«Αχαρνής» σαν παλιό σινεμά

  • Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ – φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Επτά, Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

«Κατίνα, Σαλαμάκι»… Μ’ αυτή την τόσο γνώριμη ατάκα μπαίνει -ποιος άλλος;- ο Κώστας Βουτσάς στην ορχήστρα της Επιδαύρου. Μόνο που τώρα, οι δυο λέξεις που έγραψαν στη συλλογική μνήμη μέσα από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, είναι τα ονόματα των θυγατέρων του, αυτών που έρχεται να πουλήσει ως Μεγαρίτης στον αθεόφοβο Δικαιόπολη…

Ο  Κώστας Βουτσάς στον ρόλο του Μεγαρίτη και η Παρθένα Χοροζίδου ως κόρη  του.

Ο Κώστας Βουτσάς στον ρόλο του Μεγαρίτη και η Παρθένα Χοροζίδου ως κόρη του.

Τους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη παρουσιάζει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος την Παρασκευή και το Σάββατο στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη και με πρωταγωνιστή τον Σταμάτη Κραουνάκη. Ο Δικαιόπολης βρίσκεται σε απόγνωση. Ο πόλεμος τον έχει καταστρέψει, η Πνύκα είναι άδεια, οι ρομαντικοί συμπολίτες του περιμένουν την «έξωθεν βοήθεια». Γι’ αυτό στέλνει κήρυκα στην Σπάρτη και κλείνει ειρήνη μοναχός του. Και τότε αρχίζει ο πόλεμος με τους συμπατριώτες του καρβουνιάρηδες Αχαρνής που τον θεωρούν βδελυρό προδότη.

Ειρήνη κατά το δοκούν

Οι σκληροί, παλιοί μαραθωνομάχοι Αχαρνής έχουν κάθε λόγο να επικροτούν τον πόλεμο, αφού οι Σπαρτιάτες στρατοπέδευσαν στη γη τους, ρήμαξαν τα αμπέλια τους. Αδιάλλακτοι, έρχονται ν’ αντιμετωπίσουν τον θρασύτατο Δικαιόπολη. Εκείνος θα τους τουμπάρει. Ανοίγει και κλείνει, μάλιστα, την στρόφιγγα της ειρήνης κατά το δοκούν. Διώχνει το γεωργό, αλλά αγοράζει τις γουρουνοπούλες-κορούλες του Κώστα Βουτσά, που υποδύεται φανερά… τον Βουτσά. «Είναι λαϊκή στόφα ηθοποιού, μιας λαμπρής υποκριτικής σχολής, δυστυχώς απαξιωμένης από επίσημους φορείς» λέει ο Σ. Χατζάκης. «Η μέθοδος, η πολυμάθεια, η εφευρετικότητα, τα αυτοσχεδιαστικά του ανακλαστικά πάνω στη σκηνή, δεν διδάσκονται. Ηρθε «ως μαθητής», μου είπε. Αλλά τι μαθητής να είναι ο δάσκαλος;».

Ο Γρηγόρης Βαλτινός ζωντανεύει μια ευφάνταστη καρικατούρα του πολεμοκάπηλου στρατηγού Λάμαχου. Ο ψευτοήρωας κερδίζει επάξια τον τίτλο του φαιδρού, αποδιοπομπαίου τράγου. Με τα μεγάλα λόγια και τις μικρές πράξεις φεύγει -παραπατώντας- για τη μάχη και επιστρέφει σε αναπηρικό καροτσάκι συνοδευόμενος από νοσοκόμα που κρατά ψηλά τον ορό.

Σπαρταριστή είναι η συνάντηση του Δικαιόπολη με το μεγάλο «θεατρικό» χαρτί του Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη. Σ’ αυτόν προσφεύγει ο ήρωας προκειμένου να δανειστεί ένα κουρέλι από κάποιο δραματικό ρόλο του ποιητή, μήπως και συγκινήσει τους Αχαρνής. Το επεισόδιο είναι στημένο πάνω στο παλιό ρεσιτάλ της Μαρινέλας «Γυναικών Πάθη»… Ο Ευριπίδης (Γιάννης Σιαμσιάρης) με ψηλοτάκουνες γόβες, τουαλέτα, περούκα, στήσιμο και τραγούδια Μαρινέλλας θα λυπηθεί τον ήρωα πετώντας του ένα ρούχο του Τήλεφου.

Ο Γιώργος Πάτσας κατασκεύασε το μπρεχτικό κάρο της «Μάνας Κουράγιο» για να στεγάσει το πλουμιστό μπακάλικο του Δικαιόπολη. Αλλωστε και οι δυο ήρωες, μέσα στον πόλεμο, αγοράζουν και πουλούν. Στο τέλος το μαγαζί γεμίζει λαμπιόνια και μπαλόνια, που αφήνονται στον ουρανό. Οι «τίτλοι τέλους» της παράστασης δείχνουν ότι το έργο συνεχίζεται αφήνοντας μια Ελλάδα ζαλισμένη, μετέωρη, αδιέξοδη.

Τα κοστούμια της Ερσης Δρίνη ποικίλλουν. Ο χορός στο πρώτο μέρος φορά σφιχτές στολές με έθνικ στοιχεία και μπότες ως συγκροτημένο στρατιωτικό σώμα, ενώ στο δεύτερο εύθυμα, χίπικα ρούχα και στροβιλίζεται διονυσιακά ακολουθώντας τον γλεντζέ Δικαιόπολη στις παγανιστικές φούρλες του. Τα ρούχα των ρόλων, από φουστανέλα μέχρι νυχτερινές τουαλέτες.

  • Ιστορικές παρεμβάσεις

Ο Σ. Κραουνάκης έχει μελοποιήσει την ιστορική τοιχογραφία της νεότερης Ελλάδας, ενώ η παράβαση καταγγέλλει και εικαστικά (πλακάτ με φωτογραφίες αγωνιστών του ’21, ποιητών μέχρι του Γρηγόρη Λαμπράκη) τη χαμένη πνευματικότητα των Ελλήνων.

«Η Ιστορία και η ποίηση αντί να κυλά ως ουσία στις φλέβες μας παγώνει στις σχολικές αίθουσες, θαμμένη κάτω από τον σύγχρονο «πολιτισμό», ως άχρηστη και απωθητική» σχολιάζει ο σκηνοθέτης. «Πώς να μην έρθει το έργο στο σήμερα με την αμφισβήτηση των πολιτικών, τη σήψη, τον πόλεμο των κερδοσκόπων; Ο θυμός μάς οδήγησε στην αξιοποίηση του ιδεολογικού πυρήνα του έργου. Ο Κραουνάκης έμπειρος της μουσικής σκηνής, με άποψη που καταθέτει δημόσια και τολμηρά, διαβάζει το έργο σαν παρτιτούρα». *

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε