Η επόμενη μέρα, το στοίχημα για την Πειραιώς 260

  • «Η ψυχή του Φεστιβάλ Αθηνών», μετά τέσσερα χρόνια επιτυχούς λειτουργίας, διατρέχει έναν κίνδυνο: να αρχίσει να αναπαράγεται
  • Της Μαριας Κατσουνακη, Η Καθημερινή, 13/09/2009

Δύο μήνες μετά, η Πειραιώς 260 δεν αποτελεί παρελθόν. Πυκνές οι εντυπώσεις από τις παραστάσεις, από τις συναντήσεις, από τις συζητήσεις, τις ενστάσεις, τις επευφημίες, τις εικόνες μιας εποχής. Γιατί, κάθε χρόνο, η Πειραιώς 260, «η ψυχή του Φεστιβάλ Αθηνών» (κατά τον καλλιτεχνικό διευθυντή Γιώργο Λούκο), συνοψίζει τάσεις, διαθέσεις, προοπτικές, όχι μόνο καλλιτεχνικές αλλά και κοινωνικές. Ανοιχτή στον πειραματισμό (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για όσους παραμένουν επιφυλακτικοί στην «αποδόμηση» ή στους προκλητικούς «νεωτερισμούς»), μεταφέρει γεύσεις, αιχμές, από τη διεθνή αναζήτηση στο χώρο του θεάτρου και του χορού.

Φέτος, για τέταρτη συνεχή χρονιά, άλλαξε η διάρκεια (έως μέσα Ιουλίου – κατά 15 ημέρες μικρότερο), όχι η κατεύθυνση: πρόγραμμα πολυσυλλεκτικό, ανοιχτό στις νέες προτάσεις, συντονίζει το βηματισμό του με καθιερωμένες διοργανώσεις (όπως αυτή της Αβινιόν), κορφολογώντας τη δοκιμασμένη πρωτοπορία. Τι σημαίνει αυτό; Οτι ανάμεσα στα πολλά καλά που έχει να απαριθμήσει ο σταθερός και συνειδητός θεατής της τετραετίας, θα επεσήμαινε και έναν κίνδυνο: να αρχίσει η Πειραιώς να αναπαράγεται, αφορώντας τους ευλαβικά πιστούς και «θρησκευόμενους» της καλλιτεχνικής ενημέρωσης. Τα ερωτήματα για τον Γιώργο Λούκο (ο οποίος έδωσε το φιλί της ζωής σε έναν θνήσκοντα θεσμό) είναι υπαρκτά: θα κρατήσει την ίδια πορεία, θα τολμήσει περισσότερο ή θα συντηρήσει το ενδιαφέρον με επιμέρους «γεγονότα»; Ούτως ή άλλως, η σύνθεση μιας φεστιβαλικής ατζέντας είναι σπαζοκεφαλιά. Πότε λείπουν οι «άξονες», πότε ο «αιφνιδιασμός», πότε «η ανατροπή», πότε «το διαφορετικό».

Στην Πειραιώς 260 το Φεστιβάλ δοκιμάζεται κάθε χρόνο. Από τον μεγάλο ενθουσιασμό και την ευφορική παράδοση του 2006, στην επιτακτική ανάγκη να συνεχίσει να υπάρχει, να ανανεώνεται, να λειτουργεί εύρυθμα και απρόσκοπτα του 2009. Πρώτη και βασική έγνοια, ο χώρος: «Ζούμε με ένα παραχωρητήριο που δίνει η Εθνική Τράπεζα ως ιδιοκτήτρια του πρώην εργοστασίου Τσαόσουγλου. Εκκρεμεί πάντα η αγορά από το ΥΠΠΟ», επισημαίνει ο Γ. Λούκος, ο οποίος κάθε Ιούνιο φροντίζει να εγκαινιάζει και να αξιοποιεί και μια καινούργια γωνιά, παραδίδοντας άλλη μία βιομηχανική εγκατάσταση σε πολιτιστική χρήση. Η φετινή «επέκταση» στο παρακείμενο Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού ήταν περιστασιακή και αφορούσε τις ανάγκες συγκεκριμένων παραστάσεων.

Τι είδαμε φέτος

Η έναρξη, τον Ιούνιο, με την Τριλογία του Ρομέο Καστελούτσι (Κόλαση, Καθαρτήριο, Παράδεισος), εμπνευσμένη από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, σήμανε μια διαφορετική θέαση του κόσμου (με όρους συμβολικούς, υπαινικτικούς) αλλά και του θεάτρου. Αντινατουραλιστική, εικαστική σύλληψη, εστιάζει στο τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα από μια αφήγηση αντισυμβατική, αχρονική, αλληγορική. Ο Ιταλός σκηνοθέτης έκανε μια δυναμική είσοδο στην αίθουσα Δ (για να συνεχίσει στο Μέγαρο Μουσικής), δίνοντας ουσιαστικά και τον τόνο στη φετινή διοργάνωση. Η σκηνοθετική ευρηματικότητα του Γερμανού Μίκαελ Ταλχάιμερ στους «Αρουραίους» του Χάουπτμαν (μαζί και οι ερμηνευτικές επιδόσεις των ηθοποιών) σχολιάστηκε όσο και ο λογοκρατούμενος «Μεφίστο» του εξ Αμβέρσας ορμώμενου Γκι Κασίερς. Το κοινό διχάστηκε ανάμεσα σε ενθουσιασμένους και κουρασμένους. Για τον «Μπορίς Γκοντουνόφ» των Καταλανών Φούρα ντελ Μπάους (σχόλιο πάνω στην τρομοκρατία και την εξουσία), τα αρνητικά κυριάρχησαν. Σαν ένα docu-drama (δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ) με στοιχεία μυθοπλασίας, άφησε μια γενική αμφιθυμία παρά τις σποραδικές εκδηλώσεις ενδιαφέροντος, εκείνους που το υποστήριξαν με ζέση. Το βιτριολικό χιούμορ (σαρκασμός και καγχασμός πάνω στην πραγματικότητα) του Ελβετού Κριστόφ Μαρτάλερ («Μια μόνιμη αποκία») έχει φανατικούς υποστηρικτές και πολέμιους. Η πρώτη κάθοδος του Μαρτάλερ στο Φεστιβάλ το 2007 με την απολαυστική, οπερατικής αντίληψης, «Φρουτόμυγα», είχε προκαλέσει ανάλογες αντιδράσεις. Φέτος, το Ινστιτούτο Ζυμωτικών Διεργασιών με τους μεσοαστικούς χώρους υποδοχής και τους ενοίκους που πλήττουν αφόρητα, τα αλλεπάλληλα χορωδιακά και τις εγκεφαλικές παρλάτες, ήταν μια ευπρόσδεκτη, ολοκληρωμένη πρόταση.

Οσοι είδαν το «Αόρατο τσίρκο» της Βικτόρια Τσάπλιν και του Ζαν Μπαπτίστ Τιερέ, συνάντησαν το φαντασμαγορικό, διαφορετικό, οραματικό και ευφρόσυνο θέαμα, κράμα χάρης και φαντασίας. Ας σημειωθεί ότι είναι και η παράσταση που ξεχωρίζει ο Γιώργος Λούκος.

Οι τέσσερις μουεζίνηδες από το Κάιρο (Radio Muezzin), παραγωγή των Γερμανών Ρίμινι Πρότοκολ, αιφνιδίασαν: θέατρο – ντοκουμέντο, αποκαλυπτικό στην απλότητα και στην αλήθεια των ιστοριών.

Ο χορός είχε -όπως κάθε χρόνο, είναι εξάλλου το «δυνατό» σημείο του Γ. Λούκου- και πάλι την τιμητική του στην Πειραιώς: Μισέλ Αν ντε Με, Ρασίντ Ουραμντάν, Γίρι Κίλιαν, Αν Τερέζα ντε Κεερσμάακερ, C de la B… Περισσότερο από τις άλλες τέχνες, ο χορός αναδεικνύει την ποικιλομορφία των αναζητήσεων της εποχής. Χορευτές που αφηγούνται παρά κινούνται, χρήση οπτικοακουστικών, ρυθμός που υπαγορεύεται από ανάσες, ένα θέαμα μεικτό, υβριδικό, όπου θέατρο, κινηματογράφος, εικαστικά συνενώνονται και συνεργάζονται.

Στον διεθνή προγραμματισμό της Πειραιώς 260 παρατηρούμε, όλο και πιο έντονα, την ανάγκη των τεχνών να συνασπίζονται, καταργώντας όρια και διακρίσεις.

Παραστάσεις που έκαναν sold out

Οι παραστάσεις που είχαν απόλυτη πληρότητα στους δύο χώρους της Πειραιώς 260 (Δ, χωρητικότητας 700 ατόμων και Η, 550 ατόμων) ήταν οι εξής:

«Κόλαση» από τον Ρομέο Καστελούτσι (Δ, τρεις παραστάσεις).

«Αρουραίοι» του Χάουπτμαν (Η, δύο παραστάσεις).

«Μπορίς Γκοντουνόφ» από τους Φούρα ντελ Μπάους (Η, πέντε παραστάσεις).

«Rosas danst Rosas» της Αν Τερέζα ντε Κεερσμάακερ (Δ, δύο παραστάσεις).

«Pitie!» από τους C de la B (Η, τρεις παραστάσεις).

Αποψη: Ντόπια πρωτοπορία

  • Tου Σπυρου Παγιατακη

Ηταν πάλι στις αρχές Σεπτεμβρίου, θυμάμαι, που οι εφημερίδες της γενέθλιάς μου Θεσσαλονίκης ανήγγειλαν –τότε– όλο περηφάνια πως η τάδε και η δείνα μεγαλομοδίστρα της πόλης επέστρεφε μετά το «ενημερωτικό ταξίδι» της στο Παρίσι. Αργότερα, εδώ στην Αθήνα, τα έντυπα ανέφεραν τους ντόπιους θιασάρχες, οι οποίοι έφερναν τα νέα μοντελάκια τους από την εσπερία. Από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη έρχονταν με τα νέα θεατρικά έργα. Από το Βερολίνο ή το Βρότσλαβ με τα σκηνοθετικά «φασόν».

Τώρα η «Πειραιώς 260» με τους δύο –διόλου εκ του προχείρου–  κλειστούς θεατρικούς χώρους, μαζί με το «Σχολείο» και το Θέατρο του «Ελληνικού Κόσμου» στην ίδια λεωφόρο, άλλαξε ριζικά τις παλιές συνήθειες. Δεν απαιτούνται πλέον δαπανηρά ταξίδια στη Δύση. Τώρα πια το κοινό έχει την ευκαιρία να δει σημαντικές –ή έστω  ανορθόδοξα μοδάτες– ξένες παραστάσεις από πρώτο χέρι. Ασε που κι οι ιθαγενείς θεατροδημιουργοί μπορούν πλέον να γλιτώσουν αρκετά από τα ταξίδια που επιχειρούσαν οι ομότεχνοι παππούδες τους.

Και πάνω απ’ όλα, όλοι εμείς μπορούμε να διαπιστώνουμε και να συγκρίνουμε ποιος δικός μας ξεπατικώνει τον Κριστόφ Μαρτάλερ, ποιος τον Μίκαελ Σουμάχερ ή την Αριάνε Μνούσκιν. Πόσοι και πόσοι επίγονοι προερχόμενοι από την «Πειραιώς 260» δεν σκάνε μύτη με τα οκτωβριανά πρωτοβρόχια;

Κι όσο για την πρωτοβουλία του Φεστιβάλ –λέγε με Λούκο– να παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια λογής λογής ελληνικές νεανικές ομάδες στην «οφφ κέντρου» Πειραιώς, ε, γι’ αυτό πια μόνο επαίνους μπορεί κανείς να εκφράσει.

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε