Ο Μίνως Βολανάκης των λόγων και των πράξεων

  • Από τον Χρήστο Παρίδη
  • Κωνσταντίνα Σταματογιαννάκη, Μίνως Βολανάκης. Το προνόμιο της παρουσίας, εκδόσεις ERGO με τη συμβολή του Ε.Λ.Ι.Α., σ. 428, 25,12 ευρώ

Πάνω απ’ όλα, σημασία είχε ο λόγος. Ο γραπτός λόγος, δηλαδή ο συγγραφέας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ολόκληρη η σκηνοθετική του σταδιοδρομία καθορίστηκε από τη σχέση του με τη μετάφραση. Οτι, τόσο φορμαλιστικά όσο και υφολογικά, τα δυσεπίλυτα προβλήματα μεταφοράς του λόγου και του πνεύματος από μια γλώσσα σε μια άλλη ή από τα αρχαία ελληνικά στα σύγχρονα, ή ακόμα και στα αγγλικά στην περίπτωσή του, διαμόρφωναν τον τρόπο και τις λύσεις που έδινε κάθε φορά στο έργο που αναλάμβανε να μεταφέρει στη σκηνή. Το πόνημα της θεατρολόγου Κωνσταντίνας Σταματογιαννάκη δίνει έμφαση ακριβώς σ’ αυτήν τη διάσταση της πορείας του αμιγώς θεατρικού, έλληνα σκηνοθέτη με τη διεθνή καριέρα Μ. Βολανάκη. Ενα αφιερωματικό βιβλίο με τη μεθοδικότητα διατριβής, και επ’ ουδενί μυθιστορηματική βιογραφία. Ετσι, ο αναγνώστης πληροφορείται εκτενώς σε 7 κεφάλαια ό,τι αφορά μια μεγάλη επαγγελματική καριέρα, και λιγότερο μια γοητευτική ζωή, πλούσια σε γνωριμίες, συναναστροφές, πνευματικές και κοινωνικές ανταλλαγές, όπως υπήρξε ο βίος του. Ενα βιβλίο πλήρες μεν, αλλά συγχρόνως αποστειρωμένο, θησαυρός πληροφοριών για κάθε ερευνητή του θεάτρου, και πολύτιμο αρχείο για νέους -και παλαιότερους- ηθοποιούς ή σκηνοθέτες που δεν πρόλαβαν τον Βολανάκη εν ζωή. Με αναδημοσίευση δύο εξαιρετικών κείμενων του ίδιου, το ένα του 1954 με τίτλο Το θέατρο εδώ και σήμερα και το άλλο του 1964 με τίτλο Το προνόμιο της παρουσίας, εξού και ο τίτλος του βιβλίου. Τέλος, μια πλήρης εργογραφία, ακόμα και μεταθανάτια, όσον αφορά την τύχη των μεταφράσεών του, ολοκληρώνει επιτυχώς τους σκοπούς της έκδοσης.

Ο Μίνως Βολανάκης γεννήθηκε το 1926 στην Κυψέλη, γιος εμπόρου με καταγωγή από την Κρήτη και μητέρα με καταβολές κωνσταντινουπολίτικες. Ηταν μαθητής Γυμνασίου όταν έδωσε και πέρασε το καλοκαίρι του 1940 στη δραματική σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Σχολή ευρωπαϊκών προδιαγραφών του γαλλοτραφούς σκηνοθέτη, από την οποία βγήκαν ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Ντίνος Δημόπουλος, ο Μάνος Ζαχαρίας και άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες της εποχής. Ο πατέρας του σκοτώνεται κατά την υποχώρηση του ΕΛΑΣ μετά τα Δεκεμβριανά και η μητέρα του με δύο παιδιά, τον αδελφό του Μάριο και τον ίδιο, βρέθηκε σε οικονομικό αδιέξοδο. Ετσι, για βιοποριστικούς λόγους κατ’ αρχάς, ο νεαρός Βολανάκης, γνώστης αγγλικών και γαλλικών, περίπτωση σπάνια τότε, άρχισε να μεταφράζει θεατρικά έργα για δύο σκηνές διαμετρικά αντίθετων ιδεολογιών, του Θεάτρου Τέχνης και της κυρίας Κατερίνας Ανδρεάδη. Η μεγάλη πρωταγωνίστρια, που σκηνοθετούσε η ίδια τις παραστάσεις της, υπήρξε για το φιλόδοξο διανοούμενο αγόρι η πιο ουσιαστική «δασκάλα» την περίοδο της νιότης του. Ο ίδιος παράλληλα δίδασκε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και του Σταυράκου. Το σύνολο της πρώτης μεταφραστικής σοδειάς του, 15 έργα, συμπεριλαμβανομένων δύο από τα πιο αγαπημένα του, τη Μικρή μας πόλη και το Με τα δόντια του Θόρτον Ουάιλντερ, αλλά και, σε συνεργασία με τον Γεράσιμο Σταύρου, το Λεωφορείο ο πόθος για τον Κουν με τη Μελίνα. Το καλοκαίρι του 1954 αποτολμά τις πρώτες του σκηνοθεσίες με δύο «ελαφριά» έργα για τον θίασο των Χατζηαργύρη – Τζόγια, ενώ το φθινόπωρο που ακολουθεί φεύγει με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου για μαθήματα σκηνοθεσίας στο Central School of Speech and Drama του Λονδίνου.

Η μεταπολεμική Αγγλία προσπαθούσε να βρει τον βηματισμό της νέας εποχής και ο νεαρός έλληνας επίσης. Αρχικά, ως βοηθός του Τιτάνα του αγγλοσαξονικού θεάτρου Τάιρον Γκάθρι. Τον Ιανουάριο του 1956 κάνει το αγγλικό σκηνοθετικό του ντεμπούτο στο Theatre in the Round με τρία μονόπρακτα του Πιραντέλο. Η γνωριμία όμως που υπήρξε καθοριστική ήταν εκείνη με τον Φρανκ Χάουζερ, καλλιτεχνικό διευθυντή του Oxford Playhouse, που στέγαζε τους Meadow Players. Από το 1956 μέχρι το 1973 παρέμεινε ο σταθερός θεατρικός οργανισμός όπου ο Μίνως Βολανάκης έδινε σάρκα και οστά στα καλλιτεχνικά του όνειρα και στη σκηνή που πάντα επέστρεφε. Εκεί έζησε τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του, εκεί πειραματίστηκε, εκεί γνώρισε και συνεργάστηκε με μερικούς από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς. Εγινε το ορμητήριό του για τις διεθνείς παραγωγές του, ξεκινώντας με την παγκόσμια πρώτη ενός έργου που εκτιμούσε ιδιαίτερα, Οι αριθμημένοι του νομπελίστα Ελίας Κανέτι, το οποίο τον στοίχειωνε και που αργότερα το ανέβασε στη Θεσσαλονίκη, ενώ υπέγραψε και το λιμπρέτο όπερας που βασίστηκε επάνω του.

Ακολουθούν μια σειρά από πετυχημένες προσπάθειες αναβίωσης του κλασικού ελληνικού θεάτρου στην αγγλική σκηνή. Αρχής γενομένης με τη Λυσιστράτη το 1957, μια μεγαλειώδους αποδοχής «ελληνικότατη» παράσταση, σε σκηνικό του Νίκου Γεωργιάδη, η οποία μεταφέρθηκε στο Royal Court του Λονδίνου κι έγινε το διαβατήριο για μια ανάθεση του ίδιου έργου από το Habimah National Theatre του Τελ Αβίβ. Σε μια πρόταση του εκδοτικού οίκου Ντεντ να μεταφράσει όλο τον Αριστοφάνη στα αγγλικά, ενώ συμφώνησε, ποτέ δεν ολοκλήρωσε τη μετάφραση. Ακολούθησαν οι Βάκχαι του 1959 σε δική του μετάφραση και με Πενθέα τον Σον Κόνερι, και η Ορέστεια το 1961. Χάρη στην επιτυχία της, το Old Vic του αναθέτει το 1962 το σαιξπηρικό Ιούλιος Καίσαρα, σοβαρό άλμα για έναν μη Αγγλο. Δυστυχώς, δεν έτυχε ανάλογης επιτυχίας, αν και τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν ένα έργο που του αντιστεκόταν. Οταν το 1964 το ξανασκηνοθέτησε για τον Μάνο Κατράκη και τον Νίκο Κούρκουλο, έφτασε μέχρι να αποσύρει το όνομά του.

Για τον μεγάλο, βλάσφημο και προκλητικό Ζαν Ζενέ, με τον οποίο συνδέθηκε με δεσμούς φιλίας και αλληλοεκτίμησης, ο Βολανάκης υπήρξε από τους λίγους σκηνοθέτες διεθνώς που του εμπιστευόταν έργα του! Οταν τέθηκε θέμα σκηνοθέτη στη Νέα Υόρκη για τα Παραβάν το 1971, σε μετάφραση δικιά του, ο γάλλος συγγραφέας δέχτηκε μόνο τον έλληνα φίλο του να το αναλάβει. Μνημειώδης παράσταση, αν και εισπρακτικό ναυάγιο. Είχαν προηγηθεί στην Αθήνα το 1962 το Μπαλκόνι, με τον θίασο της Ελσας Βεργή, τον αμέσως επόμενο χρόνο στην Οξφόρδη οι Δούλες, εγχείρημα που επανέλαβε ξανά το 1964 αλλά και το 1974, με την Γκλέντα Τζάκσον, στο Λονδίνο. Επάνω στη συγκεκριμένη παράσταση βασίστηκε και η κινηματογραφική εκδοχή του Κρίστοφερ Μάιλς. Ενδιάμεσα, στο Oxford Playhouse πάντα, το Μπαλκόνι το 1967 και Οι νέγροι το 1970.

Ο Σωκράτης Καραντινός τον καλεί το 1964 στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Εκεί σκηνοθετεί Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας του Θεοτοκά, τον Καλό άνθρωπο του Σετσουάν του Μπρεχτ και το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ. Το κοινό της Θεσσαλονίκης έμοιαζε να μπαίνει στα βαθιά νερά του σοβαρού ρεπερτορίου και να βγαίνει εξαγνισμένο στην επιφάνεια χάρη στις εξαιρετικές διδασκαλίες του Βολανάκη. Την άνοιξη του 1965 διδάσκει την Τζούντι Ντεντς στο Φανάρι του Αλφρέντ ντε Μυσέ για το Φεστιβάλ του Σαουθάπτον και αμέσως μετά, την πρώτη βρετανική παρουσίαση της κωμωδίας του Αριστοφάνη Εκκλησιάζουσαι με μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. Πρόβα τζενεράλε, καθώς το ίδιο καλοκαίρι το ανεβάζει και για την Ελληνική Σκηνή της Αννας Συνοδινού στον Λυκαβηττό.

Με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών αυτοεξορίζεται και τον Απρίλιο του 1970 επιμελείται σκηνοθετικά στο Royal Albert Hall του Λονδίνου την αντιδικτατορική εκδήλωση Elefteria: an evening of free Greek Music and Drama, αφιερωμένη στον απόντα και νοσηλευόμενο στο Παρίσι Μίκη Θεοδωράκη. Η Μελίνα διάβασε επιστολή τού συνθέτη, η Φαραντούρη τραγούδησε εμβατήριά του, οι Ιαν Μακέλεν, Αλαν Μπέιτς, Γκλέντα Τζάκσον και άλλοι άγγλοι ηθοποιοί έπαιξαν αποσπάσματα από «απαγορευμένα» ελληνικά έργα.

Με τη μεταπολίτευση βρέθηκε στη θέση του διευθυντή του ΚΘΒΕ, την πιο θαυμαστή θεατρική εποχή που έχει να θυμάται η Θεσσαλονίκη. Ανέβασε τη Λαμπέτη για να παίξει Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ, κατέβασε για πρώτη φορά τη βορειοελλαδίτικη κρατική σκηνή στην Επίδαυρο, με τη Συνοδινού ως Ηλέκτρα, ο Παπαμιχαήλ και ο Τσάγκας έλαμψαν στο Ο κύριος Πούντιλα και ο άνθρωπός του ο Μάττη του Μπρεχτ, η Μερκούρη ως Μήδεια έγραψε ιστορία! Αλλά πάνω απ’ όλα έγραφαν ιστορία οι ίδιες οι παραστάσεις, στις πάντα ποιητικές και εξαιρετικών ελληνικών μεταφράσεις του. Η θητεία έληξε πριν από την ολοκλήρωσή της με παρατράγουδα, όπως και μια δεύτερη θητεία την περίοδο 1986 – 1988, που έμελε να αποδειχθεί ακόμη πιο επεισοδιακή.

Την τελευταία δεκαπενταετία της ζωής του επανέλαβε παλιές του επιτυχίες, έκανε κάποιες νέες, σκηνοθέτησε πολλούς εγχώριους σταρ σε έργα δύσκολα και στήριξε δραματολογικά αλλά και σκηνοθετικά τις Ξένια Καλογεροπούλου και Μπέττυ Αρβανίτη στις -ποιοτικού προσανατολισμού- θεατρικές τους στέγες. Η σημαντικότερη προσφορά και παρακαταθήκη του Μίνου Βολανάκη όμως -εκτός από τον τεράστιο όγκο μεταφράσεων-, δεν ήταν άλλη από τα περίφημα «Θέατρα των βράχων». Τη σύλληψη, τον σχεδιασμό και τη μετατροπή τεσσάρων πρώην λατομείων, στον Βύρωνα, στη Νίκαια, στην Πετρούπολη και στη Νεοχωρούδα της Θεσσαλονίκης, σε υπαίθρια θέατρα, τα οφείλουμε σ’ εκείνον. Οραματισμός μεγάλης καλλιτεχνικής και πολιτικής σημασίας, χάρη στον οποίο επετεύχθη η θεατρική αποκέντρωση και έδωσε τη λύση του χώρου για έργα που ούτε στο «κοσμικό» Ηρώδειο ούτε στην «κλασικιστική» Επίδαυρο μπορούσαν να παρουσιαστούν.

Εφυγε ξημερώματα 15 Νοεμβρίου 1999, παραιτημένος από όνειρα, ιδέες και σχέδια. Κάτι που πάντα έκανε στη ζωή του, αν και ήξερε τη ματαιότητα και το ανέφικτο -συχνά- της πραγματοποίησής τους. Η πιο ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία αυτού του βιβλίου, άλλωστε, είναι η αναφορά των αλλεπάλληλων σχεδίων που ματαιώθηκαν…

  • Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 1 Απριλίου 2010
Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: