Daily Archives: 19 Ιουλίου, 2010

Τα δάκρυα, η Κούνεβα και ο χορός µιας 92χρονης

  • ΠΗΓΑΜΕ ΣΤΟΥΣ RΙΜΙΝΙ ΡRΟΤΟΚΟLL

Του Γιώργου Δ. Κ. Σαρηγιάννη, TA NEA: Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

  • Ο «Χορός» των εκατό του «Προµηθέα στην Αθήνα» µε κορυφαία τη ραγισµένη φωνή της Κωνσταντίνας Κούνεβα δικαίωσε το Φεστιβάλ Αθηνών

Η γυναίκα φορούσε στο κεφάλι µια αρχαϊκή µάσκα. Το ιδιαίτερο ήταν πως το αριστερό κοµµάτι του προσώπου ήταν φαγωµένο – σαν το κεφάλι του αγάλµατος µιας θεάς που ένα κοµµάτι του συντρίφτηκε απ’ το µίσος κάποιου «χριστιανού» της εποχής. Η γυναίκα ήρθε στο προσκήνιο. Και πήρε το µικρόφωνο που περνούσε από χέρι σε χέρι των εκατό συµπολιτών µας οι οποίοι σήκωσαν στους ώµους τους τον «Προµηθέα στην Αθήνα» των Rimini Ρrotokoll στο Ηρώδειο. Η φωνή ακούστηκε ηχογραφηµένη, µέσα από το λαχάνιασµα και το σφύριγµα της τραχειοστοµίας: «Είµαι η Κωνσταντίνα Κούνεβα». Σοκ. Παγώσαµε. Μετά ξέσπασε ένα δυνατό χειροκρότηµα από τους περίπου 3.000 θεατές. Χειροκρότηµα απ’ τα σπλάχνα βγαλµένο. Από κάποιους µας ξέσπασε και ένα κλάµα. Κλάµα οργής. Ενάντια στα «άγνωστα» καθάρµατα που µισέρεψαν αυτό το πρόσωπο. Κι αυτή τη φωνή. Γιατί θέλησε να πει την αλήθεια. Φωνή που ράγισε αλλά δεν σώπασε. Την αλήθεια συνεχίζει να λέει. Αποφασιστικά. Ανευ φόβου και πάθους. Και χωρίς δάκρυα – εκείνη.

Η ηχογράφηση είχε γίνει εκ των προτέρων, την Κωνσταντίνα Κούνεβα «υποδυόταν» µία φίλη της η οποία ήταν σε συνεχή τηλεφωνική σύνδεση µαζί της ώστε η 47χρονη γυναίκα – η µάνα, που σπούδασε στην πατρίδα της τη Βουλγαρία αλλά αναγκάστηκε να ‘ρθει στην Ελλάδα και να δουλεύει καθαρίστρια – να µπορεί να «απαντάει» στα ερωτήµατα στα οποία απαντούσαν στη συνέχεια διά της µετακίνησής τους κάτω από τα δύο επί σκηνής χειρόγραφα πλακάτ «Εγώ» και «Εγώ όχι» οι «ηθοποιοί» αυτού του θεατρικού «ντοκιµαντέρ». Που σκηνοθέτησαν η Χέλγκαρντ Χάουγκ και ο Ντάνιελ Βέτσελ µε την αποφασιστική βοήθεια των ελλήνων συνεργατών τους συνδέοντας την τραγωδία του Αισχύλου και τους ήρωές της µε τη σηµερινή πραγµατικότητα της Αθήνας.

Βέβαια τα δάκρυα είχαν αρχίσει να τρέχουν νωρίτερα – καθόλου µελό τα εναύσµατα… –, πριν από την «εµφάνιση» της Κούνεβα. Η αυτοπαρουσίαση αυτού του αντιπροσωπευτικού δείγµατος του αθηναϊκού πληθυσµού – ένας ένας να παίρνει το µικρόφωνο – είχε πολλές εκπλήξεις και πολλές συγκινήσεις. Που πήγαζαν από ανθρώπους «σαν εµάς» – «είµαστε η Αθήνα». Από τον αντιρρησία συνείδησης Λάζαρο Πετροµελίδη ο οποίος για χρόνια σύρθηκε σε δίκες και φυλακές για την ιδεολογία του που δεν κατάφεραν να του τη συντρίψουνε έως τον αρχιτέκτονα ο οποίος υπερασπίστηκε το οικόπεδο της Χαριλάου Τρικούπη που κάτοικοι των Εξαρχείων το κάνανε παρκάκι. Από αστροφυσικό έως ταξιτζή. Από γιατρό νεφρολόγο έως ανθρώπους ταγµένους στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώµατα. Από µετανάστες – «νόµιµους» και «παράνοµους» – έως έναν σωφρονιστικό υπάλληλο και έναν ηθοποιό του «Θεάτρου Κωφών» – παρούσα επί σκηνής σε όλη την παράσταση µία µεταφράστρια στη νοηµατική. Από υπέροχα µωρά παιδάκια που ρωτούσανε από την αγκαλίτσα του µπαµπά «ποιος αγαπάει τη µαµά του;» έως τη γλυκύτατη κυρία Στέλλα Μαυρογιάννη, ετών 92, µε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, που έβαλε τα καλά της και ήρθε στο Ηρώδειο και στο τέλος πέταξε το µπαστούνι και χόρευε µαζί µε τους άλλους τους κύκλιους χορούς. Οι οποίοι κατέληξαν µε τους εκατό, πάνω στα σκαλιά του σκηνικού του Γκάυ Στεφάνου, να σχηµατίζουν τον βράχο του «Προµηθέα δεσµώτη». Αλλά η κορυφαία στιγµή της βραδιάς ήρθε µετά την παράσταση, αφού είχαµε φύγει: όταν η Κωνσταντίνα Κούνεβα ήρθε στο Ηρώδειο µε «το κόσµηµα στον λαιµό», όπως η ίδια χαρακτήρισε τον µηχανισµό της τραχειοστοµίας, και µε δυο γλαστράκια στα χέρια για τους δυο δηµιουργούς της παράστασης. Τ’ άλλα είναι σιωπή…

Ενας καβγάς, η Λυσιστράτη και ο φόβος των τακουνιών

  • ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ

Του Παύλου Ηλ. Αγιαννίδη, TA NEA: Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

  • Το πρώτο sold-out των φετινών Επιδαυρίων πέτυχε ο Αριστοφάνης του Εθνικού το Σάββατο µε περίπου 10.000 προπωληµένα εισιτήρια – και 8.500-9.000 θεατές στην πρεµιέρα. Η παράσταση του Γιάννη Κακλέα µε τον Βασίλη Χαραλαµπόπουλο ως πρωταγωνιστή, είχε χειροκρότηµα, συγκίνηση, ψηλά τακούνια και πολλά… σουτιέν

Η σκηνή της Επιδαύρου φωτίζεται. Η µουσική ξεκινά. Ηµίγυµνα κορµιά, ανδρικά και γυναικεία, αγκαλιάζονται και χωρίζουν σε έναν παράξενο χορό… «Πολύ παλιά η φύση µας δεν ήταν αυτή που είναι σήµερα», ακούγεται. «Τα γένη των ανθρώπων ήταν τρία: το αρσενικό, το θηλυκό και το ανδρόγυνο, που είχε µεγάλη δύναµη και µεγάλη έπαρση. Οι ανδρόγυνοι τα έβαλαν µε τους θεούς και ο Δίας για να τους τιµωρήσει τους χώρισε στα δύο.

Εκτοτε ο άνθρωπος, απαρηγόρητος, ψάχνει να βρει το άλλο του µισό και ο µόνος που µπορεί να τη γιατρέψει την παλιά πληγή του είναι ο έρωτας». Ξαφνικά, ψηλά από το κοίλον του αρχαίου θεάτρου ακούγονται φωνές. Αναστάτωση. «Τι κάνεις, ρε συ; Ε; Τι κάνεις;», ακούγεται µια οργισµένη ανδρική φωνή. Ο άντρας ντυµένος µε µαύρο κοστούµι και γραβάτα σηκώνεται και µιλάει δυνατά σε µια γυναίκα (µε µαύρο φουστάνι). Το κοινό γύρω έχει ενοχληθεί πολύ. «Ασ’ την ήσυχη».

«Τι κάνεις, ρε;», «Δεν ντρέπεσαι, µ…;», «Ψευτόµαγκα», ακούγονται οργισµένες φωνές, πρώτα γύρω του και στη συνέχεια καλύπτουν όλο το πέταλο, ενώ εκείνος την τραβάει στα σκαλιά. «Πάµε να φύγουµε» της φωνάζει, τραβώντας την όλο και πιο άγρια.

«Ουουουου» βοά το κοινό. Κάποιοι σηκώνονται να τον εµποδίσουν. «Αίσχος», «Ντροπή σου». Τι κι αν το ζευγάρι έχει ήδη βρεθεί στη σκηνή. Το κοινό είναι εξοργισµένο. «Δεν υπάρχει Αστυνοµία να τον µαζέψει;», κραυγάζει κάποιος. «Ντροπή».

«Δεν σε φοβάµαι πια», φωνάζει εκείνη. «Θέλεις πόλεµο; Θα τον έχεις». Κάπου εκεί το συνειδητοποιούν όσοι αποδοκιµάζουν τον άντρα: είναι η συνέχεια της παράστασης. Εκείνη βγάζει το εσώρουχό της και το πετάει (στον Γιώργο Παπαγεωργίου, γιο της Φιλαρέτης Κοµνηνού, που µετά την παράσταση εξοµολογούνταν πως τα χρειάστηκε µε την αντίδραση του κοινού): «Πάρε κι αυτό για να µε θυµάσαι. Καλή διασκέδαση, µ…», λέει και φεύγει. Και η προηγούµενη οργή του κοινού ξεσπά σε ένα πολύ δυνατό χειροκρότηµα… Προκλητικά ξεκίνησε η «Λυσιστράτη» του Εθνικού Θεάτρου. Και µάλλον δραµατικά. Αλλωστε αυτό, το δραµατικό στοιχείο, φαίνεται πως ήθελε να κοµίσει στη νέα δική του ανάγνωση της αριστοφανικής κωµωδίας ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας. Καθώς ο καβγάς ακολουθεί, σε εµβόλιµα «σκετς», το κείµενο (σε απόδοση Κ.Χ. Μύρη). Φέρνοντας σκηνές από την – καθηµερινή; – µάχη των δύο φύλων στην κόντρα των γυναικών της αρχαίας Ελλάδας µε τους άνδρες και τον «εκβιασµό» τους µε σεξουαλική αποχή και µε την κατάληψη του ταµείου, ώστε να σταµατήσει ο πόλεµος.

Το έχει ξεκαθαρίσει από την αρχή ο σκηνοθέτης.

Βάζοντας το ανδρόγυνο στο παιχνίδι της «Λυσιστράτης». Και εξηγώντας το. Με τον χορό των ανδρών – του πολέµου και της εξουσίας, άλλοτε µε κοστούµια, άλλοτε µε φόρµες εργασίας, άλλοτε µε στολές αστυνοµικών – από τη µια, µε το γυναικείο να εµφανίζεται κάθε που ο Αριστοφάνης ανακεφαλαιώνει διδάγµατα – µε κοστούµια σε άσπρο µαύρο και… τούλι – και µε το ανδρόγυνο «πανταχού παρών» στη σκηνική δράση.

Κάρµεν Μιράντα
Αρχής γενοµένης από τη Λυσιστράτη (Βασίλης Χαραλαµπόπουλος). Πάνω στο παράξενο επικλινές σκηνικό του Μανώλη Παντελιδάκη: ένα τµήµα οδοστρώµατος, υπόλευκο, µε διαχωριστική γραµµή, ένα λευκό περιπολικό στην «ανηφοριά», λευκά λάστιχα αυτοκινήτων, µια λευκή βέσπα και γύρω λευκά ποδήλατα, µπαούλα, µεταλλικά κρεβάτια, κιβώτια… Το κοινό χειροκρότησε θερµά την είσοδο της Λυσιστράτης. Με µια καπελαδούρα και φουρό από σατέν ασπρόµαυρα σουτιέν, σιθρού τούλι στην κοιλιά – µια ασπρόµαυρη Κάρµεν Μιράντα! Κι έπειτα ήρθε ντυµένη µε ροζ σουτιέν, στο φόρεµα, στο καπέλο, παντού, η πανύψηλη Κλεονίκη (Γιώργος Χρυσοστόµου). Και οι… άλλες.

Πολύχρωµες, προκλητικές, ένας στρατός από drag queens, όχι ακριβώς γυναίκες αλλά περφόρµερ, ανδρόγυνοι διασκεδαστές.

Με κάτι από κόµικς (έτσι δεν είχαµε πρωτογνωρίσει τον Γιάννη Κακλέα στον Τεχνοχώρο;) και κάτι από την αυστραλιανή ταινία «Πρισίλα, η βασίλισσα της ερήµου», των ‘90s.

Η µουσική του Σταύρου Γασπαράτου, σεµνά και υποβλητικά, από την ambient εισαγωγή της περνά στο πιο… trance της για να κορυφώσει στον ξεκαρδιστικό και πολυχειροκροτηµένο Ορκο (αποχής από το σεξ). Σε κάποια στιγµή γίνεται πιο «ροµαντική», υπογραµµίζοντας αλλά όχι σκεπάζοντας τη δράση και κυρίως τον αριστοφανικό λόγο. Τον οποίο είναι από τις λίγες φορές που ακούσαµε αρθρωµένο, δίχως – ευτυχώς! – τις εύκολες και κάποτε φτηνές προσθήκες «επιθεωρησιακών» στοιχείων (πολιτικά σχόλια, συνθήµατα δηµοφιλών διαφηµίσεων – όπως το 11888 – τσιτάτα από τραγούδια και ελληνικές ταινίες…) που πολύ «φοριούνται» τα τελευταία χρόνια στον Αριστοφάνη.

Μοναδική αναφορά στα πολιτικά, απευθείας από τον πάντα επίκαιρο Αριστοφάνη, ήταν στα µαθήµατα… οικιακών προς τον Πρόβουλο (Χρήστο Χατζηπαναγιώτη). Οταν του εξηγούν πως χτυπάνε το µαλλί µε τον κόπανο για να φύγουν τα αγκάθια, «να απαλλαγεί η χώρα από τους κλέφτες, τους πονηρούς και τις συµµορίες» (δυνατό χειροκρότηµα). Και πως απ’ αυτό το κουβάρι µαλλί – «κλωστές απ’ αυτής της πόλης το µαλλί είναι κι οι δικοί µας µετανάστες, ας µην το ξεχνάµε», λέει η Λυσιστράτη – απ’ αυτό το ανθρώπινο κουβάρι πρέπει οι πολιτικοί να υφάνουν ένα ζεστό παλτό για ΟΛΟ τον λαό, επιτέλους (ακόµη πιο δυνατό χειροκρότηµα και συγκίνηση).

  • «Λαµπιντόλµπι σαράουντ»

Οσο για την επόµενη δράση, ούτε στον Χρησµό, ούτε στη Συµφιλίωση, αργότερα, ούτε στον Μύθο, η µουσική δεν έπλασε τραγούδια. Αφήνοντας πάντα τον λόγο να ακουστεί και µένοντας διακριτικά, αλλά καταλυτικά, στο φόντο. Αλλωστε τι µπορεί να προσθέσει κάποιος σε µια Λαµπιτώ (Λαέρτης Μαλκότσης) µεταξύ Στάθη Ψάλτη και Τζούλιας µέσα στο υπερβολικό έως γκροτέσκο – όπως όλα όσα σχεδίασε η Ελένη Μανωλοπούλου – drag κοστούµι της («Λαµπιντόλµπι σαράουντ» όπως την αποκαλεί η Λυσιστράτη); Ή στην ντυµένη στα εκτυφλωτικά γαλάζια Γοργώ (Γιώργος Παπαγεωργίου) πάνω σε ποδήλατο, στην πανύψηλη Βοιωτή (Κωνσταντίνος Τσερκάκης) και στη «µαζεµένη» συνοδό της (Κωνσταντίνος Μαραβέλιας) από τη Στενωπό Κορινθίας – «δεν το πιστεύω, το έχεις και σε small;» είναι η ατάκα της Λυσιστράτης – στην Αρχιδάµεια (Σταύρος Μαυρίδης) που έχει το «κολαράκι της νυχτερίδας». Ή τι να προσθέσει στη σκηνή κατά την οποία στο άκουσµα της αποχής από το σεξ εκσφενδονίζονται γυαλιστερές, πολύχρωµες ψηλοτάκουνες γόβες; Μόνον στην αφήγηση της Κλεονίκης η µουσική µπλέκεται χαριτωµένα µε ήχους από πιστολάκια µαλλιών, ψαλίδια και… ψεκασµούς.

«Ως γυναικείο φύλο, ξεκωλιάρικο, δικαίως µας ξεµπροστιάζουν στις τραγωδίες. Αυτό µας αξίζει: πλυσταριό και νεροχύτης». Η ατάκα της Λυσιστράτης χειροκροτήθηκε πολύ, περισσότερο από τις αναφορές σε σεξουαλικά όργανα και πράξεις που συνήθως κερδίζουν πολύ χειροκρότηµα στα σύγχρονα ανεβάσµατα κωµωδιών.

ΙΝFΟ

«Λυσιστράτη» την Τετάρτη στο Θέατρο Βράχων (Βύρωνας), στις 30, 31/7 στην Κύπρο, 7/8 στη Σπάρτη, 20/8 στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων, 23/8 στο αρχαίο θέατρο Δίου, 26/8 στο Αττικό Αλσος, 29/8 στη Νέα Σµύρνη, 2/9 στο Ρωµαϊκό Ωδείο Πάτρας, 5/9 στην Ελευσίνα.

  • Ενα µωρό στο άσπρο σεντόνι…

Ο Βασίλης Χαραλαµπόπουλος διαχειρίστηκε θαυµαστά τα πανύψηλα τακούνια της Λυσιστράτης – και µάλιστα στο επικλινές σκηνικό – από τα οποία, όπως εξοµολογούνταν τις προάλλες στα «ΝΕΑ», θα ήταν έκπληξη και θαύµα να µην πέσει: κατάφερε να περπατά µε τα πόδια σαν σε παρένθεση, µε κλίση προς τα µέσα και έκανε αυτή του τη «µαρκέ» στάση σήµα κατατεθέν της Λυσιστράτης, προκαλώντας γέλιο άµα τη εµφανίσει! «Εκανε το πρόβληµα προτέρηµα», σχολίαζε τον δηµοφιλή κωµικό παρέα νεαρών θεατών, βγαίνοντας από το θέατρο… Ενα ακόµη προτέρηµα ήταν η άρθρωσή του στον αριστοφανικό λόγο – όπως τουλάχιστον ακουγόταν στο σηµείο που καθόταν ο γράφων – µε εντυπωσιακή σαφήνεια.

Ο Γιάννης Κακλέας, στο µεταξύ, θέλησε να αξιοποιήσει όσα µέσα µπορούσε να έχει στη διάθεσή του. Πέρα από την εµµονή στην επαναφορά του ζευγαριού που τσακώνεται (κάποια στιγµή δίνει τη θέση του στη Φαίη Κοκκινοπούλου και τον Χρήστο Μαλάκη), πέρα από το καλλίφωνο τραγούδι του Νίκου Καρδώνη και της Μαριάνθης Σοντάκη και τα χορευτικά – γυµνόστηθο στη Συµφιλίωση – που επανέρχονταν σαν µίνι διαλείµµατα (παρ’ ότι κάποιοι στις κερκίδες σχολίαζαν πως ήταν «παραπανίσια»…), χρησιµοποίησε και προβολές πάνω στο επικλινές σκηνικό: κλαδιά δέντρων, βαµµένα χείλη, πλύσιµο χεριών από το αίµα… Ακόµη και το µωρό της Μυρρίνης και του Κινησία το είδαµε σε προβολή πάνω στο λευκό σεντόνι που σήκωσε ο δεύτερος, για να πείσει τη συµβία του να γυρίσει στο σπίτι τους (και να το χειροκρότηµα).

Κινησίας, είπαµε. Εδώ έπεσε πολύ χειροκρότηµα. Στη σκηνή που ο Μάκης Παπαδηµητρίου (µέχρι εκείνη τη στιγµή ενσάρκωνε, ντυµένος ως drag queen, τη Μυρρίνη) εµφανίζεται στον ρόλο του «ξαναµµένου» συζύγου της µε ένα έντονο φαλλικό εξόγκωµα στο εσώρουχο – η σκηνοθεσία απέφυγε τους γιγαντιαίους φαλλούς που έχουµε δει σε άλλες παραστάσεις, προτιµώντας τα «εξογκώµατα» – και ζητά από τη Μυρρίνη (στον ρόλο πια η Ελένη Κοκκίδου) να του δοθεί. Για να επιδοθούν σε ένα προκαταρκτικό παιχνίδι ρόλων (σεξουαλικό role playing) µε εκείνη πότε ως υπηρέτρια, πότε ως γιατρό, πότε ως… Γκρέτα η σαδίστρια.

Πολύ και θερµότατο χειροκρότηµα πήρε και ο Πρόβουλος (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης) στη σκηνή του. Τον οποίο οι drag queens της Λυσιστράτης έγδυσαν – όπως και τον Κινησία/Μυρρίνη – για να ντύσουν µε «ξεχαρβαλωµένο» φόρεµα από σατέν σουτιέν, καπέλο και στραβοπατηµένες κόκκινες γόβες, τις οποίες έσυρε νικηµένος πια, διακωµωδηµένος (και ως εξουσία), ως το κέντρο της σκηνής…

  • Πανταχού παρούσα συγκίνηση

«Κάποια στιγµή προς το τέλος, µετά τη Συµφιλίωση, συγκινηθήκαµε πολύ», εκµυστηρευόταν µετά την παράσταση η Μαρία Τσιµά (από το ζευγάρι του δεύτερου χορικού, «Αέρα στα πανιά µας»). Κάτι που, όπως φάνηκε, το εισέπραξε το κοινό και το ανταπέδωσε µε εντυπωσιακή ησυχία και προσοχή και χειροκροτήµατα συγκίνησης προς το φινάλε. Οπως στο σηµείο που ο Χορός των Γυναικών ανάµεσα σε πολλά «σουµπιντουά, σουµπιντουά» τραγουδά: «Θα ’ρθει καιρός που θα µας λένε Λυσιµάχες / τέλος θα βάλουµε στων ανδρών τις διαµάχες».

Οµως, συγκινητική ήταν από την αρχή και η προσέλευση πολλών θεατών µε αναπηρικά αµαξίδια, που κάλυψαν σχεδόν ολόκληρο το χώρο µπροστά στην πρώτη σειρά των κερκίδων. Με εντυπωσιακή τάξη και µπήκαν και βγήκαν από το αρχαίο θέατρο, µε τη βοήθεια των ταξιθετριών. Οπως εµφανής ήταν και η συγκίνηση στα καµαρίνια.

Κάποιοι επιµένουν πως διέκριναν δάκρυα συγκίνησης (και χαράς;) στα βαριά βαµµένα µάτια του Βασίλη Χαραλαµπόπουλου, ο οποίος είχε µόλις εισπράξει το βροντερό και παρατεταµένο χειροκρότηµα από το κοινό της πρεµιέρας, κατά τι περισσότερο από εκείνο για τον Πρόβουλο (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης), για τον Μάκη Παπαδηµητρίου (Κινησίας-Μυρρίνη) και για τον Γιώργο Χρυσοστόµου (Κλεονίκη).

«Νιώθω δεμένη σ’ ένα βράχο…»

  • Της ΕΛΕΝΑΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010
  • Ηταν όντως μια ιδανική αυλαία για το αθηναϊκό σκέλος του Ελληνικού Φεστιβάλ. Κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, οι σύγχρονοι Αθηναίοι αναμετρήθηκαν την περασμένη Πέμπτη με το παρελθόν και μίλησαν με παρρησία για το παρόν, σε μια άκρως συμμετοχική και δημοκρατική παράσταση, από την οποία δεν έλειψαν η συγκίνηση, τα πραγματικά στοιχεία αλλά και η καλοδουλεμένη δραματουργία. Οι φοβεροί Γερμανοί Rimini Protokoll, με τον «Προμηθέα στην Αθήνα», έκαναν και πάλι το θαύμα τους.

Με αλλοιωμένη κατά το ήμισυ αρχαιοελληνική μάσκα και καλωδιωμένη  ώστε ν' ακούγεται η ηχογραφημένη φωνή της Κωνσταντίνας Κούνεβα,  εμφανίστηκε η αντιπρόσωπός της επί σκηνής. Η ίδια παρακολούθησε  διακριτικά την παράσταση

Με αλλοιωμένη κατά το ήμισυ αρχαιοελληνική μάσκα και καλωδιωμένη ώστε ν’ ακούγεται η ηχογραφημένη φωνή της Κωνσταντίνας Κούνεβα, εμφανίστηκε η αντιπρόσωπός της επί σκηνής. Η ίδια παρακολούθησε διακριτικά την παράσταση

Από τις κερκίδες του ρωμαϊκού ωδείου, βρεθήκαμε να αναρωτιόμαστε πόσο θάρρος χρειάζεται για να παραδεχτείς δημόσια και πάνω σε μια σκηνή ότι έχεις καταδικαστεί σε φυλάκιση ή ότι κάποτε έχεις σκεφτεί να αυτοκτονήσεις. Εντυπωσιαστήκαμε από τα στατιστικά στοιχεία, που μας υπενθύμιζαν κάθε φορά πως αυτό που βλέπαμε είναι κάτι απολύτως αληθινό, αλλά δεν αποφύγαμε και την ταύτιση και τη γνήσια συγκίνηση. Η παράσταση, όμως, διέθετε και κάτι ακόμα. Ηταν από δραματουργική άποψη ένα σπάνιο υφαντό, αφού αφηγούνταν τον μύθο του «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, πλεγμένο μέσα από τις αληθινές προσωπικές ιστορίες των συμμετασχόντων. Παρ’ όλα αυτά, υποψιαζόμαστε πως, αν η παράσταση δεν εντασσόταν στον «Κύκλο Προμηθέας» του Φεστιβάλ Αθηνών, το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμα πιο δυνατό.

Γύρω στα 3.000 άτομα παρακολούθησαν την παράσταση την Πέμπτη το βράδυ. Το σκηνικό που είχε στηθεί, απλό. Μια μεγάλη κυκλική σκηνή, αριστερά της τα dexx και χώρος για μια μικρή ορχήστρα, δεξιά ένα μικρό βάθρο για μία μόνο, τη διερμηνέα νοηματικής. Στο φόντο μια μεγάλη κυκλική οθόνη, η οποία αργότερα θα έδειχνε σε πανοραμική εικόνα τις κινήσεις των συμμετασχόντων, θυμίζοντας την κίνηση του κυττάρου, αλλά και στατιστικά γραφήματα και αποσπάσματα από την τραγωδία. Πίσω από τις πλάτες μας, δύο μεγάλες οθόνες ανέλαβαν τον ρόλο υποβολέα, δίνοντας σκηνικές οδηγίες στους συμμετάσχοντες. Απαραίτητο στοιχείο, αν σκεφτεί κανείς πως οι ηθοποιοί της παράστασης δεν ήταν επαγγελματίες. Οι περισσότεροι πατούσαν για πρώτη -και ίσως τελευταία- φορά το θεατρικό σανίδι, για να υποδυθούν, όχι κάποιον άλλο αλλά τον ίδιο τους τον εαυτό.

Η μουσική (φουτουριστικός επιβλητικός ήχος) προλόγισε την είσοδο από τις τρεις πύλες 100 κατοίκων της Αθήνας. «Είμαστε η Αθήνα», είπε ένας από το μικρόφωνο. «Μας επέλεξαν επειδή αντιπροσωπεύουμε στατιστικά τον πληθυσμό της πόλης. Αντιπροσωπεύουμε την ηλικιακή πυραμίδα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας». Γι’ αυτό και όλοι μαζί τοποθετήθηκαν σύμφωνα με την ηλικιακή πυραμίδα. Οι νεότεροι (νήπια) μπροστά, οι γηραιότεροι πίσω. Η οθόνη δείχνει την πανοραμική εικόνα τους και πάνω σε αυτήν εφαρμόζει το αντίστοιχο στατιστικό ηλικιακό γράφημα. Ταυτόχρονα, η μουσική παραχωρεί τη θέση της σε διάφορους ήχους της πόλης.

«Ερχόμαστε από διαφορετικές χώρες και ηπείρους», διευκρίνισαν κρατώντας τα αντίστοιχα σημαιάκια. «Τρεις από εμάς δεν είναι καταγεγραμμένοι», μας πληροφόρησαν προτού «αναδυθούν» από μια καταπακτή τρεις μετανάστες, για να γίνουν δεκτοί με θερμό χειροκρότημα.

Ενας ένας, όλοι μάς συστήνονται. Πλησιάζουν διαδοχικά το μικρόφωνο, λέγοντας όνομα, περιοχή, επάγγελμα, ηλικία, αλλά και με ποιον από τους ήρωες της αισχύλειας τραγωδίας ταυτίζονται. Πρώτος ο Ομάρ, που ταυτίζεται με την Ιώ, «γιατί κυνηγήθηκα από τον πόλεμο»». Ακολουθούν και οι υπόλοιποι. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουμε την 92χρονη Πλακιώτισσα Στέλλα Μαυρογιάννη, που συγκινημένη δήλωσε πως μας αγαπά όλους, μια γυναίκα που έχει αφιερώσει τη ζωή της στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και τον Απόστολο Γιαννόπουλο, ηθοποιό στο θέατρο κωφών Ελλάδας.

  • Η Κούνεβα

Συγκλονιστικότερη όλων η συμμετοχή της Κωνσταντίνας Κούνεβα, διά της αντιπροσώπου της Εφης Κιουρτίδου, που την υποδύθηκε φορώντας μια αρχαιοελληνική μάσκα (της Μάρθας Φωκά), παραμορφωμένη κατά το ήμισυ και καλωδιωμένη, ώστε να ακούγεται από μικροφώνου η ηχογραφημένη φωνή της ίδιας της Κούνεβα. «Είμαι άνθρωπος. Είμαι γυναίκα. Είμαι μετανάστρια από τη Βουλγαρία. Είμαι ο μόνος γονέας ενός παιδιού. Είμαι 47 ετών και είμαι η Κωνσταντίνα Κούνεβα. Απόψε δεν μπορώ να είμαι μαζί σας. Με αντιπροσωπεύει ένα άλλο άτομο. Θα είμαι σε διαρκή τηλεφωνική επικοινωνία, για να μπορώ να παίρνω θέση».

Με ποιον ήρωα ταυτίζεται; Μ’ έναν σύγχρονο Προμηθέα Δεσμώτη: «Νιώθω σαν να είμαι δεμένη σε έναν βράχο. Κάθε μία ώρα κάνω θεραπείες και τρεις φορές την ημέρα πιο βαριές θεραπείες. Οι δικοί μου δεν με αφήνουν να βγαίνω έξω συχνά. Υπάρχει ένας φύλακας έξω από το σπίτι μου. Η τραχειοτομή μου είναι το κόσμημά μου, που θα το φοράω για χρόνια άγνωστα».

Το κοινό παγώνει, ανατριχιάζει, χειροκροτά. Αργότερα μαθαίνουμε πως παρούσα, ανάμεσά μας, ήταν κι η ίδια η Κωνσταντίνα Κούνεβα, διακριτική και κομψή όπως πάντα, φορώντας ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά και κουβαλώντας δυο γλαστράκια που χάρισε στους Rimini..Αναλαμβάνοντας την ευθύνη (μας)

Το κυρίως μέρος της τραγωδίας ξεκινά με την αφήγηση του σωφρονιστικού υπαλλήλου Γιάννη Μυλωνά. Είναι ο πρώτος από τους πολλούς experts (ειδικούς) που εμφανίζονται. Ετσι ονομάζουν οι Rimini Protokoll τους μη επαγγελματίες ηθοποιούς, που επιστρατεύουν σε κάθε παράστασή τους, ανάλογα με το θέμα της. Καθένας τους αφηγείται την ιστορία του και παράλληλα θέτει ερωτήματα που προωθούν την εξέλιξη του μύθου. Οι συμμετέχοντες απαντούν μετακινούμενοι είτε στη δεξιά είτε στην αριστερή μεριά της σκηνής, για να συστοιχηθούν είτε κάτω από το ταμπελάκι «εγώ» είτε κάτω από το «εγώ όχι».

«Ποιος θυσιάζεται για τους άλλους;», «Ποιος θα άλλαζε αν αποκτούσε εξουσία;». Οι περισσότεροι επέλεξαν το «εγώ όχι», κάνοντας το κοινό να σιγομουρμουράει. «Ποιος από εσάς πιστεύει πως είναι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων;» (ένα 30% υπολογίσαμε πως απάντησε θετικά).

Θέση βρήκαν και επίκαιρα ζητήματα όπως: «Ποιος κρύβει εισοδήματα από την Εφορία;», «Ποιος πιστεύει πως η οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα δόθηκε μόνο για ξένα συμφέροντα;», «Ποιος βλέπει θετικά την ευρωπαϊκή οικονομική ενίσχυση;», «Ποιος θεωρεί πως ευθύνεται ο ίδιος για την οικονομική κρίση;» (εδώ το κοινό διχάστηκε 50-50).

Αλλες ερωτήσεις απαιτούσαν ακόμα μεγαλύτερη παρρησία: «Ποιος θέλει να φύγουν οι μετανάστες από την Αθήνα;». Μόνο δύο θαρραλέοι κινήθηκαν στη μεριά του «εγώ». «Υποκρισία», ψέλλισε μια γυναίκα από το κοινό.

Αργότερα οι συμμετέχοντες βγάζουν φακούς και τους στρέφουν στους θεατές. Ζητούν την ενεργό συμμετοχή μας. Απαντάμε σηκώνοντας το χέρι και ο στατιστικολόγος Γιώργος Ντούρος βγάζει συμπεράσματα…

Η μουσική δυναμώνει καθώς φτάνουν μερικές από τις πιο δυνατές παραδοχές: «Είμαστε πολιτικοί πρόσφυγες», «Ξέρουμε κάποιον που έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά», «Εχουμε υπάρξει θύματα βιασμού», «Εχουμε δει κάποιον να πεθαίνει», «Εχουμε σκεφτεί να αυτοκτονήσουμε»…

Πίσω στήνεται ένα πυραμιδωτό βάθρο. Οι συμμετέχοντες ανεβαίνουν απαντώντας. «Πιστεύουμε πως ο νόμος εφαρμόζεται ισάξια», «Εχουμε κάποτε συλληφθεί», «Εχουμε κάποτε καταδικαστεί», «Εχουμε πάει φυλακή», «Εχουμε παραβεί έναν νόμο» – όλοι. «Υποστηρίζουμε τον Προμηθέα για τη στάση που κράτησε» – όλοι. «Ξέρουμε πως τελειώνει η τραγωδία» – πάλι όλοι. «Ο Προμηθέας θα νικήσει στο τέλος της τραγωδίας».

Ενας πιτσιρικάς τραγουδά «Το μινόρε της αυγής». Οι συμμετέχοντες γυρνούν γύρω από τον εαυτό τους. Στο τέλος σχηματίζουν ένα βουνό, ακουμπώντας ο ένας το χέρι στην πλάτη του άλλου. Συγκίνηση. Το φινάλε. Χειροκρότημα. Στη σκηνή ανεβαίνουν οι δυο σκηνοθέτες Ντάνιελ Βέτσελ και Χέλγκαρντ Χάουγκ. Τα φώτα ανάβουν, φανερώνοντας δακρυσμένα μάτια. Δεν νιώθουμε πια τόσο ξένοι μεταξύ μας.

  • Οι «ειδικοί» που μας μοιάζουν…

**Ο σωφρονιστικός υπάλληλος: Ο Γιάννης Μυλωνάς, που θέλοντας και μη ταυτίζεται με το κράτος, βρέθηκε τυχαία σ’ αυτή τη δουλειά. «Απλώς έτυχε», είπε. Κερδίζοντας στους Βαλκανικούς αγώνες το ’96, η Πολιτεία «με τίμησε με τη θέση αυτή. Μπήκα στη φυλακή το 2001 και μέχρι να πάρω σύνταξη θα έχω περάσει χρόνο ίσο με δύο ισόβιες», πρόσθεσε. Αργότερα τραγουδά το «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή» του Σαββόπουλου, συνοδεία ζωντανής ορχήστρας, και οι εκατό συμμετέχοντες σχηματίζουν ανθρώπινες αλυσίδες, που μέσα στην κυκλική οθόνη φαίνονται σαν αλυσίδες του DNA.

**Η διευθύντρια «Ανθρώπινου Δυναμικού», μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας. Ερχεται για να εξομολογηθεί πώς αναγκάστηκε να απολύσει φίλους της. Μοιάζει με σύγχρονο Ηφαιστο που καταριέται την τέχνη του, όταν αναγκάζεται, παρά τη θέλησή του, να αλυσοδέσει σ’ έναν βράχο τον Προμηθέα.

**Ο αντιρρησίας συνείδησης. Ο Λάζαρος Πετρομελίδης εξηγεί γιατί, ανάμεσα στον νόμο και στη συνείδησή του, επέλεξε τη δεύτερη, παρά τις συνέπειες. «Δεν αρνήθηκα την προσφορά στην πατρίδα. Ζήτησα να υπηρετήσω τη θητεία μου σ’ ένα Γηροκομείο ή σε άλλο Ιδρυμα, αλλά όχι να μάθω να σκοτώνω. Στην Ελλάδα του ’80 αυτό ήταν αδύνατο», είπε. Εκτοτε πέρασε από 16 δίκες και 3 φυλακίσεις. Η προσωπική του νίκη; «Τώρα πια ο γιος μου μπορεί να επιλέξει ελεύθερα».

** Ο (πρώην) εργολάβος. Ο 67χρονος αναφέρθηκε στα «εγκλήματα» που κατέστρεψαν την Καλλιθέα στην περιόδο της χούντας: «Μπάζωσαν τη θάλασσα. Εκτοτε δεν βλέπουμε την Ακρόπολη».

**Ο γιατρός. Μας αφηγήθηκε πώς το ’80 επανέφερε στη ζωή ένα πνιγμένο κοριτσάκι με τη μέθοδο της τεχνητής αναπνοής.

**Ο αρχιτέκτονας. Ο Ανδρέας Κούρκουλας (Νέο Μουσείο Μπενάκη) μίλησε για τη σχέση δημοκρατίας – χώρου και τόνισε την ανάγκη να υπερασπιστούμε την πόλη και τη δημοκρατία μας, αναφερόμενος στο παράδειγμα των κατοίκων των Εξαρχείων.

Ο Καραγκιόζης, η συζήτηση για την καταγωγή του και η απόφαση της Unesco

Έλληνας ή Τούρκος;

Το θέατρο σκιών είναι ένα θέαμα που έχει τις ρίζες του στα βάθη της ανατολής και συγκεκριμένα στην Ταϊλάνδη, την Κίνα και την Ινδονησία. Με την πάροδο των χρόνων και τις μετακινήσεις των πληθυσμών, το θέαμα έφτασε στην Περσία, τη Μικρά Ασία και τη Βόρεια Αφρική. Κανονικά θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το θέατρο σκιών ανήκει στην Ταϊλάνδη ή την Ινδονησία. Τότε όμως το θέατρο γενικότερα είναι ελληνικό, αφού πρωτοξεκίνησε στην αρχαία Ελλάδα και επηρέασε μετέπειτα όλους τους δυτικούς συγγραφείς όπως τον Ρακίνα (Φαίδρα), τον Κορνέιγ (Οιδίποδας) ή τον Ανουίγ (Αντιγόνη). Με την ίδια σκεπτική ο κινηματογράφος είναι γαλλικός αφού οι αδελφοί Lumière υπήρξαν οι εφευρέτες της 7ης Τέχνης. Τέτοια συμπεράσματα υπεργενικεύουν και προκαλούν σύγχυση.

Πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ελληνικό θέατρο σκιών επηρεάστηκε από τον Τούρκο Karagoz, (Karagioz ή Karageuz). Με την είσοδό του όμως στην Ελλάδα πήρε τη δική του μορφή και ένα πρωτότυπο χρώμα που δεν μοιάζει με τίποτα με τον τουρκικό Καραγκιόζη που κρατάει έναν καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα μιας και το θέαμα αυτό παρουσιαζόταν πριν ή μετά την προσευχή του μουεζίνη στα τζαμί.

Αν ο Καραγκιόζης είναι Τούρκος, τότε και ο Αιγύπτιος Aragoz είναι Τούρκος όπως επίσης ο Σέρβος και ο Βούλγαρος συγγενής του.

Ο Καραγκιόζης δεν είναι σε καμία περίπτωση τουρκικός. Άλλωστε όταν εμφανίστηκε στον ελλαδικό χώρο, η Ελλάδα ήταν ήδη κράτος ανεξάρτητο.

Μην ξεχνάμε επίσης ότι Καραγκιόζης σημαίνει Μαυρομάτης, υποκοριστικό που είχαν δώσει στο μεγάλο Αίσωπο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το θέατρο σκιών έχει επηρεαστεί επίσης από τις αρχαίες ελληνικές κωμωδίες, συγκρίνοντας τον Καραγκιόζη με τους αριστοφανικούς σκλάβους.

Όπως και νά’χει όμως, είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί η καταγωγή του Καραγκιόζη. Σε καμία περίπτωση όμως και για κανένα θέαμα, η επιρροή δεν μπορεί να θεωρηθεί μίμηση ή αντιγραφή.

Ένα είναι σίγουρο: ο κάθε Καραγκιόζης, Έλληνας, Τούρκος ή Αιγύπτιος κρατάει την καταγωγή και τη δική του εθνικότητα.

Ανδρέας Ανανίδης
Ενδεικτική βιβλιογραφία στα ελληνικά
  • Ανδρέας Ανανίδης, Από τον Καραγκιόζη στον Βέγγο, Αθήνα, Αιγόκερως, 2007
  • Giulio Caimi, Karaghiozis ou la comédie grecque dans l’âme du théâtre d’ombres, Γαβρηιλίδης, Αθήνα, 1935
  • Γιάννης Κιουρτσάκης, Προφορική παράδοση και ομαδική δημιουργία, το παράδειγμα του Καραγκιόζη, Αθήνα, Κέδρος, 1983
  • Κώστας Μπίρης, Καραγκιόζης, ελληνικό λαικό θέατρο, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2002
  • Walter Puchner, Οι βαλκανικές διαστάσεις του Καραγκιόζη, Αθήνα, Στιγμή, 1985

——————————–
Ο Ανδρέας Ανανίδης σπούδασε δημοσιογραφία και κινηματογράφο. Είναι υποψήφιος διδάκτορας κινηματογραφικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Σορβόννης. Έχει ασχοληθεί με την επιρροή του θεάτρου σκιών στον ελληνικό κινηματογράφο και είναι συγγραφέας του βιβλίου Από τον Καραγκιόζη στον Βέγγο. Έχει εργαστεί ως κριτικός κινηματογράφου στην Ελλάδα. Σήμερα, ζει και εργάζεται στο Παρίσι ως εκπαιδευτικός.Newsroom ΔΟΛ