. Γατζωνόμαστε από εικόνες και μορφές του παρελθόντος για να αντέξουμε ένα παρόν μίζερο και δυσβάσταχτο. Σχολιάζουμε την αρχαιολατρία διακριτικά στην παράσταση. Εχουμε μια εκλαϊκευμένη, εικονογραφική διάθεση για το αρχαίο. Από τις ζωφόρους, τις μετόπες, τα αετώματα μέχρι τα ερυθρόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία που έχουν μια εικονογραφία σχεδόν ιδανική. Δεν με ενοχλεί αυτό το πάθος του Ελληνα. Εχω υπάρξει και εγώ θύμα αυτού του πράγματος. Αλλά δεν μπορώ να μην εκπλήσσομαι όταν συνειδητοποιώ πόσο απέχουμε από την όποια πραγματικότητα αυτής της εποχής. Βλέπω για άλλη μια φορά τον διχασμό ανάμεσα στο τι ονειρευόμαστε και στο τι ήταν. Αυτό σχολιάζω. Η έννοια του μουσειακού είναι κάτι προβληματικό. Αν μπορούσαμε να έχουμε μια πιο ζωντανή σχέση με όλα αυτά και να μη χρειάζεται να τα κάνουμε εμβλήματα θα ήταν καλύτερα. Βάζουμε σε ένα τσουβάλι την αρχαιότητα. Τον Αδριανό μαζί με τον Ευριπίδη, όταν η απόσταση που υπάρχει μεταξύ τους είναι τεράστια. Σαν να λέμε η σύγχρονη εποχή από την Αναγέννηση.
  • Είναι άδικο να μιλάμε για τη συνέχεια του «Αμόρε» στην οδό Πειραιώς. Δεν θα είναι έτοιμος φέτος ο χώρος (το Π) στην Πειραιώς και Περσεφόνης. Μπορεί να είμαστε κάποιοι από τους ανθρώπους που συνεργαζόμαστε στο «Αμόρε», όμως μοιάζει κάπως με διαφημιστικό τρικ να μιλάμε για τη συνέχειά του. Την παραγωγή που δουλεύαμε για τον νέο χώρο, αναζητούμε στέγη να την παρουσιάσουμε.
  • Δεν πιστεύω στο μοντέλο των πολλών παραγωγών. Οι υπεράριθμες παραγωγές είναι πια κάτι παραπάνω απ’ ό,τι αντέχει να παρακολουθήσει ο θεατής. Θέλω όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρο στίγμα και πιο ολοκληρωμένες προτάσεις. Δεν φιλοδοξώ να γίνει ένα κέντρο στο οποίο θα ανεβαίνουν 6 – 8 παραγωγές. Ο κόσμος κουράστηκε. Οταν κάθε θέατρο έβαζε θεατές από τον διάδρομο ώς την τουαλέτα χάσαμε το μέτρο. Νομίζω ότι έληξε αυτή η εποχή. Ως θεατής χρειάζομαι μπουτίκ κι όχι σούπερ μάρκετ. Υπάρχουν βέβαια πολλοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί αλλά η ποιότητα δεν είναι αντίστοιχη για να καλύψεις 300 θέατρα.
  • Υπάρχει μια αίσθηση ευκολίας. Εχω διδάξει σε σχολή και ξέρω ότι όλο αυτό ενισχύεται από την τηλεόραση. Με ενοχλεί η έλλειψη μακροπρόθεσμων στόχων. Να μπορούν οι άνθρωποι να δημιουργούν ένα είδος θεατρικής παιδείας. Επίσης, η αίσθηση του ευκαιριακού που υπάρχει γύρω μας.
  • Η παρεξήγηση. Υπάρχει και είναι διάχυτη πως όλα όσα βλέπουμε είναι θέατρο. Χάθηκαν κάπως τα κριτήρια επιλογής. Τα θέλουμε όλα. Πολλά χρήματα, αναγνώριση από κάποιο χώρο που θεωρούμε ποιοτικό και χρόνο. Κάποια πράγματα θέλουν θυσία. Για να έχεις κάποιους στόχους στη δουλειά σου πρέπει να αφοσιωθείς και να δουλεύεις συγκεντρωμένα. Μοιραία αυτό θα σε αποσπάσει από κάτι άλλο. Δεν λέω να φτάσουμε στα άκρα. Οτι πρέπει να υπάρχουν στεγανά. Αισθάνομαι, ωστόσο, πως χάθηκε η αίσθηση του συλλογικού. Παρεξηγήθηκε ότι μπορεί να είναι μια κολεκτίβα το θέατρο. Οι άνθρωποι πρέπει να καταλάβουν ότι ο ηθοποιός ή ο σκηνοθέτης είναι ένας ρόλος, δεν είναι θέσεις εξουσίας. Και το θέατρο ένας διάλογος.
  • Ημουν μικρός όταν ένιωσα ότι με συγκινεί το θέατρο. Συχνά αναρωτιέμαι αν είχα τα τωρινά μυαλά στα 17 μου θα συνέχιζα να κάνω το ίδιο πράγμα. Ο χώρος έχει πολλές απογοητεύσεις. Χτίζουμε στον αέρα. Από την άλλη, συμβιβάστηκα με την ιδέα. Δεν έχει νόημα να τα εγκαταλείψω. Αλλωστε, από την εφηβεία μου ήταν σαφές τι ήθελα. Πήγα στη δραματική σχολή γιατί ήθελα να γνωρίζω πώς είναι τα πράγματα από μέσα. Δεν είμαι καλός στην οργάνωση και τον συντονισμό. Μάλλον είμαι ένας αρχομανής που θέλει να ελέγχει τους άλλους. Τα σύνολα με ενδιαφέρουν.
  • Γεννήθηκα στη Γιουγκοσλαβία. Στην Μπίτολα. Είναι ο τόπος της μητέρας μου. Με τον πατέρα μου γνωρίστηκαν ένα καλοκαίρι στην Ελλάδα. Είμαι πάντως εγγόνι πολιτικών προσφύγων. Ηρθα στη Θεσσαλονίκη δύο χρόνων. Τελείωσα το Πανεπιστήμιο (φιλολογία), τη σχολή του ΚΘΒΕ, σπούδασα κινηματρογράφο στην Ιταλία. Στα 25 μου έκανα την πρώτη μου σκηνοθεσία στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας. Κατάλαβα ότι το θέατρο είναι κυρίως πρακτική. Στενοχωριέμαι που δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να γίνουν σκηνοθέτες. Συνήθως γίνονται ηθοποιοί και ύστερα αλλάζουν. Είναι όμως άλλη δουλειά.
  • Της Γιωτας Συκκα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 19/07/2009
Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε