«Με λένε Κυριακή Παπαδοπούλου»

  • Της ΜΑΤΟΥΛΑΣ ΚΟΥΣΤΕΝΗ, Επτά, Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

«Με λένε Κυριακή Παπαδοπούλου. Μα τι ηλίθια έναρξη! Τι τους έπιασε τους συγγραφείς να μου γράψουν τέτοια έναρξη; Ποια είναι η Κυριακή Παπαδοπούλου; Εγώ είμαι η Μαρινέλλα.

Η Μαρινέλλα πλαισιωμένη από τον Σταμάτη Φασουλή, τον Μέμο Μπεγνή,  τον Αντώνη Λουδάρο και τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης.

Η Μαρινέλλα πλαισιωμένη από τον Σταμάτη Φασουλή, τον Μέμο Μπεγνή, τον Αντώνη Λουδάρο και τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης.

Η Κυριακή Παπαδοπούλου ήταν ένα κορίτσι που ήθελε να γίνει ηθοποιός κάποτε. Ναι, είχα αυτή την πετριά. Ηθελα να γίνω κάτι σαν τη Μαίρη Αρώνη. Να πάω στο Βασιλικό Θέατρο. Από τις πρώτες κιόλας παιδικές μου αναμνήσεις με θυμάμαι στο σινεμά. Εβλεπα στο σινεμά σαν μαγεμένη. Και μετά γύριζα σπίτι και τα έκανα όλα. Κλεινόμουνα στο δωμάτιό μου και τα παρίστανα. Και γινόμουνα Βίβιαν Λι, Μαρία Μοντέζ, Σιλβάνα Μάνγκανο…».

Τα παιδικά της όνειρα θα μας διηγηθεί η Μαρινέλλα, η οποία επιστρέφει στη θεατρική σκηνή. Με τα λόγια αυτά θα μας συστηθεί και θα ξεκινήσει το μιούζικαλ που διατρέχει τη ζωή της και το οποίο ετοιμάζει με γνώριμους συνεργάτες: Εχει τίτλο «Μαρινέλλα – Το Μιούζικαλ», κάνει πρεμιέρα στις 15 Απριλίου στο «Παλλάς» σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή. Τα κείμενα έγραψαν οι Θανάσης Παπαθανασίου και Μιχάλης Ρέππας έπειτα από διηγήσεις της ίδιας. Η γραφή τους έχει πολύ χιούμορ, τρυφερότητα, συγκίνηση. Οι σκηνές και τα τραγούδια (οι μεγάλες επιτυχίες της τραγουδίστριας) εναλλάσσονται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Υπάρχει, όμως, χώρος και για πολλά ακόμα κομμάτια (από το «Siboney», το «Perfidia» και το «Crazy love» μέχρι τα «Rock around the clock» και «Amapola»). «Τις μουσικές και τα κινήματα που επηρέασαν μουσικά την Ελλάδα -από τα πάρτι και το ροκ εν ρολ μέχρι τη ρομαντική περίοδο και τον Χατζιδάκι- τα συμπεριλάβαμε στην παράσταση. Αυτές που λείπουν εντελώς είναι οι πολιτικές και κοινωνικές αναφορές. Αλλωστε δεν πάμε να αναστήσουμε την ιστορία εν γένει», λέει ο Σταμάτης Φασουλής που πρωτοσυνεργάστηκε με τη Μαρινέλλα το 1988.

Η παράσταση ξεκινά από τη δεκαετία του ’50 και αφηγείται την ιστορία τριών γυναικών που συναντήθηκαν σε έναν διαγωνισμό του ΕΙΡ. Η μία είναι η Μαρινέλλα (μια νεαρή ηθοποιός την υποδύεται στην παιδική της ηλικία) και οι άλλες δυο είναι πρόσωπα φανταστικά: Η Ειρήνη, ένα κορίτσι από την επαρχία, και η Αθηναία Μαρία. Οι ζωές τους κυλάνε παράλληλα με την καριέρα της πρωταγωνίστριας, ενώ τα τραγούδια της ακολουθούν τις περιπέτειες, τους έρωτες, τα όνειρα, τις διαψεύσεις τους. Ο Μέμος Μπεγνής και ο Αντώνης Λουδάρος θα ερμηνεύσουν τους άνδρες που περνούν από τη ζωή των τριών γυναικών.

Τους αναζητήσαμε όλους στις πρόβες και τους βρήκαμε καθισμένους γύρω από ένα τραπέζι. Προς το παρόν δοκιμάζονται στο κείμενο. «Καλησπερίζω το κάλλος των ανδρών και γυναικών», λέει η Μαρινέλλα φτάνοντας. Απευθύνεται στην Τζένη Μπότση, την Ευαγγελία Μουμούρη, τον Αντώνη Λουδάρο, τον Μέμο Μπεγνή και τους υπόλοιπους. Ιδιαίτερα θερμή, ευγενική και γεμάτη ζωντάνια κάθεται πλάι στο σκηνοθέτη και αρχίζει το… ρεσιτάλ. Πειράζει τον Μπεγνή για τη σοβαρότητά του: «Καλέ, 800 φωτογραφίες, σε καμία δεν γελάς;». Αναρωτιέται πώς θα χωριστούν στα καμαρίνια του «Παλλάς»: «Κοίτα μην πάτε μακριά και με φάει η μοναξιά». Αστειεύεται όταν τη χειροκροτούν που τραγούδησε μόνο με τη συνοδεία πιάνου το «Δεν φταίμε εμείς» ή το «Πάλι θα κλάψω». Σχολιάζει την εξέλιξη του κειμένου με ατάκες τύπου (άντε, καλέ, σοβαρά; τι μας λες;) και τινάζει την πρόβα στον αέρα.

Εκείνοι που αγαπούν τη Μαρινέλλα θα απολαύσουν και στο μιούζικαλ πολλές άγνωστες ιστορίες και κυρίως θα ανακαλύψουν το χιούμορ της. «Το ήθελα πολύ το χιούμορ σε αυτή τη δουλειά, γιατί μου αρέσει να ισορροπώ σε ετερόκλητα συναισθήματα», λέει ο Στ. Φασουλής, που με κάθε ευκαιρία πυροδοτεί την κωμική ερμηνεία των ηθοποιών. «Η Μαρινέλλα είναι μια γυναίκα που σπάνια εκθέτει την προσωπική της ζωή κι έτσι πολύ λίγοι γνωρίζουν πόσο γενναιόδωρη είναι και πόσο χιούμορ διαθέτει. Από την άλλη, όταν συνεργάζεσαι με μια μεγάλη σταρ, είναι δύσκολο να αποκαλύψεις αθέατες πλευρές της χωρίς να τσαλακώσεις την εικόνα που έχει ο κόσμος για εκείνη. Το ατού, λοιπόν, της παράστασης είναι αυτή η ευκαιρία να την ανακαλύψουμε ξανά και μάλιστα μέσα από γεγονότα που η ίδια διηγήθηκε στους Ρέππα – Παπαθανασίου».

Κάπως έτσι θα μάθουμε για τον κωσταντινουπολίτη μπαμπά της που λάτρευε την ιταλική μουσική κι έβαζε στο γραμμόφωνο Καρούζο, για το πρώτο τραγούδι που ερμήνευσε μπροστά σε κόσμο στον Παλαμά Καρδίτσας, τον πρώτο της μεγάλο έρωτα με τον Στέλιο Καζαντζίδη αλλά και το πώς από Κυριακή Παπαδοπούλου έγινε Μαρινέλλα (αφού πρώτα δοκίμασαν γαλλικά καλλιτεχνικά ονόματα του τύπου Κική Μπονζούρ, Κική Μερσί, Κική Εκμέκ, Βιολέτα, Ντάλια, Ταμπτάουα).

«Ηταν τότε έξω από τη Θεσσαλονίκη ένα κέντρο, το «Πανόραμα». Ηταν -πού να σας πω;- ένα μαγαζί στη μέση του πουθενά… Ο Τόλης Χάρμας με βάφτισε. Να σας πω την αλήθεια μου, το Κυριακή και όλα τα παράγωγα του -Κική-Κίτσα και τα λοιπά- ούτε που τα θυμάμαι. Να με φωνάξεις Κυριακή δεν θα γυρίσω… Κάπως γύφτικο μου φάνηκε το Μαρινέλλα. Αλλά τι με ένοιαζε; Για ένα-δυο μήνες θα το είχα αυτό το όνομα. Για να μαζέψω λεφτά να πάω στο Βασιλικό Θέατρο. Μαρινέλλα θέλουνε να με πούμε; Μαρινέλλα. Μωρ’ δεν πά’ να με πουν και κατσιβέλα. Θα τους χαλάσω το χατίρι; Και έτσι μου βγήκε το όνομα».

Αρκετά περιγραφική είναι κι όταν διηγείται την απρόσμενη προσωπική επιτυχία με το «Σταλιά – σταλιά». «Ο Γιώργος (Ζαμπέτας) το είχε γράψει για την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Για την «Κόρη μου τη σοσιαλίστρια». Τη μέρα που το ηχογραφούσαν εγώ είχα πάει στο στούντιο για μια άλλη δουλειά. Και με βλέπει στο διάδρομο η Αλίκη. Με φωνάζει, πάμε στον Ζαμπέτα και του λέει «αποκλείεται, εγώ δεν το λέω, θα μου γράψεις άλλο για την ταινία και αυτό θα το πει η Μαρινέλλα»». Δεν ξέρω πώς πείστηκε ο Ζαμπέτας -ήταν και καταφερτζού η Αλίκη- και όντως το ηχογράφησα. Ολη η ιστορία της Μαρινέλλας ξεκίνησε με ένα όνομα που δεν διάλεξα και με ένα τραγούδι που δεν γράφτηκε για μένα».

Με αυτοσαρκασμό, επίσης, αναφέρεται ακόμα και στις αλλαγές στην εμφάνισή της: «Το ’75 έγινα ξανθιά. Αυτή ήταν και η τελευταία αλλαγή που έκανα στη ζωή μου. Από τότε παραμένω ίδια. Δεν θέλω σχόλια! Δεν έχω αλλάξει καθόλου…».

«Είμαι μια ευτυχισμένη γιαγιά»

Αραγε, με τόσο σπαρταριστό κείμενο και μια υπέροχη φωνή, υπήρχαν πράγματα που προβλημάτισαν τον Σταμάτη Φασουλή; «Δυστυχώς τις ευκολίες και τις δυσκολίες μιας παράστασης τις καταλαβαίνω εκ των υστέρων. Οταν ετοιμάζω μια παράσταση, δεν βλέπω εμπόδια», λέει ο σκηνοθέτης.

Επειτα από δυόμισι περίπου ώρες παράστασης, το έργο φτάνει στο σήμερα. «Το τέλος του παραμυθιού είναι ότι είμαι μια ευτυχισμένη γιαγιά… Γιαγιά – γιαγιά κανονική», όπως λέει η Μαρινέλλα. «Κρατάω τα εγγόνια μου, τους μαγειρεύω… Εχω μια μεγάλη οικογένεια, αδέρφια, ανιψιά… Ε, τι άλλο θέλω πια; Η κόρη μου και τα εγγόνια μου είναι η πιο μεγάλη βεβαιότητα που έχω σ’ αυτή τη ζωή. Η πιο βέβαιη αγάπη. Γιατί ποτέ δεν ζήτησα καμιά ανταπόδοση. Οπως ποτέ δεν μου ζήτησαν ανταπόδοση η μητέρα μου κι ο μπαμπάς μου…». *

* Τα σκηνικά είναι του Γιώργου Γαβαλά, τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη και οι χορογραφίες του Δημήτρη Παπάζογλου. Εισιτήρια προπωλούνται προς 20, 25, 30, 40, 45, 50, 60, 70, 80 ευρώ.

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε